31 Δεκεμβρίου 2013

Killer [Peter Hammill, Chris Judge Smith, Hugh Banton – Van der Graaf Generator]


Φονιάς 

Ώστε στο βυθό ζεις θάλασσας βαθιάς,
κι ό,τι να σε προσεγγίσει προσπαθεί, το σκοτώνεις…
αλλά είσαι μόνος πολύ γιατί όλα σε φοβούνται τ’ άλλα, του βυθού τα ζωντανά
και για παρέα λαχταράς και για κάποιον να τον πεις δικό σου
γιατί, τη ζωή σου ολάκερη, την έχεις ζήσει στη μοναξιά.

Σε μια μέρα μαύρη, σ’ ένα μήνα μαύρο, στον κατάμαυρο της θάλασσας βυθό
η μητέρα σου σε γέννησε και πέθανε την ίδια τη στιγμή...
γιατί δυο φονιάδες δε γίνεται να συμβιώσουν
και όταν η μητέρα σου κατάλαβε πως είχε η ώρα της έρθει
ήταν αυτή τότε πραγματικά μάλλον ευτυχής.

Θανατικό στη θάλασσα, στη θάλασσα θανατικό,
να ‘ρθει παρακαλώ κάποιος να με βοηθήσει, να ‘ρθει να με βοηθήσει
Τα ψάρια να πετάξουν δε μπορούν, δε μπορούν τα ψάρια να πετάξουν,
ούτε τα ψάρια μπορούν ούτε κι εγώ, ούτε κι εγώ…
 
Τώρα πράγματι όπως εσύ είμαι γιατί έχω σκοτώσει όλη την αγάπη που ‘χα ποτέ
με το να μην κάνω όλα όσα να κάνω όφειλα και αφήνοντας τις κακές να κυριαρχούνε σκέψεις.
Και είμαι κι εγώ ένας φονιάς γιατί το συναίσθημα, ως σάρκινο, τόσο βαθιά μού ρέει·
Και είμαι κι εγώ τόσο μόνος, και ότι θα μπορούσα να ξεχάσω εύχομαι
Αγάπη χρειαζόμαστε,
Αγάπη χρειαζόμαστε,
Αγάπη.



So you live in the bottom of the sea,
and you kill all that come near you...
but you are very lonely, because all the other fish fear you
and you crave companionship and someone to call your own
because for the whole of your life you've been living alone.

On a black day in a black month at the black bottom of the sea
your mother gave birth to you and died immediately....
'Cos you can't have two killers living in the same pad
and when your mother knew that her time had come
she was really rather glad.

Death in the sea, death in the sea,
somebody please come and help me, come and help me
Fishes can't fly, fishes can't fly,
fishes can't and neither can I, neither can I....

Now I'm really rather like you for I've killed all the love I ever had
by not doing all I ought to and by leaving my mind coming bad.
And I too am a killer, for emotion runs as deep as flesh;
and I too am so lonely, and I wish that I could forget
we need love,
we need love,
we need love.


Σχόλιο:
Ήταν πίσω κάπου στα 1979, μαθητής στο λύκειο, τότε που ένας τρόπος που googlίζαμε για μουσική ήταν δυο-τρεις φίλοι, με παρόμοια μουσικά γούστα, να χανόμασταν για ώρες στα ράφια των δισκάδικων, όταν έχοντας ήδη αποφασίσει ότι αυτό που θέλω να σπουδάσω είναι φυσική, έπεσα πάνω σ' ένα συγκρότημα: τους Van der Graaf Generator, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία, και στο album τους: “H to He, Who am the Only One”. Ακόμα και αν δεν είχα τις θετικές απόψεις των φίλων, θα το έπαιρνα από περιέργεια και μόνο για αυτό το: H to He (*) στον τίτλο και τελικά άξιζε τον κόπο. Ένας από τους καλύτερους δίσκους ενός βραχύβιου, πριν ξεπέσει, μουσικού ρεύματος που προσπάθησε να παντρέψει το rock με τη jazz και την κλασική μουσική, αλλά, δυστυχώς, η πλειοψηφία των δημιουργών αναλώθηκε σε μια στείρα ενσωμάτωση, στα τραγούδια ή τα instrumental που έγραψαν, μουσικών θεμάτων από το Bach, το Chopin κλπ κλασικούς συνθέτες και όχι σε αυτό που θα είχε πραγματικό δημιουργικό νόημα: μια έντεχνη επεξεργασία των τραγουδιών ή μέρους αυτών αφού υπήρχαν έντονοι αλά jazz αυτοσχεδιασμοί.

(*)
Στον ήλιο μας, όπως και σε όλα τα αστέρια ανεξαρτήτως μεγέθους, από το σχηματισμό του (1) και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (2), πριν δηλαδή μπει στο τελικό (3) και σύντομο αναλογικά με το προηγηθέν επιθανάτιο του στάδιο δηλαδή μέχρι να σβήσει, η ενέργεια που παράγει και εκπέμπει (ένα μεγάλο μέρος της ως φως) προέρχεται από την πυρηνική σύντηξη του υδρογόνου σε ήλιο που συμβαίνει στον πυρήνα του. Η συνολική αντίδραση που περιγράφει την εν λόγω πυρηνική σύντηξη είναι: 4 (1Η) --> 4Ηe + 2β+  + 2νe + 2γ (τα 1 και 4 μπρος από τα H και He είναι εκθέτες που προηγούνται του συμβόλου και όχι δείκτες)

(1) Λόγω της κατάρρευσης, πριν 6 δις περίπου χρόνια, μιας περιοχής ενός νεφελώματος που δεν υπάρχει πια και το ηλιακό μας σύστημα είναι ό,τι έμεινε από αυτό.
(2) Οι μεγάλες διαφορές εμφανίζονται στην κατάληξη ενός αστεριού: από ένα λευκό νάνο μέχρι μια μαύρη τρύπα, κι έχουν να κάνουν με τη μάζα του.
(3) Για τον ήλιο μας μετά από 4-5 δις χρόνια.

απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας
Ακούστε το εδώ.

30 Δεκεμβρίου 2013

και τέλος πάντων ...


-θέλει να εκφράσει πόσο του λείπει ο σύντροφος Kim



-ή πάλι μέσω θρησκευτικών παραλληλισμών θέλει να "αγιοποιήσει" το Στάλιν  


 πηγή video: εδώ

Εντάξει είναι δικαίωμά του, αλλά είναι σε γνώση του ΚΚΕ ότι αυτά τα πράγματα έχουν ανέβει στο youtube (αναρτημένα δυο και τέσσερα αντίστοιχα χρόνια τώρα) από κάποιον που έχει οικειοποιηθεί και χρησιμοποιεί το λογότυπό του;

αμ τίποτα δεν είναι ΤΥΧΑΙΟ τελικά...


ΥΓ.
Kαι για να μη νομιστεί ότι αμφισβητώ τις θεϊκές δυνάμεις του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, παραθέτω αποδείξεις των θαυμάτων του: 







26 Δεκεμβρίου 2013

ένα άτιτλο ποίημα της Ελένης Κοφτερού

                                       του μπαμπά μου

Αγαπημένε μου
το ξέρω πως αν δεν έχεις βρει εκεί πάνω
μια αξιοπρεπή δανειστική βιβλιοθήκη
στυφή η ανία σου
από τον  θάνατο πιο ανυπόφορη

τα βιβλία σου να ξέρεις 
πως εγώ ήθελα μαζί σου να τα στείλω 
όμως δεν μ’ άφησε ο παπάς
κι οι συγγενείς μ' αγριοκοίταξαν 
και μίλησε το βλέμμα:
"Είσαι τρελή θα γίνουμε ρεζίλι! "

Σήμερα  δυσανασχετώ 
και εξοργίζομαι
μ’ αυτά τα ισχνά
-τα κλοτσοσκούφια των ανέμων-
τ' αδύναμα καντήλια
πώς να διαβάσεις δυο αράδες
ακόμη κι αν οι μάγοι απόψε 
τρία βιβλία θα σου φέρουν; 


                                      24/12/2013

25 Δεκεμβρίου 2013

Χριστουγεννιάτικο αστέρι από PVC [Απόστολος Θηβαίος]




Τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων τοποθετείται στην κορφή του δέντρου. Είναι πλαστικό, με σπαρμένες στρώσεις χρυσού ή ασημένιου. Κρατιέται εκεί ψηλά, τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων φέγγει σ΄ όλα τα σπίτια. Είναι από πλαστικό, μ΄ ολόχρυσα στρώματα που φθάνουν ως βαθιά μες στον ύπνο μας. Τ΄ αστέρι σκύβει βαθιά στο πρόσωπό μας, στις ερημιές του φέγγει αγέρωχο και μυστηριώδες τ΄ αστέρι.
Τον άφησαν να μιλά έτσι, παράξενα. Θα μπορούσε να μιλά για ώρες. Πράγματα όπως τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων, οι φθορές των αγαλμάτων, ένας κούρος δίχως χέρια, τα μαγαζιά με τα καπλάνια και η γέφυρα του Πουλόπουλου, το παλαιό πυλοποιείο ερέθιζαν πάντα τη φαντασία του. Και όμως τον αγαπούν για αυτή την τόση παραδοξότητά του και έτσι αφήνουν εκείνον να καρφώσει το αστέρι στο ψηλό σημείο του δέντρου. Τ΄ όραμά τους για έναν ορίζοντα, για ολοκαίνουριες σκαλωσιές μες στα σκληρά χρόνια πραγματοποιείται με έναν τρόπο διάφανα πλαστικό. Οι υπόλοιποι χαράζουν στολίδια μες στην αίθουσα της δημιουργίας. Καμπάνες με ωραία, χρυσά γλωσσίδια, δέντρα μ΄ άσπρη ζάχαρη άχνη, μήνες και άνθη του χειμώνα από ασημόχαρτο. Έπειτα οι τρόφιμοι φτιάχνουν καφέ, γελούν και θρηνούν για τα πάθη τους. Μακραίνουν σιγά μες στους διαδρόμους του ιδρύματος, ο καθένας μ΄ ένα στολίδι και τη γεύση του φθηνού καφέ. Φορούν τα καταλαδωμένα φορέματα της ζωγραφικής, δένονται πάντα με τους ιμάντες, κρατιούνται μες στον παλμό του ονείρου, συλλογίζονται τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων και εκείνον που το κρατεί μες στη θερμή αγκαλιά του. Απόψε δεν χωρούν παράπονα και ούτε μπορεί κανείς ν΄ αντέξει όλη τούτη τη μοναξιά. Τ΄ αυτοκίνητα περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες έξω από το ίδρυμα, τ΄ αυτοκίνητα μεταφέρουν αρρώστους, ερωτευμένους, ένα δέντρο, ένα αστέρι, δυο φανταχτερούς χαρταετούς και πολλούς, μελλοντικούς νεκρούς. Ένας ένας οι τρόφιμοι επιβιβάζονται στα οχήματα, διασπείρονται σ΄ άπειρα σημεία μες στην πόλη, αγκαλιάζουν τ΄ αγάλματα και ζητούν ελεημοσύνη από τους οδηγούς στις ακίνητες στιγμές των αυτοκινητοδρόμων. Και εκείνος, με τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων και τις εξιστορήσεις από τα θερμά μέρη, χρόνια καρκίνοι και σαν από λάδι τα κτίσματα και οι όψεις της πόλης. Τ΄ αστέρι είναι από επιχρυσωμένο πλαστικό, τ΄ αστέρι έχει τέσσερις άκρες σαν ορίζοντας και σαν πυξίδα καραβιού. Όμως δεν υπάρχει δρόμος, έξω από τούτο το θάλαμο δεν υπάρχει δρόμος, τ΄ αστέρι είναι ψεύτικο, δεν αξίζει μήτε για μια ευχή, τ΄ αστέρι είναι από επιχρυσωμένο πλαστικό και τίποτε άλλο. Δεν έχει φανεί κανείς εδώ και χρόνια. Να τον δει που καρφώνει τ΄ αστέρι στο πιο ψηλό σημείο του δέντρου. Να τον δει που στέκει για μέρες εμπρός από το στολισμένο δέντρο και φέγγουν περισσότερο εκείνες οι νύχτες, φέγγουν.
Λοιπόν, ο άνδρας ντύθηκε με το παλαιικό, κυριακάτικο κοστούμι του. Ο άνδρας περπατά μες στους κήπους, ο άνδρας διακεκομμένο καρέ μες στην ησυχία του κόσμου. Ο άνδρας με τ΄ αστέρι στα χέρια, με τη σκόνη στα δάχτυλα, με τα πένθη στα μάτια. Όλο δάκρυα, χάντρες που κυλούν από σπασμένο, ας πούμε βραχιόλι. Όλο δάκρυα, πυκνές βροχές στον ορίζοντά του και τ΄ αστέρι των Χριστουγέννων μες στις λάσπες και τη μοναξιά. Μες στα συντρίμμια, η σκιά του, το φως του δήμου και το χρυσό, πλαστικό αστέρι ή πάλι ότι απέμεινε από εκείνη την εξωφρενική τεχνική στην αίθουσα της δημιουργίας. Οι φύλακες δεν τον αναγνώρισαν. Άλλωστε κάθε νύχτα, οι περαστικοί διαβαίνουν μέσα από τις οδούς του ιδρύματος, κατηφορίζοντας από τον προφήτη Ηλία προς το δρόμο του μυστηρίου. Και έτσι δεν τον αναγνώρισαν, μήτε έδωσαν καμιά σημασία στ΄ αστέρι των Χριστουγέννων που κρατούσε σφιχτά στα χέρια του. Δεν γνωρίζουν οι φύλακες από αστέρια. Μόνον επιγραφές ετοιμάζουν και κρατούν όλα μαζί τα κλειδιά των κτιρίων. Μόνον επιγραφές και βρώμικες συναλλαγές, εκεί στο θυρωρείο και μες στις κλειστές αίθουσες μ΄ έφηβα κορίτσια που ‘χουν μάτια ιδρυματικά και όλο βυθίζονται.
Το φετινό αστέρι δεν είναι καρφωμένο στην κορφή του δέντρου. Το φετινό αστέρι ταξιδεύει έξω από την πόλη. Φέγγει στο Σκαραμαγκά, έξω από την Ελευσίνα, φέγγει και χάνεται στη Νέα Πέραμο, τα προάστια των Μεγάρων και αλλού. Όπου υπάρχουν σφιγμένες καρδιές και αμίλητα στόματα, τ΄ αστέρι κρατεί για παρηγοριά τη χρυσή του σκόνη. Οι τρόφιμοι γελούν και όλοι μαζί φτιάχνουν ένα καινούριο αστέρι. Τ΄ άλλα, τα παλιά αστέρια χάνονται τόσα χρόνια σ΄ αποθήκες, σε πορείες και ταφές. Ή πάλι αντέχουν το κρύο που φθάνει από τα πεδινά, αντέχουν και φέγγουν σε φράχτες, σε ρείθρα, στους οικοδομικούς σκελετούς, στις ολότελα χαμένες ευκαιρίες. Οι τρόφιμοι φτιάχνουν ένα καινούριο αστέρι. Και όλο κοιτούν το δρόμο για εκείνον τον παλιό, τον αγαπημένο φίλο. Που ‘φυγε ξαφνικά, που ‘γινε αστέρι.

24 Δεκεμβρίου 2013

Introduction of "The Song of Hiawatha" [Henry W. Longfellow]



Η εισαγωγή από "Το τραγούδι του Hiawatha"


Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: οι ιστορίες από πού αυτές;
Οι θρύλοι από πού αυτοί κι οι παραδόσεις,
Με του δάσους τις μυρωδιές
Με των λιβαδιών τη δροσιά και την υγρασία,
Με των καλυβιών των ερυθρόδερμων το στροβιλιζόμενο καπνό,
Με των μεγάλων ποταμών τη βιάση,
Με τη συχνότητα των από μνήμης απαγγελιών τους,
Και τις άγριες τους τις αντηχήσεις
Όπως οι βροντές στα βουνά;

Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
"Απ’ τα δάση και τους λειμώνες,
Απ’ τις μεγάλες λίμνες του βορρά,
Απ’ των Ojibways τη χώρα,
Απ’ των Dacotahs τη χώρα,
Απ’ τα βουνά, τους τυρφώνες και τους βάλτους
Όπου ο Shuh-shuh-gah ο ερωδιός
Ανάμεσα στα καλάμια τρέφεται και τα βούρλα.
Όπως τους άκουσα τους επαναλαμβάνω
Απ’ του Nawadaha τα χείλη,
Του μουσικού και γλυκόφωνου τραγουδιστή."

Να με ρωτήσεις θα ‘πρεπε: ο Nawadaha
Αυτά βρήκε πού τα τραγούδια, τα τόσο άγρια και δύστροπα τόσο;
Αυτούς βρήκε πού τους θρύλους και τις παραδόσεις;
Ν’ απαντήσω θα πρέπει, να σου πω θα πρέπει:
“Στων πουλιών τις φωλιές του δάσους,
Στου κάστορα τα ξυλόσπιτα
Στου βίσωνα τ’ αχνάρια
Στην αετοφωλιά!

"Όλα τ’ άγρια, μέσω αυτού τραγουδήθηκαν, τα πτηνά,
Στις άγονες εκτάσεις και τους βάλτους,
Στις ελώδεις εκτάσεις τις μελαγχολικές˙
Τραγούδησε: το Chetowaik το βροχοπούλι,
Το Mahng το παγοβούτι, το Wawa την άγρια χήνα,
Το Shuh-shuh-gah το μπλε ερωδιό
Και το Mushkodasa τον αγριόγαλο!"

Αν ακόμη περαιτέρω: θα πρέπει να με ρωτήσεις,
Λέγοντας: "Ποιος ήταν ο Nawadaha;
Πες μας γι’ αυτόν τον Nawadaha,"
Θα πρέπει στις ερωτήσεις σου ν’ απαντήσω
Ευθέως με τέτοιες λέξεις, ως εξής:

"Στην κοιλάδα Tawasentha*,
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα,
Με τις ευχάριστες των νερών τις ροές,
Ο τραγουδιστής Nawadaha έζησε.
Γύρω απ’ το ινδιάνικο χωριό
Απλωνόντουσαν λιβάδια και καλαμποκιών χωράφια,
Και πέρα από αυτά στεκότανε το δάσος,
Τ’ άλση στεκόντουσαν των πολυτραγουδισμένων πεύκων,
Το καλοκαίρι καταπράσινα, ολόλευκα το χειμώνα,
Πάντ’ αναστενάζοντας μα πάντα τραγουδώντας.

"Και  τις ευχάριστες των νερών τις ροές
Να τις ιχνηλατήσεις μες στην κοιλάδα μπορείς
Υπό τη βιάση την Άνοιξης
Υπό τα σκλήθρα το καλοκαίρι,
Υπό τη λευκή ομίχλη το Φθινόπωρο,
Υπό τη μαύρη γραμμή το Χειμώνα˙
Και δίπλα τους ο τραγουδιστής έζησε
Στην κοιλάδα Tawasentha
Στην πράσινη και σιωπηλή κοιλάδα.

"Εκεί αυτός τον Hiawatha τραγούδησε,
Το τραγούδι του Hiawatha τραγούδησε,
Τις θαυμαστές του τραγούδησε: τη γέννηση και την ύπαρξη,
Πώς αυτός προσευχόταν και πώς νήστευε,
Πώς αυτός έζησε, και μόχθησε, και υπέφερε,
Ώστε των ανθρώπων οι φυλές να ευημερήσουνε,
Ώστε να μπορέσει αυτός να προοδεύσει το λαό του!"

Εσείς που τα στέκια της Φύσης αγαπάτε,
Την ηλιοφάνεια των λιβαδιών αγαπάτε,
Τη σκιά του δάσους αγαπάτε,
Τον άνεμο, ανάμεσα να περνάει στα κλαδιά, αγαπάτε
Και της βροχής τη μπόρα και τη χιονοθύελλα,
Και των μεγάλων ποταμών τη βιάση
Απ’ τις κρημνώδεις μέσα τις όχθες τις πευκοστόλιστες,
Και τη βροντή στα βουνά,
Οι αμέτρητες ηχώ της οποίας
Ως αν των αετών το φτερούγισμα στις αετοφωλιές˙
Ω! τις άγριες αυτές παραδόσεις ακούστε
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς πού ενός λαού τους θρύλους αγαπάτε,
Τις μπαλάντες αγαπήστε για ένα λαό,
Ότι σαν τις φωνές τις τόσο απόμακρες
Να παύσουμε, μας καλούνε, για ν’ ακούσουμε,
Σε τόνους, μιλάνε, τόσο απλούς: ως αν παιδικούς,
Μετά βίας μπορεί τ’ αφτί να διακρίνει
Πότε αυτοί τραγουδούσανε ή μιλούσανε˙
Ω! Τους ινδιάνικους αυτούς θρύλους ακούστε,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς που οι καρδιές σας φρέσκες είναι και απλές,
Που πίστη έχετε σε Θεό και Φύση,
Που πιστεύετε ότι σ’ όλες τις γενιές
Κάθε καρδιά ανθρώπινη, ανθρώπινη είναι,
Ότι και στα βάρβαρα ακόμα στήθη
Επιθυμίες υπάρχουν, λαχτάρες και πόθοι
Για το καλό που δεν κατανοούν λογικά,
Πώς τα ταλαιπωρημένα και αβοήθητα χέρια,
Ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι τυφλά,
Το δεξί αγγίξανε το χέρι του Θεού
Και ανυψώθηκαν και δύναμη πήρανε˙
Ω! Την απλή αυτή ακούστε την ιστορία,
Στο τραγούδι αυτό για το Hiawatha!

Εσείς, των οποίων, κάπου-κάπου, οι περίπατοί σας
Κατά μήκος των πρασίνων μονοπατιών της χώρας,
Όταν οι μπλεγμένοι θάμνοι των βερβερίδων
Κρεμούν τις με τα βυσσινί μούρα τούφες τους
Απ’ τους τείχους με τις γκρι πέτρες με τα βρύα,
Διακόπτονται από κάποιο παραμελημένο νεκροταφείο,
Ας για λίγο ρεμβάσετε και αναλογιστείτε
Στη μισοσβησμένη επιγραφή,
Τη με της λίγης επιδεξιότητας τη στιχουργική γραμμένη,
Φράσεις οικείες, αλλά κάθε γράμμα,
Ελπίδα γεμάτο και από σπαραγμό καρδιάς,
Πάθος γεμάτο από ευαισθησία
Του εδώ και του επέκεινα˙
Σταθείτε και αυτή την τραχιά επιγραφή διαβάστε
Το τραγούδι διαβάστε αυτό για το Hiawatha!


*κοιλάδα, σήμερα, της επαρχίας Albany στην πολιτεία της Νέας Υόρκης


















πηγή εικόνας: εδώ



Introduction of "The Song of Hiawatha"


Should you ask me, whence these stories?
Whence these legends and traditions,
With the odors of the forest
With the dew and damp of meadows,
With the curling smoke of wigwams,
With the rushing of great rivers,
With their frequent repetitions,
And their wild reverberations
As of thunder in the mountains?

I should answer, I should tell you,
"From the forests and the prairies,
From the great lakes of the Northland,
From the land of the Ojibways,
From the land of the Dacotahs,
From the mountains, moors, and fen-lands
Where the heron, the Shuh-shuh-gah,
Feeds among the reeds and rushes.
I repeat them as I heard them
From the lips of Nawadaha,
The musician, the sweet singer."

Should you ask where Nawadaha
Found these songs so wild and wayward,
Found these legends and traditions,
I should answer, I should tell you,
"In the bird's-nests of the forest,
In the lodges of the beaver,
In the hoofprint of the bison,
In the eyry of the eagle!

"All the wild-fowl sang them to him,
In the moorlands and the fen-lands,
In the melancholy marshes;
Chetowaik, the plover, sang them,
Mahng, the loon, the wild-goose, Wawa,
The blue heron, the Shuh-shuh-gah,
And the grouse, the Mushkodasa!"

If still further you should ask me,
Saying, "Who was Nawadaha?
Tell us of this Nawadaha,"
I should answer your inquiries
Straightway in such words as follow.

"In the vale of Tawasentha,
In the green and silent valley,
By the pleasant water-courses,
Dwelt the singer Nawadaha.
Round about the Indian village
Spread the meadows and the corn-fields,
And beyond them stood the forest,
Stood the groves of singing pine-trees,
Green in Summer, white in Winter,
Ever sighing, ever singing.

"And the pleasant water-courses,
You could trace them through the valley,
By the rushing in the Spring-time,
By the alders in the Summer,
By the white fog in the Autumn,
By the black line in the Winter;
And beside them dwelt the singer,
In the vale of Tawasentha,
In the green and silent valley.

"There he sang of Hiawatha,
Sang the Song of Hiawatha,
Sang his wondrous birth and being,
How he prayed and how be fasted,
How he lived, and toiled, and suffered,
That the tribes of men might prosper,
That he might advance his people!"

Ye who love the haunts of Nature,
Love the sunshine of the meadow,
Love the shadow of the forest,
Love the wind among the branches,
And the rain-shower and the snow-storm,
And the rushing of great rivers
Through their palisades of pine-trees,
And the thunder in the mountains,
Whose innumerable echoes
Flap like eagles in their eyries;--
Listen to these wild traditions,
To this Song of Hiawatha!

Ye who love a nation's legends,
Love the ballads of a people,
That like voices from afar off
Call to us to pause and listen,
Speak in tones so plain and childlike,
Scarcely can the ear distinguish
Whether they are sung or spoken;--
Listen to this Indian Legend,
To this Song of Hiawatha!

Ye whose hearts are fresh and simple,
Who have faith in God and Nature,
Who believe that in all ages
Every human heart is human,
That in even savage bosoms
There are longings, yearnings, strivings
For the good they comprehend not,
That the feeble hands and helpless,
Groping blindly in the darkness,
Touch God's right hand in that darkness
And are lifted up and strengthened;--
Listen to this simple story,
To this Song of Hiawatha!

Ye, who sometimes, in your rambles
Through the green lanes of the country,
Where the tangled barberry-bushes
Hang their tufts of crimson berries
Over stone walls gray with mosses,
Pause by some neglected graveyard,
For a while to muse, and ponder
On a half-effaced inscription,
Written with little skill of song-craft,
Homely phrases, but each letter
Full of hope and yet of heart-break,
Full of all the tender pathos
Of the Here and the Hereafter;
Stay and read this rude inscription,
Read this Song of Hiawatha!


όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks

Το παρόν αποτελεί προδημοσίευση ολόκληρου του ποιήματος που θα δημοσιευτεί όταν ολοκληρωθεί.
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.

Δημοσιεύτηκε στο 24Γράμματα.

23 Δεκεμβρίου 2013

το τραγούδι [Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος]


το τραγούδι

Άφησα ένα τραγούδι στο περβάζι
Ένα αεράκι θέλει να το ξεγυμνώσει
να δει τα λευκά του πόδια
που διπλώνουν το ένα στο άλλο
για να μη φύγουν οι νότες απ΄το εσώρουχο

Το τραγούδι μου

Φορεματάκι του κυματίζει
Μαντήλι που σφουγγίζει δάκρυα καλοκαιρινά
εκκρίσεις λανθάνουσας συγκίνησης
Μαρτυρία θανάτου
Ένα ασπρόρουχο που σαβάνωσε μιαν ώρα αδειανή
κάπως απογευματινή
ποίημα που ανεβαίνει τη σκάλα για να σαλτάρει
στο κενό
να χαθεί μαζί με τον ήλιο
στο γέρμα της φωνής που σώπασε μα πάλλεται ακόμα
σε ανεξερεύνητα αισθητήρια
Τραγούδι που υπάρχει μα δεν είναι πια εκεί

22 Δεκεμβρίου 2013

Κυριακής Ανάβαση [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


Κυριακής Ανάβαση


Νάμαι πάλι μπροστά σας
του χρόνου φονιάς
του χάρου δαχτυλίδι

Γολγοθεύω άπνους
φωνήεντα στόματα

Γκρεμνοπατώ αλάβαστρος
σ' ακαριαία σύμφωνα

ξαπλώνω τη σιωπή
ήδη και φλέγομαι

Καλώς ορίσατε
λέξεις βουνά
καλώς σας βρίσκω
κραυγές μου ποιήματα

21 Δεκεμβρίου 2013

Θαύμασα το φεγγάρι [Matsunaga Teitoku 松永 貞徳 ,1571-1654]


Θαύμασα το φεγγάρι
κι ύστερα η σκιά μου όδευε σπίτι μου
ακολουθώντας με





Από το βιβλίο "Κλασσική Ιαπωνική Ποίηση" των Ελένη Ι. Ιωαννίδου και Γεώργιου Σ. Έξαρχου.

20 Δεκεμβρίου 2013

Πυροβολισμοί [Τάσος Λειβαδίτης]



Πυροβολισμοί


    Από τη νύχτα εκείνη, που τον χτύπησα και τον έθαψα στο παλιό μαρμαρογλυφείο, έκανε καιρό να ξανάρθει - ζούσα τότε, για λίγες δεκάρες με μια πόρνη, κι ο άγγελος του χαμού τραγούδαγε μες στο πλυσταριό,
    ήταν μια φωλιά κακούργων, τις νύχτες ξυπνούσε η πανάρχαιη τύψη και το πρωί βρίσκαμε πάντα κάποιον κρεμασμένο στην αποθήκη, πίσω απ' το παραβάν είχαν κρύψει τον ασκητή που καιγόταν από αυταπάρνηση, κι η παλιόγρια έβαζε τη χύτρα πάνω στα γόνατά του και μαγείρευε για τους φονιάδες,
    «σ' τα έδωσα όλα», έλεγε η βρόμα και μου ‘δειχνε το ψεύτικο χέρι της κρεμασμένο στον τοίχο, «εσύ τι έχεις να δώσεις;»
  τότε ακούστηκαν οι πυροβολισμοί από μια παλιά χαμένη εξέγερση, ένα κουτσό σκυλί μ' ακολουθούσε κι ο κυνηγημένος στάθηκε και βγάζοντας το σακάκι του σκέπασε το κεφάλι του Βαπτιστή, γιατί ερχόταν χειμώνας,
    «Θεέ μου, σκέφτηκα, ίσως να μην τον έθαψα αρκετά βαθιά, κι όλον αυτόν τον καιρό με προδίνει», νύχτα ξαναπήγα στο ερειπωμένο μαρμαρογλυφείο και τότε τον είδα, είχε γονατίσει και κλαίγοντας μάζευε λίγο χώμα και σκέπαζε
    το κρύο της ζωής μου...



από την ποιητική συλλογή: Νυχτερινός Επισκέπτης

19 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΟΣΟΧΗ!





Κυκλοφορούν πινακίδες, σφραγίδες και σύμβολα που αναγράφουν ΨΕΥΤΙΚΑ στοιχεία.


Αλλά κι εδώ ή εδώ .... κακά μαντάτα...

18 Δεκεμβρίου 2013

(Ένας άστεγος)

Ένας άστεγος.
Κοίτα! Ο Ήλιος.
Δώρο άδολης Αυγής.

(14.12.2013)

(Θρύψαλα τζαμιών)

Θρύψαλα τζαμιών.
Σκουριασμένα λουκέτα.
Έρμες φάμπρικες.

(14.12.2013)

17 Δεκεμβρίου 2013

Captain Beefheart and (his) Magic Band - Trout mask replica























Το "Trout Mask Repeplica" είναι ένα από σημαντικότερα album της σύγχρονης μουσικής.
Ο Piero Scaruffi το θεωρεί ως το σημαντικότερο δίσκο στην ιστορία του Rock ενώ το Rolling Stone τον κατατάσσει στην 60 θέση μεταξύ των 500, κατά το περιοδικό, σημαντικότερων δίσκων στην ιστορία της μουσικής.
Οι μουσικές συνθέσεις βασίζονται από τα blues, τη folk, τα ναυτικά εργατικά τραγούδια (Sea Shanties) και τη free jazz μέχρι την avant-garde και την κλασσική μουσική.
Μπορεί να βρεθεί σήμερα, για όσους δεν τον έχουν, είτε σε βινύλιο είτε σε cd. Στο youtube μπορείτε να τον ακούσετε εδώ.


Tracks:
All written, composed and arranged by Don Van Vliet

Side one
1. "Frownland" 
2. "The Dust Blows Forward 'n the Dust Blows Back"  
3. "Dachau Blues"  
4. "Ella Guru"
5. "Hair Pie: Bake 1" 
6. "Moonlight on Vermont"

Side two
7. "Pachuco Cadaver"
8. "Bills Corpse"  
9. "Sweet Sweet Bulbs"  
10. "Neon Meate Dream of a Octafish"
11. "China Pig" 
12. "My Human Gets Me Blues"  
13. "Dali's Car"  

Side three
14. "Hair Pie: Bake 2"
15. "Pena"
16. "Well"
17. "When Big Joan Sets Up"
18. "Fallin' Ditch"
19. "Sugar 'n Spikes"
20. "Ant Man Bee"

Side four
21. "Orange Claw Hammer"  
22. "Wild Life"  
23. "She's Too Much for My Mirror"  
24. "Hobo Chang Ba"  
25. "The Blimp (mousetrapreplica)"  
26. "Steal Softly thru Snow"  
27. "Old Fart at Play"  
28. "Veteran's Day Poppy"  


Musicians:
Don Van Vliet (Captain Beefheart) – vocals, tenor saxophone, soprano saxophone, bass clarinet, musette, simran horn, hunting horn, jingle bells
The Magic Band
Bill Harkleroad (Zoot Horn Rollo) – "Glass Finger Guitar" (slide guitar using a glass slide), flute
Jeff Cotton (Antennae Jimmy Semens) – "Steel Appendage Guitar" (slide guitar using a metal slide), vocals on "Pena" and "The Blimp"
Victor Hayden (The Mascara Snake) – bass clarinet, additional vocals
Mark Boston (Rockette Morton) – bass guitar, narration on "Neon Meate Dream Of A Octafish" and "Old Fart At Play"
John French (Drumbo) – drums, percussion (uncredited on the original release)
Additional personnel
Doug Moon – guitar on "China Pig"
Dick Kunc - speaking voice on "She's Too Much for My Mirror"(uncredited); engineer
Gary "Magic" Marker – bass guitar on "Moonlight on Vermont", "Veteran's Day Poppy" (uncredited)
Frank Zappa – speaking voice on "Ella Guru", "The Blimp", and "Pena"; credited as album producer
Roy Estrada – bass guitar on "The Blimp" (uncredited)
Arthur Tripp III – drums & percussion on "The Blimp" (uncredited)
Don Preston – piano on "The Blimp" (uncredited)
Ian Underwood and Bunk Gardner – alto and tenor saxophones on "The Blimp" (uncredited)
Buzz Gardner – trumpet on "The Blimp" (uncredited)

16 Δεκεμβρίου 2013

τραγούδια (από τη δεκαετία του 60) - μέρος 3ο



























Sympathy For The Devil [Mick Jagger - Rolling Stones]
Born To Be Wild [Mars Bonfire - Steppenwolf]
Nights in White Satin [Justin Hayward - Moody Blues]
Babe I'm Gonna Leave You [Anne Bredon - πιο γνωστές εκτελέσεις της Joan Baez και των Led Zeppelin]
Heroin [Lou Reed - Velvet Underground]
Revolution [John Lennon – The Beatles]
Who Are the Brain Police? [Frank Zappa]
Willie the Pimp [Frank Zappa]
Eight Miles High [Gene Clark, Jim McGuinn, David Crosby - The Byrds]
Astronomy Domine [Syd Barrett - Pink Floyd]
October Song [Robin Williamson - Incedible String Band]
Proud Mary [John Fogerty - Creedence Clearwater Revival]
The Sounds Of Silence [Paul Simon - Simon & Garfunkel]
All Day and all of the Night [Ray Davies - The Kinks]
I Live one Day at a Time [Willie Nelson, γνωστότερη εκτέλεση αυτή της Joan Baez]


κατεβάστε το εδώ

15 Δεκεμβρίου 2013

Μία Γυναίκα* [Τάσος Λειβαδίτης]


Μία Γυναίκα*

1
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου,
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη,
έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες - για να γεννηθείς εσύ, κι εγώ για να σε συναντήσω
γι’ αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

2
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: «Έχει ψύχρα απόψε».
Τα μάτια σου καρφώνονταν αδιάκοπα πάνω στην πόρτα με κείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ’ αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια,
μα ήταν σα να ‘ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κι όλας ολόκληρη τη ζωή μου.

3
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες,
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τούς αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πώς σταματάω την κυκλοφορία.
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Όπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.

4
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα. Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ’ την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ’ την πόρτα σου εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ’ τα μαχαίρια των φιλιών που ονειρευότανε για σένα.




* ο τίτλος, στην ποιητική συλλογή, όπως το έχω από τις εκδόσεις “Κεδρος”, είναι: ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ. Σε site στο διαδίκτυο το έχω βρει ως “Μια Γυναίκα”. Το “μια” όμως, κατά την άποψή μου, δεν αρμόζει στο ποίημα, το οποίο ποίημα - και ιδίως από το σημείο: “Που είναι αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.” μέχρι το τέλος - με οδηγεί να διαβάσω τον τίτλο ως: “Μία Γυναίκα”. 

14 Δεκεμβρίου 2013

Πέντε χαϊκού [Ελένη Κοφτερού]


Ένα παγώνι 
χωρίς ουρά τι θα ‘ταν
αναρωτιέται


πούπουλα φυσά
είναι από άγγελο 
εξορισμένο;


Ο Ταΰγετος
αρχέγονη ομορφιά 
μου συλλαβίζει 


Ευεργεσία
δίχως ανταλλάγματα
ο πυράκανθος 


Κοκκινολαίμης
χιονιού φιλί σημάδι 
χειμωνιάτικο

13 Δεκεμβρίου 2013

October Song [Robin Williamson - Incedible String Band]


Το τραγούδι για τον Οκτώβρη 

Το τραγούδι αυτό θα σου τραγουδήσω για τον Οκτώβρη
Ω! άλλο δεν υπάρχει πριν απ’ το τραγούδι αυτό
Στίχος και μελωδία δε μου ανήκουν
Για τις χαρές και τις λύπες που μου ‘φερε αυτός

Στη θάλασσα δίπλα
Τα βατώδη ρείκια στου δειλινού την ησυχία
Τα πουλιά μακριά πετούν απ’ τον ήλιο πίσω
Και μαζί τους θα φεύγω

Τα πεσμένα φύλλα: του εδάφους στολίδια
Του θανάτου γνωρίζουνε την τέχνη
Και με τη χαρά των ευτυχισμένων χρυσών καρδιών τους φεύγουν
Στις άλικες σκιές καθώς κείνται

Όταν η πείνα στο σπίτι τα βήματά μου καλεί
Το πρωινό φως ακολουθεί μετά
Τις θάλασσες στο μυαλό μου κολυμπώ
Και  τα πεύκα γελούν γέλιο χλωρό

Συνήθιζα ν’ αναζητώ για ευτυχία
Και συνήθιζα ν’ ακολουθώ την υλική ευχαρίστηση
Αλλά μια διέξοδο βρήκα πίσω από το νου
-Και ήταν αυτό ο μέγιστος θησαυρός-

Για εξουσιαστές που αρέσκονται κανόνες να καθορίζουν
Και αλήτες που αρέσκονται να τους παραβιάζουν
Και τους φτωχούς παπάδες που αρέσκονται να περπατούν με αλυσίδες
Και το Θεό που αρέσκεται να τους εγκαταλείψει

Έναν άντρα, συνάντησα, τ’ όνομα του οποίου ήτανε Χρόνος
Και είπε: "Θα πρέπει να πηγαίνω"
Αλλά ακριβώς πόσο καιρό ήτανε πριν
Τρόπο δεν έχω να γνωρίζω

Κάποιες φορές θέλω το χρόνο να σκοτώσω
Κάποιες φορές όταν η καρδιά μου πονά
Αλλά κυρίως απλά κατά μήκος περπατώ
Το μονοπάτι που αυτός παίρνει




I'll sing you this October song
Oh, there is no song before it
The words and tune are none of my own
For my joys and sorrows bore it

Beside the sea
The brambly briers in the still of evening
Birds fly out behind the sun
And with them I'll leaving

The fallen leaves that jewel the ground
They know the art of dying
And leave with joy their glad gold hearts
In the scarlet shadows lying

When hunger calls my footsteps home
The morning follows after
I swim the seas within my mind
And the pine-trees laugh green laughter

I used to search for happiness
And I used to follow pleasure
But I found a door behind my mind
And that's the greatest treasure

For rulers like to lay down laws
And rebels like to break them
And the poor priests like to walk in chains
And God likes to forsake them

I met a man whose name was Time
And he said, "I must be goin'”
But just how long ago that was
I have no way of knowing

Sometimes I want to murder time
Sometimes when my heart's aching
But mostly I just stroll along
The path that he is taking




απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

12 Δεκεμβρίου 2013

Ο Συρφετός των ζωντανών Νεκρών [Γιάννης Παναγιωτάκης]

Ο Συρφετός των ζωντανών Νεκρών

σύντομο κείμενο (υπό την μορφή σχηματικού πεζού Λόγου)για τα όσα
εφιαλτικά λαμβάνουν χώρα και σχετίζονται με την Χρυσή Αυγή.

Ας αναφωνήσουμε λοιπόν όλοι μαζί ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλες τις δεισιδαιμονίες που προσλάβαμε, και πια μπορούμε και εμείς να δηλώνουμε την αυτονομημένη υπεροχή μας. Ναι… είμαστε Μίζεροι, κάτι είναι κι αυτό! Για φανταστείτε να μην ήμασταν τίποτα!
Ένα τίποτα ανάμεσα σε τόσα «κάτι» σε τόσα φωτά εμείς σκοτάδι και ερημιά.
Κανείς, θα μπορούσε να πουλήσει την ψυχή του και στον διάβολο ακόμα για ένα δράμι ταυτότητας, ύπαρξης.
Ω Χαρά και ευδαιμονία, και τώρα που ενδυθήκαμε στολή λαμπρή και ένδοξη, και περιφερόμαστε σαν νεόπλουτοι επαρχιώτες, ανάμεσα στα πλήθη, που πια γίναμε μέρος του εσώτερου πυρήνα τους, Ω Ναι, τώρα πια δυνάμεθα και εμείς να ασχημονούμε με κάθε λόγο ή χωρίς, τι στην ευχή ποτέ δεν είχε σημασία. Μπορούμε ακόμα το κακό, καλό να αποκαλούμε, ακόμα και τον εαυτό μας να αρνηθούμε και να δραπετεύσουμε από την χώρα των ζωντανών, πηδώντας από ψηλά στον πιο βαθύ γκρεμό, σε ένα γλυκό και βέβαιο Θάνατο. Ω τι Χαρά, θα μας θρηνούν αποκαλώντας μας με ονόματα τιμής. Δεν θα είναι κάποιοι ακόμα δειλοί αυτόχειρες ΑΛΛΑ ο τάδε και ο δείνα!
Γενικότητες Αγαπητοί μου, Γενικότητες!..
Πολλαπλασιαζόμαστε σαν τις κατάρες και κάθε βηματισμός, κάθε κρότος σημαίνει κάτι, έστω κι αν δεν σημαίνει τίποτα. Ακόμα μια φαντασιακή εκπλήρωση βγαλμένη από τα βάθη του υπαρξιακού ξεπεσμού μας.
Αρρωστημένη έξαψη μιας βλοσυρής αναγκαιότητας.
Εξαιρέσαμε λοιπόν τις λέξεις που δηλώνουν ζωή και προχωρήσαμε.
Στον κύκλο της Γης, στον τόπο που τίποτα δεν αναδύεται, μονάχα φλόγες και φωτιές που ξεπηδούν από τα σπλάχνα της, μάταια προσπαθώντας να αδράξουν την στιγμή, που σαν σε ύπνο ο ουρανός θελήσει να βρεθεί, άδολα και γαλήνια.. και τότε η ανίερη φωτιά θα υψωθεί σαν μανιασμένη έξαψη, σαν πόθος και σαν ιαχή, τον όψιμο της πόθο να ξεδιψάσει, παράταιρα και λαίμαργα σε συνουσία ιερή να λάβει ύπαρξη, ζώσα πνοή καθώς αξίζει σε νεκρούς και ζωντανούς Δειλούς!
Όλα είναι ορμή, όλα έρωτας και θάνατος, κι όταν δεν είναι, τότε καθάρια διαστροφή και πτώση. Χίλιοι παγωμένοι χειμώνες, κι ακόμα εδώ ξεχασμένος. Σε αυτό το έναστρο κάτι που περιπαιχτικά ασχημονεί με υποσχέσεις για αιώνιες χαρές και φωταψίες.
Χίλιοι Παγωμένοι Χειμώνες και Μίσος βαθύ σαν το σκοτάδι της ψυχής, έτοιμο να ξεχυθεί σε μια ακόρεστη κραυγή αφανισμού. Να στάξει ανταπόδοση, εκδίκηση, λυτρωτική απαίτηση και οφειλή.
Τα φύλλα λυπάμαι, αυτά που κιτρινίζουν με αλλότριο θέλημα. Αυτά που βασανίζονται απ’ την αστάθεια των καιρών, που πέφτουν και συνθλίβονται μέσα σε τόσα αλλά που απώλεσαν το θάμβος τους κι αυτά. Και κρίμα και κατάκριμα μέσα σε αυτό το συρφετό της επιμελημένης αταξίας.
Δώστε φωνή και όνομα σε αυτή την συμφορά και μην δοξάζετε το Άγνωστο μονάχα από φόβο.
Χίλιοι Παγωμένοι Χειμώνες και Εγώ. Ξέρω πως όλα θα τελειώσουν κάποτε, Όμως τα άκαιρα χτυπήματα ζητούν εξαγνισμό.

11 Δεκεμβρίου 2013

Σχετικότητα



[Θησείο 10.12.2013 17.55]

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (αφιέρωμα στα 24γράμματα εν προόδω) - Οδοιπορικό - πρώτη στάση (Route 66) [Απόστολος Θηβαίος]



Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (αφιέρωμα εν προόδω) - Οδοιπορικό - πρώτη στάση (Route 66).

Εισαγωγή

Είναι τα μεγάλα σύνορα, οι κατευθύνσεις, η γη που φτιάχτηκε για την ευκαιρία. Η ζωντανή ποσότητα και το μέλλον που κάποτε υπήρξε. Τα ωραία, αμερικανικά αυτοκίνητα και τα σαν από κιμωλία  μάτια της θείας Μέριλιν.  Η ωραία Αμερική, ένα θαύμα από ψηλές σκαλωσιές και ορίζοντες. Τούτο το αφιέρωμα θα΄ναι εν προόδω. Καθώς τα δράματα, καθώς τα δράματα.”
Οδοιπορικό - πρώτη στάση (Route 66)

Ο αυτοκινητόδρομος απλώνεται ως πέρα. Η μεγάλη έρημος και τα καμένα λάστιχα, ποιος ξέρει για τι δυστύχημα μιλούμε ή για ποια συγκυρία. Προσφάτως ανακάλυψαν στο μήκος του, σε μια ορισμένη τοποθεσία με κάποιο ινδιάνικο όνομα μια ολόκληρη οικογένεια. Ήταν θαμμένοι κοντά πέντε χρόνια και ήσαν όλοι τους ξερό χώμα, σκόρπιοι κάτω από τους ήλιους. Ο αυτοκινητόδρομος έχει ακόμη έρημους σταθμούς ανεφοδιασμού, κάτι σίδερα στον άνεμο, χάλκινα από τον καιρό. Με παράξενες λέξεις, όλο μεγαλείο και οικόσημα ο αυτοκινητόδρομος ως εκεί που θα τελειώσει. Ύστερα κοιτώντας πίσω μέρες μακριά από το χάραμα, ωραίος μες στο δροσερό απόγευμα. Τα γρήγορα αυτοκίνητα ξοδεύουν όλη τους την ψυχή σε τούτα τα μέρη που γίναν μονάχα για το δρόμο και τίποτε άλλο. Έχει μαγαζιά που μαγειρεύουν όλη νύχτα, παρέες από εκφορτωτές. Τ’ Όρεγκον, η Καλιφόρνια και όλες οι αδελφές στις συνήθειες της Κυριακής. Σκούρα ξύλα σε όλο το μέρος μυρωδιά βροχής και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Είναι ο αυτοκινητόδρομος εξήντα έξι που βρωμάει ερημιά και απλώνεται σαν ηλεκτροφόρο σύρμα. Πάνω στα βαρέλια του θα κάθονται γέρικα, κατάμαυρα πουλιά με χέρια δέντρα που σημαίνουν όλο το αίσθημα του κόσμου. Αυτοί οι παθητικοί άνθρωποι πουλιά συναντιούνται πάλι στις ακτές κατά το φθινόπωρο και όταν το νερό  ζυγώνει  το πέταγμά τους θα γίνει πιο σταθερό και επιταχυμένο και θα σηκωθούν κατά τα γλυκά δυτικά που κρατούν τα καλοκαίρια και οι αγάπες. Όμως εκείνος ο φίλος μιλούσε για την καλή σοδειά και τις βρεγμένες αυλές καθώς αγρίευε ο καιρός στον αυτοκινητόδρομο. Πέρα οι σκόνες σηκώνονταν και ήταν ένα λαμπρό θέαμα, καθώς σηκώνονταν και από κάτω έσβηναν σαν κιμωλία οι άλλες γραμμές, οι βασικές. Ο φίλος λέει ένα ινδιάνικο τραγούδι γιατί σε τούτα τα μέρη έζησαν φυλές σπάνιας ωραιότητας. Με κορίτσια ιππείς και χειμώνες περασμένους, με γερές φωτιές. Είναι καλοτυχία να τους θυμάσαι καθώς περνάς από τα μέρη. Ο κόσμος ξοδεύεται μες στα νερά, στις πεδιάδες και τις ακραίες κορφές, τους μοναχικούς σταθμάρχες και τ’ ασθενικά σήματα. Και τα τραγούδια, και τα τραγούδια.


Τ’ αμερικάνικο όνειρό σου τ’ άφησες ξεχασμένο και πάλιωσε. Ολόκληρο το δωμάτιο μυρίζει φορμόλη και το ταξίδι στον αυτοκινητόδρομο εξήντα έξι δεν θα γίνει ποτέ πια. Όμως ετούτο σε τούτο το είδος ανήκει η ωραία Αμερική. Μια παραπλανημένη δυνατότητα βουτηγμένη μες στην ελευθερία να πλάθεται. Ως φαντασίωση και πάλι ως ευκαιρία με τους ωκεανούς και τις κάθετες πόλεις. Εκεί ακούστηκε πρώτη φορά η κραυγή στον νέο κόσμο και ως τέτοια θα σε θυμόμαστε ωραία Αμερική. Βινύλιο και μυρωδιά υπογείου, οι στοιχειωμένες φωτογραφίες, τα κορίτσια ναπάλμ, η ωραία Αμερική και ένα μερίδιο της νιότης και του θαυμασμού μας. Ο σοφός γέρος Ουώλτ πέρα στα ποτάμια και οι λατινικές μας ρίζες. Ο αυτοκινητόδρομος εξήντα έξι ενώνει την ανατολή με τη δύση. Τ’ όγδοο θαύμα και οι βλασφημίες. Ο Έντουαρντ Χόπερ και τα παλιά, τ’ αποπλανημένα χρώματα. Η επιγραφή λοιπόν μιας εποχής.


φίλε Αποστόλη, καλοτάξιδος!

09 Δεκεμβρίου 2013

Γιώργος Πρίμπας - "εκτός θέματος"


























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εξηκοστό έκτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή του Γιώργου Πρίμπα με τίτλο “εκτός θέματος” .

08 Δεκεμβρίου 2013

Εξομολόγηση Ενώπιον Ταϋγέτου [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


Εξομολόγηση Ενώπιον Ταϋγέτου

Κόκκινη σαϊτιά στο μάτι το λιόγερμα
κατρακυλά ο Νοέμβρης
στους δροσερούς μυώνες του βουνού

λίγο να φταρνιστεί ο νήπιος βοριάς
κι ακούς το χειροκρότημα από τα φύλλα
αγγελικό παιάνισμα στο γύρω σύμπαν

κίτρινη κλωστή δένει το φωτολόι
στο λαιμό της καρυδιάς
η μέρα χαϊδεύεται στον χρωστήρα ορίζοντα

στο μπράτσο ένα μικρό κουνούπι
καλωσορίζει τη νύχτα που έρχεται

ανάφτει το φεγγάρι τη φωτιά του
βαμμένος χρώματα
αναπνέω τον άνθρωπο που είμαι

07 Δεκεμβρίου 2013

(Μικροπωλητές)


Μικροπωλητές.
Πλανόδια τα χρώματα.
Σταγόνες βροχής.

(06.12.2013)

Tears For Johannesburg [Max Roach] - εις μνήμην Nelson Rolihlahla Mandela (18.07.1918 - 05.12.2013)

Tears For Johannesburg

Even while we sleep, we will find you
Acting on your best behavior
Turn your back on Mother Nature

Everybody wants to rule the world
It's my own design, it's my own remorse
Help me to decide, help me make the most

Of freedom and of pleasure
Nothing ever lasts forever
Everybody wants to rule the world

There's a room where the light won't find you
Holding hands while the walls come tumbling down
When they do I'll be right behind you

So glad we've almost made it
So sad, they had to fade it
Everybody wants to rule the world

I can't stand this indecision
Married with a lack of vision
Everybody wants to rule the world

Say that you'll never, never, never, never need it
One headline, why believe it ?
Everybody wants to rule the world

All for freedom and for pleasure
Nothing ever lasts forever
Everybody wants to rule the world

Even while we sleep, we will find you
Acting on your best behavior


Ακούστε το εδώ

Max Roach – drums
Abbey Lincoln – vocals
Booker Little – trumpet
Julian Priester – trombone
Walter Benton – tenor saxophone
James Schenk – bass
Michael Olatunji – congas, vocals
Raymond Mantilla – percussion
Tomas du Vall – percussion

06 Δεκεμβρίου 2013

John Coltrane - Ascension





















John Coltrane - Ascension 

Edition II
  1. (Opening Ensemble)
  2. Coltrane solo (3:10–5:48)
  3. (Ensemble)
  4. Johnson solo (7:45–9:30)
  5. (Ensemble)
  6. Sanders solo (11:55–14:25)
  7. (Ensemble)
  8. Hubbard solo (15:40–17:40)
  9. (Ensemble)
10. Tchicai solo (18:50–20:00)
11. (Ensemble)
12. Shepp solo (21:10–24:10)
13. (Ensemble)
14. Brown solo (25:10–27:16)
15. (Ensemble)
16. Tyner solo (29:55–33:26)
17. Davis and Garrison duet (33:26–35:50)
18. (Concluding Ensemble)

Edition I
  1. (Opening Ensemble)
  2. Coltrane solo (4:05–6:05)
  3. (Ensemble)
  4. Johnson solo (7:58–10:07)
  5. (Ensemble)
  6. Sanders solo (11:15–13:30)
  7. (Ensemble)
  8. Hubbard solo (14:53–17:50)
  9. (Ensemble)
10. Shepp solo (18:55–21:40)
11. (Ensemble)
12. Tchicai solo (23:11–24:56)
13. (Ensemble)
14. Brown solo (26:23–28:31)
15. (Ensemble)
16. Tyner solo (29:39–31:36)
17. Davis and Garrison duet (31:36–33:30)
18. Jones solo (33:30–33:55)
19. (Concluding Ensemble)

Personnel
Marion Brown – alto saxophone
John Coltrane – tenor saxophone, bandleader
Art Davis – upright bass
Jimmy Garrison – upright bass
Freddie Hubbard – trumpet
Dewey Johnson  – trumpet
Elvin Jones – drums
Pharoah Sanders – tenor saxophone
Archie Shepp – tenor saxophone
John Tchicai – alto saxophone
McCoy Tyner – piano

Ακούστε το εδώ

05 Δεκεμβρίου 2013

Revolution [John Lennon – The Beatles]


Επανάσταση 

Πως θέλεις επανάσταση λες
Καλά, μάθε πως όλοι μας θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
Θα μου πεις πως η εξέλιξη είναι
Καλά, μάθε πως όλοι μας θέλουμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο

Αλλά όταν για καταστροφή μιλάς
Πως δε θα μ’ υπολογίζεις ξέρε*

Δεν το ξέρεις πως όλα καλά θα πάνε, εντάξει;
Δεν το ξέρεις πως όλα καλά θα πάνε;

Πως μια λύση θέλεις πραγματική λες
Καλά, μάθε πως όλοι μας αδημονούμε το σχέδιο να δούμε, ω! ναι
Να συνεισφέρω μου ζητάς
Καλά, μάθε πως όλοι μας ό,τι μπορούμε κάνουμε

Αλλά αν χρήματα ζητάς γι’ ανθρώπους που το μίσος το μυαλό τους πλημμυρίζει
Το μόνο που ‘χω, αδελφέ μου, να σου πω είναι: περίμενε

Δεν το ξέρεις πως όλα καλά θα πάνε;
Πως όλα καλά θα πάνε, μάθε
Έι, έι, δεν το ξέρεις πως όλα καλά θα πάνε;

Πως θ’ αλλάξεις την πολιτική κατάσταση λες
Καλά, μάθε πως όλοι θέλουμε να σου αλλάξουμε μυαλά
Θα μου πεις πως φταίει το κατεστημένο
Καλά, μάθε πως καλύτερα θα ‘ταν να λευτερώσεις τη σκέψη σου  

Αλλά αν με φωτογραφίες του προέδρου Μάο μεταφέροντας προχωράτε
Τίποτα δε θα καταφέρετε με κανέναν, έτσι κι αλλιώς

Δεν το ξέρεις πως όλα καλά θα πάνε;
Πως όλα καλά θα πάνε, να ξέρεις
Πως όλα καλά θα πάνε, μάθε

Ω! όλα καλά


Revolution

You say you want a revolution
Well, you know we all wanna change the world
You tell me that it's evolution
Well, you know we all wanna change the world

But when you talk about destruction
Don't you know that you can count me out

Don't you know it's gonna be alright, alright
Don't you know it's gonna be alright

You say you got a real solution
Well, you know we'd all love to see the plan, oh yeah
You ask me for a contribution
Well, you know we're all doing what we can

But if you want money for people with minds that hate
All I can tell you is, brother, you have to wait

Don't you know it's gonna be alright
Know it's gonna be alright
Don't you know it's gonna be alright, hey, hey

You say you'll change the constitution
Well, you know we all wanna change your head
You tell me it's the institution
Well, you know you better free your mind instead

But if you go carrying pictures of Chairman Mao
You ain't gonna make it with anyone, anyhow

Don't you know it's gonna be alright
To know it's gonna be alright
Know it's gonna be alright

Oh, alright, alright, alright
Alright, alright, alright



*

το τραγούδι: “Revolution” των John Lennon - The Beatles θα πρέπει να το δούμε σε αντιδιαστολή με τα: “We Can Be Together” και “Volunteers” των Jefferson Airplane (βλέπε στο δεύτερο τόμο του αφιερώματος) διότι στα τρία αυτά σημαντικότατα τραγούδια της εποχής αποτυπώνονται οι πιο ακραίες τάσεις του κινήματος των νέων της δεκαετίας του 60: από την πρόταση για αυτογνωσία πρώτα και την ειρηνική αλλαγή που αναπόφευκτα θα ακολουθήσει (John Lennon) μέχρι τη βίαιη εξέγερση (Jefferson Airplane). 



απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας


03 Δεκεμβρίου 2013

(Με ένα πόδι)



Με ένα πόδι.
Χωρίς να λοξοκοιτά.
Στην οδό Φυλής.


(02.12.2013)

02 Δεκεμβρίου 2013

τραγούδια (από τη δεκαετία του 60) - μέρος 2ο

























My Generation [Pete Townshend - The Who]
A song for Jeffrey [Ian Anderson - Jethro Tull]
Freedom Day [Max Roach, Oscar Brown Jr]
We Can Be Together [Paul Kantner - Jefferson Airplane]
Wooden Ships [David Crosby, Paul Kantner, Stephen Stills]
Volunteers [Marty Balin, Paul Kantner - Jefferson Airplane]
Our House [Graham Nash - Crosby, Still, Nash and Young]
(I Can't Get No) Satisfaction [Mick Jagger, Keith Richards - Rolling Stones]
Like a Rolling Stone[Bob Dylan]
Purple Haze [Jimi Hendrix]
Astral Weeks [Van Morrison]
Light My Fire [The Doors]
A Whiter Shade Of Pale [Keith Reid, Gary Brooker - Procol Harum]
Sunshine of Your Love [Jack Bruce, Pete Brown and Eric Clapton - The Cream]
House Of The Rising Sun [The Animals - trad.]


κατεβάστε το εδώ



Η ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ [Απόστολος Θηβαίος]
Σχόλιο στις μεταφράσεις του Γιώργου Πρίμπα

Ποίηση, σημειώνει ο Κωστής Παλαμάς είναι ο λόγος που τείνει να γίνει τραγούδι. Με τούτο ως αξίωμα, θα μπορούσε κανείς να εννοήσει επαρκώς τη θέση του τραγουδιού μες στο ευρύ πεδίο της ποίησης. Μιλούμε για μια λαϊκή στιχουργική, ικανή να μεταδοθεί με τους ανέμους και τις αισθήσεις, ανθεκτική μες στην οικονομία της, προκειμένου να παραμείνει αναλλοίωτη και απέθαντη μες στις εποχές. Η εξέλιξη του τραγουδιού ακουμπά ίσως σε μια βαθύτερη, έρρυθμη προσήλωση του προσώπου. Με τούτη ως οδηγό, με θεραπευμένα τα πάθη, το πρόσωπο ανακαλύπτει στο ρυθμό και το λόγο μια ουσία που είναι βαθύτερη και θεμελιώδης. Μια ουσία πέρα από το πνεύμα ή το νου, ένα υλικό συμβατό με τ΄ όνειρο, την πίκρα και τ΄όραμα. Ήδη από τους πρώτους αιώνες του πολιτισμού, κατέστη αντιληπτή η σημασία του ρυθμού, η ευεργετική του δράση, η συνεισφορά του στη φαντασίωση της ελπίδας, του ολότελα χαμένου και του χιμαιρικού. Η δημοτική ποίηση αντλώντας το στίχο και το αίσθημα από το βιωμένο θαύμα στάθηκε μια αφετηρία για την έννοια του λαϊκού τραγουδιού, όπως χαρακτηρίζεται εκείνο που θα κυκλοφορήσει ανάμεσα στα στόματα, παρηγορώντας τους διχασμούς, την ηρωική αρετή, την προδομένη φιλία, μια αιφνίδια αρπαγή από τον περατάρη με το λιγνό χαμόγελο και τ΄ολοπόρφυρο ανθό. Σε μια μίμηση της φύσεως της ίδιας, το τραγούδι χαρακτηρίζει τις εποχές, λαμβάνει σήματα από τις οδοσημάνσεις τους, οδηγείται και κυοφορεί μια παράδοση σπουδαιότερη από κάθε τοπικισμό και εντοπιότητα. Είναι τα τραγούδια μια ιστορία πολιτική, μια ιστορία δραμάτων και ανθρώπων και επαναστάσεων. Μ΄άλλα λόγια είναι ο παλμός που διασώζεται μες στα τραγούδια, μια αφετηρία και μια αποκάλυψη για την ιερή συνέχεια των ανθρωπίνων. Η λαϊκή αισθητική, το βαθύτερο νόημα ενός τόπου, τραγουδισμένα όλα ετούτα ή ακόμη στους χρωστήρες και τις στιχουργικές αποτυπωμένα, κατευθύνει και προσδιορίζει τις οικειώσεις, τα αισθηματικά πρότυπα που τραγουδισμένα θα σωθούν συνθέτοντας το είδος ενός λαού.
Μα είναι όμως και εποχές που ξεπερνούν τις πατρίδες. Πάει να πει τα σύνορά τους, τα όρια τα ίδια είναι τόσο διευρυμένα ιδεολογικά και αισθητικά, σχεδόν οικουμενικά , εκπληκτικά. Με τέτοια υλικά, της τέχνης δηλαδή τα προϊόντα, δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί η επιστημονική, ιστορική μνήμη. Διότι η στυγνή, επιστημονική ειδίκευση μπορεί να περισώζει τις χρονολογίες και τα τραύματα, όμως ουδέποτε εστάθη ικανή με τα συμπεράσματά της να παρηγορήσει την πληγωμένη ανθρωπιά. Ετούτο το ρόλο αναλαμβάνουν οι μελωδικές μεταφορές, τα συλληφθέντα πρόσωπα μιας ξαφνικής έξαρσης, όπως η διαμαντοστόλιστη Λούσυ στο ποτάμι, η Λούσυ με τα κίτρινα και τα πράσινα, πολυεστερικά της άνθη, η Λούσυ ψηλά στους ουρανούς με βλέμμα καλειδοσκόπιο. Η Λούσυ με τα τιμαλφή της είναι το όραμα μιας εποχής, με τη βαθιά συνείδηση της διάψευσης και της απογοήτευσης, στοιχείο που χάρισε στην μουσική πρωτοτυπία την ειλικρινή και ασύγκριτη δυναμική της. Στίχοι λεπίδες και στόματα ψαλίδια σφάζουν τον καιρό γυρεύοντας την αλήθεια και το δράμα του. Στίχοι επικεντρωμένοι στ΄ανθρώπινα, δίχως μεταφυσικές και άλλα τέτοια. Αυτά θα αντικατασταθούν από τη χίμαιρα και την υπέρβαση, μια πρωτόγνωρη ελευθερία εκφρασμένη στη ζωή, τον έρωτα και τ΄όραμα. Οι παράξενοι άνθρωποι, τα πρόσωπα σαν μέσα από βροχή, τραγουδισμένα στις ινδιάνικες ερήμους με τα γρήγορα αμερικάνικα και τις επίρροιες βαδίζει στα χνάρια μιας εποχής. Είναι λοιπόν αλήθεια και κάποια τραγούδια θα περιέχουν πάντα το μέλλον που κάποτε υπήρξε.  Μια τελική αποδοχή εκείνου του υπερπολιτισμού που έθεσε στα περιθώρια τις αισθητικές και τα μοτίβα και ανατολική, τραχιά και αδάμαστη είπε για τους παράξενους οδοιπόρους και το χρυσαφένιο κήπο. Τα τραγούδια που απέχουν πολύ από τις πολιτιστικές εξειδικεύσεις και όταν σημειώνουν τις υπερβάσεις τους θεμελιώνουν χρόνια πατρίδες, με πυρακτωμένη, σχεδόν βέβαιη τη φαντασίωση.
Ετούτη η ανάπλαση της πραγματικότητας, μέσα από το προσωπικό βίωμα δεν μπορεί παρά να συνιστά μια πραγμάτωση του πιο ρεαλιστικού και πιο αγνού σκοπού της τέχνης. Απ΄την εποχή ήδη του γελωτοποιού στην κορφή της σκάλας, ως τους αυτόχειρες των καλοκαιριών και τον βασιλιά σαύρα ευτυχισμένο στην καταπράσινη φάρμα του Γιάσγκουρ, μετρούμε μια ολόκληρη εποχή, αδιαίρετη και ανίκητη. Μια εποχή που θ΄αφήσει ολοκληρωτικά τα σημάδια της στην καλλιτεχνική πραγματικότητα και τη διαννόηση την ίδια, διαμορφώνοντας ρεύματα και αισθήσεις ολοζώντανα και ιερά ως τις μέρες μας.
Ίσως για τούτο το λόγο οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον ποιητή Γιώργο Πρίμπα γιατί καταπιάνεται με τη δυτική στιχουργική, εκείνη την ίδια που θα σταθεί η βασική αφορμή για τη διαμόρφωση εθνικών, μουσικών σκηνών. Ο Πρίμπας, ειλικρινής και με σεβασμό εμπρός στο στίχο που είναι πια συνείδηση της νεότητας και του οράματος, αναπλάθει τους στίχους, αναγνωρίζοντας την ειδική σημασία της μουσικής επένδυσης και τη βαθιά οικονομία του λόγου. Τα τραγούδια του Πρίμπα, η Λούσυ, οι παράξενοι άνθρωποι, οι φονιάδες της βροχής, η Ελεονώρα Ρίγκμπυ συνιστούν τα σύμβολα μιας εποχής και μιας αλήθειας. Η Poesia volgare του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το άτοπο και το απερίγραπτο ως έκφραση του προσώπου και της εποχής του, η πραγματική μαγεία που είναι το πνεύμα του όντος και της δημιουργίας, οι μονομέρειες που δεν έχουν θέση καθώς κορυφώνεται η μουσική δράση. Η φύση και η ζωντανή ποσότητα, η μυθική μνήμη του τραγουδιού, η φαντασία, όχι ως φυγή από την πραγματικότητα αλλά σαν προβολή στο μέλλον και σαν γενναία, μεταμορφωτική επέμβαση στις συνθήκες ενός παλιού παρόντος, είναι πάντα αυτή που επιτέλεσε το θαύμα, υπογραμμίζει ο Οδυσσέας Ελύτης. Στην ελευθερία την ίδια χρωστούν τα τραγούδια την αναλλοίωτη νεότητά τους.

Επισημαίνουμε και πάλι την ευεργετική επίδραση των μεταφράσεων του Πρίμπα. Σε εκείνους που βίωσαν την εποχή και την αναπαράγουν σαν μνήμη. Μα και στους άλλους, σ΄εμάς που γυρεύουμε να ερμηνεύσουμε τα θαύματα, να αναβιώσουμε τα αισθήματα και τις διαφυγές μιας αιώνιας, μελωδικής άνοιξης. Τα τραγούδια του Γιώργου Πρίμπα, μεταφρασμένα εξαιρετικά από τον ίδιο ή πρωτότυπα στα γήπεδα και τις μουσικές σκηνές θα΄ναι πάντα τα λαϊκά μιας αιώνιας νιότης.