30 Οκτωβρίου 2011

28 Οκτωβρίου 2011


«Στη Θεσσαλονίκη, σήμερα, αποκαταστάθηκε το πραγματικό νόημα της 28ης Οκτωβρίου 1940»

28 Οκτωβρίου 2011

Γιάννης Χρήστου



Για το Γιάννη Χρήστου:
από το anaparastasis.infο και από τη wikipedia



Μια Μουσική της Αντιπαράθεσης.

Μ’ ενδιαφέρει λοιπόν (προσωπικά) μια μουσική που έρχεται σε αντιπαράθεση• μια μουσική που θέλει ν’ ατενίσει κατάματα την αποπνιχτική επίδραση, ακόμα και τον τρόμο, ενός μεγάλου μέρους από την καθημερινή μας εμπειρία της ζωής• μια μουσική που δεν αποζητά να ξεφύγει τον αδυσώπητο χαρακτήρα των προτύπων όπου μέσα τους ξετυλίγεται ολοένα η εμπειρία αυτή. Μια μουσική που όχι μόνο δεν γυρεύει να ξεφύγει από την εμπειρία αυτή, αλλ’ αναζητά τις μορφές της για να τις καταβροχθίσει και να τις ξεράσει πάλι, έτσι όπως κάνουν και τα όνειρα.Δε γίνομαι συνήγορος μιας μουσικής της βίας, μόλο που ένα μέρος (της μουσικής αυτής) ίσως συχνά φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό ακριβώς. Αντίθετα, εκείνο που μου φαίνεται σημαντικό είναι μια εκλέπτυνση (ή μια ευστροφία) στον τρόπο δράσης μας: Ένα ήρεμο ξέπλεγμα των νημάτων της πραγματικότητας• (…) το να γκρεμίζεσαι απαλά μέσα σε εικόνες παραμόρφωσης• μια αργή αποσύνθεση• ίσως και μια ματιά στο κενό του «επέκεινα» ή στο τίποτε.
Αν κάποια λογική υπάρχει σε μια τέτοια μουσική, είναι ίσως κάτι σαν τη λογική που λειτουργεί στα όνειρα - ή στους εφιάλτες - με την παράδοξη αντίστιξή τους των γεγονότων και τους εξωλογικών τους κατακερματισμούς ή τις έμμονες επαναλήψεις τους, ή τους ζοφερούς υπαινιγμούς και τις σκοτεινές τους αποκαλύψεις… Με τούτη τη λογική, φραγμοί δεν μπορεί να υπάρχουν. Ακριβώς όπως το καθετί - οσοδήποτε κοινότυπο, πολύπλοκο, αταίριαστο, παραμορφωμένο ή μη, αναγνωρίσιμο ή εντελώς αγνώριστο - μπορεί να παρουσιαστεί μέσα σ’ ένα όνειρο ως «συνιστώσα» του, έτσι και το καθετί, ή οποιαδήποτε δράση και σε οποιοδήποτε συνδυασμό, μπορεί δυνητικά να είναι μια συνιστώσα αυτής της μουσικής.
Μουσικοί και μη μουσικοί• ηθοποιοί και μη ηθοποιοί• χορευτές και άνθρωποι απλοί.
Ένας οποιοσδήποτε απ’ αυτούς ή και όλοι τους μπορούν να εκτελέσουν κάποια χειρονομία, να περάσουν σε κάποια δράση, να κινηθούν είτε σχηματίζοντας μια μορφή, όπως σε κάποιο χορό, είτε έξω από τη μορφή, όπως σε μια κατάσταση της (καθημερινής) ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίξουν όργανα μουσικά και μη - απλά αντικείμενα που τα κρούουν ή τα χτυπούν το ένα με το άλλο ή και τα χρησιμοποιούν διαφορετικά για να παράγουν ήχο ή ακόμη, περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που επεξεργάζονται ήχους ζωντανούς ή play back, παράγοντας εφέ υπολογισμένα από πριν ή τυχαία: ήχους που είναι μουσικοί ή «συγκεκριμένοι» [concrete] ή αναπαράγουν τους συνηθισμένους ήχους της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίζουν μέσα στο πλαίσιο της κατηγορίας όπου ανήκουν (πράξη - λ.χ. ένας βιολιστής που παίζει βιολί) ή έξω από τα πλαίσια της κατηγορίας αυτής (μετάπραξη - λ.χ. ένας βιολιστής που ουρλιάζει).
Όλοι όσοι παίρνουν μέρος μπορούν να υπόκεινται σε διαδικασίες διάλυσης• ακρωτηριασμού του υλικού που παράγουν και αποσύνδεσης του: λ.χ. ένας εκτελεστής εκτελεί τις απαραίτητες κινήσεις (για να παράγει ήχο) αλλά δεν ακούμε κανέναν ήχο. Ή πάλι, έχουμε συμβάντα χωριστά που αντιπροσωπεύουν συστήματα εντελώς διαφορετικά αλλά που γίνονται μαζί. Απότομες διακοπές• εντελώς ξαφνικές επαναλήψεις (resumptions)• κατακερματισμούς• υπερβολές• παραμορφώσεις: έκλειψη.
Και οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να συμβούν όχι μόνο σε συμβατικούς χώρους εκτέλεσης, αλλά οπουδήποτε - αυτό εξαρτάται από το έργο: έξω από το χώρο της συναυλίας, σε δημόσιες πλατείες, στους δρόμους της πόλης, οπουδήποτε. Απόπειρες πρωτοεκτέλεσης έξω από τους προμαχώνες της συμβατικής πολιτιστικής δραστηριότητας.
Κύρος όμως δεν υπάρχει σε καμιά από τις διαδικασίες αυτές, παρά μόνον όταν οι συνιστώσες τους σμίξουν σε μια σύνθεση, επειδή διαφορετικά δεν υπάρχει «μουσική». Πρόκειται για μια σύνθεση που για ορισμένους μπορεί να λειτουργήσει, και για άλλους όχι. Κανόνες δεν μπορούν να γραφτούν. Όπως στην αλχημεία: τα συστατικά μπορεί να είναι συνηθισμένα αλλά ο τρόπος της σύνθεσης τους σκοτεινός. Ή όπως στην τελετουργία: που για μερικούς λειτουργεί, ενώ για άλλους όχι. και για εκείνους που δεν λειτουργεί, η τελετουργία, στην καλύτερη περίπτωση, αντιπροσωπεύει απλή εθιμοτυπία.
Αλλά και πάλι, όπως σε μερικές τελετουργίες συμμετοχής, η όποια ουσία μπορεί να υπάρχει στη μουσική αυτή μπορεί να μεταδοθεί μόνο με την αλήθεια, την πραγματικότητα της ίδιας της σωματικής πράξης της εκτέλεσης της και τη μεταβίβαση της έντασης, της ενέργειας και των ψυχοειδών παραγόντων που εμπεριέχει.
Σε αντιδιαστολή όμως με την τελετουργία, το είδος αυτό σύνθεσης δεν έχει δομή, με τη μορφολογική έννοια της λέξης. Αυτό δε σημαίνει ότι μερικές από τις συνιστώσες της δεν μπορούν να έχουν μια δική τους αυστηρή μορφή. Αλλά και έτσι ακόμη, οι συνιστώσες αυτές δεν είναι σύνθεση, είναι μόνον υλικό. Οπωσδήποτε η μορφή τους ανήκει σε έναν τύπο τρωτό και ευπρόσβλητο, που μπορεί να κλονιστεί και να παραβιαστεί οποιαδήποτε στιγμή (συνεχώς απειλείται από μια «έκλειψη»).

Γιάννης Χρήστου, Ιούνιος 1968.

27 Οκτωβρίου 2011

Τακούνια καίγονται στο φούρνο [Χαριτίνη Ξύδη]




















Πού να γεννήθηκε η παράνοια του έρωτα; Στο ξύλο, που δένει το μολύβι του καρπό για να γράψει τα μεγάλα Ω… Σ' ένα χάρτινο βαρκάκι που λιώνει αργά στην μπανιέρα… Στην τσέπη ενός εργάτη ορυχείου… Σ' ένα φιλοκίνδυνο λίκνο που δονεί τον θίασο των ενοχών, στο απαγορευμένο νήμα του Λαβύρινθου, σ' ένα ζαλισμένο ράγισμα στον αμανέ που λέει «είμαι εδώ και περιμένω την επόμενη λέξη». Σ' ένα γιαπωνέζικο ριπίδιο, μεταμφιεσμένη σε θραύσμα γυαλιού, διεκδικεί τον ανδραποδισμό της από την κόμη σου. Εκεί υπάρχει ολόκληρη η εικόνα τού βίου και ο τονισμός του.

------------------------------------------

(απόσπασμα από το Κοντινό Πλάνο)

Έτσι που λες. Το συζητάς καμιά φορά.
Ειπώνεται και η πίκρα της Ανατολίας διαφορετικά.
Συνεχίζεται το νουάρ και το μπλανς.
Στα βυθισμένα στη γη ανάκτορα.
Στη σπουδαία θυσία στο κεφαλόσκαλο
κατά το Κούρμπαν Μπαϊράμι-
πυροβολισμοί στον αέρα για τη γιορτή.
Μπορείς τώρα να πάρεις στα χέρια σου
τον ανατολικό μου κόσμο και να τον περιφέρεις
σε αμανέδες και σπαράγματα,σ τα στενά του Ακσαράι,
στα μικρομάγαζα,στα μισογκρεμισμένα τείχη,
στις θέρμες, στα ρωμαϊκά ερείπια,
στα καφενεία με τους ναργιλέδες;
Επειδή σ’ αγαπούσα στο μεσαίωνα της Πόλης
επέστρεφες όπως κι εγώ γιατί η ζωή
στο σκοτάδι δεν μας έφτανε.
Μαυρόασπρα από παλιά αγαπιόμαστε.


Πληροφορίες: εδώ

... καλοτάξιδο!

20 Οκτωβρίου 2011

Only a pawn in their game [Bob Dylan]





Only a pawn in their game

A bullet from the back of a bush took Medgar Evers' blood
A finger fired the trigger to his name
A handle hid out in the dark
A hand set the spark
Two eyes took the aim
Behind a man's brain
But he can't be blamed
He's only a pawn in their game.

A South politician preaches to the poor white man
"You got more than blacks, don't complain
You're better than them, you been born with white skin" they explain
And the Negro's name
Is used it is plain
For the politician's gain
As he rises to fame
And the poor white remains
On the caboose of the train
But it ain't him to blame
He's only a pawn in their game.

The deputy sheriffs, the soldiers, the governors get paid
And the marshals and cops get the same
But the poor white man's used in the hands of them all like a tool
He's taught in his school
From the start by the rule
That the laws are with him
To protect his white skin
To keep up his hate
So he never thinks straight
'Bout the shape that he's in
But it ain't him to blame
He's only a pawn in their game.

From the powerty shacks, he looks from the cracks to the tracks
And the hoof beats pound in his brain
And he's taught how to walk in a pack
Shoot in the back
With his fist in a clinch
To hang and to lynch
To hide 'neath the hood
To kill with no pain
Like a dog on a chain
He ain't got no name
But it ain't him to blame
He's only a pawn in their game.

Today, Medgar Evers was buried from the bullet he caught
They lowered him down as a king
But when the shadowy sun sets on the one
That fired the gun
He'll see by his grave
On the stone that remains
Carved next to his name


πηγή: εδώ

19 Οκτωβρίου 2011

Ακινησία [Kώστας Σφενδουράκης]


Ακινησία.

Ακούνητοι εδώ προσδοκώντας τη μοίρα
η σκέψη πως ζουν είναι μια αυταπάτη
μια θάλασσα ο κόσμος γεμάτη αλμύρα
και σκλάβοι αυτοί να μαζεύουν αλάτι.

Ακούνητοι ναι, της ζωής οι προδότες
εντάξανε μες στον ιερό της αγώνα
παιδιά να μετέχουν οιονεί αιμοδότες
να κλαίνε μονάχα από τα δακρυγόνα.

Ακούνητα δίχως φωνή ανθρωπάκια
και πέρα μακριά σταματάει το βλέμμα
σ' ορίζοντα που 'ναι θολός απ' το ψέμα.

Θολός από ισχνά σκονισμένα φωτάκια
ζωής που αργοσβήνει στο τώρα σημάδια
ακούνητοι, ακούνητα όλα και άδεια


Арсений Александрович Тарковский - Πρώτες συναντήσεις [απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου]

Πρώτες συναντήσεις [Arseny Tarkovsky]

Γιορτάσαμε την κάθε μας στιγμή
Των πρώτων συναντήσεων, σαν αποκάλυψη,
Μόνοι σε ολόκληρο τον κόσμο. Εσύ
Πιο τολμηρή, και ελαφρύτερη από πουλιού φτερούγα,
Στη σκάλα, σαν τον ίλιγγο,
Κατέβαινες πηδώντας το σκαλί και οδηγώντας
Μέσα από την υγρή την πασχαλιά προς το βασίλειό σου,
Προς την αντίστροφη πλευρά του γυάλινου καθρέφτη.

Όταν έπεσε η νύχτα, χάρη δόθηκε
Σε μένα, οι πύλες του βωμού
Ανοίχτηκαν, και στα σκοτάδια
Γύμνια έλαμψε και υπέκυψε αργά,
Και, καθώς ξύπνησα, « Να είσαι ευλογημένη!»,
Είπα και ήξερα, πως η επίκλησή μου
Ήταν παράτολμη: εσύ κοιμόσουνα,
Και η πασχαλιά τεντώθηκε έξω από τον πίνακα ν' αγγίξει
τις βλεφαρίδες σου με το μπλε του σύμπαντος της
Και οι βλεφαρίδες, συγκινημένες απ' το μπλε
Μείνανε ήρεμες, και το χέρι σου ήταν ζεστό.

Και μες στον κρύσταλλο, οι ποταμοί πάλλονταν,
Καπνός έστεφε τους λόφους, οι θάλασσες λαμπύριζαν,
Και εσύ κρατούσες τη σφαίρα την κρυστάλλινη
Μες στην παλάμη σου, και εσύ κοιμόσουνα στον θρόνο,
Και-ακριβοδίκαιε Θεέ!- ήσουν δική μου.

Ξύπνησες και μεταμόρφωσες
Το καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων,
Ώσπου η μιλιά ήταν γεμάτη και ξεχείλιζε
Συντριπτική ορμή, και η λέξη «εσύ»
Φανέρωσε τη νέα έννοια της και σήμαινε: κυρίαρχος

Στον κόσμο όλα μεταμορφώθηκαν, ακόμη-ακόμη
Και πράγματα μικρά -η λεκάνη, το κανάτι-,όταν
Στάθηκε ανάμεσα σ' εμάς, σαν να 'ταν φύλακας,
Το χωρισμένο και συμπαγές νερό.

Οδηγηθήκαμε, χωρίς να ξέρουμε το πού.
Μπροστά μας ανοίγονταν, σαν οπτασίες,
Οι ως εκ θαύματος χτισμένες πολιτείες,
Η μέντα απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας,
Και πουλιά την ίδια ακολουθούσανε μ' εμάς πορεία,
Και ψάρια πήδαγαν έξω από το νερό σε όλο το ποτάμι κατά μήκος,
Και ο ουρανός μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλωνόταν ...

Όταν η μοίρα ακολουθούσε πίσω μας το μονοπάτι,
Σαν μανιακός μ' ένα ξυράφι ανά χείρας.

πηγή: εδώ

Εξομολόγηση στην σκιά μου [Πόπη Συνοδινού]



Εξομολόγηση στην σκιά μου.


Κάθομαι κάτω από μια γυαλιστερή παρέα από σύννεφα ενώ
το μετρό περνά αφήνοντας από το στόμα του εκατοντάδες ανθρώπους.
Περιμένω την βροχή.
Μαζί με την αναμονή της έρχονται συναισθήματα κορυφωτικά
με μια φυσική αναδίπλωση στην ανθρώπινη μου αντίληψη.
Έρχονται στιγμές που νοιάζομαι για τον άνθρωπο με διάθεση απόλυτη
με νοιάζει το άγνωστο παιδί σε ένα υπόγειο
ή κείνο που παίζει απορημένα με ένα νέο παιχνίδι.
Εγώ είχα παιχνίδια δανεικά, καμία σημασία όμως δεν έχει γιατί φριχτά τα αγάπησα.
Πάντα διέθετα αισθητήρες στα κόκκινα μπαλόνια.
Μπορούσα εύκολα δηλαδή να διώξω την φριχτή πραγματικότητα και να μπω σε αυτήν που ήθελα εγώ.
Με ένοιαζε που για όλα τα κακά έφταιγα εγώ, συνέπεια ενός περιβάλλοντος ανώριμου.
Έφταιγε κι η γκρίνια που φέρνει η φτώχια, τα νιάτα των γονιών που πάλευαν να μην ξοδιαστούν.
Είχα όμως τύχη καλή. Γενναίοι φίλοι μου στην φτωχογειτονιά μου φόρεσαν ασπίδα της αγάπης.
Πόσο θολό είναι το τοπίο σαν αυτή δεν την έχεις ή νομίζεις δεν σου χρειάζεται...
Το σχολείο ήταν το κοιμητήριο των αισθήσεων, έτσι το ‘βλεπα από τον χάρακα μιας δασκάλας.
Αυτός ο χάρακας μου έμαθε πως ή θα κλάψω ή θα κρατήσω μια περηφάνια.
Κι έκλαιγα μόνο στο σπίτι.
Με λύσσα κράτησα την περηφάνια. Αυτή δεν είναι μια περσόνα που κρατά βεντάλια και ζητά να την προσέξεις.
Είναι το ακέραιο καταφύγιο της κατοίκησης στα ψηλά κλαδιά.
Και να μένεις ίδιος κι ακλόνητος στην ομορφιά που θες να ορίσεις για κατοικία...
Η μητέρα μου με πήγαινε σε σπίτια πλούσια.
Δούλευε με τα παιδιά τους κρατώντας τα.
Σαν λίγο μεγαλύτερη τους έπαιζα κουκλοθέατρο.
Έφτιαχνα ρόλους και λέξεις να τους παρασύρω μακριά από την παιδική πλήξη.
Λάτρευα τα βιβλία και το θέατρο.
Από εκεί έφτιαχνα τα δικά μου πειρατικά ορμητήρια βρίσκοντας εμπνεύσεις.
Ξαπόστελνα την κακία και την ζήλια δίνοντας την σε ρόλους καθαρίζοντας το χώμα μου.
Ανέβαινα σε μια καρέκλα και έπαιζα φορώντας ρούχα της μαμάς μου.
Σάλιωνα τα κραγιόνια τα ξύλινα και με έβαφα.
Κόκκινο του πολέμου ή του ηλιοβασιλέματος..
Από τότε έχω μια ευγνωμοσύνη μέσα μου για τα πράγματα.
Τους ανθρώπους. Κι ας παραπονιέμαι πολλές φορές δίχως συστολή.
Ότι συμβαίνει είναι το μπόλιασμα. Η ανακάλυψη. Η μάθηση. Η κοινωνική παιδεία.
Εντάξει δεν έχει πάντα γέλια και χαρές, μάλλον περισσότερα τα δάκρυα.
όμως κάπως έτσι αφυπνίζεσαι.
Μαθαίνεις όχι άκοπα με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις...
Αυτό που δεν θέλω να χάσω είναι αυτή η ευγνωμοσύνη μου στα πράγματα.
Την θέα της αρμονίας και της δικαιοσύνης..
Στα πάντα.
Κι ότι βλέπω τώρα στα παιδικά μάτια είναι λύπη και αγωνία.
Γιατί ξέρουν να διαβάζουν τον γονιό και τις κοινωνίες.
Πιο πολύ από τον σοφό ή τον ποιητή, είναι που δεν έχουν δεύτερες σκέψεις..
Κι αυτό τρέμω, την ύπαρξη της δεύτερης σκέψης. Που φυσικά γίνεται, απλά δεν υπάρχει μεγάλη διάρκεια..
Είμαι εδώ, πάνω από το στόμιο της αβύσσου που λέγεται άγνωστο.
Πάνω από κρατήρες θανάτου που κάποτε με αγγίζει σαν σκέψη..
Φοβάμαι. Ότι παραμύθια να σκεφτώ τον φοβάμαι.
Να προλάβω θέλω ακόμη κι άλλα.
Ανεξόφλητα όνειρα.
Πιο πολύ όμως φοβάμαι μην σταματήσω να αισθάνομαι.
Να σκέφτομαι.
Να αγαπάω.
Το μετρό συνεχίζει να ξερνάει κόσμο από το στόμα του.
Φιγούρες τρομαγμένες, σκεφτικές.
Υπομονετικοί ήρωες, ξεκάθαρο.
Ας έχουμε τουλάχιστον ό ένας τον άλλο.
Όπως τα ζώα στις αγέλες.
Κι ας μυρίζουνε το αίμα. Υπάρχει η στιγμή που το ένα γλύφει ευχαριστημένο το άλλο τιθασεύοντας το άγριο ένστικτο.
Ας χαϊδέψουμε τους φόβους μας κρατώντας τις βελουδένιες πατουσιές των γατιών.
Ένα δάκρυ όταν σμίγει με το άλλο γίνεται ποτάμι.
Το ποτάμι κάποτε έχει δύναμη να καθαρίσει το άδικο.
Και κάποτε έχει και ένα μέγιστο αποτέλεσμα στα πράγματα...
Σύννεφα από πάνω μου, ρίξε βροχή το δάκρυ σου να πλύνεις την βρώμικη μου πόλη
Η πόλη μου γέρασε πια. Κι όμως! Δεν ξέχασε πως υπήρξε και σαν έφηβος...

16 Οκτωβρίου 2011

Ο ποιητής Felice Mastroianni (Φελίτσε Μαστρογιάννι)



στη σελίδα «Α3. Σύγχρονοι Λογοτέχνες» του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού «24Γράμματα» παρουσιάζεται αυτή τη βδομάδα ο ποιητής Felice Mastroianni (Φελίτσε Μαστρογιάννι).
Διαβάστε: εδώ


«Πένθος Ανθρώπινο». Λίγες σκέψεις για την ποίηση του Φελίτσε Μαστρογιάννι (Felice Mastroianni) – άρθρο του Απόστολου Θηβαίου: διαβάστε εδώ

15 Οκτωβρίου 2011

Προς Άνεργο [Γιώργος Μίχος]



Προς Άνεργο


Πρώτα πρώτα ξεκόλα από την ελπίδα.

Μέχρι την γενικευμένη εξέγερση που έρχεται
ξέχνα κάθε δυνατότητα να γυρίσεις στη ζωή που έκανες.

Ξέχασε τι έχασες και βάλε το μυαλό σου να δουλέψει
πως θα επιβιώσεις στο χειμώνα που έρχεται.

Τα προϊόντα που καταναλώνουμε είναι πανάκριβα
κι εκεί μπορείς να χωθείς για να επιβιώσεις.

Δες μερικούς τρόπους: Πρώτα πρώτα βρες μερικούς
άλλους ανέργους που έχουν αυτοκίνητο.

Στη διάρκεια της κοτοχής οι Γερμανοί είχαν αποκόψει
την Αθήνα στον Ισθμό. Τώρα δεν μπορούν.

Κατεβήτε στην Πελοποννήσο και γεμίστε τα αυτοκίνητα
αγροτικά προϊόντα. Η τιμή τους είναι μεταξύ τριών
και πέντε φορών χαμηλότερες από τις λαϊκές που
ελέγχονται από τα καρτέλ.

Φέρτε τα προϊόντα και τραβήξτε για καλές γειτονιές
στα βόρεια προάστια που τα πρωινά
αστυνομεύονται ελάχιστα ως καθόλου
και αρχίστε να πουλάτε πόρτα πόρτα προϊόντα
της γης σε τιμές φτηνότερες κι από τις λαϊκές.

( Πηγαίνετε και στο σπίτι του Γιωργάκη,
κι αυτός θα αγοράσει, και θα καταλάβει
επιτέλους ποιο λαό του δώσανε κληρονομιά)

Η πρώτη ομάδα που θα το κάνει
θα φέρει άλλες εκατό στην πόλη.

Ζητήστε από τους δημάρχους να σας παραχωρήσουν
πλατείες και εκμεταλευτείτε τους μαλάκες τους
δημοσιογράφους που ως καλοί μπανιστηριτζήδες
θα σας κάνουν διαφήμιση.

Προσέξτε. Η χώρα είναι εκτός οικονομίας και στα
χέρια αληταράδων που κατακλεύουν.
Εσείς κάνετε εμπόριο αληθινό.

Ελληνικά προϊόντα καλής ποιότητας και σε τιμές
που να χτυπάνε τα καρτέλ. Η νέα οικονομία αν έρθει
θα έρθει από σας. Ξεκινήστε αύριο.

Το ίδιο και με άλλα προϊόντα. Όλα ελληνικά.
Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει.

Με λίγη προσπάθεια, όχι μόνο θα επιβιώστε
αλλά θα κάνετε τα καρτέλ να σας νιώσουν
κατά ένα 30%.

Διότι αν περιμένετε από τους μαλάκες τους πολιτικούς
όλους θα φορολογήσουν και το πτώμα σας.

πηγή: εδώ

09 Οκτωβρίου 2011

Σε τέσσερις τροχούς.

Σε μια πλάκα βήματα
από κάτω κενό,
παρακάτω άλλη και πάλι κενό
(εκεί που θέλανε
ν’ απλωθούνε τα  κλαδιά
να πετάξουν τα φτερά
να λιαστούνε οι στάλες)

Σε δυο χέρια πλαστικό
μακράς να σε κρατήσει
διαρκείας άνοστο
(για τις ώρες των μικρών σκιών
που τότες δεν τις λέγαν τα ρολόγια
που απ’ τα φανάρια και τα βαρέλια στα κελάρια
που ευωδιάζανε οι κάματοι)

Σε δυο τόνους σίδερα
ακινησίας πανοπλία
σε δρόμους
χωρίς παπαρούνες
αναλώσιμες ανάσες
κι ένα σημάδι στο παρμπρίζ
ο χορός της πεταλούδας

Κίνηση είναι η ζωή που χάνεται.


δημοσιεύτηκε: εδώ

Εμπάργκο (διήγημα) [Ζοζέ Σαραμάγκου]

πηγή : εδώ

ΕΜΠΑΡΓΚΟ

Ξύπνησε με την έντονη αίσθηση ενός πετσοκομμένου ονείρου κι είδε μπροστά του την γκριζωπή και παγωμένη επιφάνεια της τζαμαρίας, το σχιστό μάτι του πρωινού που έμπαινε, χλομό, κομμένο σταυρωτά και στάζοντας συμπυκνωμένη υγρασία. Σκέφτηκε πως η γυναίκα του είχε ξεχάσει να κλείσει την κουρτίνα όταν έπεσε για ύπνο, και εκνευρίστηκε: αν δεν κατάφερνε ν’ αποκοιμηθεί αμέσως, η μέρα του θα πήγαινε στράφι. Δεν είχε ωστόσο το κουράγιο να σηκωθεί για να κλείσει το παντζούρι: προτίμησε να σκεπάσει το πρόσωπο του με το σεντόνι και να γυρίσει πλευρό προς τη γυναίκα του που κοιμόταν, να καταφύγει στη θέρμη της και στη μυρωδιά των λυτών μαλλιών της. Απόμεινε μερικά λεπτά να περιμένει, τρέμοντας την πρωινή αγρύπνια. Ύστερα όμως τον συνέτρεξε η ιδέα πως το κρεβάτι είναι ένα χλιαρό κουκούλι και η λαβυρινθώδης παρουσία του κορμιού που πάνω του ακουμπούσε, και, γλιστρώντας σχεδόν σ’ έναν αργό κύκλο αισθησιακών εικόνων, πα­ραδόθηκε ξανά στον ύπνο. Το γκριζωπό μάτι της τζαμαρίας γινόταν γαλανό σιγά σιγά, ατενίζοντας σταθερά τα δυο κεφάλια που ξαπόσταιναν στο κρεβάτι, σαν ξεχασμένα απομεινάρια μιας μετακόμισης σε άλλο σπίτι ή σε άλλο κόσμο. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, μετά από δυο ώρες, το δωμάτιο είχε φωτίσει.
Είπε στη γυναίκα του να μη σηκωθεί, να χαρεί λίγο ακόμα το πρωινό, και γλίστρησε στον κρύο αέρα, στην απροσδιόριστη υγρασία των τοίχων, των πόμολων της πόρτας, της πετσέτας του μπάνιου. Κάπνισε το πρώτο τσιγάρο καθώς ξυριζόταν και το δεύτερο με τον καφέ, που στο μεταξύ είχε ζεσταθεί. Κατόπιν ντύθηκε στα τυφλά, χωρίς ν’ ανάψει το φως στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τη γυναίκα του. Μια δροσερή μυρωδιά κολόνιας ζωήρεψε το μισόφωτο, κι αυτό έκανε τη γυναίκα ν’ αναστενάξει από ευχαρίστηση ό­ταν ο άντρας της έσκυψε πάνω απ’ το κρεβάτι για να φιλήσει τα κλειστά της μάτια. Κι εκείνος ψιθύρισε πως δεν θα ερχόταν στο σπίτι για μεσημεριανό.
Έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα. Η πολυκατοικία έμοιαζε πιο σιωπηλή απ’ ό,τι συνήθως. «Ίσως είναι από την ομίχλη», σκέφτηκε. Είχε παρατηρήσει ότι η ομίχλη έμοιαζε με κώδωνα που έπνιγε τους ήχους και τους μετασχημάτιζε, διαλύοντας τους, επιδρώντας επάνω τους ό­πως στις εικόνες. Πρέπει να είχε ομίχλη. Στην τελευταία βαθμίδα της σκάλας θα μπορούσε πια να δει το δρόμο και να μάθει αν είχε πέσει μέσα. Εντέλει υπήρχε ένα φως γκριζωπό ακόμη, αλλά σκληρό και απαστράπτον, από χαλαζία. Στο κράσπεδο του πεζοδρομίου ένας μεγάλος νεκρός ποντικός. Κι ενόσω, σταματημένος στην πόρτα του, άναβε το τρίτο τσιγάρο, πέρασε ένας κουκουλωμένος πιτσιρίκος με κασκέτο που έφτυσε πάνω στο ζώο, όπως τον είχαν μάθει κι έβλεπε πάντα τους άλλους να κάνουν.
Το αυτοκίνητο βρισκόταν πέντε κτήρια παρακάτω. Τυχερός ήταν που είχε καταφέρει να το παρκάρει εκεί. Είχε αποκτήσει τη δεισιδαιμονία πως ο κίνδυνος να του το κλέψουν μεγάλωνε όσο πιο μακριά το άφηνε τη νύχτα. Χωρίς να το έχει πει ποτέ δυνατά, ήταν πεπεισμένος πως δεν θα ξανάβλεπε το αυτοκίνητο αν το άφηνε στην άλλη άκρη της πόλης. Εκεί, κοντά του, είχε εμπιστοσύνη. Το αυτοκίνητο εμφανίστηκε μπροστά του σκεπασμένο από σταγονίτσες, τα τζάμια καλυμμένα από την υγρασία. Αν δεν έκανε τόσο κρύο, θα ‘λέγε κανείς πως ίδρωνε σαν ζωντανό σώμα. Κοίταξε τα λάστιχα όπως το συνήθιζε, έλεγξε φευγαλέα πως η κεραία του δεν είχε σπάσει και άνοιξε την πόρτα. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν παγωμένο. Με τα τζάμια θαμπωμένα, ήταν μια διάφανη σπηλιά καταποντισμένη κάτω από έναν κατακλυσμό νερού. Σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα να είχε αφήσει το αυτοκίνητο σε μέρος με κατηφόρα για να πάρει μπροστά ευκολότερα. Γύρισε το διακόπτη και την ίδια στιγμή η μηχανή βρυχήθηκε δυνατά, με ένα βαθύ και ανυπόμονο λαχάνιασμα. Χαμογέλασε ευχαριστημένος από την έκπληξη. Η μέρα ξεκινούσε καλά.
Ένα στενό πιο πάνω το αυτοκίνητο πήρε μπρος, ξύνοντας την άσφαλτο σαν ζώο με οπλές, παίρνοντας σβάρνα τα πεταμένα σκουπίδια. Το κοντέρ έδωσε ένα ξαφνικό σάλτο στα 90, ταχύτητα αυτοκτονίας σε στενό δρόμο περιστοιχισμένο από σταματημένα αυτοκίνητα. Τι ήταν αυτό;
Τράβηξε το πόδι του από το γκάζι ανήσυχος. Θα ‘λέγε σχεδόν πως του άλλαξαν τη μηχανή με μια άλλη, πολύ πιο δυνατή. Πάτησε προσεκτικά το γκάζι και δάμασε το αυτοκίνητο. Δεν ήταν τίποτα. Μερικές φορές δεν ελέγχει κανείς καλά την ισορροπία του ποδιού. Αρκεί το τακούνι του παπουτσιού να μη σταθεί πάνω στη συνηθισμένη του θέση για ν’ αλλάξει η κίνηση και η πίεση. Είναι απλό.
Απορροφημένος από το συμβάν, δεν είχε ακόμα κοιτάξει το δείκτη της βενζίνης. Μήπως τον είχαν κλέψει στη διάρκεια της νύχτας, όπως τόσες φορές είχε συμβεί προηγουμένως; Όχι. Ο δείκτης έδειχνε ακριβώς στα μισά του ρεζερβουάρ. Σταμάτησε σ’ ένα κόκκινο φανάρι, νιώθοντας το αυτοκίνητο να δονείται και να τεντώνεται στα χέρια του. Περίεργο. Δεν είχε προσέξει ποτέ το ζωώδες σπαρτάρισμα που διέτρεχε κατά κύματα τα ελάσματα του αμαξώματος και έκανε την κοιλιά του να τρέμει. Όταν άναψε πράσινο, το αυτοκίνητο φάνηκε να έρπει, να επιμηκύνεται σαν υγρό, για να προσπεράσει όσους βρίσκονταν μπροστά. Περίεργο. Όμως στην πραγματικότητα πάντα θεωρούσε τον εαυτό του πολύ καλύτερο οδηγό από το μέσο όρο. Η σημερινή επιδεξιότητα των αντανακλαστικών του, όσο κι αν ήταν εξαιρετική, ήταν θέμα καλής διάθεσης. Το ρεζερβουάρ στη μέση.
Αν έβρισκε ένα βενζινάδικο ανοιχτό, θα πήγαινε. Για καλό και για κακό, με όλες αυτές τις διαδρομές που είχε να κάνει τη μέρα αυτή προτού να πάει στο γραφείο, καλύτερα παρα­πάνω παρά λιγότερο. Κι αυτό το ηλίθιο εμπάργκο. Ο πανικός, οι ώρες αναμονής, ουρές δεκάδων
αυτοκινήτων. Λένε πως η βιομηχανία θα υποστεί τις συνέπειες. Το ρεζερβουάρ στη μέση. Άλλοι κυκλοφορούν αυτή την ώρα με πολύ λιγό­τερη βενζίνη, αν βρει όμως, θα το φουλάρει. Το αυτοκίνητο πήρε μια ισορροπημένη στροφή και με την ίδια κίνηση ρίχτηκε σε μια απόκρημνη ανηφόρα χωρίς προσπάθεια. Εκεί κοντά υπήρχε ένα βενζινάδικο που δεν το ήξεραν πολλοί, ίσως να ήταν τυχερός. Σαν το τσοπανόσκυλο που τρέχει με την όσφρηση, το αυτοκίνητο ελίχθηκε μέσα στην κίνηση, έστριψε σε δύο γωνίες και πήγε και στάθηκε στη θέση που το περίμενε στην ουρά. Καλά το θυμόταν.
Κοίταξε το ρολόι. Μπροστά θα πρέπει να βρίσκονταν κάπου είκοσι αυτοκίνητα. Δεν ήταν φοβερό. Σκέφτηκε όμως πως θα ήταν καλύτερα να πάει πρώτα στο γραφείο και ν’ αφήσει τις βόλτες για το απόγευμα, με το ρεζερβουάρ γεμάτο πια, χωρίς σκοτούρες. Κατέβασε το τζάμι για να φωνάξει έναν εφημεριδοπώλη που περνούσε. Ο καιρός είχε κρυώσει πολύ. Εκεί όμως, μέσα στο αυτοκίνητο, με την εφημερίδα ανοιχτή πάνω στο τιμόνι, καπνίζοντας όσο περίμενε, υπήρχε μια ευχάριστη ζέστη, σαν αυτή των σεντονιών. Κίνησε τους μυς της πλάτης του, με τη συστροφή ηδυπαθούς γάτου, καθώς θυμήθηκε τη γυναίκα του κουλουρια-σμένη στο κρεβάτι ακόμα τέτοια ώρα, και ανακάθισε καλύ­τερα στο κάθισμα. Η εφημερίδα δεν προμηνούσε καλά νέα. Το εμπάργκο συνεχιζόταν. Χριστούγεννα σκοτεινά και πα­γωμένα, έλεγε ένας τίτλος.
Εκείνος όμως διέθετε ακόμη μισό ρεζερβουάρ και σε λίγο θα το γέμιζε. Το μπροστινό αυτοκίνητο προχώρησε λίγο. Ωραία.
Μιάμιση ώρα αργότερα είχε φουλάρει και τρία λεπτά με­τά μάρσαρε. Κάπως ανήσυχος, γιατί ο υπάλληλος του είχε πει, χωρίς ιδιαίτερο ύφος στη φωνή του, τόσες φορές που είχε επαναλάβει την πληροφορία, πως δεν θα είχαν βενζίνη τις επόμενες δεκαπέντε μέρες. Στο κάθισμα δίπλα του η εφημερίδα ανήγγελλε αυστηρούς περιορισμούς. Τέλος πά­ντων, αν μη τι άλλο, το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο. Τι να έκανε; Να πήγαινε κατευθείαν στο γραφείο ή να περνούσε πρώτα από το σπίτι ενός πελάτη, μήπως κατάφερνε να κλείσει την παραγγελία; Διάλεξε τον πελάτη.
Ήταν προτιμότερο να δικαιολογήσει την καθυστέρηση με την επίσκεψη, αντί να χρειαστεί να πει ότι είχε περάσει μιάμιση ώρα στην ουρά για τη βενζίνη ενώ είχε μισό ρεζερβουάρ. Το αυτοκίνητο ήταν σε θαυμάσια φόρμα. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο καλά οδη­γώντας το. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπεσε σ’ ένα δελτίο ειδήσεων. Οι ειδήσεις όλο και χειρότερες. Αμάν αυτοί οι Άραβες. Αμάν αυτό το ηλίθιο εμπάργκο.
Ξαφνικά το αυτοκίνητο ξεστράτισε και κατηφόρισε σ’ ένα δρόμο δεξιά, μέχρι που σταμάτησε σε μια ουρά αυτοκινήτων μικρότερη από την πρώτη. Τι ήταν πάλι ετούτο; Το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο, ναι, σχεδόν γεμάτο, τι στο καλό έπαθε. Μανουβράρισε το μοχλό των ταχυτήτων για να κάνει όπισθεν, αλλά το σασμάν δεν τον υπάκουσε. Προσπάθησε να πιέσει, αλλά οι ταχύτητες φαίνονταν μπλοκαρισμένες. Τι ανοησία. Και τώρα βλάβη. Το μπροστινό αυτοκίνητο προ­χώρησε. Με φόβο, προετοιμασμένος για το χειρότερο, έβα­λε πρώτη. Όλα τέλεια. Αναστέναξε με ανακούφιση. Πώς θα ήταν όμως η όπισθεν όταν θα τη χρειαζόταν ξανά;
Μισή ώρα κατόπιν έβαζε μισό λίτρο βενζίνη στο ρεζερβουάρ, νιώθοντας γελοίος κάτω από το περιφρονητικό βλέμμα του υπαλλήλου του βενζινάδικου. Του έδωσε ένα εξωφρενικό φιλοδώρημα και έβαλε μπρος κάτω από το θόρυβο τωv ελαστικών και της επιτάχυνσης.
Αναθεματισμένη έμπνευση. Και τώρα γρήγορα στον πελάτη, αλλιώς το πρωινό πάει χαμένο. Το αυτοκίνητο ήταν καλύτερα από ποτέ. Ανταποκρινόταν στις κινήσεις του σαν να ήταν μηχανική προέκταση του κορμιού του. Το θέμα της όπισθεν όμως τον έβαζε σε σκέψεις. Και να που είχε δίκιο να μπαίνει σε σκέψεις. Ένα μεγάλο φορτηγό έκλεινε όλο το οδόστρωμα. Δεν μπορούσε να το προσπεράσει, δεν είχε το χρόνο, είχε κολ­λήσει επάνω του. Και πάλι με φόβο, μανουβράρισε το μοχλό και η όπισθεν μπήκε μ’ έναν απαλό θόρυβο αναρρόφησης. Δεν θυμόταν το σασμάν να έχει αντιδράσει έτσι ποτέ πριν. Έστριψε το τιμόνι αριστερά, επιτάχυνε, και μ’ ένα μόνο τίναγμα το αυτοκίνητο ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, ξυστά από το φορτηγό, και βγήκε από την άλλη πλευρά, αδέσποτο, με την επιδεξιότητα ζώου. Το διαβολεμένο το αυτοκίνητο ήταν εφτάψυχο. Ίσως λόγω όλης αυτής της σύγχυσης με το εμπάργκο, πανικός παντού, οι αποδιοργανωμένες υπηρεσίες να είχαν βάλει στους σταθμούς καυσίμων βενζίνη πολύ με­γαλύτερης ισχύος. Πλάκα θα ‘χε.
Κοίταξε το ρολόι. Είχε νόημα πια να πάει στον πελάτη; Αν ήταν τυχερός, θα προλάβαινε το κατάστημα ανοιχτό. Αν βοηθούσε κι η κίνηση, ναι, αν η κίνηση βοηθούσε, είχε χρόνο. Η κίνηση όμως εδώ δεν βοήθησε. Εποχή Χριστουγέννων, παρ’ όλη την έλλειψη βενζίνης όλος ο κόσμος βγαίνει έξω για να κλείνει αυτούς που έχουν δουλειές. Και βλέποντας μια διασταύρωση μποτιλιαρισμένη, παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πάει στον πελάτη. Καλύτερα να έλεγε κάποια δικαιολογία στο γραφείο και να το άφηνε για το απόγευμα. Μ’ όλους αυτούς τους δισταγμούς είχε παρεκκλίνει πολύ από το κέντρο. Έκαψε βενζίνη χωρίς λόγο. Τέλος πάντων, το ρεζερβουάρ ήταν γεμάτο. Σε μια πλατεία στο βάθος του δρόμου που κατέβαινε είδε άλλη μια ουρά με αυτοκίνητα που περίμεναν τη σειρά τους. Χαμογέλασε με ικανοποίηση και επιτάχυνε, αποφασισμένος να περάσει μαρσάροντας δίπλα από τους μουδιασμένους οδηγούς που περίμεναν. Το αυτοκίνητο όμως, στα είκοσι μέτρα, λοξοδρόμησε προς τα αριστερά από μόνο του και πήγε και σταμάτησε απαλά, σαν να αναστέναξε, στο τέλος της ουράς. Τι ήταν αυτό πάλι, αφού δεν ήθελε να βάλει άλλη βενζίνη; Τι σήμαινε αυτό, αφού το ρεζερβουάρ του ήταν γεμάτο; Απόμεινε να κοιτάζει τους διάφορους δείκτες, να ψηλαφίζει το τιμόνι, αναγνωρίζοντας με δυσκολία το αυτοκίνητο, και σ’ αυτή τη διαδοχή κινήσεων τράβηξε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Είδε πως ήταν σαστισμένος και σκέφτηκε πως είχε απόλυτο δίκιο. Ξανά στον καθρέφτη διέκρινε ένα αυτοκίνητο που κατηφόριζε το δρόμο και, όπως έδειχνε, θα ερχόταν να κάτσει στην ουρά. Ανήσυχος με την ιδέα ότι θα έμενε ακινητοποιημένος εκεί ε­νώ είχε γεμάτο το ρεζερβουάρ, μανουβράρισε γρήγορα το μοχλό για την όπισθεν. Το αυτοκίνητο αντιστάθηκε και ο μοχλός των ταχυτήτων του έφυγε μέσ’ από τα χέρια. Το επόμε­νο δευτερόλεπτο βρέθηκε στριμωγμένος ανάμεσα στους δυο γείτονες του. Διάολε. Τι να έπαθε το αυτοκίνητο;
Έπρεπε να το πάει στο συνεργείο. Μια όπισθεν που πότε δουλεύει πότε δεν δουλεύει είναι επικίνδυνη.
Είχαν περάσει πάνω από είκοσι λεπτά όταν το αυτοκίνητο μετακινήθηκε μέχρι το βενζινάδικο. Είδε τον υπάλληλο να φτάνει και η φωνή του πνίγηκε καθώς του ζήτησε να φουλάρει το ρεζερβουάρ. Την ίδια στιγμή έκανε μια απόπειρα ν’ αποφύγει την ντροπή, έβαλε γρήγορα πρώτη και πάτησε τη μίζα. Μάταια. Το αυτοκίνητο δεν κινήθηκε. Ο άντρας στο βενζινάδικο τον κοίταξε καχύποπτα, άνοιξε το ρεζερβουάρ και μετά από μερικά δευτερόλεπτα ήρθε να ζητήσει τα λεφτά ενός λίτρου, που έβαλε στην τσέπη γκρινιάζοντας. Την ίδια στιγμή η πρώτη έμπαινε χωρίς καμία δυσκολία και το αυτοκίνητο προχωρούσε, ευλύγιστο, ανασαίνοντας αργά. Κάτι δεν πήγαινε καλά με το αυτοκίνητο, με τις ταχύτητες, με τη μηχανή, με το διάολο μέσα του. Ή μήπως ο ίδιος έχανε τις δεξιότητες του ως οδηγός; Ή ήταν άρρωστος; Είχε κοιμηθεί πάντως καλά, δεν είχε περισσότερες έγνοιες στη ζωή του απ’ ό,τι τις άλλες μέρες. Καλύτερα θα ήταν ν’ αφήσει προς το παρόν τους πελάτες, να μην ασχοληθεί μαζί τους για την υπόλοιπη μέρα και να μείνει στο γραφείο. Ένιωθε ανήσυχος. Τριγύρω του το σασί του αυτοκινήτου δονούνταν συθέμελα, όχι μόνο στην επιφάνεια αλλά και στο εσωτερικό ίων αξόνων, και ο κινητήρας λειτουργούσε μ’ εκείνο τον α­νεπαίσθητο θόρυβο πνευμόνων που γεμίζουν και αδειάζουν, γεμίζουν κι αδειάζουν. Στην αρχή, χωρίς να ξέρει το γιατί, βρέθηκε να χαράζει με το μυαλό του ένα δρομολόγιο που θα τον απομάκρυνε από άλλα βενζινάδικα, και όταν αντιλήφθηκε τι έκανε τρόμαξε, φοβήθηκε πως δεν είναι στα καλά του. Έκανε διαδρομές, ξεμακραίνοντας ή κόβοντας δρόμο, μέχρι που έφτασε μπροστά στο γραφείο. Κατάφερε να παρ­κάρει το αυτοκίνητο και αναστέναξε με ανακούφιση. Έσβησε τη μηχανή, τράβηξε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. Δεν κατόρθωσε να βγει.
Νόμισε πως είχε πιαστεί η άκρη της γκαμπαρντίνας του, πως το πόδι του είχε σφηνωθεί στον άξονα του τιμονιού, κι έκανε άλλη μια προσπάθεια. Αναζήτησε μάλιστα τη ζώνη ασφαλείας, μήπως τυχόν την είχε δέσει χωρίς να το κατα­λάβει. Όχι. Η ζώνη κρεμόταν δίπλα του, ένα μαύρο και χαλαρό έντερο. «Ανοησίες», σκέφτηκε. «Μάλλον είμαι άρρωστος». Αφού δεν καταφέρνω να βγω έξω, θα είμαι άρρωστος.
Μπορούσε να κινεί ελεύθερα τα χέρια και τα πόδια, να κάμπτει ελαφρά τον κορμό ανάλογα με τις κινήσεις του, να κοιτάξει πίσω, να σκύβει λίγο προς τα δεξιά, προς το ντουλαπάκι, τα πλευρά του όμως κολλούσαν στην πλάτη του καθίσματος. Όχι άκαμπτα, αλλά όπως κολλά το μέλος στο σώ­μα. Άναψε τσιγάρο και ξαφνικά ανησύχησε, τι θα έλεγε το αφεντικό αν πρόβαλλε σ’ ένα παράθυρο και τον έβλεπε εκεί θρονιασμένο, μέσα στο αυτοκίνητο, να καπνίζει, χωρίς κα­μιά βιασύνη να βγει έξω. Ένας βίαιος ήχος κλάξον τον έ­κανε να κλείσει την πόρτα που είχε ανοίξει απ’ την πλευρά του δρόμου. Όταν το άλλο αυτοκίνητο πέρασε, άφησε την πόρτα ν’ ανοίξει αργά και πάλι, πέταξε έξω το τσιγάρο και, κρατώντας το τιμόνι και με τα δυο χέρια, έκανε μια απότο­μη, βίαιη κίνηση. Ανώφελη. Δεν αισθάνθηκε καν πόνο. Η ράχη του καθίσματος τον συγκράτησε γλυκά και τον κράτη­σε φυλακισμένο. Τι ήταν αυτό που του συνέβαινε; Χαμήλωσε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε.
Καμία αλλαγή στο πρό­σωπο. Μονάχα μια απροσδιόριστη στενοχώρια που μετά βίας έλεγχε. Γυρνώντας το κεφάλι του δεξιά, προς το πεζοδρόμιο, είδε ένα κοριτσάκι να τον παρακολουθεί, σαστισμένο αλλά και διασκεδάζοντας. Αμέσως μετά πρόβαλε μια γυναίκα μ’ ένα βαρύ παλτό στα χέρια, και το κορίτσι το φόρεσε χωρίς να πάψει να κοιτάζει. Κι οι δυο τους απομα­κρύνθηκαν, καθώς η γυναίκα έστρωνε το γιακά και τα μαλ­λιά της μικρής.
Γύρισε ξανά στον καθρέφτη, κοίταξε και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Όχι όμως εκεί. Υπήρχαν άνθρωποι που τον κοιτούσαν, κόσμος που τον γνώριζε. Με ελιγμούς προσπά­θησε γρήγορα να απομακρυνθεί, απλώνοντας το χέρι στην πόρτα για να την κλείσει, και κατέβηκε στο δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχε ένα στόχο, ένα σκοπό πολύ συγκε­κριμένο που ήδη τον καθησύχαζε, τόσο μάλιστα ώστε επέτρεπε ένα χαμόγελο που απάλυνε λίγο τη στενοχώρια του.
Όταν πρόσεξε το πρατήριο, ετοιμαζόταν ήδη να περάσει από μπροστά του. Είχε μια επιγραφή που έγραφε «βενζίνη τέλος», και το αυτοκίνητο προχώρησε χωρίς την παραμικρή παράκαμψη, χωρίς να κόψει ταχύτητα. Δεν ήθελε να σκεφτεί το αυτοκίνητο. Χαμογέλασε κι άλλο. Τώρα έβγαινε από την πόλη, βρισκόταν πια στα προάστια, βρισκόταν κοντά στο μέρος που αναζητούσε. Χώθηκε σ’ ένα δρόμο υπό κατασκευή, έστριψε αριστερά και δεξιά, μέχρι που βγήκε σε μια έρημη ατραπό, ανάμεσα σε χαντάκια. Άρχιζε να βρέχει όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο.
Η ιδέα του ήταν απλή. Όλο κι όλο έπρεπε να βγει από την γκαμπαρντίνα, συστρέφοντας τα χέρια και τον κορμό, γλιστρώντας έξω απ’ αυτήν, όπως ακριβώς κάνει το φίδι όταν αλλάζει δέρμα. Μέσα στον κόσμο δεν θα το τολμούσε, αλλά εκεί, μονάχος, μια ερημιά τριγύρω του και η πόλη τόσο μακριά που κρυβόταν πίσω απ’ τη βροχή, τι πιο εύκολο. Να όμως που γελιόταν. Η γκαμπαρντίνα κολλούσε πάνω στη ράχη του καθίσματος όπως ακριβώς και το σακάκι, το μάλλινο πουλόβερ, το πουκάμισο, η φανέλα, το δέρμα, οι μύες, τα κόκαλα.
Αυτό σκέφτηκε ασυναίσθητα όταν δέκα λεπτά αργότερα εξακολουθούσε να στριφογυρίζει μέσα στο αυτοκίνητο με κραυγές, κλαίγοντας. Απελπισμένος. Ήταν φυλακισμένος στο αυτοκίνητο. Όσο κι αν συστρεφόταν προς τα έξω, προς το άνοιγμα της πόρτας απ’ όπου έμπαι­νε η βροχή με ξαφνικές και παγωμένες ριπές, όσο κι αν στύ­λωνε τα πόδια του στην επάνω εξοχή του κουτιού των τα­χυτήτων, δεν κατάφερνε να ξεριζωθεί από το κάθισμα. Με τα δυο του χέρια κρατήθηκε από την οροφή και προσπάθη­σε να σηκωθεί. Ήταν σαν να ήθελε να σηκώσει τον κόσμο. Ρίχτηκε πάνω στο τιμόνι βογκώντας, πανικόβλητος. Μπρο­στά στα μάτια του οι υαλοκαθαριστήρες, που άθελα του εί­χε βάλει σε κίνηση μέσα στην αναμπουμπουλα, αιωρούνταν μ’ έναν ξερό θόρυβο, αυτόν του μετρονόμου. Από μακριά α­κούστηκε η σειρήνα ενός εργοστασίου. Και αμέσως μετά, στη στροφή του δρόμου, εμφανίστηκε έναν άντρας που έ­κανε πεντάλ σ’ ένα ποδήλατο, σκεπασμένος μ’ ένα μεγάλο μαύρο φύλλο πλαστικού, απ’ όπου η βροχή στράγγιζε σαν πάνω σε δέρμα φώκιας. Ο άντρας στο ποδήλατο κοίταξε με περιέργεια μέσα στο αυτοκίνητο και συνέχισε, ίσως απογοητευμένος ή σαστισμένος που είδε έναν άντρα μονάχο και όχι το ζευγάρι που νόμισε από μακριά.
Αυτό που συνέβαινε ήταν παράλογο. Κανείς ποτέ δεν βρέθηκε φυλακισμένος κατ’ αυτό τον τρόπο στο ίδιο του το αυτοκίνητο, από το ίδιο του το αυτοκίνητο. Κάποιος τρόπος έπρεπε να υπάρχει για να βγει από κει. Με τη βία μάλλον όχι. Μήπως σ’ ένα γκαράζ; Όχι. Τι θα έλεγε; Να φωνάξει την αστυνομία; Και μετά; Θα μαζευόταν κόσμος, όλοι θα κοί­ταζαν καθώς το όργανο προφανώς θα τον τραβούσε από το ένα χέρι και θα ζητούσε βοήθεια από τους παρόντες, και θα ήταν ανώφελο, γιατί η ράχη του καθίσματος θα τον κρατού­σε γλυκά κολλημένο πάνω της. Και θα ‘ρχονταν οι δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι, και θα τον έδειχναν βαλμένο μέσα στο αυτοκίνητο του σε όλες τις εφημερίδες την επομένη, καταντροπιασμένο σαν κουρεμένο ζώο στη βροχή. Έπρεπε να βρει άλλο τρόπο. Έσβησε τη μηχανή και χωρίς να διακόψει την κίνηση του πετάχτηκε βίαια έξω, όπως επιτίθεται κανείς εξαπίνης. Κανένα αποτέλεσμα. Τραυματίστηκε στο μέτωπο και στο αριστερό χέρι, και ο πόνος του προκάλεσε μια δίνη που παρατάθηκε, καθώς μια αιφνίδια και ακατά­σχετη διάθεση να ουρήσει διογκωνόταν απελευθερώνοντας ατελείωτο το ζεστό υγρό που ράντιζε κι έτρεχε ανάμεσα στα πόδια του και πάνω στο δάπεδο του αυτοκινήτου. Όταν συναισθάνθηκε όλα αυτά, άρχισε να κλαίει χαμηλόφωvα, μ’ ένα βογκητό, εξαθλιωμένα, κι έτσι απέμεινε μέχρι που ένας σκύλος, ερχόμενος από τη βροχή, του γάβγισε, ελεεινός και χωρίς ζέση, από την πόρτα του αυτοκινήτου.
Έβαλε μπρος αργά, με τις κινήσεις βαριές σαν σε βαθύ όνειρο, και προχώρησε προς την ατραπό, καταβάλλοντας προσπάθεια για να μη σκέφτεται, για να μην αφήσει την κα­τάσταση να καταλάβει τη διάνοια του. Είχε μια συγκεχυμένη επίγνωση πως έπρεπε να βρει κάποιον να τον βοηθήσει. Ποιος θα μπορούσε όμως να είναι αυτός; Δεν ήθελε να τρο­μάξει τη γυναίκα του, αλλά δεν είχε κι άλλη λύση. Ίσως ε­κείνη κατάφερνε ν’ ανακαλύιρει τη λύση. Αν μη τι άλλο δεν θα αισθανόταν τόσο απελπιστικά μόνος.
Ξαναμπήκε στην πόλη, προσεκτικός στα σήματα, χωρίς απότομες κινήσεις στο κάθισμα, σαν να ήθελε να εξευμενί­σει τις δυνάμεις που τον κρατούσαν. Ήταν περασμένες δύο και η μέρα είχε σκοτεινιάσει πολύ. Είδε τρία βενζινάδικα, αλλά το αυτοκίνητο δεν αντέδρασε. Όλα είχαν την επιγραφή «βενζίνη τέλος». Όσο περισσότερο εισχωρούσε στην πό­λη, όλο έβλεπε εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα σε αφύσικη στάση, με τα κόκκινα τρίγωνα τοποθετημένα στο πίσω τζά­μι, σημάδι βλάβης σε άλλες περιστάσεις, που τώρα όμως σήμαινε σχεδόν πάντα έλλειψη βενζίνης. Δυο φορές είδε ομά­δες αντρών να σπρώχνουν αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρό­μια, με έντονες κινήσεις εκνευρισμού, κάτω από τη βροχή που έπεφτε ακόμα.
Όταν επιτέλους έφτασε στην οδό όπου έμενε, χρειάστηκε να σκεφτεί έναν τρόπο να φωνάξει τη γυναίκα του. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στην πόρτα, χαμένος, σχεδόν στα πρόθυρα μιας ακόμα νευρικής κρίσης. Περίμενε να συμβεί το θαύμα να κατέβει η γυναίκα του ως έργο και αποτέλεσμα της σιωπηλής του έκκλησης για βοήθεια. Περίμενε μερικά λεπτά, μέχρι που ένα περίεργο αγόρι απ’ τη γειτονιά πλησίασε κι εκείνος μπόρεσε να του ζητήσει, με α­ντάλλαγμα ένα νόμισμα, ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο και να πει στην κυρία που έμενε εκεί πως ο άντρας της την περίμενε κάτω, στο αυτοκίνητο. Και να ‘ρθει γρήγορα γιατί ήταν πολύ επείγον. Ο μικρός πήγε, κατέβηκε, είπε πως η κυρία έρχεται και έφυγε τρέχοντας, έχοντας κερδίσει τον επιούσιο. Η γυναίκα είχε κατέβει όπως κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι, δεν είχε σκεφτεί καν να φέρει μια ομπρέλα, και τώρα βρισκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα αναποφάσιστη, παρεκκλίνοντας άθελα της το βλέμμα στην άκρη του πεζοδρομίου, στον άτονο ποντικό, με το τρίχωμα ορθωμένο, διστάζοντας αν θα διέσχιζε το πεζοδρόμιο μέσα στη βροχή, λιγάκι εκνευρισμένη με τον άντρα της που την έκανε να κατέβει χωρίς λόγο, ενώ μπορούσε κάλλιστα να είχε ανέβει εκείνος να της πει αυτό που ήθελε. Όμως ο άντρας της έγνεφε μέσα απ’ το αυτοκίνητο κι εκείνη τρόμαξε κι έτρεξε. Άπλωσε το χέρι στην πόρτα, με βιάση για να ξεφύγει από τη βροχή, και, όταν επιτέλους την άνοιξε, είδε μπροστά στο πρόσωπο της το ανοιχτό χέρι του άντρα της να τη σπρώχνει χωρίς να την αγ­γίζει. Φοβήθηκε κι έκανε να μπει μέσα, ο άντρας της όμως της φώναξε να μην το κάνει, πως ήταν επικίνδυνο, και της διηγήθηκε αυτό που συνέβαινε, ενώ εκείνη σκυμμένη δεχόταν στην πλάτη όλη τη βροχή που έπεφτε, και τα μαλλιά της ξεχτενίζονταν, και ο τρόμος τής ρυτίδωνε ολόκληρο το πρόσωπο. Και είδε τον άντρα της, μέσα σ’ εκείνο το θερμό και ποτισμένο κουκούλι που τον απομόνωνε από τον κόσμο, να συστρέφεται ολόκληρος στο κάθισμα για να βγει από το αυ­τοκίνητο και να μην τα καταφέρνει. Αποτόλμησε να τον α­δράξει από το ένα χέρι και να τον τραβήξει, δύσπιστη, αλλά ούτε αυτή κατάφερε να τον μετακινήσει από κει. Και καθώς αυτό που συνέβαινε παραήταν τρομερό για να το πιστέψει, απόμειναν κι οι δυο σιωπηλοί να κοιτάζονται, μέχρι που ε­κείνη σκέφτηκε ότι ο άντρας της ήταν τρελός και προσποι­ούνταν πως δεν μπορούσε να βγει. Έπρεπε να φωνάξει κά­ποιον να τον αναλάβει, να τον πάει εκεί που περιθάλπουν την τρέλα. Προσεκτικά, με πολλές λέξεις, είπε στον άντρα της να περιμένει λιγάκι, πως δεν θ’ αργούσε, θα πήγαινε να φέρει βοήθεια για να βγει εκείνος έξω, κι έτσι θα έτρωγαν μαζί μεσημεριανό κι εκείνος θα τηλεφωνούσε στο γραφείο και θα έλεγε ότι ήταν κρυωμένος. Και δεν θα πήγαινε για δουλειά το απόγευμα. Και να ησυχάσει, δεν ήταν σοβαρό αυτό που συνέβαινε, θα δει πως δεν θ’ αργήσει καθόλου.
Όταν όμως εκείνη εξαφανίστηκε στη σκάλα, εκείνος φαντάστηκε ξανά τον εαυτό του περιτριγυρισμένο από κόσμο, τη φωτογραφία στις εφημερίδες, την ντροπή του που είχε κατουρηθεί παντού, και περίμενε ακόμα μερικά λεπτά. Και όσο επάνω η γυναίκα του τηλεφωνούσε παντού, στην αστυ­νομία, στο νοσοκομείο, πασχίζοντας για να πιστέψουν εκείνη και όχι τη φωνή της, δίνοντας το δικό της όνομα και του συζύγου, το χρώμα του αυτοκινήτου, τη μάρκα, τις πινακί­δες, εκείνος δεν μπόρεσε ν’ αντέξει την αναμονή και τη φαντασία και άναψε τη μηχανή. Όταν η γυναίκα του κατέβηκε και πάλι, το αυτοκίνητο είχε εξαφανιστεί κι ο ποντικός είχε γλιστρήσει από την άκρη του πεζοδρομίου, επιτέλους, και κυλούσε στον κεκλιμένο δρόμο, παρασυρμένος από το νερό που έτρεχε από τα λούκια. Η γυναίκα φώναξε, ο κόσμος όμως άργησε να φανεί, και δυσκολεύτηκε πολύ να τους εξηγήσει.
Μέχρι το νύχτωμα ο άντρας κυκλοφορούσε μέσα στην πόλη, περνώντας από άδεια βενζινάδικα, μπαίνοντας σε ουρές αναμονής χωρίς να το έχει επιλέξει, ανήσυχος γιατί τα λεφτά του τελείωναν κι εκείνος δεν ήξερε τι θα συνέβαινε όταν δεν θα είχε πια λεφτά και το αυτοκίνητο θα σταματούσε μπροστά σ’ ένα βενζινάδικο για να του βάλουν κι άλλη βενζίνη. Κι αν αυτό τελικά δεν συνέβη, ήταν επειδή όλα τα πρατήρια άρχισαν να κλείνουν και οι ουρές που υπήρχαν περίμεναν απλώς την επόμενη μέρα, και επομένως ήταν καλύτερο να αποφύγει να συναντήσει ανοιχτά πρατήρια για να μη χρειαστεί να σταματήσει. Σε μια λεωφόρο μακριά και φαρδιά, χωρίς σχεδόν καθόλου κίνηση, το περιπολικό επιτάχυνε και τον προσπέρασε, και καθώς τον προσπερνούσε ένας χωροφύλακας του έκανε νόημα να σταματήσει. Εκείνος όμως φοβήθηκε ξανά και δεν σταμάτησε. Άκουσε πίσω του τη σειρήνα της αστυνομίας και είδε επίσης, ερχόμενο ποιος ξέρει από πού, έναν ένστολο μοτοσικλετιστή παραλίγο να τον φτάνει. Το αυτοκίνητο όμως, το αυτοκίνητο του, έβγαλε ένα βρυχηθμό, ένα δυναμικό τίναγμα και βγήκε μ’ έ­ναν πήδο εμπρός, προς την είσοδο της εθνικής οδού. Η αστυνομία τον ακολουθούσε από μακριά, όλο και μακρύτερα, κι όταν έπεσε η νύχτα δεν υπήρχε πια σημάδι της, και το αυτοκίνητο ρόλαρε σε άλλο δρόμο.
Πεινούσε. Είχε κατουρήσει ξανά, ταπεινωμένος πια τόσο που δεν μπορούσε να ντραπεί. Και παραληρούσε λίγο: καταραμένος, κατουρημένος. Πήγαινε ολοένα πιο καταπτοημένος, αλλάζοντας τα σύμφωνα με τα φωνήεντα, σε μια ασυνείδητη και καταναγκαστική άσκηση που τον προ­στάτευε από την πραγματικότητα. Δεν σταματούσε γιατί δεν ήξερε πού θα κατέληγε. Αλλά το ξημέρωμα, δυο φορές, έβγαλε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και προσπάθησε αργά να βγει, λες και στο μεταξύ αυτός και το αυτοκίνητο είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία εκεχειρίας και είχε έρθει πια η στιγμή ο καθένας τους να δώσει ένα δείγμα καλής πίστης. Δυο φορές μίλησε χαμηλόφωνα όταν το κάθι­σμα τον συγκράτησε, δυο φορές προσπάθησε να πείσει το αυτοκίνητο να τον αφήσει να βγει και ομοίως δυο φορές, στη νυχτερινή και παγωμένη ερημιά, όπου η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα, ξέσπασε σε κραυγές, σε ουρλιαχτά, σε κλά­ματα, σε τυφλή απελπισία. Οι πληγές στο κεφάλι και το χέρι μάτωσαν ξανά. Κι εκείνος με λυγμούς, ασφυκτιώντας, βογκώντας σαν πανικοβλημένο ζώο, συνέχισε να οδηγεί το αυτοκίνητο. Αφέθηκε στην οδήγηση.
Όλη νύχτα ταξίδευε χωρίς να ξέρει για πού. Διέσχισε οικισμούς χωρίς να δει πουθενά όνομα, διέτρεξε μακρές ευθείες, ανέβηκε και κατέβηκε βουνά, έδεσε κι έλυσε κόμπους στις στροφές, κι όταν άρχισε να ξημερώνει βρέθηκε κάπου, σε μια κατεστραμμένη οδό, όπου το νερό της βροχής μαζευόταν σε λάκκους ρυτιδιασμένους στην επιφάνεια. Η μηχανή βρυχιόταν δυναμικά, τραβώντας τους τροχούς από τη λάσπη, και όλο το σασί του αυτοκινήτου δονούνταν μ’ έναν ανησυχητικό ήχο. Η μέρα μπήκε για τα καλά, χωρίς να κατορθώσει ο ήλιος να φανεί, όμως η βροχή σταμάτησε ξαφνικά. Η εθνική μετατρεπόταν σ’ έναν απλό δρόμο, που μπροστά, ανά πάσα στιγμή, έμοιαζε πως θα χανόταν ανάμεσα στις πέτρες. Πού βρισκόταν ο κόσμος; Μπροστά στα μάτια του ανοίγονταν λιβάδια κι ένας ουρανός εκπληκτικά χαμηλός. Έβγαλε μια κραυγή και χτύπησε με τις κλειστές γροθιές του το τιμόνι. Τότε ήταν που είδε ότι ο δείκτης του ρεζερβουάρ βρισκόταν στο μηδέν. Η μηχανή φάνηκε να ξεριζώνεται απ’ τον εαυτό της κι έσυρε το αυτοκίνητο κάπου είκοσι μέτρα ακόμα. Μετά από εκείνο το σημείο γινόταν πάλι αυτοκινητόδρομος, αλλά η βενζίνη είχε τελειώσει.
Το μέτωπο του γέμισε κρύο ιδρώτα. Η ναυτία τον γράπωσε και τον ταρακούνησε απ’ την κορφή ως τα νύχια, ένα πέπλο κάλυψε ξαφνικά τα μάτια του. Στα τυφλά άνοιξε την πόρτα για ν’ απελευθερωθεί από την ασφυξία που ερχόταν από κει, και στην κίνηση του αυτή, θες γιατί η μηχανή πέθαινε, θες γιατί είχε πεθάνει, το σώμα του κρεμάστηκε από την αριστερή πλευρά και γλίστρησε από το αυτοκίνητο. Γλίστρησε λίγο ακόμα και άραξε πάνω στις πέτρες. Η βροχή άρχισε πάλι να πέφτει.

08 Οκτωβρίου 2011

Οι καταστροφικές συνέπειες της παραμονής μας στην Ε.Ε. [Τάκης Φωτόπουλος]


Οι καταστροφικές συνέπειες της παραμονής μας στην Ε.Ε.


Στο προηγούμενο άρθρο (1) αναφέρθηκα στη μοναδική, κατά τη γνώμη μου, διέξοδο από την καταστροφική κρίση που δημιούργησαν οι ξένες ελίτ με τη συνεργία των ντόπιων, η οποία εσκεμμένα οδηγεί στην απόλυτα ελεγχόμενη από αυτές χρεοκοπία μέσα στην ΕΕ ―γεγονός που θα έχει αναπόφευκτο αποτέλεσμα, πέρα από τις μακροπρόθεσμες καταστροφικές συνέπειες που ήδη είχε η ένταξή μας στην ΕΕ πάνω στη παραγωγική και καταναλωτική δομή της χώρας, την διαφαινόμενη πλήρη «Λατινοαμερικανοποίησή» της. Δηλαδή, την απόλυτη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού, την «Κινεζοποίηση» της εργασίας, το ξεπούλημα του κοινωνικού μας πλούτου στις ίδιες ελίτ, και την πλήρη ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, της Υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών γενικότερα.
H διέξοδος που πρότεινα περνά μέσα από την άμεση έξοδο από την ΕΕ (και όχι μόνο από την Ευρωζώνη όπως υποστηρίζει αποπροσανατολιστικά η ρεφορμιστική Αριστερά), την ακύρωση των «Μνημονιακών» νόμων και την διαγραφή ολόκληρου του χρέους, την αναγκαστική απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση του λεηλατημένου κοινωνικού μας πλούτου (από Γερμανούς, Καταριανούς και άλλους ληστές), καθώς και αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων, την κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και, προπαντός, τη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού και καταναλωτικού προτύπου που θα στηρίζεται βασικά στους δικούς μας παραγωγικούς πόρους, οι οποίοι θα οργανώνονται γύρω από συλλογικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις. Το άρθρο αυτό (που αποτελούσε ουσιαστικά περίληψη των συμπερασμάτων συστηματικής ανάλυσης της κρίσης και συνολικής πρότασης για διέξοδο από αυτή που διατυπώθηκε σχεδόν ένα χρόνο πριν), (2) έτυχε πολύ ευμενούς υποδοχής από blogs, αναγνώστες κ.λπ. και φυσικά και άμεσων ή έμμεσων επιθέσεων από τους «Ευρωπαϊστές» με επενδυμένα συμφέροντα στην ΕΕ, ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που προσπαθούν να θάψουν παρόμοιες προτάσεις με ισχυρισμούς του τύπου «αντί μιας μελετημένης και συγκροτημένης πρότασης για τη βαθιά κρίση, ακούμε μόνο κραυγές, από εκείνες που ακούγονται για να ακουστούν»!
Συγχρόνως, η Κοινοβουλευτική Χούντα και οι στυγνοί ληστές τοκογλύφοι πίσω από αυτή, μέσω του «ανθρώπου τους στην Αθήνα» που παριστάνει τον πρωθυπουργό, ξεκίνησαν μια Γκεμπελική εκστρατεία καταστροφολογίας για τις συνέπειες εξόδου από την Ευρωζώνη, στην οποία μετέχουν ενθουσιωδώς όχι μόνο τα γνωστά παπαγαλάκια των ΜΜΕ, αλλά και τα αντίστοιχα ακαδημαϊκά με επενδυμένα συμφέροντα στην ΕΕ που μετέχουν στις εκπομπές, τις οποίες οργανώνει συστηματικά η άθλια κρατική τηλεόραση που δεν διαφέρει πια από την αντίστοιχη Χουντική της επταετίας. Επι κεφαλής της κατατροφολογίας μπήκε ο γνωστός αρχι-εκσυγχρονιστής του ΠΑΣΟΚ Κ. Σημίτης (3) που θεωρεί κατόρθωμα του την ένταξή μας στην Ευρωζώνη, η οποία ολοκλήρωσε την οικονομική καταστροφή της χώρας και οδήγησε στη σημερινή έκρηξη της κρίσης. Περιττεύει να ασχοληθώ εδώ με την κατατροφολογική ανοητολογία του τ. πρωθυπουργού που όχι μόνο δεν έχει σχέση με την οικονομική θεωρία αλλά και κάθε άλλο παρά καλοπροαίρετη είναι, με δεδομένα τα επενδυμένα συμφέροντα των ντόπιων και ξένων οικονομικών ελίτ που πιστά υπηρέτησε και υπηρετεί. Ας δούμε όμως ένα «σοβαρό» άρθρο που δημοσίευσε πρώτα η ναυαρχίδα του σοσιαλφιλελευθερισμού στη Βρετανία, η Γκάρντιαν, και αναδημοσιεύθηκε στην «Ε», όπου μάθαμε από...πολιτειολόγο για τις «καταστροφικές συνέπειες της εξόδου από την ευρωζώνη» (4) ―ο οποίος προφανώς γνωρίζει περισσότερα από πλειάδα έγκυρων διεθνών οικονομολόγων, με τελευταίο τον Ρουμπίνι (5), που υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο! Αξίζει λοιπόν να δούμε ένα-ένα τα «επιχειρήματα» στα οποία στηρίζεται η προφανώς αποπροσανατολιστική αυτή θέση, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στη χώρα μας, υποστηρίζεται όχι μόνο από νεο/σοσιαλφιλελεύθερους, αλλά και από «Μαρξιστές», «αντί-εξουσιαστές» κ.ά!
Έτσι, πρώτον, η έξοδος από την Ευρωζώνη υποστηρίζεται ότι θα σημάνει «δραματικές αυξήσεις στις τιμές των εισαγωγών» και, επομένως, αντίστοιχη αύξηση της τιμής της εισαγόμενης ενέργειας και του παραγωγικού κόστους. Όμως, ένας δευτεροετής φοιτητής Οικονομικών γνωρίζει ότι η υποτίμηση του νομίσματος, στην οποία υποχρεωτικά (αλλά και ευεργετικά!) θα οδηγήσει η έξοδος από το Ευρώ, επιφέρει μεν αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και αντίστοιχη μείωση των τιμών των εξαγόμενων, πράγμα που σίγουρα θα έχει σημαντικά ευεργετικά αποτελέσματα στην «βαριά βιομηχανία» μας τον Τουρισμό, αλλά και στα όποια άλλα εξαγόμενα προϊόντα μας. Επομένως, το Κράτος μπορεί κάλλιστα να αντισταθμίσει ένα σημαντικό τμήμα της αύξησης του κόστους παραγωγής με τον μηδενισμό του φόρου στην ενέργεια, που θα γινόταν δυνατός με τα επιπλέον (άμεσα ή έμμεσα) φορολογικά έσοδα από την βελτίωση των εξαγωγών. Στην πραγματικότητα, το σημαντικότερο πρόβλημα από την υποτίμηση θα ήταν η πιθανή επιδείνωση των λαϊκών εισοδημάτων εξαιτίας της αύξησης των τιμών των βασικών ειδών, τα περισσότερα από τα οποία σήμερα εισάγουμε, σαν συνέπεια της αποδιάρθρωσης της παραγωγής μας μετά την ένταξη στην ΕΕ. Όμως, μια κυβέρνηση που δεν θα εκπροσωπούσε (όπως η σημερινή Χούντα) τα προνομιούχα στρώματα και τις ελίτ θα μπορούσε να επιδοτεί τα λαϊκά στρώματα από τα έσοδα ενός σημαντικού φόρου στη μεγάλη περιουσία (κινητή και ακίνητη) καθώς και τα έσοδα από ένα βαρύ φόρο στα είδη πολυτελείας, όπως είχαμε προτείνει από πέρυσι.
Δεύτερον, φυσικά, οι Ελληνικές Τράπεζες θα πρέπει να κοινωνικοποιηθούν, και αυτό δεν είναι κάτι «κακό», όπως ισχυρίζεται το άρθρο αυτό, διότι δήθεν στη χώρα μας «ο δημόσιος τομέας είναι κεντρικό μέρος του προβλήματος». Το «επιχείρημα» αυτό, όπως έδειξα αλλού, (6) αποτελεί απλά νεο/σοσιαλφιλελεύθερο μύθο. Το είδος δημόσιου τομέα που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα (σαν συνέπεια της αποτυχίας του ιδιωτικού να απορροφήσει την ανεργία), όπως και το ίδιο το Χρέος, είναι απλά συμπτώματα της χρόνιας δομικής κρίσης της Ελληνικής Οικονομίας, την οποία ενέτεινε η ένταξή μας στην ΕΕ.
Τρίτον, το «επιχείρημα» ότι «η έξοδος από την Ευρωζώνη μετά από χρεοκοπία θα αποκλείσει τη χώρα από τις διεθνείς χρηματαγορές, τη στιγμή που το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα αυξάνεται, στηρίζεται σε δυο σιωπηρές υποθέσεις που ισχύουν μόνο αν παραμείνουμε στην ΕΕ/Ευρωζώνη (που είναι βέβαια το κρίσιμο ερώτημα!). Δηλαδή:
α) στην υπόθεση ότι το Χρέος θα μείνει στο ύψος που μας καθορίζουν οι τοκογλύφοι πιστωτές μας, όταν ακριβώς βραχυπρόθεσμος στόχος της εξόδου από την ΕΕ/Ευρωζώνη είναι να αποφασίσουμε εμείς για το εάν θα πληρώσουμε το Χρέος αυτό και,
β) στην υπόθεση ότι θα παραμείνουμε εσαεί προτεκτοράτο της ΕΕ, όταν ακριβώς μακροπρόθεσμος στόχος της εξόδου από αυτή θα ήταν η δημιουργία των προϋποθέσεων μιας αυτοδύναμης ανάπτυξης που θα ελαχιστοποιούσε, αν δεν εξαφάνιζε, την ανάγκη νέων δανεισμών.
Τέταρτον, ακόμη και αν προκύψουν ταμειακές ανάγκες από την επαναφορά των λαϊκών εισοδημάτων, αρχικά, στο προ των Μνημονίων επίπεδο, αυτές δεν χρειάζεται να καλυφθούν μέσω νέων δανείων, αλλά μέσω ενός ελεγχόμενου πληθωρισμού (ενώ τα λαϊκά εισοδήματα θα μπορούσαν να προστατευθούν με τιμαριθμικές αναπροσαρμογές), καθώς και ενός ριζικά προοδευτικού φόρου εισοδήματος, πέρα από τους φόρους στη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία και την πολυτελή κατανάλωση που προανέφερα.
Πέμπτον, τα κίνητρα για φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή όχι μόνο δεν θα αυξηθούν «δραματικά», όπως υποστηρίζει το άρθρο, αλλά αντίθετα θα μειωθούν δραστικά στο νέο θεσμικό πλαίσιο, ιδιαίτερα μετά τη ριζική αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων που συνεπάγονται τα παραπάνω μέτρα. Και αυτό, διότι σε ένα παρόμοιο πλαίσιο που εξασφαλίζει στοιχειώδη φορολογική δικαιοσύνη, ούτε οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αυτο-απασχολούμενοι θα χρειάζονται πια «φακελάκια» για να κάνουν τη δουλειά τους, ούτε οι πολίτες θα αναγκάζονται να φοροδιαφεύγουν από ένα ληστρικό κράτος εάν τους δινόταν η δυνατότητα να συμμετέχουν συλλογικά στη διαμόρφωση του φορολογικού τους βάρους και της διάρθρωσης των δαπανών.
Τέλος, άλλη καταστροφολογία που διαδίδεται ευρέως από τα Γκεμπελικά ΜΜΕ και τα παπαγαλάκια τους είναι ότι οι καταθέτες θα χάσουν τις καταθέσεις τους όταν βγούμε από το Ευρώ. Όμως, κατ’αρχήν, η δραχμοποίηση των καταθέσεων δεν επηρεάζει την εσωτερική αγοραστική τους δύναμη (ή αυτή των μισθών ή των συντάξεων), οποιοδήποτε και να είναι το μέγεθος της υποτίμησης, αλλά μόνο την «εξωτερική» αγοραστική τους δύναμη, δηλαδή την ικανότητά τους να αγοράζουν εισαγόμενα αγαθά (θέμα για το οποίο ανέφερα πιθανές λύσεις) ή την ικανότητά τους για τουρισμό στο εξωτερικό κ.λπ., στον οποίο έτσι και αλλιώς μετείχαν μόνο τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα και τα μεσαία ―που σήμερα προλεταριοποιούνται. Επίσης, πέρα από τους τρόπους που ανέφερα προστασίας της αγοραστικής τους δύναμης, υπάρχουν και ειδικοί τρόποι να προστατευθούν οι καταθέσεις των μικροκαταθετών, σε αντίθεση με αυτές των μεγαλοκαταθετών που ανήκουν στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Για παράδειγμα, η αξία των καταθέσεων σε ευρώ θα μπορούσε να μετατραπεί σε δραχμές με βάση μια προοδευτική κλίμακα που θα προστάτευε την αγοραστική δύναμή τους ανάλογα με το γενικότερο εισόδημα των καταθετών (όσο μικρότερο το εισόδημα τόσο μεγαλύτερη η προστασία της αγοραστικής δύναμης των καταθέσεων).
Συμπερασματικά, η έξοδος από την ΟΝΕ και την ΕΕ πράγματι θα είναι επιζήμια στα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (γι’ αυτό και τα παπαγαλάκια τους, σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο και αν ευρίσκονται, έχουν εξαπολύσει την ξεδιάντροπη αυτη καταστροφολογία). Όμως, οι αρνητικές συνέπειες σε αυτά (που είναι άλλωστε επιθυμητές, αφού αυτά προκάλεσαν την χρόνια κρίση η οποία εντάθηκε με την ένταξή μας που αποφάσισαν στην ΕΕ/ΟΝΕ από την οποία πράγματι οφελούνται) δεν μπορούν καν να συγκριθούν με τις καταστροφικές συνέπειες πάνω στα λαϊκά στρώματα από την παραμονή μας σε μια ένωση του κεφαλαίου (και όχι των λαών!) που εκφράζει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον χώρο μας.
Μόνο, επομένως, ένα Λαϊκό Μέτωπο «από τα κάτω», με στόχους αυτούς που ανάφερα στην αρχή, και με μέσα τις συνεχείς καταλήψεις και απεργίες διαρκείας παντού, και την μη πληρωμή των χαρατσιών που επιβάλλει η Κοινοβουλευτική Χούντα, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή της, καθώς και κάθε επίδοξης νέας Χούντας που θα στόχευε στην απλή «επαναδιαπραγμάτευση» του Χρέους. Και, φυσικά, οι πραιτωριανοί της Χούντας που σήμερα μακελεύουν τους διαδηλωτές θα πρέπει να ξέρουν ότι μετά την ανατροπή της δεν θα ισχύσει κανένα ελαφρυντικό ότι «εκτελούσαν διαταγές» για οποιαδήποτε εγκλήματα διαπράττουν ενάντια στον Λαό, και θα δικαστούν από αυτόν ανάλογα στη περίπτωση που, αντί να παραιτηθούν σήμερα ενώ έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν, προτιμήσουν να συνεχίσουν να εκτελούν τις παράνομες διαταγές μιας Χούντας που δεν έχει τη παραμικρή λαϊκή νομιμοποίηση και αναγκαστικά γίνονται δωσίλογοι, όπως αυτή.


(1) Το άρθρο για το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο ενός αγώνα, με τους στόχους του κειμένου, που υποσχέθηκα στο προηγούμενο άρθρο, αναγκαστικά αναβάλλεται για το επόμενο. Βλ. όμως: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grspeeches/chalkida__2011.htm
(2) Bλ. Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, (Γόρδιος, Νοεμ. 2010), ΜέροςΤρίτο
(3) Κ. Σημίτης, «Καταστροφική ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ», Καθημερινή (02/10/2011).
(4) Διονύσης Γ. Δημητρακόπουλος, «Οι καταστροφικές συνέπειες της εξόδου από την ευρωζώνη», Ελευθεροτυπία” (01/10/2011).
(5) Nouriel Roubini, "Greece should default and abandon the euro,The Financial Times (19/9/2011).
(6) Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο, ο.π. σελ.79-86.

από τον Επιτάφιο του Περικλή - σε μετάφραση/απόδοση Ελευθέριου Βενιζέλου




Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν' αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ' είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα, ενώ υπό την έποψιν της κοινής εκτιμήσεως, έκαστος πολίτης προτιμάται εις τα δημόσια αξιώματα, όχι διότι ανήκει εις ωρισμένην κοινωνικήν τάξιν, αλλά δια την προσωπικήν του αξίαν, εφόσον διακρίνεται εις κάποιον κλάδον. Ούτε, εξ άλλου, εκείνος που είναι πτωχός, ημπορεί όμως να προσφέρη υπηρεσίας εις την πόλιν, ευρίσκει εμπόδιον εις τούτο, ένεκα της κοινωνικής του αφανείας. Και όχι μόνον εις τον δημόσιόν μας βίον πολιτευόμεθα με πνεύμα ελευθέριον, αλλά και εις την αναμεταξύ μας καθημερινήν επικοινωνίαν είμεθα ελεύθεροι καχυποψίας, διότι δεν αγανακτούμεν εναντίον των άλλων δι' όσα πράττουν χάριν της ευχαριστήσεώς των, ούτε προσλαμβάνομεν απέναντί των φυσιογνωμίαν σκυθρωπής αποδοκιμασίας, η οποία δεν ζημιώνει αληθώς, πληγώνει όμως. Αλλ' ενώ εις τας ιδιωτικάς μας σχέσεις αποφεύγομεν να φαινώμεθα δυσάρεστοι, εις τον δημόσιόν μας βίον αποφεύγομεν την παρανομίαν, από ευλάβειαν προ πάντων προς τας επιταγάς των εκάστοτε αρχόντων και των νόμων, εκείνων ιδίως εξ αυτών, όσοι έχουν τεθή είτε προς υπεράσπισιν των αδικουμένων, είτε, μολονότι άγραφοι, φέρουν αναμφισβήτητον όνειδος εις τους παραβάτας των.


καμία σχέση με μας - το μόνο κοινό το "Επιτάφιος"

Το νυχτερινό τραγούδι [Friedrich Nietsche - "Τάδε έφη Ζαρατούστρα" σε μετάφραση Αρη Δικταίου]




Το νυχτερινό τραγούδι.

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά οι αναβρύζουσες πηγές. Κ’ η ψυχή μου είναι μία αναβρύζουσα ψυχή.
Είναι νύχτα: Τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Κ’ η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.
Κάτι ανειρήνευτο κι ασώπαστο είναι μέσα μου, θέλω να ξεσπάσει. Μία λαχτάρα γι’ αγάπη είναι μέσα μου, που η ίδια μιλά τη γλώσσα της αγάπης.
Είμαι φως: αχ, να ήμουν νύχτα! Μα η μοναξιά μου είναι τ' ότι είμαι περιζωμένος από φως.
Αχ, να ‘μουν σκοτεινός και νυχτερινός! Πόσο θα ‘θελα να πιώ από τους μαστούς του φωτός!
Ακόμα και τα ίδια εσάς θα ‘θελα να ευλογήσω, ω μικρά σπιθιριστά αστέρια και φωτεινά σκουλήκια εκεί πάνω! - και θα ‘μαι μακάριος από το φως που χαρίζατε.
Μα ζω μέσα στο δικό μου φως, καταπίνω πάλι της φλόγες που ξεπηδούν από μέσα μου.
Δε γνωρίζω την ευτυχία εκείνου που παίρνει και πολλές φορές ονειρεύτηκα πως η κλεψιά θα πρέπει να ‘ναι ευδαιμονικώτερη από το πάρσιμο.
Φτώχεια μου είναι το να μη ξεκουράζεται ποτέ το χέρι μου από το να δωρίζει, φθόνος μου είναι το να βλέπω μάτια γιομάτα αναμονή και τις φωτισμένες νύχτες του πόθου.
Ω δυστυχία όλων των δωρητών! Ω σκοτείνιασμα του ήλιου μου! Ω επιθυμία της επιθυμιάς! Ω ακόρεστη και μέσα στον κόρο πείνα!
Παίρνουν από μένα: μα αγγίζω και τις ψυχές τους; Μια άβυσσος είναι ανάμεσα στο Δίδω και στο Παίρνω, κι η πιο μικρή άβυσσος είναι αυτή που δυσκολώτερα γεφυρώνεται.
Μια πείνα γεννιέται από την Ομορφιά μου: θα ΄θελα να κάνω κακό σε κείνους που φώτισα, θα ‘θελα να ληστέψω εκείνους που τους έκανα δώρα: - έτσι πεινώ την κακία.
Να τραβώ πίσω το χέρι μου, όταν μου δίνετε το χέρι σας, να κοντοστέκομαι σαν τον καταρράχτη, που κοντοστέκεται και στο πέσιμό του: - έτσι πεινώ την κακία.
Τέτοιες εκδικήσεις στοχάζεται η αφθονία μου: τέτοιες δολιότητες αναβρύζουν από τη μοναξιά μου.
Η ευτυχία μου να δωρίζω πέθανε από το να δωρίζω, η αρετή μου κουράστηκε κ’ η ίδια από την αφθονία της!
Αυτός που δωρίζει πάντα, κινδυνεύει να γίνει ξεδιάντροπος, αυτός που μοιράζεται πάντα, κάνει κάλλους στα χέρια και στην καρδιά από το πολύ μοίρασμα.
Από τα μάτια μου δεν αναβρύζουν πια δάκρυα μπροστά στη ντροπή αυτών που γυρεύουνε. Το χέρι μου έγινε πολύ σκληρό για το τρεμούλιασμα των γιομάτων χεριών.
Τι έγιναν τα δάκρυα των ματιών μου και το χνούδι της καρδιάς μου; Ω μοναξιά όλων των δωρητών! Ω σιωπή του κάθε φωτοδότη!
Πολλοί ήλιοι κυκλοφέρνουν στο έρημο διάστημα: σε κάθε τι που είναι σκοτεινό μιλούν με το φως τους,- σε μένα δε μιλούν!
Ω τούτη δω είναι η εχθρότητα του φωτός προς κάθε τι που δίδει φως: ανήλεα ακολουθεί την τροχιά του.
Άδικος ως τα βάθη της καρδιάς του προς κάθε τι που δίδει φως, παγερός προς όλους ντους ήλιους - έτσι οδοιπορεί κάθε ήλιος.
Θύελλας όμοιοι πετούν οι ήλιοι μέσα στην τροχιά τους, αυτή είναι η πορεία τους. Την ανηλεή θέλησή τους ακολουθούν, αυτή ‘ναι η παγερότητά τους.
Ω μόνον εσείς, ω Σκοτεινοί, ω Νυχτερινοί, είστε εκείνοι που δημιουργούν θερμότητα από κάθε τι που δίδει φως! Ω μόνον εσείς πίνετε γάλα και δροσιά από τους μαστούς του φωτός!
Αχ, πάγος γύρω μου, το χέρι μου καίγεται αγγίζοντας στο παγερό! Αχ, μέσα μου είναι μια δίψα που λαχταρά τη δίψα σας!
Είναι νύχτα: να πρέπει να ‘μαι φως! Και δίψα για το νυχτερινό! Και μοναξιά!
Είναι νύχτα: σαν πηγή αναβρύζει τώρα η επιθυμία μου - και διψά να μιλήσει.
Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες πηγές. Κ’ η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή κι αυτή.
Είναι νύχτα: τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Κ’ η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.
Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα.

02 Οκτωβρίου 2011

Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής [Βαλάντης Βορδός]


Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής

Ήρθε μειλίχιος και προσηνής αυτός
με μιαν αόριστη υποψία ύπαρξης και ανυπαρξίας,
με κορδέλες μεταξωτές κιτρινοκόκκινες τυλιγμένος
κατεβαίνοντας από βίαια ύψη μέσα σε ολοπράσινους καπνούς
τυλιγμένος θαρρείς το σάβανο του απείρου.
Με τα χέρια του τ' άσαρκα,τα διάφανα,τα σταυρωμένα
άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
Με μιλιά τρεμάμενη σιγοψιθυριστή
-θυμιάζω το άπειρο-μου λέει-
έφυγα απ' το σώμα και το μυαλό
στην σιγή περπατώ εξυψωμένος.
Τότε αιωρήθηκε σαν φωτοβολίδα γελώντας
και τρίζοντας ανυπόφορα.
-με τρομάζεις του είπα
-ποιος είσαι εσύ ο ασώματος;
μήπως ο διάβολος ή κανένας άγγελος;
-εμπεριέχω και τα δυο και γέλασε στενεύοντας
το άδειο του το στήθος.
πές μου του λέω τι έχασες στην ύπαρξη, τι κέρδισες
στο άπειρο βαθιά αγκιστρωμένος;
Σηκώθηκε τότε και η τέφρα του γέμισε το δωμάτιο
με καπνούς έξαλλου τίποτα.
-θέλω τσιγάρο λέει,
δεν εγκαταλείπονται οι συνήθειες,ωστόσο
όσο ήμουνα έλειπα και τώρα που λείπω είμαι
και μου τεινε το χέρι σε φιλική χειραψία
μα τραβήχτηκα και ανακάθισε.
-τι λες του λέω άνθρωπε και τι μονολογείς; τι μαυρίλα προμηνύεις
και τι σκέψεις ξερόκλαδα συνάζεις που δεν τα εννοώ;
Μην ήρθε η ώρα μου να λύσω την εξίσωση
και να αποσπαστώ απ την τροχιά της ύλης;
η είσαι μια αναλαμπή κι οράματα του άγχους;
-τίποτα απ' όλα τούτα που μου λες μα λίγο από τα πάντα
ξεπήδησε η φωνή του σαν περιστεριού άγριο φτεροκόπημα
μέσα από τα στήθη.
-μαυρίλα προμηνύω ωστόσο.
Τότε στρέφοντας το βλέμμα δεξιά είδα χιλιάδες άλογα
με αίματα στα λάμποντα πλευρά να καλπάζουν ξέφρενα
υπερπηδώντας κόκκινα σύννεφα,
πιο πέρα ένα κριάρι χτυπιόταν με τον ήλιο
και ένα κοριτσάκι με μισό χαμόγελο μάζευε χαμομήλι.
-Τι είναι κόλαση και τι παράδεισος κύριε;
ρωτάω επί της ευκαιρίας.
-τίποτα και τα πάντα δύστυχε-
ξερόκλαδα, χαμόκλαδα, πουλάκια, περιστέρια,
δράκοι με χίλια πρόσωπα και θηλυκά ωραία.
Μα είσαι τόσο ασαφής ευλαβέστατε
πώς να σε εννοήσω;
-δέντρα απ' την ανάποδη και χέρια ανυψωμένα,
γλώσσα σαν τη σιγή την τρυφερή και λαίμαργο νεράκι.
κάτι θαρρώ να εννοώ και κάπως να σε ξέρω
κι άμα θα σταυροκοπηθώ εδώ θα παραμείνεις;
-χα- τότε κάγχασε τ' ανύπαρχτα του χείλη,
δεν ξέρω-λέει-δοκίμασε.
Μα μήπως οι θρησκείες είναι μαντριά για να κρατούν
την εξαγρίωση μέσα στα όρια της
και τάξη να επιβάλουν;
η μήπως ευτυχέστερο σε κάνει αυτή η δράκαινα με τα πολλά κεφάλια;
-ας το αφήσουμε κύριε του είπα αυτό δεν φτάνει το μυαλό μου,
και τι 'ναι η νόηση μου λες;
πονάει το κεφάλι μου από οδύνες τοκετού
και έσφιξα γερά το κεφάλι στα χέρια μου.
Τότε είδα τα σύννεφα ψηλά να μετασχηματίζονται σε ρητά
του ανούσιου τίποτα φληναφήματα.
Συμπληγάδες συγκρούονταν τα νέφη και οι κεραυνοί
ρινόκεροι με τα ρινοκεράκια στο διάβα τους τσακίζανε
τα έρημα δεντράκια.
Α - μου λέει-νόησις αυτή η καλουμένη,
πρόκες στον αέρα αγαπητέ
λιθάρι, πανωλίθαρο, πετρούλες συναγμένες
και πύργοι μες στα κύματα.
Κουκλάκια χωρίς πρόσωπα και δίχως τα χεράκια
ανατομίας μαθήματα που κάνουνε τ' ανήσυχα παιδάκια,
και πες μου λέει-ξέρεις κάτι εσύ που νόημα μέσα να 'χεί
ώστε το σύμπαν να ακινητεί για λίγο την τροχιά του;
-Ναι κάτι ίσως ξέρω τόλμησα να πω-
τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα κύριε-είπα-
και στα χέρια της ας ήταν να πεθάνω.
Ανοησίες απάντησε-είναι πολύ ρηχό για να ακινητήσει σύμπαν
είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε- κάτι βαθύτερο-
είπε στα χέρια κρατώντας μια φλογίτσα από ροζ μενεξέδες
και από λεύγες μακριά ακουγόταν μελωδίες πιάνου
να ξεδιπλώνονται σαν σημαίες στον αέρα.
και παράξενες λέξεις που πρώτη φορά άκουγα,
ενώ μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στον ώμο του.
-Είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε-κάτι βαθύτερο μονολογούσε επίμονα,
και τρόμαζαν τα βιβλία στα ράφια φτύνοντας τις σελίδες τους,
αυτές οι μελωδίες του χαρτιού οι λεκτικές οι σαύρες
τα φορτισμένα κενοτάφια του νου οι αχόρταγες λεξούλες.
Τον κοιτούσα στα μάτια που είχαν πλέον
τη λάμψη του γάργαρου τίποτα,
από χιλιάδες μίλια μακριά έβλεπα τ' άπειρο να έρχεται
και να ρουφάει την ζωή που σαν σταματημένη από αιώνες έμοιαζε.
-Και τι 'μαι εγώ μακάριε; -τόλμησα να ψελλίσω.
Είσαι ό λόγος όσο ζεις κι ύστερα θα σαι χάος.
Ποιος είσαι συ που μου μιλάς και κάπου σε γνωρίζω.
Μήπως είσαι ο πάναγνος, ο άχραντος και άσαρκος πατέρας;
-Εγώ είμαι γιε μου και έλληνα ποιητή μου και σε χιλιάδες
λεύγες άπειρο κάποτε και συ θα 'ρθεις...
 
Στην μνήμη του πατέρα μου
Βαλάντης Βορδός