29 Ιουνίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος B


ΛΟΓΟΣ Β' - ΔΟΥΛΕΥΤΗΣ


Αλήθεια πως ζούσε σαν όλοι, και φαινόταν 
πως έκανε ό,τι κι οι άλλοι˙ απότομα δε 
σηκώνονταν για να χτυπήσει τους νόμους
του λογικού˙ στην καρδιά του, κι όχι στο
κεφάλι του, φώλιαζε η αρρώστια.
BYRON (Λάρας)

Τα πραγματικά μ' αηδιάζουν, και τα
ιδανικά δεν τα βρίσκω.
AMIEL (Journal Intime)

Κι έσκυψα προς την ψυχή μου,
σα στην άκρη πηγαδιού,
κι έκραξα προς την ψυχή μου
με το κράξιμο του νου˙
κι από το πηγάδι το βαθύ,
σαν από ταξίδια, ξένη,
προς εμένα ανεβασμένη
ξαναγύρισε η φωνή.

- Είσαι ο μόνος, είσ' ο ασύγκριτος,
είσαι ο χωριστός,
στα μεγάλα τα πετάματα όλο υψώνει σε
και είν' ο νους σου χρυσαητός˙
και η ζωή σου με τις έγνοιες
είναι σαν τα παιγνιδίσματα
του ήλιου με τα σύγνεφα˙ σα θάνατος
όταν ο ήλιος δεν τα καταλεί,
στη ματιά που τα θωρεί,
κάνει τα, σαν πλάστης, κόσμους.

Παιγνιδίσματα... πετάματα... ο ασύγκριτος...
μην το παινευτείς!
Σίμωσε, άπλωσε το χέρι, βόηθα,
γίνε δουλευτής˙
ταίριαζε, άκουε, φρόντιζε και ρώτα,
γείρε, αν θέλεις να υψωθείς˙
νίκη σου, ανυπόταχτε, σ' εσέ να πεις:
«Υποτάξου πρώτα!»

Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας
κι ο εξουσιαστής
του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου
γίνε δουλευτής.
Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα,
ρίχ' το δαχτυλίδι σου αρραβώνα
μέσα στο κανάλι του λαού˙
ένας γίνε από τους στύλους τούς αμέτρητους
του μεγάλου έργου τού συντροφικού.
Γρίκησε τι λέει το δέντρο
που το κόψαν και το κάμανε καράβι:
«Μες στο νέο κορμί μου ολάσβηστη
η παντοτινή ψυχή μου ανάβει».
Ήσυχα τα στάχια κυματίζουν
και είναι σα να λαχταρίζουν
οι κυματισμοί
το υστερνό, τ' αγέννητο θησαύρισμα• το ψωμί.
Αέρα, γη, νερό, φωτιά,
ό,τι κι αν υπόταξε από σας
ο άνθρωπος ο νους,
τίποτε από σας δεν ξέπεσε,
και κρατάτε ακόμα στα σκοτάδια σας
τ' άψαχτα και τ' αταπείνωτα,
όλων των αβύσσων τους βρυκόλακες,
κι όλους τους αυγερινούς.
Τ' άλογο το ευγενικό
δέχεται καλόβολο τον καβαλάρη
και δε χάνει τίποτε, και παίρνει
κάτι ακόμα πιο τρισεύγενο
η γοργή του χάρη.
Και το δέντρο δεν το ατίμασε
γγίζοντάς το το τραχύ το κλαδευτήρι˙
απ' το βάρος πιο καλόχυμων καρπών
πιο ακριβό γνωρίζει πως θα γείρει.

Κι ο τεχνίτης που δετό κρατάει το χέρι του
και τη φαντασία του δετή,
όταν του θεού σκαλίζει το είδωλο
με του ιερέα την προσταγή,
το σπαργανωμένο, το ίδιο πάντοτε,
βρίσκει τόπο ν' απιθώσει κάπου απάνω του
κάποιον έρωτα από μες απ' την καρδιά του
προς το είδωλο που πέφτοντας μπροστά του
έτσι το ποθείς, λαέ,
κι έτσι, λαέ, το προσκυνάς.

Κι έγινα χαλκιάς.

Λαμπαδιάζει το καμίνι˙
με του αγέρα τα φτερά
Λάμια αχόρταγη ξεσπάει
και λυσσομανά η φωτιά.

Κι άδραξε το σίδερο η φωτιά
κι απ' τα δόντια της θα βγει
σα λιοντάρι δαμασμένο
από ξωτικού βουλή.

Και τ' ασάλευτο τ' αμόνι
και τ' ολόγοργο σφυρί
βροντερή μια μάχη αρχίζουν,
και είναι πλάστης το σφυρί.

Σφυροκόπα τις καδένες,
ω πιο ελεύτερε κι απ' το τριγύρισμα
του φτερού,
σφυροκόπα τις καδένες και τα σίδερα
του κακού,
και για τον προφήτη σφυροκόπα
τα καρφιά του σταυρωμού.

Και του γάμου κάμε το κρεβάτι,
ω εσύ τη χλόη που κάνεις
της αγάπης της ελεύτερης κλινάρι˙
και του γάμου το κρεβάτι, και το δρέπανο
που θερίζει το σιτάρι.

Γύφτε, σιδεροπελέκα,
που έζησες ερημικά
σε ύψη γαληνά απλησίαστα,
Γύφτε, σιδεροπελέκα,
στη φωτιά για τη φωτιά
τα κοντάρια, τα σκουτάρια,
τα σπαθιά.

Τ' αγαθά του σφιχτοχέρη,
εσύ που άλλα, άλλα δε γνώρισες φλωριά
απ' τα χρυσολούλουδα του κάμπου,
τ' αγαθά του σφιχτοχέρη
κρυφασφάλησε, χαλκιά,
μες στου θησαυρού τα βάθη˙
κάμε ασύντριφτα κλειδιά.

Φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε,
μακριά κι από τα βάρυπνα κοπάδια,
κι απ' τα ψόφια τα ειδύλλια, καβαλάρη
σε γκρεμούς και ράχες, που το διάβα σου
τύπωσε ως εκεί το πρώτο αχνάρι,
φαιδρά κάμε να ξυπνήσουνε
στα φαράγγια τον αχό
λιγερόφωνα κουδούνια
στων αρνάδων το λαιμό.
Κι απ' τα χέρια σου βγαλμένη,
εσύ απείραχτε απ' τον τρόμο
που γεννάει το σκιάχτρο το θεϊκό,
κι απ' τα χέρια σου βγαλμένη,
ένα σάλεμα ιερό
ας απλοσκορπά η καμπάνα
στης ψυχής τον ωκιανό!

Μα του κάκου! μα του κάκου!
Χέρι μου, το σίδερο παράτα,
παψ' εσύ, σφυρί, τον πόλεμο,
που πολέμαες με τ' αμόνι˙
είμαι ο δουλευτής χαλκιάς
που άλλα θέλησε και που άλλα
κατορθώνει.
Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί μου
μητ' εσέ, καρφί, ούτ' εσάς,
άρματα, σπαθιά, κοντάρια,
μήτε την καμπάνα σου, εκκλησιά,
αλυσίδες ούτε, ούτε κλειδιά,
μήδε τα κουδούνια για τ' αρνιά,
και για τα οργώματα τ' αλέτρια,
μήτε για το σπίτι τα κλινάρια,
ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια.
Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς
που δεν πλάθει το σφυρί μου
άλλο απ' τα πανώρια τ' ανωφέλευτα˙
και μια τέχνη πρωτοταίριαστη κι αταίριαστη
η δική μου.
Και είμαι ο μάγος της φωτιάς κι απλώνω μέσα της
και τα φίδια και τα τέρατα της κλέβω,
και στο σίδερο κι ακόμα πιο παράξενα
τα δουλεύω.
Και είμαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκοπάει αντί σπαθιά
κάποια αφύσικα λουλούδια,
και είμ' ο δαμαστής ο γύφτος
που γεννάει από τη φλόγα
κύκλους, ίσκιους, γρύπες, μάγια,
κάποιες ρηγικές κορώνες,
λάμιες, ξωτικές, γοργόνες
για καράβια, για σαράγια,
που δεν είναι πια ή δεν είναι ακόμα˙
τ' ανωφέλευτα, τ' αχρείαστα και τ' αλλόκοτα,
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώμα,
που τους λείπει πάντα τ' όνομα.
Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους
που κοιμούνται ανοιχτομάτες˙
και όσα διώχνουν οι διαβάτες
και όσα δε ριζώνονται σε τόπους,
και όσα αγάπες δεν ξυπνήσαν πουθενά
κι όσα πουθενά δεν ηύρανε πελάτες!
Και είμαι ο σφυροκόπος που ξαφνίζει
και τρομάζει και μακραίνει˙
όπου μαλακώτατη η δουλειά
θα 'βγαινε απ' τον άλλο τον τεχνίτη,
της φυσά η πνοή μου της δουλειάς
κάτι βάρβαρο και αδούλευτο,
πιο τραχύ από το γρανίτη.
Κι όπου ο άνθρωπος προσμένει
να το πιάσει με τα χέρια του απ' τα χέρια μου
πλάσμα ασάλευτο και στέρεο και σκληρό,
άθελα του φέρνω με τα χέρια μου
μια ψυχούλα, μιαν αχτίδα, έναν αφρό.

Κι όταν είδα να ξεφεύγουν ένας ένας
όλοι όσοι σταθήκανε και πρόσμεναν,
απ' αδέρφια κι από αλλόφυλους χορός,
πίσω, πλάι μου και μπροστά μου
κάτι καλοπρόσδεχτο απ' τη μαστοριά μου,
κι όταν πάλε κι όταν είδα εγώ πως ήμουν
τ' άκαρπο δεντρί,
μήτε το ‘βαλα κατάκαρδα,
μήτε το παινεύτηκα˙
νέα στο νου μου φύτρωσε βουλή˙
το σφυρί πετώ, και στο καμίνι
σβήνω τη φωτιά˙
κι άδραξα το γύφτικο ζουρνά,
και παντού μ' ακούσαν και μ' αγνάντεψαν
τόποι και λαοί
λαλητή.

Έλληνες ειδωλολάτρες
και Μακεδονίτες χριστιανοί,
Ασπροθαλασσίτες ναύτες,
ρωμιογέννητοι Οσμανοί˙
και της Μάλτας καβαλιέροι, Φράγκοι
Σταυροφόροι, Βενετσάνοι, Καταλάνοι,
Τούρκοι, Αρμένηδες, και Σλάβοι και Αλαμάνοι
και Κουρσάροι από τ' Αλγέρι˙
Μανιχαίοι αφορισμένοι,
και στρατιώτες και απελάτες
και του Ολύμπου αρματωλοί,
κι όσα παλληκάρια σπέρνει
Βοριάς, Δύση, Ανατολή˙
Βεδουίνοι από την έρημο, αμιράδες
από τα καστέλια της Συριάς,
και βαρώνοι Λογγοβάρδοι,
Βάραγγοι, βογιάροι, μάγιστροι,
χρυσαητοί της αρχοντιάς.

Απ' τα δασερά βουργάρικα ντερβένια,
μες από της Θράκης τις βαλανιδιές,
μες από του Ταύρου τους κεδρώνες
κι απ' τα λιόφυτα ασημένια της Αθήνας,
κι από τις πολίτικες κιτριές˙
κι ύστερα των όχλων τα ξαφρίσματα,
κι ύστερα όλα της ζωής τ' αποκαΐδια,
των κακούργων τα μαχαίρια
και των πονηρών τα φίδια˙
από ταπιφράγκα και από κάτεργα,
και από στέπες και από τέντες
τα μολέματα της χώρας, και τ' αγρίμια
της σπηλιάς, και της κρεμάλας οι λεβέντες!
Όλοι στάθηκαν εμπρός μου,
γαυριασμένοι, αβάσταγοι, σκληροί,
με του χαροκόπου το μεθύσι,
με την πολεμόχαρην ορμή.

Και όλοι με καλούσαν και με πρόσταζαν:
- Ταίριασε την, άξια, λαλητή,
με τα ξεφαντώματα μας
του ζουρνά σου τη φωνή!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
ούτε λάβρα, ούτε χιονιάς,
μήτε η μέρα, μήτε η νύχτα,
δε σας έκοβεν εσάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πως γιομίζαν από σας,
τα πορόλογγα, οι κλεισούρες,
το λιμάνι, ο μαχαλάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πως σας κύκλωνεν εσάς
μ' ένα σάλαγο δαιμόνων
ο στριγγόβοος ο ζουρνάς!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
πως με σέρνατε, και πως
σας αρχίναε το τραγούδι
και σας σβούσε ο σκοτωμός!

Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια!
κάτω από την απέραντην αστροφεγγιά!
Και στα μοναστήρια και στα σπίτια,
στα καράβια και στα καπηλειά,

και στους πύργους που αλυσίδες αρματώνουν,
και τετράπλατοι που τράφοι τριγυρνούν
και στους πύργους που τρισεύγενες κυράδες
καρδιοκλέφτρες κυβερνούν,

και στου ρημαδιού τ' αγκάθια,
και στο φέγγος που γεννά
πλάση ονείρου από αχάτη
στα ολογάληνα νερά!

Σ' όλα αγνάντια, σ' όλα μέσα
σκύλος, γύφτος λαλητής,
- παντού σ' όλα ήμουν ο ξένος,
και ήμουν ο ξαγναντευτής.

Γύρω στων παθών τη λύσσα
ήμουν η γαλήνη εγώ,
και ήμουν η πνοή η καθάρια
μες στον ανακατωμό.

Άγγιχτ', άυλα, θεία, σας απόλαψε
σαν εμένα άλλος κανείς,
ω παράδεισοι του πόθου
και ουρανοί της ηδονής;

Γύρω μου ξαδιάντροπα και ακόμα
σας ξανοίγω, απόκοτες, γυμνές,
να κολάζετε, ω λαγόνες,
να ρουφάτε, ω αγκαλιές!

Ω αγκαλιάσματα της πόρνης!
ω γυμνώματα! ω φιλιά!
ω της κόρης που ντροπιάζεται
δάκρυα και ξεφωνητά!

Μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα
εχωρέσατε κι αφήσατε
κάποια αχνάρια λαμπερά
μολυσμένα˙
μες στης φαντασίας μου τα τετράπλατα
Όλυμποι και Τάρταρα, όλα χώρεσαν˙
όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.

Και μια μέρα μόνος βρέθηκα
έξω από το βούισμα του κόσμου˙
σε μιας λίμνης άκρη, εγώ, ασυντρόφευτος,
μόνος, εγώ και ο εαυτός μου˙
κι έβλεπα τα ολόστρωτα νερά,
και μαζί τα βάθια τα δικά μου,
κι άνθιζε άνθος μέσα στην καρδιά μου
πιο απαλό για να το πω καημό,
πιο βαθύ για να το κράξω έννοια˙
και τριγύρω αχνό το δειλινό
την παιδούλαν ώρα κοίμιζε
σε αγκαλιά μενεξεδένια.
Και ήταν όλα ασάλευτα˙
και οι λευκοί λωτοί οι απανωτοί
και ο ψηλόλιγνος ο καλαμιώνας,
άνθια, πολυτρίχια, και όλα,
μες στα βάθη σα να τα ' βλεπες
μιας λιγνοζωγράφιστης εικόνας.
Και όλα σώπαιναν ολότελα,
και ήταν η μεγάλη η σιωπή
της μεγάλης πλάσης που έσκυψε
κι έβαλε τ' αυτί
για ν' ακούσει το μεγάλο μυστικό
που δεν έχει ως τώρα γρικηθεί.

Κι έξαφνα με σπρώχνει ο πειρασμός
τα ιερότατα να βρίσω,
και το σκούξιμο του γύφτικου ζουρνά,
μέσα του φυσώντας, να ξυπνήσω.
Και τη σκότωσα την άγια σιωπή
και το μέγα μυστικό της πάει και πάει
κι ανατρίχιασε κι η λίμνη, και όλα
γύρω μου και πλάι,
κι ο ήχος χύμησε σα δράκοντας
λάγνος προς την πλάση την παρθένα.
Αλλά εκεί που κακουργούσα με το στόμα μου,
μέσα μου η ψυχή μου εμένα
λαβωμένη βόγγηξεν, ωιμένα!

Κι ο ανθός που ανθούσε στην καρδιά μου
σάλεψε τα φύλλα τα γεράνια
σε υστερνή και δυνατή και μυστική
από δέηση μυρουδιά και από μετάνοια.
Κι ενώ ακόμα και ο στριγγόλαλος ζουρνάς
ξεπαρθένευε ξεσπώντας και χαλούσε,
έγειρα την όψη προς τη λίμνη
που θλιμμένα μου χαμογελούσε˙
και είδα μέσα της το πρόσωπο του γύφτου
λαλητή
αλλασμένο και ογκωμένο και πλατύ
και πανάθλιο κι από την ασκήμια,
και ήτανε λαχάνιασμα και αγώνας
και άμοιαστη φοβέρα,
και δεν είχε αγαλματένιο τον ατάραχο
και δεν είχε το δικό του τον αέρα.
Το ζουρνά τον έκαμα συντρίμμια,
και τον πέταξα στο δρόμο.
Και ύστερα με είδαν οικοδόμο.

Όπου στέκαν καλυβόσπιτα,
χτίζεται παλάτι˙
δώσ' την πλάτη, δώσ' τα χέρια σου,
Γύφτε ανώφελε, ακαμάτη.
Να το αδούλευτο και τ' άπλαστο,
να, το μάρμαρο καλεί σε˙
Γύφτε ανέγνοιαστε, κουβάλησε
και πελέκησε και χτίσε.
Χτίστης και οικοδόμος, έγειρα
το λαχανιασμένο στήθος˙
απαλή πνοή από το χέρι μου
πήρε κι ο τραχύς ο λίθος.
Τ' άχαρο κουφάρι σκέβρωσα
για να υψώσω μια κολώνα˙
γνώρισα των περισσόβαρων
ταιριασμάτων τον αγώνα,
και στ' ανάερα τα σκαλώματα
με την αργατιά την άλλη,
σκόνταψα κι εγώ και τρίκλισα,
πάγωσε κι εμένα η ζάλη.
Έβαλα παντού το χέρι μου,
στων εβένων τα στρωσίδια,
στα κρυστάλλινα χωρίσματα,
στ' ατσαλένια τα δεσίδια,
σε όλα. Και οι πετραδοπλούμιστες
απλωσιές των πατωμάτων
ως τα ύψη που στολίζει τα
ο λαός των αγαλμάτων,
και οι μεγάλες πόρτες που φρουρούς
γρύπες έχουν και γοργόνες
για το διάβα σας, τετράπλατες
δόξες, άρματα, κορώνες,
και οι στοές οι πορφυρόστυλες
που σε βάθια από χρυσάφι
κάποιο αρχαίο γιγαντοπόλεμο
γύρω εκεί αναστήσανε ζωγράφοι˙
και τα ολάνοιχτα παράθυρα
με τα σομακιά στεφάνια,
σε αναβρύσματα από χρώματα
κι από αχτίδες συντριβάνια
τη ματιάν αστραποφέρνοντας˙
και τ' αλάβαστρα, τα σμάλτα
και τα τείχη τα τετράπαχα,
(και όλα, ω Λόγε, αράδα βάλτα!)
Από πέτρα ή κέδρο ή σίδερο
το καθένα μετερίζι
ριζωμένο βαρυθέμελο,
το καθένα με γνωρίζει.
Όμως όλων τ' άξιο ταίριασμα,
το παλάτι, ω σκλάβου χέρι!
'γω δεν είμαι που το γέννησα,
δεν το ξέρω, δε με ξέρει.
Ώχου! εσύ παλάτι ακάμωτο,
ω σαράι μες στα σαράγια!
Σ' ένα ελεύτερο παιγνίδισμα,
σε αστραπής ονειρομάγια,
εγώ μέσα μου το χάραξα,
μοναχός μου, μοναχός μου,
απ' τα πιο ακριβά που δείχνονται
και που κρύβονται του κόσμου.
Ποιος λαός χτιστών ακούραστος,
και ποια πλάση δουλευτάδων,
των βουνών ω ζηλοφτόνιασμα
και ω καμάρι των πεδιάδων,
στο δικό μου αφεντοπρόστασμα
θα χυθεί για να σε υψώσει
μ' ένα κοσμοπλάστην έρωτα
και με μια υπερτέλεια γνώση;
'Η αν ανθρώπου κόπος και βουλή
σε είν' ανήμπορη να κάμει, -
ποιος χορός μεγαλοδύναμος
από ξωτικές θα δράμει
μες στων θαλασσών το φρένιασμα
και στη λύσσα των κλυδώνων
σε να θεμελιώσει ατράνταχτο
στους αιώνες των αιώνων;

(Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν
με τους οικοδόμους οικοδόμο,
και όταν μου είπαν: «Γύφτε, τράβα δρόμο!»
Κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος
το δικό μου δρόμο πάλι,
γνώρισα μια θλίψη μέσα μου,
θλίψη ασώπαστη μεγάλη!)

26 Ιουνίου 2013

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier [μετ. Γιάννα Πρίμπα]




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το τεσσαρακοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων τη μελέτη: "The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier" σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά από τη Γιάννα Πρίμπα.


«Μεταφράσεις Κοινωνικού Ενδιαφέροντος»
Εισαγωγικό σχόλιο στις μεταφράσεις της Γιάννας Πρίμπα, στα ποιήματα των Stephen Duck και Mary Collier από τον Απόστολο Θηβαίο.

Οι ποιητικές εργασίες των Βρεττανών Mary Collier και Stephen Duck συνιστούν δύο έργα, ενδεικτικά της εποχής. Πρόκειται για δυο γλαφυρές αναπαραστάσεις του φαινομένου της εργασίας, όπως το τελευταίο διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα. «Ο Μόχθος του Αλωνιστή» και «Ο Μόχθος της γυναίκας», της Collier, έργο που αποτέλεσε μία μορφή ευθείας απάντησης προς τον Stephen Duck και την υμνητική προσέγγιση της ανδρικής εργασίας, επιβεβαιώνουν την επισήμανση του Frederik Jameson, σχετικά με την υποχρέωση της τέχνης να ιστορικοποιεί, ενσωματώνοντας μες στο ποιητικό, στην προκειμένη, σώμα όλα εκείνα τα συστατικά στοιχεία που σηματοδοτούν μια ορισμένη περίοδο. Με άλλα λόγια και στα δύο πονήματα, θα μπορούσε κανείς να αντλήσει πλήθος στοιχείων και ενδείξεων, σχετικά με τις κοινωνικές δομές και τη συμμετοχή του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία. Η Mary Collier, στο βιωματικό της έργο παραθέτει το πνεύμα και το ύφος της εργασίας. Η ίδια, έχοντας δαπανήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, διεκπεραιώνοντας εργασίες χειρωνακτικές, επιστρατεύει τη βιωματική της γνώση προκειμένου να αναδείξει το φορτίο της επιβίωσης, όπως βάραινε κατά την περίοδο εκείνη το γυναικείο φύλλο. Πέρα από την πολιτική και κοινωνική υποβάθμιση της γυναίκας, παρατήρηση διαυγής μες στο ποίημα της Collier, τόσο ο Duck όσο και η Βρεττανίδα ποιήτρια καταδεικνύουν το πνεύμα ενός ολόκληρου καιρού. 

Στην περίπτωση του Stephen  Duck, συντάκτη του «Μόχθου του Αλωνιστή» η βρεττανική κοινωνία στάθηκε ιδιαίτερα επιτιμητική.Ο ποιητής με το αγροτικό του ποίημα, το οποίο διαθέτει στοιχεία κοινωνικής φύσεως, προκάλεσε το ενδιαφέρον της αγγλικής αριστοκρατίας, παρά την δευτερεύουσα θέση του μες στο σώμα των ποιητών. Παρά τη στέρεη, θρησκευτική συνείδησή του, για την οποία ο Duck ξεχωρίζει στην εποχή του, εντούτοις το έργο του δεν διαθέτει την ιδιαίτερη, εκείνη δυναμική, που θα μπορούσε να αναδείξει την ποίησή του για το ρυθμό ή τις εξαίσιες μεταφορές του, παρά το γεγονός πως όσον αφορά τα τεχνικά στοιχεία του, «Ο Μόχθος του Αλωνιστή» παραμένει μία επαρκής δημιουργία.
Η Mary Collier συνιστά, πέρα από ποιήτρια, μια πρώιμη φωνή καταγγελίας του γυναικείου δράματος, το οποίο μες στους επόμενους αιώνες θα κορυφωθεί για να καταγγελθεί και τελικά να αποτελέσει ιστορικό ντοκουμέντο της κοινωνικής προοόδου για τον τρέχοντα αιώνα.Η Collier με το απαντητικό, βιωματικό της ποίημα προς τον Duck επισημαίνει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των γυναικών της εποχής, καθώς και τις αυξημένες απαιτήσεις στον τομέα της εργασίας. Μια απασχόληση, αυστηρά αγροτική και οικιακή, η οποία θα συνεχίσει να εκτελείται με το ίδιο πνεύμα, ακόμα και κατά την ανατολή της αστικής εποχής. Η παιδική εργασία, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, ειδικά για το εργατικό δυναμικό της πρωτοπόρου Αγγλίας, επιβεβαιώνουν τον αργό ρυθμό με τον οποίο ο τομέας της εργασίες ενσωμάτωσε τελικά τα χαρακτηριστικά της ανθρωπιάς και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Οι ποιητικές δημιουργίες των Duck και Collier διατηρούν στο ακέραιο εξειδικευμένα στοιχεία της τέχνης, καθώς και τεχνικά χαρακτηριστικά, τα οποία δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό τη μεταφραστική απόπειρα. Πρωτίστως ο λόγος, ο οποίος παραμένει αναχρονιστικός και δίχως την πλαστικότητα, διατηρεί μόνο την επικοινωνιακή του δυναμική, παρά φωτεινά σημεία μες στα όρια της δημιουργίας. Τα ποιήματα αγνοούν την έννοια του υπαινιγμού και παραμένουν ρεαλιστικές τοποθετήσεις έμμετρου τύπου με μια ανυπόφορη ψυχρότητα του ίδιο του λόγου. Με άλλα λόγια τα ποίηματα των Duck και Collier μόνον ως ιστορικά ντοκουμέντα μπορούν να ειδωθούν, διατηρώντας πια ελάχιστη σχέση με τη νέα ποίηση και το α-χώρητο αίσθημα της υπερβατικής αρμονίας, το οποίο η σύγχρονη, ποιητική δημιουργία εννόησε και επεδίωξε. Οι ποιητικές δημιουργίες των δύο Βρεττανών παραμένουν δύο λιθικές πια δημιουργίες, των οποίων η ένταση δεν μπορεί ούτε να αναπαραχθεί μα και ούτε να συγκινήσει ίσως στη σημερινή εποχή. 

Εντούτοις όμως, οι μεταφράσεις της Γιάννα Πρίμπα, στο σώμα των οποίων παραχωρήθηκαν ορισμένες επισημάνσεις με σκοπό τη βελτίωση ενός ήδη ολοκληρωμένου ποιήματος, επιβεβαιώνουν και το ενδιαφέρον της μεταφράστριας σχετικά με δημιουργίες κοινωνικής και ιστορικής έντασης, μέσω των οποίων είναι δυνατόν να αποσαφηνιστούν οι εποχές και οι κλονισμοί τους. Τόσο το ποίημα «Για την καταστροφή της Λισσαβώνας» του Βολταίρου, όσο και η πιο πρόσφατη μετάφρασή της του ποίηματος της Ελίζαμπεθ Μπράουνινγκ «Η κραυγή των παιδιών», ποίημα σταθμός στην καταγγελία της αλόγιστης, παιδικής εργασίας, επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον της Πρίμπα σχετικά με θέματα κοινωνικής παθολογίας. Το ελληνικό, φιλοποιητικό κοινό ίσως να παραμείνει αδιάφορο εμπρός στα ποίηματα των Duck και Collier, εφόσον το ενδιαφέρον του περιοριστεί σε μια επικαιροποιημένη ποίηση. Βρίσκεται όμως στη μελέτη του παρελθόντος και στον τρόπο με τον οποίο ετούτο εμπεδώνεται, η πραγματική δυναμική της εργασίας του λόγου. Ο σύγχρονος μελετητής μπορεί να ανακαλύψει στις μεταφράσεις της Πρίμπα σημαντικά στοιχεία για την ιστορική και στοχαστική προσέγγιση κοινωνικών φαινομένων, καθώς η εργασία ή η ανθρώπινη δυστυχία.

Το ενδιαφέρον για τις μεταφραστικές επιλογές της Γιάννας Πρίμπα, παρουσιάζεται υψηλό και από μια άλλη σκοπιά, ίσως περισσότερο ακαδημαϊκή. Μέσω των ποιημάτων του Stephen Duck και της Mary Collier θα μπορούσε κανείς να στηρίξει την αφορμή για την καταγωγή του ύφους και της δομής της αγγλικής ποίησης. Καθώς γράφει ο Dryden, η αγγλική ιστορία διαθέτει τους προγόνους και τις φατρίες, καθώς οι άλλες οικογένειες και τούτα τα στοιχεία μπορούν να αποκαλύψουν πολλά σχετικά με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες της βρεττανικής λογοτεχνίας, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο της εντόπιας κριτικής τόσο για τα τεχνικά της στοιχεία, όσο και για τα ερεθίσματα, τα οποία την έθρεψαν. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Τζίνα Πολίτη στην περιήγησή της στην αγγλική λογοτεχνία, θα μπορούσε να εκτιμηθεί μέσω της ποιητικής δημιουργίας η επανανακάλυψη του εθνικού λογοτεχνικού και γλωσσικού παρελθόντος, οι αιτίες για μια θεώρηση θρησκευτικού ενδιαφέροντος, δεδομένης της προσκόλλησης των δημιουργών σε τούτο το στοιχείο ή ακόμα ο σχηματισμός προτύπων «γούστου» που διαμόρφωναν την ψυχολογία και την υποκειμενική αντίδραση στα έργα του λόγου. Μέσω μεμονωμένων κειμένων θα μπορούσε να αναπαραχθούν τα στάδια της ακμής, της παρακμής, της λήθης και της εξάλειψης σχολών, δογμάτων και παραδόσεων, όπως διαπιστώνει εύστοχα ο Wellek. Η διαμορφωμένη πια «εξορία», όπως ορίζεται το ελαχιστοποιημένο ενδιαφέρον απέναντι σε δημιουργίες και σχολές ή γενικές προσεγγίσεις κοινωνικών και θρησκευτικών θεμάτων, είναι δυνατόν να αναπαραστήσει εκ νέου τους σημερινούς «άπατρεις», εννοώντας εκείνους των οποίων οι δημιουργίες κινούνται πια στο περιθώριο μιας αργά διαμορφωμένης, εθνικής λογοτεχνίας, όπως η αγγλική.


Η υψηλή λογοτεχνία, όπως ορίζεται σήμερα, κινείται έξω και πέρα από ιδεολογίες και παρατηρήσεις κοινωνικού ενδιαφέροντος. Άλλωστε το σύστημα έχει απωλέσει πια το χαρακτήρα του «κοινωνικού», απαξιώνοντας όσα η συλλογικότητα πέτυχε μέσα από τους πολιτικούς και ανθρωπιστικούς αγώνες της. Παραμένει όμως αναλλοίωτη η σχέση της υψηλής τέχνης με τον ανθρώπινο πόνο και το πραγματικό του πρόσωπο, με έναν τρόπο τόσο άμεσο και ευθύ, σχεδόν αξιακό. Η Τζίνα Πολίτη τονίζει πως οι μεγάλες επαναστάσεις προκύπτουν από πράξεις ανυπακοής, εξέγερσης και κριτικής, επιβεβαιώνοντας πω η λογοτεχνία άλλη επιλογή δεν έχει παρά να σταθεί με το πλευρό της Εύας. Με άλλα λόγια η αφορμή ποίημα του Duck αλλά και η απάντηση της Collier δεν συνιστούν παρά δείγμα μιας τέχνης υψηλής και ανθρώπινης, ένα είδος, δηλαδή λαμπρού ρεαλισμού, που αναδεικνύεται μέσω της επιλογής και της εξαιρετικής μετάφρασης της Γιάννας Πρίμπα.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Παραμερίζοντας το αυστηρά γλωσσικό μέρος των δυο ποιημάτων [The Thresher's Labour του Stephen Duck και The Woman's Labour της Mary Collier], το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να αποδοθεί χωρίς απώλειες σε καμία μετάφραση [ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι απέδωσε πλήρως ή έστω με ελάχιστες απώλειες το γλωσσικό πλούτο του Παπαδιαμάντη όχι μόνο σε άλλη γλώσσα, αλλά και στην σημερινή μας καθομιλουμένη;], που μόνο βαθιοί γνώστες της αγγλικής θα μπορούσαν να απολαύσουν στο πρωτότυπο, θα επικεντρωθούμε, επιγραμματικά, στο παρόν κείμενο στο ποιητικό σημαινόμενο ρίχνοντας ματιές στα βιογραφικά στοιχεία των δημιουργών τους και σε γνώση πάντα πως αυτό τελικά αφορά τον εκάστοτε αναγνώστη, εν προκειμένω τον υπογράφοντα το παρόν κείμενο.
Διαβάζοντας το The Thresher's Labour του Stephen Duck αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι πως θυμίζει πολλούς σύγχρονους μας «ποιητές» στο ότι τελικά ο κόσμος τους τελειώνει εκεί που τελειώνει η πέτσα τους και που όταν αποφασίζουν να επεκταθούν σε κοινωνικά προβλήματα τα αντιμετωπίζουν αφενός με μια ρηχότητα και ανικανότητα εμβάθυνσης αφετέρου κλείνοντας το μάτι, επιδιώκοντας την φιλοφρόνησή της και τα βραβεία της, στην εξουσία, στα γραφεία και σαλόνια της οποίας διαρκώς θα τους βρεις. Και η αλήθεια είναι πως η βιογραφία του Stephen Duck δικαιώνει πλήρως αυτή τη θέση.
Στον αντίποδα ακριβώς βρίσκεται η Mary Collier. Έζησε, όπως και ο Stephen Duck, στην Αγγλία λίγο πριν τη βιομηχανική επανάσταση και βίωσε στο πετσί της όλη την καταπίεση και εξαντλητική κόπωση του εργάτη στο χωράφι και στις υπηρεσίες των μεγαλοκυράδων μαζί με αυτήν της γυναίκας δούλας στο σπίτι της. Η Mary Collier, σε εκπληκτική για εργάτρια γλώσσα, δεν ενδιαφερόταν να γίνει ποιήτρια, ως εργάτρια έζησε όλη της τη ζωή, αλλά μπρος στο αναξιοπρεπές ποίημα του Duck όρθωσε τον ποιητικό της λόγο. Αυτή τη φορά δεν ήταν το παιδί που φώναξε: ‘ο βασιλιάς είναι γυμνός’, αλλά η εργάτρια: ‘«αξιότιμοι» κύριοι ο ευνοούμενός σας ποιητής είναι ψεύτης’. Μετά την απάντηση της Collier το ποίημα του Duck φαντάζει ως μια αστεία καρικατούρα ενός κόσμου που έπρεπε να αλλάξει και ιδίως ως προς τη θέση των γυναικών που ήταν τα μεγαλύτερα θύματα του. Αδιάφορο αν η Mary Collier ήθελε να ουρλιάξει την αλήθεια ζητώντας αυτή η αλήθεια να αναγνωριστεί ή μέσα της δεν έπλαθε και επανάσταση. Αυτό που μετράει είναι πως αυτή η ποιητική κραυγή, τεράστια και σταθερά παραγνωρισμένη ακόμα και σήμερα, μέτρησε στη γέννηση του φεμινιστικού κινήματος και μας παραδίνει μαθήματα σπάνιου ήθους.

25 Ιουνίου 2013

Κωστής Παλαμάς - Δωδεκάλογος του Γύφτου - Λόγος A


ΛΟΓΟΣ Α' - Ο ΕΡΧΟΜΟΣ


Για µας ο δηµόσιος δρόµος, ο κάβος,
τα δάση, τα βράχια. Είµαστε λαός από
τυχοδιώχτες που όλο περπατεί. Σπίτια
καιτζάκια για τους άλλους είναι.
ΙBSEN (Brand)

Γύφτισσα τόνε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά.
ΣΕΡΒΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ



Τ' αξεδιάλυτα σκοτάδια
τα χαράζει μια λιγνή λευκότη
νυχτοφέροντας και αυτή˙
και ήτανε του νου μου η πρώτη
χαραυγή.

Και ήταν ώρα μελιχρότατη˙
και ήτανε χυμένο ολόγυρα 
κάτι πιο χαϊδευτικό κι από τ' αεράκι,
όταν έρχεται γιομάτο από τα μπάλσαμα
πρωϊνά των ολοπράσινων πευκώνων,
κι από τ' αεράκι˙
και ήταν πέρα κάπου σε μια γη,
σε πηγή λαών και χρόνων˙
και ήτανε στη Θράκη.

Και ήταν όπου κόσμοι αντίμαχοι
με την ίδιαν ερωτόπαθη μανία
ν' αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία,
και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
και φιλούσανε τα χώματα
που τα πόδια της πατούσαν˙
σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,
μέλισσες εκεί οι λαοί πετούσαν.
Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών
αφροκάμωτη νεράιδα,
κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη!
και ήτανε της γης το περιβόλι,
και ήταν όπου σε μια δόξα
των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι,
και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου
Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι,
στη Ρωμαία των Κωσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο
των Ελλήνων.

Κι από μέσα από τους όχτους των Κατάστενων
ήταν όλο σα να φύτρωναν
πολιτείες από πράσινο˙
κι αναβρύζαν συντριβάνια από βλαστάρια˙
και ήτανε οι ανθοί σαν ξωτικά,
και ήταν ως να χύνονταν από ψηλά
σε μαλαματένιες μέσα στέρνες
μια βροχή από λυχνιτάρια.
Κι αντιχτύπαγε κι ο ήλιος
από τα βουνά τα Βιθυνιώτικα
σε Μαγναύρες και Βλαχέρνες,
και του ήλιου όλα τα φέγγη εκείνες φέγγοντας,
προς τα ύψη αψήφιστα τραβούσαν.
Κι απ' των κάστρων τις Χρυσόπορτες,
κι από τ' άπαρτα Εφταπύργια
ως την άκρη στα σπαρτά σμαραγδονήσια,
λεγεώνες τα παλάτια
και στρατοί τα μοναστήρια.

Και ήταν ως να πλέκονταν
και ήταν ως να λύνονταν
κάποιας μάισσας μάγια
αποπάνω από τους τρούλους κι από τα σαράγια˙
και λαμποκοπούσες, ω ψυχή μου, 
μ' όλους τους ασάλευτους σταυρούς
και μαυρολογούσες, ω καρδιά μου,
με τα κυπαρίσσια.
Σε λευκά λιμάνια, ανάρια ανάρια,
αστραπόβολα χελάντια πυργωτά
με τα ορθόπλωρα χαλκόπλαστα λιοντάρια,
αργοσάλευτα στα χέρια των κυμάτων,
τι ονειρεύεστε; τι αράγματα νικών
και θανάτων;

Και δεν ήτανε στρατοί 
πολεμόχαρων αυτοκρατόρων 
κάτω από τη σκέπη των αϊτών 
των τροπαιοφόρων,
και δεν ήταν ούτε στρατοκόποι
σταυροφόροι καβαλιέροι, 
που γοργόσπρωξε ως εκεί
κάποιο ξαφνισμένο αγέρι˙ 
και δεν ήταν αμηράδες 
πίσω σέρνοντας τ' αράπικο 
και το τούρκικο λογάρι, 
και δεν ήτανε του ολέθρου 
ξανθοπρόσωποι κουρσάροι˙ 
δεν τους φέρνανε οι αρμάδες
από πάγους και βοριάδες
ταυροσκυθικούς˙
τους δειλούς τραντάζοντας γιαλούς,
μες τα δρακοντόφαντα μονόξυλα,
δεν τους φέρνανε οι αρμάδες!

Και ήταν σαν από μακρότατα,
και ήταν σαν από μερόνυχτα
κι από χρόνια πεζοδρόμοι˙ 
και σα να 'χασαν το δρόμο τους, 
και μαζί μ' αυτό σα να 'χασαν
λίγο λίγο και την έγνοια,
λίγο λίγο και τη γνώμη, 
κι ύστερα και κάθε μνήμη, 
κι ύστερα και κάθ' ελπίδα, 
και που δεν κρατούσαν πίσω τους 
και που μήτε ξάνοιγαν εμπρός
μια πατρίδα.

Σε φλογέρες γλυκοστέναζαν 
κρυφούς πόνους λαλητάδες,
ήχοι σκίζονταν και δέρνονταν,
ήχοι πλήγωναν από
ντέλφια, βούκινα, ζουρνάδες˙
και βαρυπερνούσαν παρεκεί
μες από τη στράτα τη λευκή,
και τον κουρνιαχτό φτερώνοντας
θόλωναν ανάρια του βουνού
την εικόνα τη γεράνια˙
και βαρυπερνούσαν καραβάνια.
Κάπου απότομα τινάσματα
ξάφνιζαν σαν απ' αγρίμια,
και ξεσπούσε στην απλοχωριά
και ήτανε σα να τη μόλευε τη σιγαλιά
την παρθένα μια βλαστήμια.
Γέλια αλάλαζαν˙ δεν ξάνοιγες
λύσσας αν αφρίσματα ήτανε
ή αν ξεχύματα χαράς.
Πίσω από το πύκνωμα της βατουριάς
πόθοι, ακράτητοι σατράπες,
λάγνα ταίριαζαν -το μάντευες-
με ξαδιάντροπες αγάπες.

Κι άλλοι, σαν από μιαν άσβηστη
δίψα, που τους είχε κάμει 
κάποια αχόρταγα στοιχειά, 
στέκαν άκρη στο ποτάμι, 
σα να ριζοβόλησαν εκεί, 
και γυρεύαν το ξεδίψασμα 
σκύβοντας με την παλάμη, 
πότε με το στόμα ολοσκυφτοί. 
Κι άλλοι από 'ναν ύπνο, που έλεγες 
είναι αξύπνητος, δετοί, 
κοίτονταν όπου τους έδεσε 
και όπως είχανε βρεθεί, 
και στης χέρσας γης την αγκαλιά 
και στα μαλακώτατα χορτάρια, 
και είχανε τα σκίνα για κλινάρια, 
τα στουρνάρια για προσκέφαλα 
και ήτανε στις ακρορεματιές, 
και ήτανε σε όχτους και σε τράφους,
και ήτανε ως μπαλσαμωμένοι 
και άλιωτοι νεκροί και λυτρωμένοι 
και από πάθια κι από τάφους 
και ήτανε σα να ταξίδευαν 
πατρικά συντροφιαστοί 
από Χάροντα ευεργέτη 
σε μιαν άλλη αμίλητη ζωή.

Ορθοστήλωτες, απόκοτες,
μάντισσες λαοπλάνες,
είχανε τη γύμνια σα ζητιάνες,
και είχανε τα μάτια σαν αγάλματα,
και είχανε τα μάτια χωρίς βλέμματα,
γιατί λείπαν οι ματιές τους προς μαντέματα
δυσκολοξεδιάλυτα,
προς απόσκεπες λείπανε Μοίρες
και στα μεγαλόπρεπα κορμιά
τα κουρέλια αεροκυμάτιζαν
σαν πορφύρες.

Και ήταν, ήταν οι δαρμένοι 
από κάθε ανεμοτάραμα, 
και ήταν από τα λιοπύρια 
των ερήμων οι ψημένοι, 
και τα συντριμμένα ήταν κορμιά 
από κόπους και από κόπους, 
και ήταν οι ψυχές που πέρασαν 
άγγιχτες κι απαρακάλεστες 
από τόπους και από τόπους, 
και ήτανε μιας άγριας άνοιξης 
μηνυτάδες διαβατάρικοι, 
μαύρα χελιδόνια, 
και είχανε κελάιδισμα τ' ανάθεμα 
και φωλιές τα καταφρόνια. 
Και ήταν όλ' οι χαλκοπράσινοι, 
κι ήταν όλ' οι αφορισμένοι, 
κι οι ερμοσπίτες, κι οι αλλόφυλοι, 
και όλ' οι πλάνοι, και όλ' οι ξένοι, 
κι όλοι όσοι τους ντρέπεται το φως 
κι όσοι, σαν τους βλέπει η μέρα, 
τη φωτόλουστη όψη κρύφτει˙
και ήταν όλοι οι γύφτοι, οι γύφτοι, 
από πέρα πέρασμα για πέρα.

Νύχτα ανάβει, νύχτα ολογυρνά, 
έξω κι έξω απ' το λιμάνι, 
νύχτα σβήνει στα βαθιά νερά 
σαν από αίμα πυροφάνι...

Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο
μέγα αστροπελέκι, κάτι
πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο,
απ' την Άσπρη Θάλασσα ως το Δούναβη
και ίσα πέρα από τα πόδια του Ευφράτη
κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο,
κάψαλα και στάχτη να τον κάμει,
και λιγοθυμούσ' η Ανατολή,
κι έτρεμε και η Δύση σαν καλάμι.
Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε,
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε,
και καρτέραγ' ένα μακελάρη.
Και ξολοθρεμός ο μακελάρης.
Ρούσοι, Νορμαννοί, Βουλγάροι, Καταλάνοι,
κι ο Χριστιανομάχος ο Σαρακηνός,
κι ο Ουγγαρέζος, ο τεράστιος καβαλάρης,
πιο απαλά μπροστά του δείχνονταν
καθεμιά φυλή, κάθε σεισμός.

Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει.

Και οι καιροί σημείωναν ακόμα
φοβερότατα σημεία,
και δεν έμειν' ένα στόμα
που να μην ψιθύριζε χλωμό
σοφού κάποιου βασιλιά χρησμό,
κάποιου ολέθρου προφητεία.
Κι έβρεξε βροχή από αίμα,
κι αεροφύτρωσαν εφτά πύρινοι στύλοι,
κι ένα χέρι βγήκε ασώματο
κι έλεγες τους φύλαγε καρτέρι,
και τους ξέφτισε σα να ήταν από γνέμα.
Και τα ξωτικά και οι πειρασμοί 
από τη νυχτιά κι από τον Άδη 
ξαπολύθηκαν και ζούσανε
με τον άνθρωπον ομάδι.

Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα
και στη χλαλοή του κόσμου,
άμαθος από πατέρα
κι άγνωρος από μητέρα
κι από κάθε χάιδιο ασκλάβωτος,
έστεκα σαν κορφοβλάσταρο
δέντρου ακλάδευτου κι αγέραστου
κι άκαρπου βαρίσκιωτου δεντρού.
Καβαλάρης γυμνοπόδαρος
μαύρης μούλας πεισματάρας,
μόνος, μάντευα το είναι μου,
(μήτε που άλλος θα το μάντευε κανείς),
να τυλίγει φόρεμα το είναι μου,
φόρεμα που το ειχαν πλέξει
από τις δροσοσταλίδες
του ροδόφυλλου τα χέρια
μιας Αυγής!

Μαύρη μούλα, εσένα δε σε μοίρανε
του πατέρα σου η αρχόντισσα η μοίρα
με τ' ολόμορφο λεβέντικο κορμί,
«κι απ' τη μάνα μου την καταφρονεμένη
τη γαλήνη, μου είπες, δεν την πήρα
και του δούλου δούλα εγώ δεν είμαι!»
Το γνωρίζω, μαύρη μούλα μου, είσ' εσύ!
Από μάνα και από κύρη πήρες
και ξεδιάλεξες και χώνεψες δυο μοίρες,
κι έκαμες εσύ το ριζικό σου,
κι αν η κυματόχαρη δεν είσαι
κι η λεβέντικη α δεν είσ' εσύ,
κι α δεν είσαι η σκλάβα η σκεβρωμένη
κι η δουλεύτρα που στοχάζεται
και υπομένει,
η ομορφιά σ' εσένα γνώμη έχει γενεί.
Κι αν ποτέ σου εσύ δεν είπες «όχι»,
από πείσμα δεν το είπες,
όχι από μιαν ήμερην υπακοή.
Δυνατή από βούληση είσ' εσύ,
πάντα εμπρός και πάντα η ίδια,
σε ποτάμια, σε λογγάρια, σε ρουμάνια,
στην κλεισούρα, στην ερμιά, στη ρούγα,
και στα πολυθόρυβα λιμάνια˙
και το στέρεο θ' αξίζει πάτημά σου
την ανάλαφρη αερόχαρη φτερούγα˙
κι αν κεντήσω σε να κατεβείς
ίσα προς τα τάρταρα της γης,
προς τα τάρταρα το δρόμο σου θα πάρεις
και το βήμα σου να τρέμει δε θα νιώθω˙
κι αν τρελό ξυπνήσω εντός μου πόθο
για ταξίδι ουρανοπόρο,
προς τ' αστέρια θα υψωθώ μ' εσένα πάλι
κι η γερή περπατησιά σου θα μου γίνει
πέταμα στα ύψη εκείνη,
και θα ιδώ σε σαν το φτεροφόρο
τ' άλογο του μάγου και του κράλη,
μαύρη αντάρτισσα κι αλύγιστη
μούλα πεισματάρα στείρα.
Συ κι εγώ, τα δυο, μια Μοίρα!
Και τα χέρια αναταράζοντας,
των καπεταναίων άρματα,
και ανεμίζοντας την κόμη,
του στρατιώτη φλάμπουρο,
σα να ξεκινούσα εγώ ήμουνα
για μακριούς πολέμους πάντα
και για κονταροχτυπήματα.
Κι όπου ξάνοιγα στο δρόμο μου
θόλους πιο ψηλούς και πιό δασούς
από ταιριασμένες καστανιές
κι από αγκαλιασμένες λεύκες,
έσπρωχνα τη μούλα μου,
και στη ράχη της ολόρθος,
καβαλάρης, καβαλάρης,
διάβαιν' από κάτω κι άγγιζα
τους ψηλούς και δασούς θόλους,
και ύψωνα τα χέρια, και ύστερα,
μπρος τραβώντας ή γυρνώντας,
πάντα είχα στα χέρια μου 
φύλλα και χλωρόκλαδα. 
Κι όπου μου έφραζε το δρόμο 
ποταμός κατεβαστός, 
αψηφώντας την ορμή του, 
καβαλάρης, καβαλάρης, 
κοίταζα να πρωτανοίξω 
στα νερά, στα ρέματά του, 
γλήγορο ένα μονοπάτι, 
που θα ζούσε τόσο μόνο 
όσο και το διάβα μου. 
Και ήμουν τότε περατάρης, 
καβαλάρης, καβαλάρης, 
κάποιο σκάλισμα της πέτρας 
από κάποια αρχαία λείψανα, 
άτι και άνθρωπος, μια σάρκα, 
που ξεχώρισε απ' την πέτρα 
και που πήρε ψυχή κι έφυγε˙ 
και σα να ήταν όλο σε λαούς 
λογισμών, καημών και πόθων 
αυτοκράτορας ο νους μου 
για κορώνα του φορώντας 
την κορώνα όλης της πλάσης.

Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια
δε σου πόδισαν ποτέ,
δε σου κάρφωσαν το δρόμο
τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο,
Γύφτε, αταίριαστε λαέ.
Της στεριάς τα τρεχαντήρια,
να τ' αδάμαστα μουλάρια!
τ' άρμενά τους είναι τα τσαντήρια˙
να παλάτια, ιδές ναοί!
Σ' ένα παίξιμο ματιών εδώ και κει
χτίζονται και υψώνονται και πάνε
και γκρεμίζονται, όπως πάνε,
ύστερ' απ' το χτίσμα κι απ' τον υψωμό,
όσα πλάθει ο λογισμός μας κάτου εδώ.
Και δεν είναι ο γύφτος τού σπιτιού ραγιάς,
και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς, και το σπίτι ακολουθάει,
και είν' αυτό πιστό
στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό...
Κι εγώ λέω σε σας ανάμεσα,
στους ξεχωριστούς ξεχωριστός:
Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια, ούτε τσαντήρια˙
στο μεγάλο αφεντοπάλατο της πλάσης
μια μονάκριβη σκεπή μου˙ ο ουρανός!
Και μου φτάνει για ξενύχτι
κάποιου αρχαίου δεντρού κουφάλα,
πάντα φτάνει ο τοίχος κάποιου βράχου
για ν' αποκουμπήσω την πηλάλα
της ζωής μου μια στιγμή.
Κι ένα χάλασμα μου φτάνει
για να γύρω χρυσοπλέκοντας
των ονείρων το στεφάνι˙
και μια γούβα ολοβαθιά σκαφτή στη γη
και μια γούβα είν' αρκετή
για να πέσω και ύπνο νά 'βρω
και δροσούλα ή ζεστασιά,
και να ιδώ την όψη της αυγής
με μια θείαν αφροντισιά,
και να τρανοχαιρετήσω
καλοκαίρια μεσημέρια,
ζίζικας τραγουδιστής!

Κι εγώ μέσα στο τρικύμισμα 
και στη χλαλοή του κόσμου 
κάτι γνώριζα που αρπάζοντας 
με ξεχώριζε και με είχεν 
αποπάνω απ' το τρικύμισμα 
κι απ' τη χλαλοή του κόσμου˙ 
δούλεμα δεν ήτανε φτερού, 
και χεριού δεν ήταν ανασήκωμα, 
και δεν ήταν πύργος ή κορφή˙ 
άλλη σκάλα κι άλλο ανέβασμα, 
και ήτανε τα ύψη αλλού˙ 
και ήτανε σαν αξεδιάλυτο 
ύπνου αξύπνητου χρυσόνειρο, 
που ποτέ δεν πάτησε στη γη, 
πόχει αλλού, από πέρα, την πηγή, 
και που απλώνεται ανεβαίνοντας 
όλο πέρα και όλο πέρα, 
ώσπου νέο στοιχείο γίνεται, 
κάτι σαν αιθέρας του αιθέρα. 
Κι έτσι στα πανάλαφρα, 
στα πανύψηλα έτσι εγώ ήμουν 
μέσα στους ξεχωριστούς 
ο ξεχωριστός εγώ ήμουν, 
όλα μέσα μου τα νιάτα 
κι όλα τα γεράματα 
και τους σπόρους και τις μήτρες 
κλειώντας αξεχώριστα!

22 Ιουνίου 2013

Λόγος σε Δανούς Εργάτες – Ηθοποιούς για την Τέχνη της Παρατήρησης [Bertolt Brecht, μετ. Μάριος Πλωρίτης]



Λόγος σε Δανούς Εργάτες – Ηθοποιούς για την Τέχνη της Παρατήρησης(απόσπασμα)


Εσύ, ηθοποιέ,
πρέπει, πρώτα και πάνω απ' όλα,
την τέχνη της παρατήρησης να καταχτήσεις.

Σημασία δεν έχει πως φαντάζεις στη σκηνή, αλλά
τι  έ χ ε ι ς  δ ε ι  και τι σε μας μπορείς  ν α  δ ε ί ξ ε ι ς.  Ό,τι αξίζει, είναι να μάθουμε
τ ι  ξ έ ρ ε ι ς.
Θα σε παρατηρούμε, για να δούμε
αν σωστά έχεις εσύ παρατηρήσει.

Όμως εκείνος πού παρατηρεί τον εαυτό του μοναχά,
ποτέ του δε μπορεί τούς ανθρώπους να γνωρίσει. Όλη του η έγνοια
είναι να κρύψει τον εαυτό του απ’ τα μάτια του. Και ποιος
το καταφέρνει αυτό καλύτερα απ’ τον ίδιον;

Για τούτο, τη σπουδή σας πρέπει να την αρχινήσετε
ανάμεσα στους ζωντανούς ανθρώπους. Πρώτο σκολειό σας
να 'ναι ό τόπος της δουλειάς σας, το σπίτι σας, η γειτονιά σας.
Κι ο δρόμος, το λεωφορείο, τα μαγαζιά. Εκεί, παρατηρήστε
τον καθένα, τον ξένο σαν να 'ταν γνώριμος σας,
τον γνώριμο σα να σας ήταν ξένος.

Κοιτάξτε κείνον το φορολογούμενο: δε μοιάζει
μ’ όλους τους άλλους που τους φόρους τους πληρώνουν, κι ας
τους πληρώνουν όλοι τους γκρινιάζοντας. Τούτη την ώρα, μάλιστα,
δε μοιάζει ούτε με τον ίδιο τον εαυτό του.
Κι ο ταμίας που τους φόρους παίρνει,
είναι στ' αλήθεια  α λ λ ι ώ τ ι κ ο ς  από κείνον πού πληρώνει;
Όχι μονάχα φορολογείται κι ό ίδιος, μα έχει τόσες
άλλες ομοιότητες μ’ αυτόν που πιλατεύει! Και τούτη εδώ η γυναίκα
πάντα της  δ ε  μιλάει  έ τ σ ι  απότομα, ούτε κι εκείνη η άλλη
γλυκότροπη είναι  μ’  ό λ ο υ ς  έτσι. Κι ο φαντασμένος ο πελάτης
είναι  μ ο ν ά χ α  φαντασμένος, ή μήπως και γεμάτος φόβους κι αγωνίες;
Όμως, η άτολμη γυναίκα, που δεν έχει ποδήματα για το παιδί της;
Πόσα βασίλεια δεν καταχτήθηκαν με την κουρελιασμένη τόλμη της...
Δέστε, κι άλλο παιδί προσμένει! Κι είδατε τη ματιά
του άρρωστου σαν του λένε πώς δε θα γιατρευτεί ποτέ
μα πώς θα γιατρευόταν αν δεν ήταν
αναγκασμένος να δουλεύει; Κοιτάξτε πώς περνάει
τούς μήνες που του μένουν, φυλλομετρώντας το βιβλίο που λέει
πως μπορεί να γίνει  τ ό π ο ς  ζ ω ή ς  η γη μας.
Και μην ξεχάστε τις εικόνες στην οθόνη και τις εφημερίδες!
Δέστε πως περπατάνε και μιλάνε οι δυνατοί
που της μοίρας σας τα νήματα κρατάνε στ' άσπρα τους χέρια τ' ανελέητα.
Αυτούς, κοιτάχτε τους προσεχτικά. Και τώρα,
φανταστείτε το κάθε τι που γίνεται τριγύρω σας (όλο ετούτο το αντιπάλεμα)
σαν  γ ε γ ο ν ό τ α  ι σ τ ο ρ ι κ ά.
Γιατί  έ τ σ ι  πρέπει να τα δείξετε στο θέατρο.

Πάλη για μια δουλειά, γλυκόπικρες κουβέντες
άντρα με γυναίκα, καυγάδες για βιβλία,
καρτερικές υποταγές κι άγριους ξεσηκωμούς, απόπειρες κι αποτυχίες –
όλα να τα παραστήσετε σαν γεγονότα ιστορικά.
(Και τούτο ακόμα, που τώρα γίνεται δω πέρα, μπορείτε
σαν εικόνα να το δείτε: πώς ένας συγγραφέας
εξόριστος σας μαθαίνει
της παρατήρησης την τέχνη).

Για να παρατηρείς
πρέπει να μάθεις να συγκρίνεις. Για να συγκρίνεις
πρέπει να 'χεις παρατηρήσει. Με την παρατήρηση
φτάνεις στη γνώση, αλλά μια κάποια γνώση χρειάζεται
για να παρατηρείς. Κι ακόμα:
παρατηρεί στραβά οποίος δεν ξέρει
τ ι  ν α  τ ι ς  κ ά ν ε ι  τις παρατηρήσεις του. Ο περβολάρης
κοιτάει τις μηλιές του πιο προσεχτικά παρά ο διαβάτης.
Αλλά κανένας δεν μπορεί να δει τον άνθρωπο σωστά, αν δεν ξέρει
πως ο άνθρωπος είναι η μοίρα του ανθρώπου.

(1934)