31 Ιανουαρίου 2014

Χριστιανική ριζοσπαστικότητα και Αριστερά [Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος]


Χριστιανική ριζοσπαστικότητα και Αριστερά

«Εμείς βλέπουμε ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα
στην πρωτοπορία του κινήματόςμας και η συμβολή
του Κλήρου που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη»
Άρης Βελουχιώτης

«Η δική μας επανάσταση σφύζει από χριστιανικά ιδεώδη…
η Επανάσταση και ο Χριστιανισμός δεν είναι δύο πράγματα αντίθετα»
Ντανιέλ Ορτέγκα 

Ποιος θα περίμενε μια καρναβαλική εκδήλωση να επαναφέρει τον προβληματισμό για τη σχέση της Αριστεράς με τη θρησκεία; Κείμενα, σχόλια, παρεμβάσεις δημοσιεύθηκαν στο Διαδίκτυο, άλλοτε συνεισφέροντας σε έναν ουσιαστικό διάλογο και άλλοτε προκαλώντας θλίψη, αφού επιβεβαίωναν για ακόμη μια φορά ότι η πατρίδα μας είναι ο τόπος των «παράλληλων μονολόγων». Εντύπωση μας προκάλεσε ο δογματισμός ορισμένων αριστερών, υπερασπιστών «της μαχόμενης αθεΐας και του αντικληρικαλισμού», η επιθετικότητά τους σε ό,τι θυμίζει «θρησκεία». Πιστεύαμε ότι οι εποχές των γενικεύσεων, του «άσπρου-μαύρου», των διαχωριστικών γραμμών και της «ιδεολογικής καθαρότητας» είχαν παρέλθει προ πολλού. 
Την κριτική τους στα ιστορικά λάθη του Χριστιανισμού την κατανοώ και προσυπογράφω. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπήρξαν εποχές που ο Χριστιανισμός έπαψε να είναι η θρησκεία του Σταυρού και των Σταυρωμένων και ταυτίστηκε με τους Σταυρωτές (Ν. Μπερδιάεφ). Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ιεράρχες στις μέρες μας απόλυτα ασυνεπείς έναντι του Ευαγγελικού μηνύματος για αγάπη, ελευθερία και δικαιοσύνη, ιεράρχες υπεύθυνοι για τον εκφυλισμό της χριστιανικής πίστης. Αυτό, όμως, απέχει πολύ από το να φθάνουμε στο σημείο της άρνησης ακόμη και του στοιχειώδους σεβασμού της θρησκευτικής πίστης των λαϊκών μαζών, της χρησιμοποίησης αναληθών πληροφοριών για τεκμηρίωση των απόψεών μας (π.χ. τα επαναστατικά κινήματα της Λατ. Αμερικής δεν είχαν καμιά σχέση με τη χριστιανική πίστη) αλλά και της δημοσιοποίησης παρεμβάσεων προσβλητικών για το θρησκευτικό βίωμα των πιστών. Το τελευταίο, μάλιστα, μου έφερε στο νου τη θέση του Λένιν. Κάποτε, αναφερόμενος στους θρησκευόμενους εργάτες που ήταν μέλη του κόμματος τόνιζε: «Είμαστε ανεπιφύλακτα ενάντια στην παραμικρή προσβολή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων». (Άπαντα,τ.17,σελ.422 Ρωσ. Εκδ.).
Το ερώτημα είναι απλό και σαφές. Μπορούμε να κάνουμε πολιτική, να σχεδιάζουμε το μέλλον αγνοώντας τα ιστορικά δεδομένα και τη σύγχρονη πραγματικότητα, όταν μάλιστα επικαλούμαστε διαρκώς την επιστημονικότητα και τον ορθολογισμό; Μπορούμε να μιλάμε απαξιωτικά για τη δυναμική των πολιτικοποιημένων χριστιανών και τη συμβολή τους στην κοινωνική αλλαγή σε παγκόσμιο επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες όταν η διεθνής βιβλιογραφία μιλάει για το αντίθετο; Το Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ σε έκδοσή του για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα το 1974 αναφέρει: «Ένα από τα αξιοσημείωτα φαινόμενα του καιρού μας είναι η προσχώρηση πλατιών μαζών θρησκευόμενων στον αντιιμπεριαλιστικό και αντιμονοπωλιακό αγώνα…». Είναι δυνατόν να αγνοούμε ή να κάνουμε ότι αγνοούμε την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής; Ξεχνάμε ότι στην επαναστατική κυβέρνηση των Σαντινίστας συμμετείχαν επιφανείς κληρικοί (Ερνέστο Καρντενάλ, Μιγκέλ Ντ Εσκότο, Φερνάντο Καρντενάλ); Ξεχνάμε τη θυσία του αντάρτη παπά Καμίλο Τόρες, ηγέτη του λαϊκού κινήματος της Κολομβίας; Τη δράση του Χέλντερ Καμάρα και των συνοδοιπόρων του στη Βραζιλία; Τη δολοφονία του αρχιεπισκόπου των φτωχών και ανυπεράσπιστων στο Σαλβαντόρ, Όσκαρ Ρομέρο; Το θεολόγο Φερνάντο Λούγκο, τον άνθρωπο που ηγήθηκε του κινήματος για την ανατροπή της παραγουανής δικτατορίας; Τον Σάμουελ Ρουίς, επίσκοπο των φτωχών Ινδιάνων, υποστηρικτή των Ζαπατίστας και συνεργάτη του Μάρκος; Τον Τσάβες και τον Μαδούρο στη Βενεζουέλα; Τον π. Αριστίντ στην Αϊτή, τους χριστιανοσοσιαλιστές στη Χιλή; Τους χιλιάδες μοναχούς και μοναχές, θεολόγους, κληρικούς κατηχητές και κατηχήτριες που διώχθηκαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν από τα όργανα των δικτατόρων;
Δεν θα επεκταθώ λεπτομερώς στην εμπειρία της ριζοσπαστικής πολιτικής δράσης των χριστιανών στις άλλες ηπείρους και τη συμμετοχή τους σε κινήματα με μεγάλη ή μικρότερη εμβέλεια, αλλά δεν μπορώ να μην αναφερθώ -έστω επιγραμματικά- στη συμβολή της «Μαύρης Θεολογίας» στον αγώνα των έγχρωμων αδελφών μας σε Αφρική και Β. Αμερική, καθώς επίσης και στη μαχητική πολιτική δράση των χριστιανών της Ν.Α. Ασίας που σέρνονταν κατά εκατοντάδες, κληρικοί και λαϊκοί, στις φυλακές της Ν. Κορέας και των Φιλιππίνων. Κλείνω θυμίζοντας στους φίλους της «αριστερής μαχητικής αθεΐας» ότι τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής στην πατρίδα μας, στο ΕΑΜ συμμετείχαν χιλιάδες ιερείς και περισσότεροι από 10 επίσκοποι, μερικοί από τους οποίους είχαν ηγετικό ρόλο μέσα στην οργάνωση (Διονύσιος Μηθύμνης, Ειρηναίος Σάμου, Ιωακείμ Κοζάνης, Αντώνιος Ηλείας κ.ά.). Τέλος, οφείλω να μνημονεύσω την αντιδικτατορική δράση (1967-‘74) των χριστιανοσοσιαλιστών της Χριστιανικής Δημοκρατίας του Ν. Ψαρουδάκη αλλά και σπουδαίων κληρικών όπως ο π. Γιώργης Πυρουνάκης, ο παπα-Γαβαλάς κ.ά. 
Αναρωτιέμαι πώς ένας αριστερός μπορεί να αγνοεί τόσο σημαντικές πλευρές στην ιστορία του λαϊκού κινήματος που τις έγραψαν χριστιανοί. Αν το κίνημα πρέπει να ξαναγράψει Ιστορία και να προχωρήσει μπροστά, πρέπει να επωφεληθεί από την ιστορική πείρα και να απλώσει το χέρι σε συμμαχίες κι όχι να πορεύεται με γνώμονα την αλαζονεία της πρωτοπορίας και το δογματισμό που έκλεισε την επανάσταση στη μούχλα των κομματικών γραφείων και τελικά την οδήγησε στην απαξίωση.

Ανδρέας Χ. Αργυρόπουλος 
Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων


πηγή: εδώ


29 Ιανουαρίου 2014

Άυπνο με ολίγη από μέθη [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΑΫΠΝΟ ΜΕ ΟΛΙΓΗ ΑΠΟ ΜΕΘΗ

Διατηρώ κομμάτια θρύψαλα της αλκυονίδας μέρας
σε φορμόλη υπομονής
χημική αντίδραση εξουδετέρωσης
      ηθικόν ακμαιότατον

Ωστόσο,
-λέξη για κορεσμένο υδραργυρικό
γράφημα τούτη-
φτεροκοπά η σκέψη
σε αλκυόνα χιονοθύελλα

Στα όνειρα,
-κάποια ινδιάνικη φυλή το πίστευε-
το άρωμα κανέλας
καβαλά τα σύννεφα
και μπερδεύει τις μοίρες
έτσι ίσα-ίσα που προλάβαιναν
να μείνουν νέοι
οι τένοντες έρωτες

Δυο ρουφηξιές άνοιξη εξ' άλλου
γραμμένο τον έχει τον χειμώνα
κι αν πεις για Μεγαλοβδόμαδο
σταυρώθηκε το ποίημα

Γυρνώντας πλευρό βέβαια
αλλάζουν όλα

Οι χρυσοθήρες κερνούν παγετώνες
τις στάμνες της Κανά
η Βηθλεέμ έρημη πόλις
φτωχάστερη και παγωμένη

Και η υπομονή μου
κομμένο-άδειο κεφάλι
σαν αυτό που κλότσαγαν οι Σκύθες
για να διασκεδάζουν
το θάνατο της αλκυόνας μέρας.

27 Ιανουαρίου 2014

Βασίλης Κομπορόζος - Sir Gawain and Green Knight




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εξηκοστό ένατο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τo αφηγηματικό ποίημα: "Sir Gawain and Green Knight" σε μετάφραση Βασίλη Κομπορούζου.

Cecil Taylor - The Tree of Life




















Cecil Taylor plays piano solo

1. Period 1 -   1:08
2. Period 2 - 44:28
3. Period 3 - 21:29
4. Period 4 -   3:41
5. Period 5 -   2:41

26 Ιανουαρίου 2014

(Την άλλη φορά)


Την άλλη φορά.
Ψάχνει για το φως.
"Να σε βλέπω", μου λέει.

(24.01.2014)

The Song of Hiawatha - 4 - Hiawatha and Mudjekeewis [Henry W. Longfellow]

4. Ο Hiawatha και ο Mudjekeewis 

Μετά την παιδική προς την αντρική ηλικία
Ο Hiawatha μου είχε τώρα αναπτυχθεί,
Σ’ όλες τις τέχνες του κυνηγιού εξειδικεύτηκε,
Όλες τις παραδόσεις απ’ τους γέροντες έμαθε,
Σ’ όλα τα νεανικά αθλήματα και χόμπι,
Σ’ όλες τι αντρικές τις τέχνες και τις εργασίες μυήθηκε.

Ταχύτατος στο τρέξιμο ο Hiawatha ήτανε·
Να εξακοντίσει ένα βέλος μπορούσε,
Και με τόση γρηγοράδα προς τα μπρος να τρέξει,
Ώστε το βέλος πίσω του να πέσει!
Πολύ δυνατός στα μπράτσα ο Hiawatha ήτανε·
Να εξακοντίσει δέκα βέλη προς τα πάνω μπορούσε,
Με τέτοια δύναμη και σβελτάδα να τα εξακοντίσει,
Ώστε το δέκατο να ‘χει τη χορδή του τόξου αφήσει
Προτού στη γη το πρώτο να ‘χει πέσει!

Τα Minjekahwun τα ψευτογάντια * διέθετε
Ψευτογάντια μαγικά από δέρμα ελαφιού φτιαγμένα·
Όταν στα χέρια του τα φορούσε,
Τους βράχους χτυπώντας να σπάσει στα δυο μπορούσε,
Να τους αλέσει σε σκόνη μπορούσε.
Μοκασίνια μαγικά διέθετε,
Μικασίνια μαγικά από δέρμα ελαφιού·
Όταν γύρω απ’ τους αστραγάλους του τα ‘δενε,
Όταν στα πόδια του τα ‘σφιγγε,
Με κάθε δρασκελιά ένα μίλι διένυε!

* γάντια σε δυο μέρη όπου τα τέσσερα δάκτυλα - όλα πλην του αντίχειρα - βρίσκονται μαζί.

Η γριά Nokomis πολύ του αμφισβήτησε
Τον Mudjekeewis, τον πατέρα του·
Απ’ αυτήν το μοιραίο μυστικό έμαθε
Για της μητέρας του την ομορφιά,
Για του πατέρα του τα ψέματα·
Και μέσα του η καρδιά του έκαιγε,
Η καρδιά του σαν πυρωμένος άνθρακας ήτανε.

Τότε αυτός στη γριά Nokomis είπε:
"Στον Mudjekeewis θα πάω,
Να δω πως με τον πατέρα μου θα τα περάσω,
Στου Δυτικού Ανέμου τις πόρτες εισόδου,
Στου ηλιοβασιλέματος της πύλες!"

Και ο Hiawatha απ΄ το κατάλυμά του ξεκίνησε,
Για ταξίδι ντυμένος, για κυνήγι οπλισμένος·
Μ’ ελάφινο πουκάμισο ντυμένος και με περικνημίδες,
Με φτερά και χάντρες πλούσια περιεργασμένα·
Με τα φτερά του στο κεφάλι του αετού,
Απ’ τη μέση του γύρω τη ζώνη με τις ιερές τις Χάντρες,
Στο χέρι του το τόξο από φλαμουριάς ξύλο.
Από τένοντες ταράνδου χορδές·
Βέλη στη φαρέτρα του δρύινα,
Με ίασπη σμιλευμένα, με φτερά να πετούν·
Με τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια του
Με τα μαγεμένα του μοκασίνια.

"Πρόσεχε!" η γριά Nokomis είπε,
"Να μην, ω! Hiawatha!, πας
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο,
Στου Mudjekeewis τα μέρη,
Μήπως και αυτός με τη μαγεία του σε βλάψει,
Μήπως και αυτός με την πονηριά του σε σκοτώσει!"

Αλλά ο ατρόμητος Hiawatha
Της γυναίκα την προειδοποίηση δεν πρόσεξε˙
Στο δάσος αυτός μέσα μπήκε
Και με κάθε δρασκελιά ένα μίλι διένυε˙
Μακάβριος ο ουρανός απ’ αυτόν επάνω φαινότανε,
Μακάβρια η γη απ’ αυτόν(ε) κάτω φαινότανε,
Ζεστός και πνιγερός ο αέρας γύρω του,
Με καπνούς και φλογερούς ατμούς γεμάτος,
Όπως απ’ των ξύλων και των λειμώνων το κάψιμο,
Για χάρη της καρδιάς του που μέσα του έκαιγε,
Που σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Έτσι λοιπόν προς τα δυτικά ταξίδεψε, προς τα δυτικά,
Το γρήγορο ελάφι πίσω του άφησε,
Την αντιλόπη και το βίσωνα πίσω του άφησε˙
Τον ορμητικό Esconaba* διέσχισε
Τον ισχυρό Μισισιπή διέσχισε,
Τα βουνά των λειμώνων πέρασε,
Των κορακιών και των αλεπούδων τα μέρη πέρασε
Τις κατοικίες της φυλής των Μαυροπόδαρων πέρασε,
Στα Βραχώδη Όρη έφτασε,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο,
Όπου στις απόκρημνες βουνοκορφές των ανέμων με  τις έντονες ριπές επάνω,
Ο αρχαίος Mudjekeewis καθόταν,
Των ανέμων τ’ ουρανού ο Νομοθέτης.

* o Esconaba είναι ποταμός που εκβάλει στο βόρειο μέρος της λίμνης Michigan.

Με δέος ο Hiawatha γέμισε
Στη θέα του πατέρα του.
Άγρια στον ολόγυρά του τον αγέρα
Τινάσσονταν οι νεφελώδεις του κοτσίδες και κυμάτιζαν,
Σαν των χιονοπτώσεων τη λάμψη οι κοτσίδες του φωτοβολούσανε,
Σαν τον Ishkoodah τον κομήτη λάμπανε,
Σαν τ’ αστέρι με τις πύρινες κοτσίδες.

Με χαρά ο Mudjekeewis γέμισε
Όταν τον Hiawatha κοίταξε,
Τα νιάτα του μπροστά του να εμφανίζονται είδε
Στου Hiawatha το πρόσωπο,
Της Wenonah την ομορφιά είδε
Από τον τάφο μπροστά του να εμφανίζεται είδε.

"Καλώς όρισες!" αυτός είπε, "Hiawatha,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο
Πολύ καιρό τώρα σε περίμενα
Ωραία η νεότητα είναι, μοναχικά τα γηρατειά είναι,
Φλογερή η νεότητα είναι, παγερά τα γηρατειά είναι˙
Τις μέρες που πέρασαν μου θύμησες,
Τη νεότητα μου του πάθους μου θύμησες,
Και την όμορφη Wenonah!"

Για μέρες πολλές μαζί μιλούσανε
Πλήθος ερωταποκρίσεων, αναμονών και απαντήσεων˙
Περί πολλού ο δυνατός Mudjekeewis
Για την αρχαία του την ανδρεία καυχιότανε
Για τις επικίνδυνες τις περιπέτειές του,
Το ακατάβλητο θάρρος του,
Τ’ άτρωτο σώμα του.

Υπομονετικά ο Hiawatha καθόταν,
Του πατέρα του τις καυχησιές ακούγοντας˙
Μ’ ένα χαμόγελο καθότανε κι άκουγε,
Μήτε απειλή μήτε φοβέρα άρθρωσε,
Μήτε λέξη μήτε ματιά να τον προδώσει,
Αλλά η καρδιά του μέσα του έκαιγε,
Σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Κατόπιν αυτός είπε: "Ω! Mudjekeewis,
Που μπορεί να σε βλάψει υπάρχει τίποτα;
Που να φοβάσαι υπάρχει τίποτα;"
Και ο δυνατός Mudjekeewis,
Μεγάλος κι ευγενής στην έπαρση του,
Απάντησε λέγοντας: "Τίποτα δεν υπάρχει,
Τίποτα πλην του μαύρου εκείνου βράχου,
Τίποτα πλην του μοιραίου Wawbeek!"

Και αυτός τον Hiawatha κοίταξε
Με μια σοφή ματιά και καλοκάγαθη,
Με μια όψη πατρική,
Με την περηφάνια κοίταξε την απ’ την ωραιότητα
Λόγω του ύψους του και της κομψότητας της μορφής του,
Και είπε: "Ω! Hiawatha μου,
Που μπορεί να σε βλάψει υπάρχει κάτι;
Που να φοβάσαι υπάρχει κάτι;"

Αλλά ο προσεκτικός Hiawatha
Ως αν αβέβαιος για λίγο σιωπηλός έμεινε,
Ως αν ν’ ανάλυε σιωπηλός έμεινε,
Και κατόπιν απάντησε: "Τίποτα δεν υπάρχει,
Τίποτα πέρα απ’ το βούρλο εκείνο,
Τίποτα πέρα απ’ το μεγάλο Apukwa!"

Και όπως ο Mudjekeewis, εγειρόμενος,
Το χέρι του άπλωσε το βούρλο να κόψει,
Ο Hiawatha με τρόμο κραύγασε,
Υποκρινόμενος τέλεια τον τρομαγμένο κραύγασε:
"Μη! Μη! Μην το αγγίξεις!"
"Αχ, πραγματικά όχι!" ο Mudjekeewis είπε,
"Πραγματικά όχι, εγώ δε θα το αγγίξω!"

Κατόπιν για άλλα θέματα μιλήσανε˙
Κατά πρώτον για του Hiawatha τ’ αδέλφια,
Για το Wabun πρώτα, τον Ανατολικό Άνεμο,
Το Shawondasee, ύστερα,, το Νοτιά,
Τον Kabibonokka, κατόπιν, το Βόρειο Άνεμο˙
Και μετά για του Hiawatha τη μητέρα,
Για την όμορφη Wenonah,
Για τη γέννησή της στο λιβάδι επάνω,
Για το θάνατό της, σύμφωνα με όσα η γριά Nokomis
Θυμότανε και συσχέτιζε.

Και κραύγασε: "Ω! Mudjekeewis,
Αυτός που τη Wenonah σκότωσε ήσουν εσύ,
Τα νιάτα της και την ομορφιά της πήρε,
Το κρίνο των λειμώνων έσπασε,
Απ’ τα βήματά του κάτω ποδοπατώντας το˙
Παραδέξου το! Ομολόγησέ το!"
Και ο Mudjekeewis ο δυνατός
Στον άνεμο τις κοτσίδες του τίναξε,
Και το γηραιό του το κεφάλι σε αγωνία υποκλίθηκε,
Και μ’ ένα σιωπηλό νεύμα συναίνεσε.

Κατόπιν από όρθιος ο Hiawatha ξεκίνησε,
Και με βλέμμα και χειρονομίες απειλητικές
Το χέρι του πάνω στο μαύρο βράχο ακούμπησε,
Πάνω στο Wawbeek το μοιραίο τ’ ακούμπησε,
Με το Minjekahwun, το ψευτογάντι του, ακούμπησε
Το κομμάτι του κατσάβραχου που προεξείχε στα δύο τ’ ‘σκισε,
Κτυπώντας το και τσακίζοντάς το σε θραύσματα,
Με μανία προς τον πατέρα του εκσφενδονίζοντάς τα,
Τον πλήρη τύψεων Mudjekeewis,
Για χάρη της καρδιάς του που μέσα του έκαιγε,
Που σαν πυρωμένος άνθρακας η καρδιά του ήτανε.

Όμως, τ’ Ανατολικού Ανέμου ο Νομοθέτης
Τα θραύσματα προς τα πίσω επέστρεψε φυσώντας,
Με των ρουθουνιών του την ανάσα,
Με του θυμού του τη θύελλα,
Στον επιτιθέμενό του προς τα πίσω τα επέστρεψε φυσώντας˙
Το Apukwa, το βούρλο, άρπαξε,
Με τις ρίζες του και τις ίνες του το ‘συρε
Από του λιβαδιού την όχθη,
Απ΄ τις λάσπες του το γιγαντιαίο βούρλο έσυρε˙
Επί μακρόν και δυνατά ο Hiawatha γέλασε!

Κατόπιν η φονική σύγκρουση ξεκίνησε,
Χέρι με χέρι στα βουνά ανάμεσα˙
Απ’ την αετοφωλιά του ο αετός φώναξε,
Ο Keneu, ο μεγάλος αετός του πολέμου,
Που στα κατσάβραχα γύρω τους καθόταν,
Που από πάνω τους περιστροφικά γυρίζοντας φτερούγιζε.

Όπως ένα ψηλό δέντρο στη θύελλα
Το γιγαντιαίο βούρλο καμπτότανε κι έδερνε˙
Και σε τεράστια και βαριά κομμάτια
Που συντρίβονταν το μοιραίο το Wawbeek έπεσε˙
Μέχρι που η γη τραντάχτηκε απ’ το σάλο
Και της μάχης τη σύγχυση,
Και κραυγές ο αγέρας γέμισε,
Και των βουνών ξεκινώντας η βροντή,
Αποκρίθηκε: "Μπαμ!"

Ο Mudjekeewis προς τα πίσω υποχώρησε,
Με βιασύνη προς τα δυτικά απ’ τα βουνά πέρα,
Κάτω και προς τα δυτικά των βουνών σκουντουφλώντας,
Για τρεις ολόκληρες ημέρες της μάχης αποσύρθηκε,
Ακόμα όμως απ’ τον Hiawatha καταδιωκόμενος
Προς του Δυτικού Ανέμου τις πόρτες εισόδου,
Προς του ηλιοβασιλέματος της πύλες,
Προς της γης τ’ απώτατα σύνορα,
Όπου στους άδειους χώρους
Ο ήλιος, σα φλαμίνγκο, βυθίζεται
Στη φωλιά του τού σούρουπου πέφτοντας
Στων βάλτων τη μελαγχολία.

"Βάστα!" με δυνατή φωνή ο Mudjekeewis φώναξε,
"Βάστα!", Hiawatha μου, γιέ μου εσύ!
Αδύνατο να με σκοτώσεις είναι,
Γιατί δε σου ‘ναι μπορετό τον αθάνατο να σκοτώσεις.
Εγώ σ’ αυτήν τη δοκιμασία σ’ έχω βάλει,
Αλλά για να μάθεις και το θάρρος σου ν’ αποδείξεις˙
Τώρα το βραβείο της ανδρεία σου δέξου!

"Στο σπίτι σου και στους ανθρώπους πίσω πήγαινε,
Ανάμεσά τους ζήσε, ανάμεσά τους μόχθησε,
Τη γη απ’ όλα που τη βλάπτουν καθαρίστε,
Τα προς αλιεία μέρη και τα ποτάμια καθαρίστε,
Τα τέρατα όλα και τους θαυματοποιούς όλους σκοτώστε,
Τα Wendigoes* όλα, τα γιγαντιαία,
Τα Kenabeeks όλα, τα φίδια,
Έτσι όπως εγώ το Mishe-Mokwa σκότωσα,
Τη Μεγάλη των βουνών Αρκούδα σκότωσα.

* τα Wendigoes είναι μυθικά πλάσματα των ιθαγενών των περιοχών των βόρειων ΗΠΑ και του Καναδά, τα οποία απέναντι στους ανθρώπους είναι κακόβουλα, τους τρώνε ή τους μετατρέπουν σε δούλους τους.

"Κι όταν επιτέλους ο θάνατός σου θα πλησιάζει,
Όταν του Pauguk τ’ απαίσια μάτια
Στο σκοτάδι πάνω σου θ’ αγριοκοιτάζουνε,
Το βασίλειό μου μαζί σου θα μοιραστώ,
Ο Νομοθέτης εφεξής του Βορειοδυτικού Ανέμου θα ‘σαι
Ο Keewaydin, ο Βορειοδυτικός Άνεμος,
Ο Keewaydin, των Ανέμων το Σπίτι."

Έτσι στην περίφημη εκείνη μάχη πολεμήσανε
Στις φοβερές του πάλαι ποτέ τις μέρες,
Στις ημέρες που μακράν έχουν παρέλθει,
Στου Δυτικού Ανέμου το βασίλειο.
Ο κυνηγός ακόμα τα ίχνη της βλέπει
Σε πλήθος λόφων και κοιλάδων διάσπαρτα˙
Το γιγαντιαίο βούρλο ν’ αναπτύσσεται βλέπει
Παρά τις λιμνούλες και παρά των νερών τους δρόμους,
Του Wawbeek τα κομμάτια βλέπει
Σε κάθε να κείτονται κοιλάδα.

Προς το σπίτι τώρα ο Hiawatha επέστρεφε˙
Ολόγυρά του το τοπίο ευχάριστο του ‘τανε,
Από πάνω του ο αέρας ευχάριστος του ‘τανε
Γιατί απ’ αυτόν ολοκληρωτικά είχανε φύγει:
Του θυμού του η πικράδα,
Απ’ το μυαλό του της εκδίκησης η σκέψη,
Απ’ την καρδιά του ο πυρετός που ‘καιγε.

Μόνο μια φορά το ρυθμό του χαλάρωσε,
Μόνο μια φορά δίστασε ή σταμάτησε,
Για ν’ αγοράσει των βελών τις μύτες σταμάτησε
Απ’ τους αρχαίους κατασκευαστές βελών,
Στων Dacotahs τη χώρα
Όπου του Minnehaha οι καταρράκτες
Μεταξύ των βελανιδιών αστράφτουνε και λάμπουνε,
Προς την κοιλάδα γελούνε και ανασκιρτούνε.

Οι αρχαίοι κατασκευαστές βελών εκεί
Από ψαμμίτη των βελών τις μύτες φτιάχνουνε,
Μύτες βελών από χαλκηδόνιο λίθο,
Μύτες βελών από πυρόλιθο και ίασπη,
Λειασμένες στ’ άκρα κι ακονισμένες,
Σκληρές και γυαλισμένες, οξείες και δαπανηρές.

Μαζί του η μαυρομάτα η κόρη κατοίκησε,
Όπως ο Minnehaha δύστροπη,
Με τις από σκιά και ηλιόφως διαθέσεις της,
Με στα μάτια το χαμόγελο και το συνοφρύωμα να εναλλάσσονται,
Με πόδια τόσο γρήγορα όσο το ποτάμι,
Με κοτσίδες όπως το νερό να ρέουνε,
Και με το μουσικό της το γέλιο:
Και απ’ του ποταμού τ’ όνομα την ονόμασε,
Απ’ των καταρρακτών τ’ όνομα την ονόμασε,
Η Minnehaha, το Γελαστό Νερό.

Τότε ήτανε για των βελών τις μύτες,
Μύτες βελών από χαλκηδόνιο λίθο,
Μύτες βελών από πυρόλιθο και ίασπη,
Που ο Hiawatha μου σταμάτησε
Στων Dacotahs τη χώρα;

Δεν ήταν για να δει την κόρη,
Το πρόσωπο του Γελαστού Νερού να δει
Πίσω απ’ την κουρτίνα να κρυφοκοιτάζει,
Των ενδυμάτων της το θρόισμα ν’ ακούσει
Πίσω απ’ την κουρτίνα που κυμάτιζε,
Όπως κάποιος το Minnehaha βλέπει
Μες απ τα κλαδιά να λάμπει και ν’ αστράφτει,
Όπως κάποιος τον καταρράκτη ακούει
Πίσω από των κλαδιών το παραπέτασμα;

Ποιος, τις σκέψεις και τα οράματα θα πει
Που τα φλογερά μυαλά των νέων ανδρών πλημμυρίζουνε;
Ποιος, τις ομορφιάς τα όνειρα θα πει
Που την καρδιά του Hiawatha πλημμυρίζανε;
Όλα αυτός στη γριά Nokomis τα είπε,
Όταν στο κατάλυμά του την ώρα της δύσης έφτασε,
Όλα για τη συνάντηση με τον πατέρα του,
Όλα για την πάλη του με τον Mudjekeewis˙
Μα ούτε λέξη για τα βέλη,
Μα ούτε λέξη για το Γελαστό Νερό δεν είπε.


IV. Hiawatha and Mudjekeewis

Out of childhood into manhood
Now had grown my Hiawatha,
Skilled in all the craft of hunters,
Learned in all the lore of old men,
In all youthful sports and pastimes,
In all manly arts and labors.

Swift of foot was Hiawatha;
He could shoot an arrow from him,
And run forward with such fleetness,
That the arrow fell behind him!
Strong of arm was Hiawatha;
He could shoot ten arrows upward,
Shoot them with such strength and swiftness,
That the tenth had left the bow-string
Ere the first to earth had fallen!

He had mittens, Minjekahwun,
Magic mittens made of deer-skin;
When upon his hands he wore them,
He could smite the rocks asunder,
He could grind them into powder.
He had moccasins enchanted,
Magic moccasins of deer-skin;
When he bound them round his ankles,
When upon his feet he tied them,
At each stride a mile he measured!

Much he questioned old Nokomis
Of his father Mudjekeewis;
Learned from her the fatal secret
Of the beauty of his mother,
Of the falsehood of his father;
And his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

Then he said to old Nokomis,
"I will go to Mudjekeewis,
See how fares it with my father,
At the doorways of the West-Wind,
At the portals of the Sunset!"

From his lodge went Hiawatha,
Dressed for travel, armed for hunting;
Dressed in deer-skin shirt and leggings,
Richly wrought with quills and wampum;
On his head his eagle-feathers,
Round his waist his belt of wampum,
In his hand his bow of ash-wood,
Strung with sinews of the reindeer;
In his quiver oaken arrows,
Tipped with jasper, winged with feathers;
With his mittens, Minjekahwun,
With his moccasins enchanted.

Warning said the old Nokomis,
"Go not forth, O Hiawatha!
To the kingdom of the West-Wind,
To the realms of Mudjekeewis,
Lest he harm you with his magic,
Lest he kill you with his cunning!"

But the fearless Hiawatha
Heeded not her woman's warning;
Forth he strode into the forest,
At each stride a mile he measured;
Lurid seemed the sky above him,
Lurid seemed the earth beneath him,
Hot and close the air around him,
Filled with smoke and fiery vapors,
As of burning woods and prairies,
For his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

So he journeyed westward, westward,
Left the fleetest deer behind him,
Left the antelope and bison;
Crossed the rushing Esconaba,
Crossed the mighty Mississippi,
Passed the Mountains of the Prairie,
Passed the land of Crows and Foxes,
Passed the dwellings of the Blackfeet,
Came unto the Rocky Mountains,
To the kingdom of the West-Wind,
Where upon the gusty summits
Sat the ancient Mudjekeewis,
Ruler of the winds of heaven.

Filled with awe was Hiawatha
At the aspect of his father.
On the air about him wildly
Tossed and streamed his cloudy tresses,
Gleamed like drifting snow his tresses,
Glared like Ishkoodah, the comet,
Like the star with fiery tresses.

Filled with joy was Mudjekeewis
When he looked on Hiawatha,
Saw his youth rise up before him
In the face of Hiawatha,
Saw the beauty of Wenonah
From the grave rise up before him.

"Welcome!" said he, "Hiawatha,
To the kingdom of the West-Wind
Long have I been waiting for you
Youth is lovely, age is lonely,
Youth is fiery, age is frosty;
You bring back the days departed,
You bring back my youth of passion,
And the beautiful Wenonah!"

Many days they talked together,
Questioned, listened, waited, answered;
Much the mighty Mudjekeewis
Boasted of his ancient prowess,
Of his perilous adventures,
His indomitable courage,
His invulnerable body.

Patiently sat Hiawatha,
Listening to his father's boasting;
With a smile he sat and listened,
Uttered neither threat nor menace,
Neither word nor look betrayed him,
But his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

Then he said, "O Mudjekeewis,
Is there nothing that can harm you?
Nothing that you are afraid of?"
And the mighty Mudjekeewis,
Grand and gracious in his boasting,
Answered, saying, "There is nothing,
Nothing but the black rock yonder,
Nothing but the fatal Wawbeek!"

And he looked at Hiawatha
With a wise look and benignant,
With a countenance paternal,
Looked with pride upon the beauty
Of his tall and graceful figure,
Saying, "O my Hiawatha!
Is there anything can harm you?
Anything you are afraid of?"

But the wary Hiawatha
Paused awhile, as if uncertain,
Held his peace, as if resolving,
And then answered, "There is nothing,
Nothing but the bulrush yonder,
Nothing but the great Apukwa!"

And as Mudjekeewis, rising,
Stretched his hand to pluck the bulrush,
Hiawatha cried in terror,
Cried in well-dissembled terror,
"Kago! kago! do not touch it!"
"Ah, kaween!" said Mudjekeewis,
"No indeed, I will not touch it!"

Then they talked of other matters;
First of Hiawatha's brothers,
First of Wabun, of the East-Wind,
Of the South-Wind, Shawondasee,
Of the North, Kabibonokka;
Then of Hiawatha's mother,
Of the beautiful Wenonah,
Of her birth upon the meadow,
Of her death, as old Nokomis
Had remembered and related.

And he cried, "O Mudjekeewis,
It was you who killed Wenonah,
Took her young life and her beauty,
Broke the Lily of the Prairie,
Trampled it beneath your footsteps;
You confess it! you confess it!"
And the mighty Mudjekeewis
Tossed upon the wind his tresses,
Bowed his hoary head in anguish,
With a silent nod assented.

Then up started Hiawatha,
And with threatening look and gesture
Laid his hand upon the black rock,
On the fatal Wawbeek laid it,
With his mittens, Minjekahwun,
Rent the jutting crag asunder,
Smote and crushed it into fragments,
Hurled them madly at his father,
The remorseful Mudjekeewis,
For his heart was hot within him,
Like a living coal his heart was.

But the ruler of the West-Wind
Blew the fragments backward from him,
With the breathing of his nostrils,
With the tempest of his anger,
Blew them back at his assailant;
Seized the bulrush, the Apukwa,
Dragged it with its roots and fibres
From the margin of the meadow,
From its ooze the giant bulrush;
Long and loud laughed Hiawatha!

Then began the deadly conflict,
Hand to hand among the mountains;
From his eyry screamed the eagle,
The Keneu, the great war-eagle,
Sat upon the crags around them,
Wheeling flapped his wings above them.

Like a tall tree in the tempest
Bent and lashed the giant bulrush;
And in masses huge and heavy
Crashing fell the fatal Wawbeek;
Till the earth shook with the tumult
And confusion of the battle,
And the air was full of shoutings,
And the thunder of the mountains,
Starting, answered, "Baim-wawa!"

Back retreated Mudjekeewis,
Rushing westward o'er the mountains,
Stumbling westward down the mountains,
Three whole days retreated fighting,
Still pursued by Hiawatha
To the doorways of the West-Wind,
To the portals of the Sunset,
To the earth's remotest border,
Where into the empty spaces
Sinks the sun, as a flamingo
Drops into her nest at nightfall
In the melancholy marshes.

"Hold!" at length cried Mudjekeewis,
"Hold, my son, my Hiawatha!
'T is impossible to kill me,
For you cannot kill the immortal
I have put you to this trial,
But to know and prove your courage;
Now receive the prize of valor!

"Go back to your home and people,
Live among them, toil among them,
Cleanse the earth from all that harms it,
Clear the fishing-grounds and rivers,
Slay all monsters and magicians,
All the Wendigoes, the giants,
All the serpents, the Kenabeeks,
As I slew the Mishe-Mokwa,
Slew the Great Bear of the mountains.

"And at last when Death draws near you,
When the awful eyes of Pauguk
Glare upon you in the darkness,
I will share my kingdom with you,
Ruler shall you be thenceforward
Of the Northwest-Wind, Keewaydin,
Of the home-wind, the Keewaydin."

Thus was fought that famous battle
In the dreadful days of Shah-shah,
In the days long since departed,
In the kingdom of the West-Wind.
Still the hunter sees its traces
Scattered far o'er hill and valley;
Sees the giant bulrush growing
By the ponds and water-courses,
Sees the masses of the Wawbeek
Lying still in every valley.

Homeward now went Hiawatha;
Pleasant was the landscape round him,
Pleasant was the air above him,
For the bitterness of anger
Had departed wholly from him,
From his brain the thought of vengeance,
From his heart the burning fever.

Only once his pace he slackened,
Only once he paused or halted,
Paused to purchase heads of arrows
Of the ancient Arrow-maker,
In the land of the Dacotahs,
Where the Falls of Minnehaha
Flash and gleam among the oak-trees,
Laugh and leap into the valley.

There the ancient Arrow-maker
Made his arrow-heads of sandstone,
Arrow-heads of chalcedony,
Arrow-heads of flint and jasper,
Smoothed and sharpened at the edges,
Hard and polished, keen and costly.

With him dwelt his dark-eyed daughter,
Wayward as the Minnehaha,
With her moods of shade and sunshine,
Eyes that smiled and frowned alternate,
Feet as rapid as the river,
Tresses flowing like the water,
And as musical a laughter:
And he named her from the river,
From the water-fall he named her,
Minnehaha, Laughing Water.

Was it then for heads of arrows,
Arrow-heads of chalcedony,
Arrow-heads of flint and jasper,
That my Hiawatha halted
In the land of the Dacotahs?

Was it not to see the maiden,
See the face of Laughing Water
Peeping from behind the curtain,
Hear the rustling of her garments
From behind the waving curtain,
As one sees the Minnehaha
Gleaming, glancing through the branches,
As one hears the Laughing Water
From behind its screen of branches?

Who shall say what thoughts and visions
Fill the fiery brains of young men?
Who shall say what dreams of beauty
Filled the heart of Hiawatha?
All he told to old Nokomis,
When he reached the lodge at sunset,
Was the meeting with his father,
Was his fight with Mudjekeewis;
Not a word he said of arrows,
Not a word of Laughing Water.



όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.

25 Ιανουαρίου 2014

Aqualung [Ian Anderson – Jethro Tull]


O Aqualung*

Σ’ ένα του πάρκου παγκάκι καθισμένος
τα μικρά κορίτσια κοιτάζοντας με πρόθεση κακή.
Απ’ τη μύτη του μύξες τρέχουνε
και τα λιπαρά του δάκτυλα τ’ άθλιά του τα ρούχα πασαλείβουνε.  
Υπό τον παγωμένο ήλιο στεγνώνει
Τα επιθυμητά σλιπάκια να τρέχουνε κοιτώντας.
Σα θανατοποινίτης νιώθοντας
Τα κομμάτια της κατεστραμμένης του φτύνοντας ζωής.

Του ήλιου οι ακτίνες παγωμένες
στην περιπλανώμενη ενός γέρου τη μοναξιά.
Απλά ο χρόνος να περνά
Το μοναδικό πράγμα που γνωρίζει.
Με τη γάμπα του άσχημα πληγωμένη,
καθώς να μαζέψει καν’ αποτσίγαρο σκύβει
στο βούρκο κατεβαίνει
και τα πόδια του ζεσταίνει.

Στη μοναξιά σου εσύ
καθώς το πλήθος στους δρόμους βαδίζει
την trendy σωτηρία
και μια κούπα με τσάι.

Aqualung φίλε μου
μην ανήσυχος φύγεις μακριά
φτωχέ μου εσύ γέρε αποκρουστικέ, βλέπεις: μόνον εγώ είμαι.
Μήπως θυμάσαι ακόμα
του Δεκέμβρη την ομιχλώδη παγωνιά;
όταν ο πάγος
που στα γένια σου κολλά
κραυγής μαρτύριο είναι.
Και τις γοργές τις τελευταίες σου ανάσες τις αρπάζεις
με σαν της βαθιάς της θάλασσας του δύτη τους ήχους,
και τα λουλούδια ανθίζουνε
όπως την άνοιξη τρελά.

*Aqualung, το όνομα του γέρου άστεγου, σημαίνει κατά λέξη τον αναπνευστήρα των δυτών.




Sitting on the park bench
eyeing little girls with bad intent.
Snot is running down his nose
greasy fingers smearing shabby clothes.
Drying in the cold sun
Watching as the frilly panties run.
Feeling like a dead duck
spitting out pieces of his broken luck.

Sun streaking cold
an old man wandering lonely.
Taking time
the only way he knows.
Leg hurting bad,
as he bends to pick a dog-end
he goes down to the bog
and warms his feet.

Feeling alone
the army's up the rode
salvation  à la mode and
a cup of tea.

Aqualung my friend
don't you start away uneasy
you poor old sod, you see, it's only me.
Do you still remember
December's foggy freeze?
when the ice that
clings on to your beard is
screaming agony.
And you snatch your rattling last breaths
with deep-sea-diver sounds,
and the flowers bloom like
madness in the spring.


Ακούστε το εδώ.

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

24 Ιανουαρίου 2014

Ανακάλυψη [Τάσος Λειβαδίτης]

Κι όπως όλοι σε αγνόησαν έγινες η μεγάλη άγνωστη έρημος,
όπου πολλοί θ’ αφήσουν τα κόκαλα τους…




...............................................


Φυσικά, η στατιστική κατισχύει και υποθέτω ο μονόχειρας, τις κρίσιμες ώρες της επιλογής, στο επέκεινα θα κούρδιζε το Stradivarius. Η δημοκρατική επιλογή μεταξύ των υποψηφίων (σ.σ ελάχιστων εκούσια υποψηφίων) από εκατόν είκοσι λογοτέχνες και το αδιάβλητο είναι δεδομένα. Οι επιλογές εξάλλου έχουν να κάνουν με τουλάχιστον πολύ καλά βιβλία και η τυχόν καθολική ψηφοφορία θα αναδείκνυε το απολύτως κωμικοτραγικό της  κοινωνίας μας. Απλά τέτοιες διαδικασίες (σ.σ όπως και οι κάθε είδους λογοτεχνικοί διαγωνισμοί) δεν έχουν κανένα, μα κανένα όμως, λογοτεχνικό νόημα. Ίσως εμπορικό και αυτό πρόσκαιρα. Και βέβαια, όπως και να το κάνουμε, απουσίες δημιουργών όπως: ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Καρούζος και η Κατερίνα Γώγου βγάζουν μάτι.

23 Ιανουαρίου 2014

Σιωπές [Ελένη Κοφτερού]


Σιωπές 

Συλλέγοντας την τρυφηλή σιωπή σου
όταν η αυγή τ’ αστέρια σκουπίζει 
τις άηχες λέξεις προσεκτικά στοιβάζω 
σε καλάθι μικρό 
μα θέλω να σου πω 
ότι δεν κρατώ «μικρό καλάθι» κατά τις υποδείξεις
το ζήτημα είναι κυρίως χωροταξικό
στριμωγμένες ας είναι 
με τις ανάσες να ζεσταίνονται οι ενάλιες λέξεις 
σ’ ετούτη την αθόρυβη φάτνη
που απ’ τα μάτια των μάγων κρατώ μακριά 

Αναρωτιέμαι  μήπως δεν πράττω σωστά
αφού οι μάγοι 
της σιγαλιάς το αλφάβητο από πάντα γνωρίζουν 
όσο για τα αδηφάγα των ανθρώπων τα βλέμματα 
ούτε συζήτηση 
με τίποτε στον κόσμο 
τις άλαλες λέξεις μας 
για σταύρωση δεν προορίζω

Λεφτά Υπάρχουν!






























21 Ιανουαρίου 2014

The Song of Hiawatha - 3 - Hiawatha's Childhood [Henry W. Longfellow]

3. Τα Παιδικά Χρόνια του Hiawatha

Προς τα κάτω την ώρα του εσπερινού λυκόφωτος,
Στις μέρες που ξεχασμένες είναι,
Στις εποχές που στη λήθη έχουνε πέσει,
Απ’ την πανσέληνο η Nokomis έπεσε,
Η όμορφη Nokomis έπεσε,
Μια γυναίκα αυτή, αλλά μητέρα όχι.

Αυτή με τις γυναίκες της έπαιζε,
Σε μια από κλαδιά αμπελιών κούνια αιωρούνταν,
Όταν η ανταγωνίστριά της που είχε απορριφθεί,
Με ζήλια και εμπάθεια γεμάτη
Τη φυλλώδη κούνια στα δύο έκοψε
Τα περιπλεγμένα κλαδιά των αμπελιών στα δύο έκοψε,
Και η Nokomis έντρομη έπεσε
Προς τα κάτω την ώρα του εσπερινού λυκόφωτος,
Στο Muskoday, το λιβάδι,
Στον ανθοφορία γεμάτο το λειμώνα.
"Κοιτάξτε! Ένα πεφταστέρι!" οι άνθρωποι είπαν˙
"Από τον ουρανό έν’ αστέρι πέφτει!"

Εκεί, ανάμεσα στις φτέρες και τα βρύα,
Εκεί, ανάμεσα στων λειμώνων τα κρίνα,
Στο Muskoday, το λιβάδι,
Υπό του φεγγαριού και των άστρων το φως,
Η ξανθή Nokomis μια κόρη έφερε στον κόσμο.
Και Wenonah τ’ όνομα που της έδωσε,
Ως την πρώτη απ’ τις κόρες που γέννησε.
Και της Nokomis η κόρη
Σαν των λειμώνων τα κρίνα μεγάλωσε,
Κι έγινε μια ψηλή και καλλίγραμμη κόρη,
Με του φεγγαρόφωτος την ομορφιά,
Με του φωτός των άστρων την ομορφιά.

Και συχνά η Nokomis την προειδοποιούσε,
Διαρκώς λέγοντάς της και επαναλαμβάνοντας:
"Ω, τον Mudjekeewis να προσέχεις,
Τον Mudjekeewis το Δυτικό Άνεμο˙
Τι σου λέει να μην τ’ ακούς˙
Στο λιβάδι επάνω να μην ξαπλώνεις,
Στα κρίνα ανάμεσα να μη σκύβεις,
Για το φόβο, ο Δυτικός Άνεμος, να ‘ρθει να σε βλάψει!"

Αλλά την προειδοποίηση δεν την πρόσεξε,
Τα λόγια αυτά της σοφίας δεν τα πρόσεξε,
Και τ’ απόγευμα ο Δυτικός Άνεμος ήρθε,
Ανάλαφρα κινούμενος στο λειμώνα επάνω,
Στα φύλλα ψιθυρίζοντας και στ’ άνθη,
Τα λουλούδια χαμηλά κάμπτοντας και τα χορτάρια,
Την όμορφη ανακάλυψε τη Wenonah,
Εκεί, ανάμεσα στα κρίνα, να κείτεται,
Με τα λόγια του την κορτάρισε τα ολόγλυκα,
Με τ’ απαλά του τα χάδια μαζί της ερωτοτρόπησε,
Μέχρι που εκείνη ένα γιο μέσα σε θλίψη γέννησε,
Ένα γιο από αγάπη και θλίψη γέννησε.

Έτσι ο Hiawatha μου γεννήθηκε,
Έτσι το θαυμαστό παιδί γεννήθηκε˙
Αλλά της Nokomis η κόρη,
Του Hiawatha η ευγενική μητέρα,
Μες σε οδύνες έρημη πέθανε
Απ’ τον ψεύτη κι άπιστο Δυτικό Άνεμο,
Απ’ τον άκαρδο Mudjekeewis.

Επί μακρόν και δυνατά για την κόρη της
Θρηνούσε η πικραμένη Nokomis και έκλαιγε˙
"Αχ, να ήμουνα νεκρή!" αυτή γόγγυζε,
"Αχ, να ήμουνα νεκρή, όπως εσύ είσαι!
Ούτε δουλειά ούτε και κλάμα,
Θρηνολογώ! Θρηνολογώ!"

Στις όχθες της Gitche Gumee δίπλα,
Στη λαμπερή Μεγάλη Λίμνη δίπλα,
Η Nokomis το καλύβι της έστησε,
Η Nokomis, του φεγγαριού η κόρη.
Το δάσος πίσω του σκούρο υψώθηκε,
Τα πεύκα τα ζοφερά και μαύρα υψώθηκαν,
Τα έλατα τα κωνοφόρα υψώθηκαν˙
Λαμπρό μπροστά του θάμβωνε το νερό,
Το νερό το καθαρό και ηλιόλουστο θάμβωνε,
Η λαμπερή Μεγάλη Λίμνη θάμβωνε.

Εκεί η ρυτιδιασμένη γριά Nokomis
Το μικρό Hiawatha ανάθρεψε,
Σε κούνια από φλαμουριά τον νανούριζε,
Σε βρύα και βούρλα μαλακά τον κοίμιζε,
Από τένοντες ταράνδου με ασφάλεια δεμένα˙
Το νευρικό του το κλάμα καθησύχαζε λέγοντας:
"Σιωπή! Η Γυμνή Αρκούδα θα σ’ ακούσει!"
Σε ύπνο ανάλαφρο τον αποκοίμιζε τραγουδώντας:
"Νάνι-νάνι, μικρή μου κουκουβάγια!
Ποιος να ‘ναι αυτός που του ερυθρόδερμου φωτίζει το καλύβι;
Με μεγάλα του τα μάτια του ερυθρόδερμου φωτίζει το καλύβι;
Νάνι-νάνι, μικρή μου κουκουβάγια!"

Πολλά τον δίδαξε πράγματα η Nokomis
Για τ’ αστέρια που στον ουρανό λάμπουνε˙
Τον Ishkoodah, τον κομήτη, του ‘δειξε,
Τον Ishkoodah με τις πύρινες κορσίδες˙
Το Χορό του Θανάτου των πνευμάτων του ‘δειξε,
Τους πολεμιστές με τα φτερά και του πολέμου τα ρόπαλα,
Προς το βορρά μακριά να λάμπουν
Στου Χειμώνα τις νύχτες τις παγωμένες˙
Τον πλατύ λευκό δρόμο στον ουρανό του ‘δειξε,
Των σκιών, των φαντασμάτων το δρόμο,
Απ’ το ‘να στ’ άλλο άκρο τους ουρανούς να διατρέχει,
Με τα φαντάσματα, τις σκιές, γεμάτο.

Τ’ απογεύματα τα καλοκαιρινά, στην πόρτα
Ο μικρός Hiawatha καθότανε˙
Το θρόισμα των πεύκων άκουσε,
Το νερό το πώς λειαίνει άκουσε,
Ήχοι μουσικής, λέξεις θαυμασμού˙
"Θρόισμα!" είπε στα πεύκα,
"Παφλασμός!" είπε στο νερό.

Την Wah-wah-taysee, την πυγολαμπίδα, είδε,
Στ’ απογεύματος το σούρουπο, μακριά να πετά,
Με του κεριού της το σπινθήρισμα
Στις φτέρες επάνω και τους θάμνους να φωτίζει,
Και το παιδικό τραγούδι τραγούδησε,
Το τραγούδι που η Nokomis τον δίδαξε τραγούδησε:
"Wah-wah-taysee, μικρή πυγολαμπίδα,
Που μακριά πετάς, της λευκής φωτιάς έντομο, μικρό,
Που χορεύεις, της λευκής φωτιάς πλάσμα, μικρό,
Με του κεριού σου φέξε μου το σπινθήρισμα,
Στο κρεβάτι μου επάνω με ξαπλώσω προτού,
Τα βλέφαρά μου να κλείσω προτού!"

Την ανατολή, μες απ’ το νερό, του φεγγαριού είδε
Κυματίζοντας καθώς απ’ το νερό περιτριγυρισμένο,
Τις κηλίδες είδε και τις σκιές σ’ αυτό,
Ψιθύρισε: " Nokomis, τι είναι αυτό;"
Και η καλή Nokomis απάντησε:
"Ένας πολεμιστής, κάποτε, πολύ θυμωμένος,
Τη γιαγιά του άρπαξε και ψηλά την πέταξε
Ένα μεσονύχτι προς τον ουρανό˙
Κατευθείαν προς το φεγγάρι την πέταξε˙
Το σώμα της είναι αυτό που εκεί βλέπεις."

Το ουράνιο τόξο στον ουρανό είδε,
Την ίριδα, στην ανατολική τ’ ουρανού πλευρά,
Ψιθύρισε: " Nokomis, τι είναι αυτό;"
Και η καλή Nokomis απάντησε:
"Ο παράδεισος των λουλουδιών είναι αυτό που εκεί βλέπεις˙
Όλα του δάσους τ’ αγριολούλουδα,
Όλα των λειμώνων τα κρίνα,
Όταν μαραίνονται στη γη και χάνονται,
Σ’ αυτόν, πάνω από μας, ανθίζουνε τον ουρανό."

Των κουκουβαγιών, τα μεσάνυχτα, όταν άκουσε,
Τη στριγκή τους τη φωνή και το γέλιο τους στο δάσος
Με τρόμο φώναξε: "Τι είναι αυτό;"
"Nokomis", είπε, "τι είναι αυτό;"
Και η καλή Nokomis απάντησε:
"Μια κουκουβάγια με το μικρό της είναι,
Που στην έμφυτή τους τη γλώσσα μιλάνε,
Μιλάνε και η μια μαλώνει με την άλλη"
Ο μικρός Hiawatha τότε
Του κάθε πουλιού τη γλώσσα έμαθε,
Τα ονόματά τους έμαθε και τα μυστικά τους όλα,
Πώς τις φωλιές τους το καλοκαίρι χτίζουνε,
Πού το χειμώνα τρυπώνουνε,
Και οσάκις τα συναντούσε μαζί τους μιλούσε,
Ονομάζοντάς τα: "του Hiawatha τα Πτηνά."

Όλων των θηρίων τη γλώσσα έμαθε,
Τα ονόματά τους έμαθε και τα μυστικά τους όλα,
Πώς οι κάστορες τα ξυλόσπιτά τους χτίζουνε,
Πού οι σκίουροι τα βελανίδια τους κρύβουνε,
Πώς οι τάρανδοι τόσο γρήγορα τρέχουνε,
Γιατί το κουνέλι τόσο δειλό είναι,
Και οσάκις τα συναντούσε μαζί τους μιλούσε,
Ονομάζοντάς τα: "του Hiawatha τ’ Αδέλφια."

Ο Iagoo κατόπιν, ο μεγάλος καυχησιάρης,
Αυτός ο θαυμάσιος αφηγητής,
Αυτός ο ταξιδευτής και ο ομιλητής,
Αυτός της γριάς Nokomis ο φίλος,
Για τον Hiawatha ένα τόξο έκανε˙
Από ένα κλαδί φλαμουριάς το έκανε,
Από βελανιδιάς κλωνάρι τα βέλη έκανε,
Με πυρόλιθο σμιλεμένο και με φτερά να πετά,
Κι από δέρμα ελαφιού τη χορδή.

Αυτός κατόπιν στον Hiawatha είπε:
"Στο δάσος, αγόρι μου, πήγαινε,
Στου κόκκινου ελαφιού την αγέλη,
Κι ένα ελάφι αρσενικό για μας σκότωσε,
Για μας ένα ελάφι με κέρατα σκότωσε."
 
Αμέσως  προς το δάσος κινήθηκε
Ολομόναχος ο Hiawatha περπάτησε
Περήφανος, με το τόξο και τα βέλη του˙
Και ολόγυρά του, τα πουλιά, του τραγουδούσαν:
"Hiawatha!, μην εναντίον μας εξακοντίσεις"
Το Opechee, ο κοκκινολαίμης, τραγούδησε,
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, τραγούδησε,
"Hiawatha!, μην εναντίον μας εξακοντίσεις."

Στη βελανιδιά επάνω, δίπλα του,
Το Adjidaumo, ο σκίουρος, ξεπήδησε,
Μεταξύ των κλαδιών μπαινοβγαίνοντας
Απ’ τη βελανιδιά βήχοντας και τα δόντια χτυπώντας
Και γελώντας μεταξύ των γέλιων του είπε:
"Hiawatha!, μην εναντίον μου εξακοντίσεις."

Και το κουνέλι, απ’ το δρόμο του,
Στην άκρη έκανε και αφού σε απόσταση στάθηκε
Όρθιο στους μηρούς του επάνω,
Κατά το μισό με φόβο και κατά τ’ άλλο μισό σε ευθυμία,
Στο μικρό κυνηγό, είπε:
"Hiawatha!, μην εναντίον μου εξακοντίσεις."

Αλλά μήτε πρόσεχε μήτε τους άκουσε,
Γιατί στο κόκκινο ελάφι οι σκέψεις του ήτανε˙
Τα μάτια του στις πατημασιές τους καρφωμένα ήτανε,
Που κάτω  στο ποτάμι οδηγούσαν,
Προς του ποταμού το πέρασμα,
Ώστε σαν κάποιον σε νάρκη βάδιζε.

Στους θάμνους των σκλήθρων κρυμμένος,
Εκεί μέχρι να ‘ρθει το κόκκινο ελάφι περίμενε,
Μέχρι που δυο κέρατα ελαφιού σηκωμένα είδε
Μες απ’ τη λόχμη δυο μάτια να φαίνονται είδε,
Προς την πλευρά τ’ ανέμου στραμμένα δύο ρουθούνια είδε,
Κι ένα ελάφι το μονοπάτι να κατεβαίνει,
Γεμάτο ανοιχτές και σκούρες σα φύλλα κηλίδες.
Και η καρδιά του μέσα του φτερούγισε,
Σαν τα φύλλα από πάνω του έτρεμε,
Σαν τα φύλλα της σημύδας παλλότανε,
Καθώς το ελάφι το μονοπάτι κατέβαινε.

Κατόπιν, πάνω στο ‘να του το γόνα στάθηκε,
Ο Hiawatha μ’ ένα βέλος στόχο έβαλε˙
Τυχαία: ένα κλαδί με την κίνησή του κούνησε,
Τυχαία: ένα φύλλο τάραξε που θρόισε,
Αλλά το αρσενικό το ελάφι προσεκτικά ξεκίνησε,
Όλες του μαζί τις οπλές κτυπώντας,
Με το ‘να πόδι σηκωμένο άκουσε,
Σα να ‘θελε το βέλος να συναντήσει πήδησε˙
Αχ! το μοιραίο το βέλος σφυρίζοντας,
Όπως μια σφήκα που βομβίζει το κέντρισε!

Νεκρό αυτό εκεί στο δάσος κείτεται,
Δίπλα στου ποταμού το πέρασμα˙
Η δειλή του καρδιά πλέον δεν κτυπά,
Αλλά του Hiawatha η καρδιά
Παλλότανε και φώναζε και θριαμβολογούσε,
Καθώς το κόκκινο ελάφι προς το σπίτι έφερνε,
Και ο Iagoo με τη Nokomis
Τον ερχομό του με χειροκροτήματα χαιρέτιζαν

Η Nokomis  απ’ του κόκκινου ελαφιού το δέρμα
Ένα μανδύα για τον Hiawatha έφτιαξε,
Η Nokomis  απ’ του κόκκινου ελαφιού τη σάρκα
Ένα συμπόσιο προς τιμή του έκανε.
Όλο το χωριό ήρθε και γιόρτασε,
Όλ’ οι καλεσμένοι τον Hiawatha εγκωμιάσανε,
Soan-ge-taha, τον άντρα με τη δυνατή καρδιά, τον ονομάσανε!
Mahn-go-taysee, τον άντρα με του παγοβουτιού την καρδιά, τον ονομάσανε!



III. Hiawatha's Childhood

Downward through the evening twilight,
In the days that are forgotten,
In the unremembered ages,
From the full moon fell Nokomis,
Fell the beautiful Nokomis,
She a wife, but not a mother.

She was sporting with her women,
Swinging in a swing of grape-vines,
When her rival the rejected,
Full of jealousy and hatred,
Cut the leafy swing asunder,
Cut in twain the twisted grape-vines,
And Nokomis fell affrighted
Downward through the evening twilight,
On the Muskoday, the meadow,
On the prairie full of blossoms.
"See! a star falls!" said the people;
"From the sky a star is falling!"

There among the ferns and mosses,
There among the prairie lilies,
On the Muskoday, the meadow,
In the moonlight and the starlight,
Fair Nokomis bore a daughter.
And she called her name Wenonah,
As the first-born of her daughters.
And the daughter of Nokomis
Grew up like the prairie lilies,
Grew a tall and slender maiden,
With the beauty of the moonlight,
With the beauty of the starlight.

And Nokomis warned her often,
Saying oft, and oft repeating,
"Oh, beware of Mudjekeewis,
Of the West-Wind, Mudjekeewis;
Listen not to what he tells you;
Lie not down upon the meadow,
Stoop not down among the lilies,
Lest the West-Wind come and harm you!"

But she heeded not the warning,
Heeded not those words of wisdom,
And the West-Wind came at evening,
Walking lightly o'er the prairie,
Whispering to the leaves and blossoms,
Bending low the flowers and grasses,
Found the beautiful Wenonah,
Lying there among the lilies,
Wooed her with his words of sweetness,
Wooed her with his soft caresses,
Till she bore a son in sorrow,
Bore a son of love and sorrow.

Thus was born my Hiawatha,
Thus was born the child of wonder;
But the daughter of Nokomis,
Hiawatha's gentle mother,
In her anguish died deserted
By the West-Wind, false and faithless,
By the heartless Mudjekeewis.

For her daughter long and loudly
Wailed and wept the sad Nokomis;
"Oh that I were dead!" she murmured,
"Oh that I were dead, as thou art!
No more work, and no more weeping,
Wahonowin! Wahonowin!"

By the shores of Gitche Gumee,
By the shining Big-Sea-Water,
Stood the wigwam of Nokomis,
Daughter of the Moon, Nokomis.
Dark behind it rose the forest,
Rose the black and gloomy pine-trees,
Rose the firs with cones upon them;
Bright before it beat the water,
Beat the clear and sunny water,
Beat the shining Big-Sea-Water.

There the wrinkled old Nokomis
Nursed the little Hiawatha,
Rocked him in his linden cradle,
Bedded soft in moss and rushes,
Safely bound with reindeer sinews;
Stilled his fretful wail by saying,
"Hush! the Naked Bear will hear thee!"
Lulled him into slumber, singing,
"Ewa-yea! my little owlet!
Who is this, that lights the wigwam?
With his great eyes lights the wigwam?
Ewa-yea! my little owlet!"

Many things Nokomis taught him
Of the stars that shine in heaven;
Showed him Ishkoodah, the comet,
Ishkoodah, with fiery tresses;
Showed the Death-Dance of the spirits,
Warriors with their plumes and war-clubs,
Flaring far away to northward
In the frosty nights of Winter;
Showed the broad white road in heaven,
Pathway of the ghosts, the shadows,
Running straight across the heavens,
Crowded with the ghosts, the shadows.

At the door on summer evenings
Sat the little Hiawatha;
Heard the whispering of the pine-trees,
Heard the lapping of the waters,
Sounds of music, words of wonder;
"Minne-wawa!" said the Pine-trees,
"Mudway-aushka!" said the water.

Saw the fire-fly, Wah-wah-taysee,
Flitting through the dusk of evening,
With the twinkle of its candle
Lighting up the brakes and bushes,
And he sang the song of children,
Sang the song Nokomis taught him:
"Wah-wah-taysee, little fire-fly,
Little, flitting, white-fire insect,
Little, dancing, white-fire creature,
Light me with your little candle,
Ere upon my bed I lay me,
Ere in sleep I close my eyelids!"

Saw the moon rise from the water
Rippling, rounding from the water,
Saw the flecks and shadows on it,
Whispered, "What is that, Nokomis?"
And the good Nokomis answered:
"Once a warrior, very angry,
Seized his grandmother, and threw her
Up into the sky at midnight;
Right against the moon he threw her;
'T is her body that you see there."

Saw the rainbow in the heaven,
In the eastern sky, the rainbow,
Whispered, "What is that, Nokomis?"
And the good Nokomis answered:
"'T is the heaven of flowers you see there;
All the wild-flowers of the forest,
All the lilies of the prairie,
When on earth they fade and perish,
Blossom in that heaven above us."

When he heard the owls at midnight,
Hooting, laughing in the forest,
"What is that?" he cried in terror,
"What is that," he said, "Nokomis?"
And the good Nokomis answered:
"That is but the owl and owlet,
Talking in their native language,
Talking, scolding at each other."

Then the little Hiawatha
Learned of every bird its language,
Learned their names and all their secrets,
How they built their nests in Summer,
Where they hid themselves in Winter,
Talked with them whene'er he met them,
Called them "Hiawatha's Chickens."

Of all beasts he learned the language,
Learned their names and all their secrets,
How the beavers built their lodges,
Where the squirrels hid their acorns,
How the reindeer ran so swiftly,
Why the rabbit was so timid,
Talked with them whene'er he met them,
Called them "Hiawatha's Brothers."

Then Iagoo, the great boaster,
He the marvellous story-teller,
He the traveller and the talker,
He the friend of old Nokomis,
Made a bow for Hiawatha;
From a branch of ash he made it,
From an oak-bough made the arrows,
Tipped with flint, and winged with feathers,
And the cord he made of deer-skin.

Then he said to Hiawatha:
"Go, my son, into the forest,
Where the red deer herd together,
Kill for us a famous roebuck,
Kill for us a deer with antlers!"

Forth into the forest straightway
All alone walked Hiawatha
Proudly, with his bow and arrows;
And the birds sang round him, o'er him,
"Do not shoot us, Hiawatha!"
Sang the robin, the Opechee,
Sang the bluebird, the Owaissa,
"Do not shoot us, Hiawatha!"

Up the oak-tree, close beside him,
Sprang the squirrel, Adjidaumo,
In and out among the branches,
Coughed and chattered from the oak-tree,
Laughed, and said between his laughing,
"Do not shoot me, Hiawatha!"

And the rabbit from his pathway
Leaped aside, and at a distance
Sat erect upon his haunches,
Half in fear and half in frolic,
Saying to the little hunter,
"Do not shoot me, Hiawatha!"

But he heeded not, nor heard them,
For his thoughts were with the red deer;
On their tracks his eyes were fastened,
Leading downward to the river,
To the ford across the river,
And as one in slumber walked he.

Hidden in the alder-bushes,
There he waited till the deer came,
Till he saw two antlers lifted,
Saw two eyes look from the thicket,
Saw two nostrils point to windward,
And a deer came down the pathway,
Flecked with leafy light and shadow.
And his heart within him fluttered,
Trembled like the leaves above him,
Like the birch-leaf palpitated,
As the deer came down the pathway.

Then, upon one knee uprising,
Hiawatha aimed an arrow;
Scarce a twig moved with his motion,
Scarce a leaf was stirred or rustled,
But the wary roebuck started,
Stamped with all his hoofs together,
Listened with one foot uplifted,
Leaped as if to meet the arrow;
Ah! the singing, fatal arrow,
Like a wasp it buzzed and stung him!

Dead he lay there in the forest,
By the ford across the river;
Beat his timid heart no longer,
But the heart of Hiawatha
Throbbed and shouted and exulted,
As he bore the red deer homeward,
And Iagoo and Nokomis
Hailed his coming with applauses.

From the red deer's hide Nokomis
Made a cloak for Hiawatha,
From the red deer's flesh Nokomis
Made a banquet to his honor.
All the village came and feasted,
All the guests praised Hiawatha,
Called him Strong-Heart, Soan-ge-taha!
Called him Loon-Heart, Mahn-go-taysee!


όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.

20 Ιανουαρίου 2014

Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος - Σημειώματα στην πέτρα




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εξηκοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου με τίτλο “Σημειώματα στην πέτρα”.

------------------------------------------------------

Φαντάροι κάθε μέρα.

Πίσω στα 1918, στο δάσος του Κουρτόν, ο σημαντικότατος Ιταλός ποιητής Giuseppe Ungaretti χρειάζεται δέκα λέξεις (στο ιταλικό πρωτότυπο) για να γράψει ένα από τα ομορφότερα ποιήματά του, το: “Φαντάροι”

Φαντάροι (μετ. Φοίβου Πιομπίνου)
Έτσι σαν
τα φθινοπωρινά
στα δέντρα
φύλλα

βάζοντας ένα λιθαράκι και αυτός στo παγκόσμιο και πανάρχαιο οικοδόμημα της επιγραμματικής ή λίγο γενικότερα της ολιγόλεξης / ολιγόστιχης ποίησης.
Ένα οικοδόμημα που παίρνει δύναμη και από το γεγονός ότι ο αναγνώστης όταν διαβάζει ένα πολύ μεγάλο ποίημα, από ένα έπος μέχρι ένα σπονδυλωτό ή όχι ποίημα που απλώνεται σε πολλές σελίδες στη συντριπτική πλειοψηφία επιλέγει αποσπάσματα.
Αυτό στο ολιγόστιχο ποίημα, το οποίο μάλιστα μπορεί να "γράφεται σε μία πέτρα", είναι αδύνατο αφού είναι ιδιόφωνο, αν δεν είναι τότε δεν είναι ποίημα, και το μήνυμα  στον αναγνώστη αστραπιαίο.
Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος είναι από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες νέους ποιητές και εκτός των άλλων έχει γράψει ορισμένα υπέροχα ολιγόστιχα ποιήματα, όπως το: "-κάθε μέρα-", που περιλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή:  "Σημειώματα στην πέτρα" η οποία παρουσιάζεται αυτή τη βδομάδα στα 24Γράμματα.

- κάθε ημέρα -  
Περνούν οι μέρες 
Σκόρπια φύλλα στην αυλή 
Είναι φορές που βιάζονται τόσο 
Ο αέρας τις ανακατεύει να μην τις ξεχωρίζεις 
Ποιες Δευτέρες ποιες Τετάρτες 
Δέντρο είσαι και ξέρεις πως η άνοιξη είναι μια μέρα μόνη της 
κι ο θάνατος 
το φύλλο που ποντάρει κανείς τα ρέστα του

Πέρασαν λοιπόν 96 χρόνια: δυο παγκόσμιοι πόλεμοι συν ένας ψυχρός πόλεμος συν τη φρίκη του ρατσισμού να κορυφώνεται και τέλος τον, με τη σφραγίδα της νέας τάξης, καπιταλισμό να ρίχνει κάθε μάσκα, ενός δήθεν ανθρώπινου προσωπείου, επιβάλλοντας τις προ δυο αιώνων συνθήκες δουλείας.
Τα φύλλα έπεσαν πια και φύλλα είμαστε όλοι. Σκόρπια φύλλα σ’ έναν κόσμο ισοπεδωμένο. Σκόρπια φύλλα στο βέβαιο της ξηρότητας των οποίων να ποντάρουμε τι;

Γιώργος Πρίμπας


19 Ιανουαρίου 2014

Lorca [Tim Buckley]


Lorca

Τον ήλιο άφησε στο χαμόγελο σου να τραγουδήσει
Τον άνεμο άφησε την επιθυμία σου να παρασύρει
Της γυναίκας σου τη φωνή άφησε τις φλέβες σου να πλημμυρίσει
Το αίμα σου άφησέ τη να ‘ναι, μη νιώθεις ντροπιασμένος

Το καταφύγιό σου αυτή ‘ναι όταν κανείς δε σε θέλει
Η ζωοδότρα σου αυτή θα ‘ναι όταν κατάκοπος θα ‘σαι
Τους φόβους σου αυτή θα διασκεδάζει, αχ, όταν ξένος θα νιώθεις
Έχει γεννηθεί αυτή για να πίστη σου δίνει
Ω, απλά για σένα

Ένας άντρας είσαι μονάχα στους αυτοκινητοδρόμους του θανάτου
Είναι η ζωή που χρωστάς, είσ’ εδώ να τη δοξάσεις
Αν στο δρόμο σου η αγάπη κυλά τότε γίνε ποτάμι
Κι όταν στεγνώνει απλά στάσου και τρέμε

Ω, τον ήλιο άφησε στο χαμόγελο σου να τραγουδήσει
Τον άνεμο άφησε την επιθυμία σου να παρασύρει
Της γυναίκας σου τη φωνή άφησε τις φλέβες σου να πλημμυρίσει
Το αίμα σου άφησε τη να ‘ναι, μη νιώθεις ντροπιασμένος

Είναι η ζωή της που χρωστάς
Σου χρωστώ αγάπη, αγάπη



Lorca 

Let the sun sing in your smile
Let the wind hold your desire
Let your woman's voice run through your veins
Let her be your blood, don't feel ashamed

She's your home when no one wants you
She'll give you life when you're so tired
She'll ease your fears, ah, when you're a stranger
She's born to give faith to you
Oh, just to you

You're just a man on death's highways
It's life you owe, you're here to praise it
If love flows your way then be a river
And when it dries just stand and shiver

Oh, let the sun sing in your smile
Let the wind hold your desire
And let your woman's voice run through your veins
Let her be your blood, don't feel ashamed

It's her life you owe
I owe you love, love


Ακούστε το εδώ

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Πρίμπας

... αδιάβαστος!


18 Ιανουαρίου 2014

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (αφιέρωμα στα 24γράμματα εν προόδω) – Οδοιπορικό - 9η στάση (ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ, Τσάρλι Τσάπλιν) [Απόστολος Θηβαίος]



Οι μοντέρνοι καιροί φθάσαν, γλυκέ Σαρλό των αρχών του αιώνα. Οι καιροί που οραματίστηκες ντυμένος με την περιβολή των δρόμων, έφθασαν μαινόμενοι. Οι βιομηχανικές μέρες και οι μεγάλες πόλεις σηκώθηκαν, σαν το ιαπωνικό νησί που ολοένα μεγαλώνει. Οι πολιτείες επιβιώνουν μες στις ομίχλες και τις επαναστάσεις, οι πολιτείες φλέγονται από ξαφνικές επαναστάσεις που κρατούν λιγότερο ακόμη και από μια ζωή.

Η συγκλονιστική, σιωπηρή μορφή σου δεν πέρασε στην ιστορία. Προέκυψε φυσική, σαν μια εξέλιξη αναπόφευκτη. Φτιάχτηκαν ακόμη εστιατόρια γρήγορων γευμάτων και παραγκουπόλεις γύρω από τις βαριές βιομηχανίες του χάλυβα και των αρωμάτων. Λερωμένα ποτάμια, όλο φθόριο και πνιγμένα φεγγάρια ενός παλιού, ευτυχισμένου κόσμου. Και εσύ Σαρλό, με την πληθωρική σου ενδυμασία, ευτυχής και μισομεθυσμένος βαστώντας με τα χέρια σου τους πυλώνες της ανάπτυξης, δεν φαντάστηκες το βαθμό της εξάπλωσης. Κάποτε χαμίνι στο σώμα της πόλης, ένας ηρωικός άνθρωπος. Ο πρώτος του είδους που θα ξεπηδήσει από την ιστορία και θα διαπρέψει μες στην τρομερή απελπισία, καίγοντας τις αρετές του, στήνοντας κορυφαίες προδοσίες από ελπίδα και πολύχρωμο pvc. Ο Σαρλό στο σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού, παρίας στην Νέα Υόρκη των αρχών του αιώνα, όταν η νέα ήπειρος περιείχε ακόμη ακέραια τη δυνατότητά της. Ο Σαρλό με τα έντεκα κορίτσια του, αποκλεισμένος, στα πόδια της μηχανής, μια προβολή στις οθόνες, με την ένταση και την αφοπλιστική σιωπή του. Ο Τσάρλι στα φθηνά ξενοδοχεία, στις δουλειές των λίγων δολαρίων, εμπρός από τις μηχανές περιχαρής, κλείνοντας οριστικά τις μηχανές και τους μεγάλους λέβητες. Ο Τσάρλι που αν κοιταχτεί από κοντά λούζεται από την αγωνία, ο Τσάρλι στις κινηματογραφικές αφίσες, σαν άλλος Προμηθέας, ένα φορτίο στο σώμα του κόσμου. Ο Τσάρλι θα κάνει μια επανάσταση, ο Τσάρλι φτιάχνει μια τέχνη από περιεχόμενο, ο Τσάρλι που δεν χάνει την πίστη και τ΄ όραμά του ακόμη και όταν ξεπροβάλλουν θλιβεροί οι μοντέρνοι καιροί. Κάτι χρόνια ατομιστικά, η μοναξιά σου Τσάρλι μια υπόθεση κοινή για όλους μας, όταν ύστερα από χρόνια, στην ίδια θέση με σένα, η ανθρωπότητα χάνει λίγο λίγο τις σάρκες και την ανθρωπιά της, βιώνοντας τον ευτυχή της εξέλιξης θάνατο. Ο Τσάρλι στην τυποποίηση, μια μονάδα μες στον εξωφρενικό, παραγωγικό μηχανισμό, ολοένα και πιο αδύναμος να ακολουθήσει την εποχή. Με το ρυθμό του που χάνεται και κερδίζεται, όπως τραγούδι μες στον άνεμο. Ο Τσάρλι είναι γνωστός στον τόπο του ως προφήτης. Χαράζει στο χώμα ή στον άνεμο τα λόγια του, μιλά μ΄ όλόκληρο το σώμα, με μια ωραία, τρυφερή κραυγή που όλο χτυπά πάνω στους τοίχους και τα χρόνια. Στα πόδια του Τσάρλι συντρίμμια του μέλλοντος, στα  μάτια του Τσάρλι η απελπισία και η πείνα και η φτώχεια, δίδυμες αδερφές ετούτου του κόσμου. Η ρίζα και το διαψευσμένο όνειρο, για πάντα στο βλέμμα σου Τσάρλι.
Οι μοντέρνοι καιροί προβλήθηκαν το 1936. Μία από τις κορυφαίες ταινίες του πολυσύνθετου Τσάρλι Τσάπλιν, καθρέφτισε την ένταση και την αγωνία ενός μεταβαλλόμενου κόσμου. Στην αυγή ενός νέου πολέμου και με το βάρος μιας καταστροφικής εποχής, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μοντέρνοι καιροί φθάσαν θρυλικοί για να αποσαφηνίσουν πια οριστικά, σε όρους ρεαλιστικούς, την ανθρώπινη προσπάθεια για επιβίωση.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν κατέληξε ανήμερα τα Χριστούγεννα, το 1977. Οι καιροί του δεν ήταν απλά μοντέρνοι, μα αντιπροσωπευτικοί μιας ολόκληρης εποχής. Μια προβολή του μέλλοντος, μια αναπαράστασή της εποχής μας με τη γνήσια εκείνη σιωπή του Τσάρλι Τσάπλιν. Την τόσο συμβατή με τη δραματική, την επίκαιρη μοναξιά ενός κόσμου βασισμένου στα κελεύσματα των σύγχρονων, βιομηχανικών ειδώλων.
Έκτοτε, Τσάρλι, τραγουδούμε τους μοντέρνους καιρούς, με τη συνείδηση μιας τρομερής απογοήτευσης, καθώς εσύ, και μόνον εσύ διατηρείς ακόμη αναφαίρετο το δικαίωμα να παλέψεις με τη μηχανή. Εις τ΄όνομα της ίδιας της ζωής μας, Τσάρλι.