28 Φεβρουαρίου 2014

The Song of Hiawatha - 9 - Hiawatha and the Pearl-Feather [Henry W. Longfellow]


Στις όχθες της Gitche Gumee, 
Της λαμπερής Μεγάλης Λίμνης,
Η Nokomis, η γριά γυναίκα, στεκότανε,
Με το δάχτυλο της προς τα δυτικά δείχνοντας,
Πάνω απ’ το νερό προς τα δυτικά δείχνοντας,
Προς τα πορφυρά σύννεφα του ηλιοβασιλέματος.

Με μανία ο κόκκινος ήλιος κατέβαινε
Το δρόμο του κατά μήκος των ουρανών καίγοντας,
Φωτιά στον ουρανό πίσω του βάζοντας,
Όπως οι αντιμαχόμενοι στον πόλεμο όταν υποχωρούνε,
Τους λειμώνες στα μονοπάτια του πολέμου πυρπολούνε· 
Και το φεγγάρι, ο νυχτερινός ήλιος, ανατολικά,
Απ’ την ενέδρα του ξαφνικά ξεκινάει, 
Γρήγορα εκείνα τα αιματοβαμμένα χνάρια ακολουθώντας,
Σε αυτά, τα πύρινα μονοπάτια του πολέμου, ακολουθώντας,  
Με τη λάμψη τους πάνω στα χαρακτηριστικά του.

Και η Nokomis, η γριά γυναίκα,
Με το δάχτυλο της προς τα δυτικά δείχνοντας,
Με αυτό τα λόγια στο Hiawatha μίλησε: 
"Εκεί πέρα ο μεγάλος Μαργαριταρένιο Φτερό κατοικεί, 
Ο Megissogwon, ο Μάγος, 
Το Πνεύμα του Πλούτου και των (Ιερών) Χαντρών 
Απ’ τα πύρινά του φίδια φρουρείται, 
Με μαύρο απ’ την πίσσα νερό προστατεύεται, 
Τα πύρινά του τα φίδια μπορείς να δεις,
Τα Kenabeek, τα μεγάλα φίδια, 
Καθώς περιελίσσονται στο νερό παίζοντας· 
Το μαύρο απ’ την πίσσα νερό μπορείς να δεις
Πέρα μακριά τους να εκτείνεται, 
Προς τα πορφυρά σύννεφα του ηλιοβασιλέματος!

"Αυτός ήτανε που τον πατέρα μου σκότωσε, 
Με τα φαύλα του τα τεχνάσματα και την πονηριά του,
Όταν αυτός απ’ το φεγγάρι κατέβηκε, 
Όταν αυτός ήρθε στη γη να μ’ αναζητήσει. 
Αυτός, ο δυνατότερος των Μάγων, 
Τον ελώδη πυρετό στέλνει,
Τους λοιμώδεις ατμούς στέλνει,
Τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις στέλνει,
Τη λευκή ομίχλη απ’ τους βάλτους στέλνει,
Την αρρώστια και το θάνατο ανάμεσά μας στέλνει! 

"Το τόξο σου, Ω! Hiawatha, πάρε,
Τα με τη μύτη ίασπη βέλη σου πάρε,
Τα Puggawaugun, τα πολεμικά σου τα ρόπαλα, πάρε,
Και τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια σου, πάρε,
Και το από σημύδα κανό σου για ν’ αποπλεύσεις,
Και του Mishe-Nahma το λάδι
Και μ’ αυτό κάθε πλευρά του ν’ αλείψεις, 
Ώστε γρήγορα το μαύρο απ’ την πίσσα νερό να διασχίσεις˙ 
Τον ανελέητο το μάγο σκότωσε,
Τους ανθρώπους απ’ τον πυρετό σώσε 
Που διαμέσου των βάλτων αυτός εκπνέει,
Και τη δολοφονία του πατέρα μου εκδικήσου!"

Κατευθείαν τότε ο Hiawatha μου
Μ’ όλες τις πολεμικές του τις εξαρτήσεις οπλίστηκε,
Στο από σημύδα κανό του ρίχτηκε για ν’ αποπλεύσει˙
Με την παλάμη του τις πλευρές του χάιδεψε, 
Με χαρά είπε: "Cheemaun, πολυαγαπημένο μου, 
Ω! από σημύδα εσύ κανό μου! εμπρός ξεκίνα,  
Για κει που τα πύρινα τα φίδια θα δεις,
Για κει που το μαύρο απ’ την πίσσα νερό θα δεις!"

Το Cheemaun θριαμβολογώντας προς τα εμπρός ξεκίνησε, 
Και ο ευγενής Hiawatha 
Το πολεμικό του άσμα άγρια και θλιβερά τραγουδούσε,
Και ο αετός του πολέμου από πάνω του,
To Keneu, o μεγάλος αετός του πολέμου,
Όλων των φτερωτών πτηνών ο Κύριος, 
Ούρλιαξε και κατ’ ευθείαν στον ουρανό εκσφενδονίστηκε.

Σύντομα στα πύρινα φίδια αυτός έφτασε, 
Τα Kenabeek, τα μεγάλα φίδια, 
Τεράστια, στο νερό επάνω κείτονταν, 
Κυματίζοντας στο νερό και λάμποντας,
Κατά μήκος όλου του περάσματος κουλουριασμένα κείτονταν, 
Με τις κορφές των κυματιστών τους σωμάτων που λαμποκοπούσανε σηκωμένες, 
Πύρινους καπνούς και ατμούς να εκπνέουνε, 
Ώστε να μη μπορεί κανένας, μέσ’ απ’ αυτά, να περάσει.

Αλλά ο ατρόμητος Hiawatha 
Δυνατά κραύγασε και με τέτοιο τρόπο μίλησε:
"Το δρόμο μου επιτρέψτε μου, Kenabeek, να συνεχίσω,
Το ταξίδι μου επιτρέψτε μου να πάω!"
Και αυτά, σφυρίζοντας με μανία, απάντησαν,
Με την πύρινη ανάσα τους την απάντησή τους έδωσαν: 
"Ω! Εσύ δειλέ! πίσω γύρνα!
Πίσω στη γριά Nokomis, Λιπόψυχε!"

Ο Hiawatha τότε θυμωμένος
Το δυνατό του από δέντρο φλαμουριάς τόξο σήκωσε,
Τα με τη μύτη ίασπη βέλη του άρπαξε,
Γρήγορα προς τα φίδια εξακόντισε˙ 
Κάθε οξύς ήχος της χορδής του τόξου 
Μια κραυγή πολέμου και μια κραυγή θανάτου ήτανε, 
Κάθε βέλους ο συριγμός 
Των Kenabeek τραγούδι θανάτου ήτανε. 

Στο αιματοβαμμένο νερό κυλισμένα,
Τα πύρινα φίδια όλα νεκρά κείτονταν,
Και ο Hiawatha ανάμεσά τους
Αβλαβής έπλευσε και θριαμβολογώντας φώναξε:
"Εμπρός, Ω! Cheemaun, πολυαγαπημένο μου! 
Στο μαύρο από πίσσα νερό εμπρός!"

Κατόπιν αυτός του Nahma το λάδι πήρε, 
Και τα τόξα και τα πλευρά του κανό του έχρισε, 
Καλά αυτός με λάδι τ’ άλειψε, 
Ώστε γρήγορα το μαύρο απ’ την πίσσα νερό να διασχίσει˙

Καθ’ όλη τη νύχτα αυτός επάνω τους έπλεε,
Επάνω σ’ αυτό το νωθρό νερό έπλεε, 
Με την αιώνιά του τη μούχλα σκεπασμένο,
Κατάμαυρο με βούρλα σαπισμένα, 
Στις τύφες και στα φύλλα των κρίνων πνιγμένο,
Στάσιμο, χωρίς ζωή, θλιβερό, μελαγχολικό,
Απ’ ενός λαμπυρίζοντος φεγγαριού το φως να φωτίζεται, 
Κι απ’ τους φωσφορισμούς των υλών που σήπονται να φωτίζεται,
Φωτιές απ’ τα φαντάσματα των νεκρών ανδρών αναμμένες, 
Στους στενάχωρους νυχτερινούς τους καταυλισμούς.

Υπό το λευκό του φεγγαρόφωτος αέρα έπλεε, 
Υπέρ το μαύρο σκιερό νερό έπλεε, 
Κι ολόγυρά του το Suggema, 
Το κουνούπι, το πολεμικό του τραγούδι να τραγουδά, 
Και το Wah-wah-taysee, την πυγολαμπίδα 
Που τη δάδα της κυμάτιζε να τον παραπλανήσει˙
Και το Dahinda, ο βαθύφωνος βάτραχος,
Το κεφάλι του να μπήγει στο φεγγαρόφωτο,
Με τα κίτρινα του τα μάτια πάνω σ 'αυτό καρφωμένα,
Με λυγμούς κάτω απ’ την επιφάνεια βυθίστηκε˙
Κι εντός ολίγου χίλια σφυρίγματα
Από παντού στο βαλτότοπο αποκρίθηκαν,
Και το Shuh-shuh-gah, ο ερωδιός,
Μακριά: απ’ τις καλαμοειδείς όχθες επάνω, 
Την άφιξη του ήρωα ανήγγειλε.

Έτσι, προς τα δυτικά ο Hiawatha πορεύτηκε, 
Προς του Megissogwon το βασίλειο,
Προς του Μαργαριταρένιου Φτερού τη γη,
Μέχρι που το φεγγάρι, προτού στον ορίζοντα χαθεί, επίμονα τον κοίταξε 
Στο πρόσωπό του επίμονα τον κοίταξε, ωχρό και καταβεβλημένο,
Μέχρι που πίσω του ο ήλιος ζέστανε,
Μέχρι που τους ώμους του έκαιγε,
Κι εμπρός του, στο υψίπεδο επάνω 
Το Λαμπερό του Καλύβι μπορούσε να δει 
Του Πνεύματος των (Ιερών) Χαντρών,
Του δυνατότερου των Μάγων.

Τότε αυτός, για μια ακόμη φορά το Cheemaun χάιδεψε, 
Στο από σημύδα κανό του είπε: "Εμπρός!"
Κι αυτό μ’ όλες του τις ίνες ταράχτηκε,
Και μ’ ένα μεγάλο πήδημα θριάμβου
Διαμέσου των νερόκρινων πήδηξε,  
Διαμέσου των μπερδεμένων τυφών και βούρλων πήδηξε, 
Και πέρα απ’ αυτά, πάνω στην όχθη,
Με παπούτσια στεγνά ο Hiawatha προσγειώθηκε.

Απευθείας αυτός το από φλαμουριά του τόξο πήρε,
Στην άμμο επάνω αυτός το ένα άκρο στήριξε, 
Με το γόνατό του, στη μέση, αυτός το πίεσε 
Την αξιόπιστη χορδή του τόξου σφιχτότερα τέντωσε,
Ένα, με μύτη ίασπη, βέλος πήρε,
Κατά του Λαμπερού Καλυβιού το εκσφενδόνισε,
Ως τραγούδι της αναγγελίας του το ‘στειλε, 
Ως κομιστή του μηνύματός του, 
Την πρόκλησή του τρανταχτή και υψηλόφρονα:   
" Μαργαριταρένιο Φτερό!, μπροστά στο κατάλυμά σου έλα!
Ο Hiawatha σε περιμένει να ‘ρθεις!"

Κατευθείαν απ’ το Λαμπερό του Καλύβι
Ο δυνατός Megissogwon βγήκε,
Στο ανάστημα ψηλός, στους ώμους ευρύς,
Σκοτεινός και τρομερός στην όψη, 
Πατόκορφα με χάντρες ενδεδυμένος, 
Μ’ όλα του τα πολεμοχαρή τα όπλα οπλισμένος,
Σαν τον πρωινό ουρανό βαμμένος, 
Με βυσσινιές, μπλε και κίτρινες ραβδώσεις, 
Με μεγάλου αετού φτερά λοφίο, 
Προς τα πάνω να κυματίζουνε, προς τα έξω να κυματίζουνε. 

"Λοιπόν, Hiawatha!, σε ξέρω!" 
Αυτός με βροντερή φωνή κραύγασε,
Σ’ ένα τόνο δυνατά χλευαστικό. 
"Ω! δειλέ, πίσω σπεύσε! 
Πίσω ανάμεσα στις γυναίκες σπεύσε,
Πίσω στη γριά Nokomis, Λιπόψυχε!
Καθώς εσύ εκεί στέκεσαι θα σε σκοτώσω,
Όπως παλαιότερα τον πατέρα της σκότωσα!"

Αλλά ο Hiawatha μου, απάντησε,
Τίποτα να τον πτοήσει, τίποτα να τον φοβίσει: 
"Σαν τα πολεμικά τα ρόπαλα, τα λόγια τα μεγάλα, δε χτυπάνε, 
Οι καυχησιάρικες ανάσες σαν τη χορδή του τόξου δεν είναι,
Οι χλευασμοί σαν τα βέλη αιχμηροί δεν είναι,
Οι πράξεις των λόγων υπερτερούνε,
Οι δράσεις των καυχησιών υπερτερούνε!"

Στη συνέχεια, η μεγαλύτερη των μαχών άρχισε 
Που ο ήλιος είχε ποτέ παρατηρήσει, 
Που τα πουλιά του πολέμου είχανε γίνει ποτέ μάρτυρες.
Μια ολάκερη καλοκαιρινή ημέρα αυτή κράτησε, 
Απ’ την ανατολή μέχρι το ηλιοβασίλεμα·
Γιατί του Hiawatha τα κοντάρια
Χωρίς ζημιά τη μπλούζα με τις χάντρες αντιμετωπίσανε,  
Χωρίς ζημιά ένιωσε τα χτυπήματα που αυτός είχε ν’ αντιμετωπίσει 
Μα τα Minjekahwun, τα ψευτογάντια του,
Χωρίς ζημιά τα πολεμικά τα ρόπαλα χτυπήσανε·
Τα βράχια στα δύο θα μπορούσε να τσακίσει,
Αλλά το δίχτυ με τις μαγικές τις χάντρες
Δεν το μπορεί να το θραύσει.

Μέχρι που ο Hiawatha του ηλιοβασιλέματος την ώρα, 
Στο από φλαμουριά του τόξο ακούμπησε, 
Πληγωμένος, κουρασμένος κι αποθαρρημένος, 
Με το δυνατό του το πολεμικό το ρόπαλο σπασμένο,
Με τα ψευτογάντια του σκισμένα και κουρελιασμένα,
Και τρία άχρηστα βέλη μονάχα, 
Κάτω από ‘να πεύκο να ξεκουραστεί σταμάτησε,
Απ’ τα κλαδιά του οποίου τα βρύα ρυμουλκούνταν 
Κι ο κορμός των οποίων ήτανε πλήρως καλυμμένος  
Με σαν του Νεκρού Ανθρώπου το λεπτού Δέρματος χρώμα,
Με μια λευκοκίτρινη μούχλα.

Ξαφνικά απ’ τα κλαδιά από πάνω του 
Το Mama, ο δρυοκολάπτης, τραγούδησε:
"Με τα βέλη σου, Hiawatha, στόχευσε 
Στου Megissogwon το κεφάλι,
Την τούφα των μαλλιών επάνω του χτύπησε, 
Στων μακριών μαύρων κοτσίδων του τις ρίζες·
Εκεί μονάχα να τον τραυματίσεις μπορείς!"

Με φτερά να πετάει, από ίασπη αιχμηρό,
Γρήγορα το βέλος του Hiawatha πέταξε, 
Τη στιγμή ακριβώς που ο Megissogwon σκυφτός ήτανε, 
Και μια βαριά πέτρα σήκωνε για να τη ρίξει.
Ακριβώς στην κορυφή του κεφαλιού τον χτύπησε,
Στις ρίζες των μακριών του κοτσίδων, 
Και αυτός τρίκλιζε και προς τα μπρος κλονιζόταν,
Σαν ένας πληγωμένος βίσονας που πέφτει, 
Ναι! Όπως το Pezhekee, ο βίσονας, 
Όταν το χιόνι το λειμώνα σκεπάζει.

Γρηγορότερα το δεύτερο βέλος πέταξε, 
Το δρόμο του πρώτου ακολούθησε, 
Βαθύτερα απ’ το πρώτο διατρυπώντας
Πιο επώδυνα απ’ το πρώτο τραυματίζοντας· 
Και του Megissogwon τα γόνατα 
Σαν τα θυελλώδη καλάμια από κάτω απ’ αυτόν κλονιζόντουσαν,
Σαν τα βούρλα λυγίζανε και τρέμανε. 

Αλλά το τρίτο και τελευταίο βέλος 
Αυτό που γρηγορότερα πέταξε και πιο επώδυνα τραυμάτισε ήτανε, 
Και ο Megissogwon ο δυνατός 
Τα φλογισμένα μάτια του Pauguk είδε, 
Τα μάτια του Θανάτου να λάμπουμε πάνω του είδε,
Και τη φωνή του: κάλεσμα για τον κόσμο του σκοταδιού, άκουσε·
Στου Hiawatha τα πόδια,
Άψυχος ο μεγάλος Μαργαριταρένιο Φτερό κείτονταν,
Άψυχος ο δυνατότερος των Μάγων κείτονταν.

Κατόπιν ο ευγνώμων Hiawatha
Το Mama, το δρυοκολάπτη, κάλεσε
Απ’ την κούρνια του ανάμεσα στα κλαδιά 
Απ’ το μελαγχολικό το πεύκο,
Και τις υπηρεσίες του για να τιμήσει
Με αίμα, την τούφα από φτερά, έβαψε
Στο μικρό κεφάλι του Mama·
Ακόμη και σήμερα αυτός τη φοράει,
Την τούφα με τα βυσσινί φτερά φοράει,
Ως των υπηρεσιών του το σύμβολο.

Στη συνέχεια αυτός τη μπλούζα με τις χάντρες αφαίρεσε
Από του Megissogwon την πλάτη, 
Ως τρόπαιο της μάχης, 
Ως σήμα της κατάκτησης του. 
Στην όχθη αυτός το σώμα άφησε, 
Το μισό στην ξηρά και τ’ άλλο μισό στο νερό,
Τα πόδια του στην άμμο θαμμένα ήτανε
Και το πρόσωπό του στο νερό ήτανε. 
Και από πάνω του, γύριζε και θορυβούσε 
Το Keneu, ο μεγάλος αετός του πολέμου,
Σ’ όλο και σε στενότερους κύκλους αρμενίζοντας, 
Όλο και πιο κοντά φτερουγίζοντας.

Απ’ το καλύβι ο Hiawatha 
Τα πλούτη του Megissogwon έφερε,
Όλο τον πλούτο του των δερμάτων και των χαντρών έφερε,
Γούνες από βίσονα και καστόρινες,
Γούνες από σαμούρι κι από ερμίνα,
Ζώνες με χάντρες και χορδές και σακούλες, 
Σφυρήλατες φαρέτρες βελών, με σφαιρίδια χαντρών, 
Με βέλη μ’ ασημένιες μύτες γεμάτες.

Προς το σπίτι κατόπιν αυτός θριαμβευτής έπλευσε,
Προς το σπίτι μέσ’ απ’ το μαύρο απ’ την πίσσα νερό,
Προς το σπίτι μέσ’ απ’ τα κυλισμένα φίδια,
Με τα τρόπαια της μάχης, 
Με το τραγούδι του θριάμβου δυνατά φωνάζοντας. 

Στην όχθη η γριά Nokomis βρισκότανε, 
Στην όχθη ο Chibiabos βρισκότανε, 
Και ο Kwasind, ο πολύ δυνατός άντρας,
Την άφιξη του ήρωα περιμένοντας
Στα τραγούδια του θριάμβου του αυτόν ακούγοντάς.
Και οι άνθρωποι του χωριού 
Με τραγούδια και χορούς τον υποδεχτήκανε,
Μια χαρούμενη γιορτή οργανώσανε και φώναζαν: 
"Τιμή στον Hiawatha πρέπει! 
Γιατί το Μαργαριταρένιο Φτερό αυτός έχει σκοτώσει,
Το δυνατότερο των Μάγων σκότωσε,
Αυτόν ο οποίος το φλογερό πυρετό έστελνε, 
Που τη λευκή ομίχλη απ’ τους βαλτότοπους έστελνε 
Που την αρρώστια και το θάνατο μεταξύ μας έστελνε!"

Στου Hiawatha τη μνήμη
Πάντα αγαπητό το Mama ήτανε! 
Και σ’ ένδειξη της φιλίας του, 
Και για ενθύμιο του,  
Τον κορμό της πίπας του αυτός διακόσμησε 
Με τη βυσσινί τούφα από φτερά,
Μ’ ένα κόκκινο σαν αίμα – σαν του Mama το λοφίο.
Αλλά του Megissogwon τα πλούτη,
Μ’ όλα τα τρόπαια της μάχης,
Στους συνανθρώπους του αυτός τα μοίρασε,
Σ’ όλους εξ ίσου τα διένειμε.


Σχόλιο.
Σ’ όλο το ένατο κεφάλαιο του επικού ποιήματος: “The Song of Hiawatha”, ο Henry W. Longfellow, αποδίδει με μυθικό τρόπο, εννοείται με βάση τους μύθους των ίδιων των ινδιάνων όπως έφτασαν στα αφτιά του και όχι ο ίδιος μυθοποιώντας, το ότι ο Hiawatha, με κάποιο τρόπο, κατάφερε να βοηθήσει τους ινδιάνους που κατοικούσαν κοντά στις όχθες των μεγάλων λιμνών να θεραπεύονται από τον ελώδη θανατηφόρο πυρετό. Εδώ, όπως εξάλλου και σε όλο το ποίημα, η οικονομία και η εξάντληση της ποιητικής περιγραφής συνυπάρχουν αρμονικά. Απολύτως τίποτα το περιττό από τη μία και αναλυτική εμφατική περιγραφή όλων των απαραίτητων από την άλλη.
Αξίζει λοιπόν να σταθούμε στο γεγονός ότι στην περιγραφή του χώρου όπου εξελίχθηκε η μεγάλη μάχη μεταξύ του Hiawatha και του Megissogwon, ο Longfellow μας περιγράφει αναλυτικά μόνον ένα πράγμα: ένα δέντρο: το πεύκο το πνιγμένο από τα βρύα και τη μούχλα τους. Στο δέντρο αυτό ακούμπησε (;) εξαντλημένος κι εκεί, αναπάντεχα, ο δρυοκολάπτης, που κρυβόντανε στα κλαδιά του, του είπε πώς να νικήσει τον Megissogwon. Πού να ρίξει τα βέλη που του απέμειναν για να σκοτώσει τον Megissogwon: το αίτιο του θανατηφόρου ελώδους πυρετού. Σε όλη την περιγραφή, πριν και μετά τη μάχη, η αναφορά στη μούχλα φαντάζει περιττή. Ιδίως μάλιστα αν σκεφτούμε , όπως ήδη αναφέραμε, την οικονομία του Longfellow. Μήπως όμως δεν είναι έτσι και ο Longfellow τελικά καταγράφει, στους μύθους που μετέφερε, πληροφορίες οι οποίες υπονοούσανε γνώσεις που είχανε χαθεί μαζί με τους ινδιάνους που αφανίζονταν;
Ας μην ξεχνάμε ότι εβδομήντα και χρόνια μετά το ποίημα, το 1928, ο Φλέμινγκ, τελείως τυχαία ανακαλύπτει στη μούχλα την πενικιλίνη!      


IX. Hiawatha and the Pearl-Feather

On the shores of Gitche Gumee,
Of the shining Big-Sea-Water,
Stood Nokomis, the old woman,
Pointing with her finger westward,
O'er the water pointing westward,
To the purple clouds of sunset.

Fiercely the red sun descending
Burned his way along the heavens,
Set the sky on fire behind him,
As war-parties, when retreating,
Burn the prairies on their war-trail;
And the moon, the Night-sun, eastward,
Suddenly starting from his ambush,
Followed fast those bloody footprints,
Followed in that fiery war-trail,
With its glare upon his features.

And Nokomis, the old woman,
Pointing with her finger westward,
Spake these words to Hiawatha:
"Yonder dwells the great Pearl-Feather,
Megissogwon, the Magician,
Manito of Wealth and Wampum,
Guarded by his fiery serpents,
Guarded by the black pitch-water.
You can see his fiery serpents,
The Kenabeek, the great serpents,
Coiling, playing in the water;
You can see the black pitch-water
Stretching far away beyond them,
To the purple clouds of sunset!

"He it was who slew my father,
By his wicked wiles and cunning,
When he from the moon descended,
When he came on earth to seek me.
He, the mightiest of Magicians,
Sends the fever from the marshes,
Sends the pestilential vapors,
Sends the poisonous exhalations,
Sends the white fog from the fen-lands,
Sends disease and death among us!

"Take your bow, O Hiawatha,
Take your arrows, jasper-headed,
Take your war-club, Puggawaugun,
And your mittens, Minjekahwun,
And your birch-canoe for sailing,
And the oil of Mishe-Nahma,
So to smear its sides, that swiftly
You may pass the black pitch-water;
Slay this merciless magician,
Save the people from the fever
That he breathes across the fen-lands,
And avenge my father's murder!"

Straightway then my Hiawatha
Armed himself with all his war-gear,
Launched his birch-canoe for sailing;
With his palm its sides he patted,
Said with glee, "Cheemaun, my darling,
O my Birch-canoe! leap forward,
Where you see the fiery serpents,
Where you see the black pitch-water!"

Forward leaped Cheemaun exulting,
And the noble Hiawatha
Sang his war-song wild and woful,
And above him the war-eagle,
The Keneu, the great war-eagle,
Master of all fowls with feathers,
Screamed and hurtled through the heavens.

Soon he reached the fiery serpents,
The Kenabeek, the great serpents,
Lying huge upon the water,
Sparkling, rippling in the water,
Lying coiled across the passage,
With their blazing crests uplifted,
Breathing fiery fogs and vapors,
So that none could pass beyond them.

But the fearless Hiawatha
Cried aloud, and spake in this wise,
"Let me pass my way, Kenabeek,
Let me go upon my journey!"
And they answered, hissing fiercely,
With their fiery breath made answer:
"Back, go back! O Shaugodaya!
Back to old Nokomis, Faint-heart!"

Then the angry Hiawatha
Raised his mighty bow of ash-tree,
Seized his arrows, jasper-headed,
Shot them fast among the serpents;
Every twanging of the bow-string
Was a war-cry and a death-cry,
Every whizzing of an arrow
Was a death-song of Kenabeek.

Weltering in the bloody water,
Dead lay all the fiery serpents,
And among them Hiawatha
Harmless sailed, and cried exulting:
"Onward, O Cheemaun, my darling!
Onward to the black pitch-water!"

Then he took the oil of Nahma,
And the bows and sides anointed,
Smeared them well with oil, that swiftly
He might pass the black pitch-water.

All night long he sailed upon it,
Sailed upon that sluggish water,
Covered with its mould of ages,
Black with rotting water-rushes,
Rank with flags and leaves of lilies,
Stagnant, lifeless, dreary, dismal,
Lighted by the shimmering moonlight,
And by will-o'-the-wisps illumined,
Fires by ghosts of dead men kindled,
In their weary night-encampments.

All the air was white with moonlight,
All the water black with shadow,
And around him the Suggema,
The mosquito, sang his war-song,
And the fire-flies, Wah-wah-taysee,
Waved their torches to mislead him;
And the bull-frog, the Dahinda,
Thrust his head into the moonlight,
Fixed his yellow eyes upon him,
Sobbed and sank beneath the surface;
And anon a thousand whistles,
Answered over all the fen-lands,
And the heron, the Shuh-shuh-gah,
Far off on the reedy margin,
Heralded the hero's coming.

Westward thus fared Hiawatha,
Toward the realm of Megissogwon,
Toward the land of the Pearl-Feather,
Till the level moon stared at him
In his face stared pale and haggard,
Till the sun was hot behind him,
Till it burned upon his shoulders,
And before him on the upland
He could see the Shining Wigwam
Of the Manito of Wampum,
Of the mightiest of Magicians.

Then once more Cheemaun he patted,
To his birch-canoe said, "Onward!"
And it stirred in all its fibres,
And with one great bound of triumph
Leaped across the water-lilies,
Leaped through tangled flags and rushes,
And upon the beach beyond them
Dry-shod landed Hiawatha.

Straight he took his bow of ash-tree,
On the sand one end he rested,
With his knee he pressed the middle,
Stretched the faithful bow-string tighter,
Took an arrow, jasperheaded,
Shot it at the Shining Wigwam,
Sent it singing as a herald,
As a bearer of his message,
Of his challenge loud and lofty:
"Come forth from your lodge, Pearl-Feather!
Hiawatha waits your coming!"

Straightway from the Shining Wigwam
Came the mighty Megissogwon,
Tall of stature, broad of shoulder,
Dark and terrible in aspect,
Clad from head to foot in wampum,
Armed with all his warlike weapons,
Painted like the sky of morning,
Streaked with crimson, blue, and yellow,
Crested with great eagle-feathers,
Streaming upward, streaming outward.

"Well I know you, Hiawatha!"
Cried he in a voice of thunder,
In a tone of loud derision.
"Hasten back, O Shaugodaya!
Hasten back among the women,
Back to old Nokomis, Faint-heart!
I will slay you as you stand there,
As of old I slew her father!"

But my Hiawatha answered,
Nothing daunted, fearing nothing:
"Big words do not smite like war-clubs,
Boastful breath is not a bow-string,
Taunts are not so sharp as arrows,
Deeds are better things than words are,
Actions mightier than boastings!"

Then began the greatest battle
That the sun had ever looked on,
That the war-birds ever witnessed.
All a Summer's day it lasted,
From the sunrise to the sunset;
For the shafts of Hiawatha
Harmless hit the shirt of wampum,
Harmless fell the blows he dealt it
With his mittens, Minjekahwun,
Harmless fell the heavy war-club;
It could dash the rocks asunder,
But it could not break the meshes
Of that magic shirt of wampum.

Till at sunset Hiawatha,
Leaning on his bow of ash-tree,
Wounded, weary, and desponding,
With his mighty war-club broken,
With his mittens torn and tattered,
And three useless arrows only,
Paused to rest beneath a pine-tree,
From whose branches trailed the mosses,
And whose trunk was coated over
With the Dead-man's Moccasin-leather,
With the fungus white and yellow.

Suddenly from the boughs above him
Sang the Mama, the woodpecker:
"Aim your arrows, Hiawatha,
At the head of Megissogwon,
Strike the tuft of hair upon it,
At their roots the long black tresses;
There alone can he be wounded!"

Winged with feathers, tipped with jasper,
Swift flew Hiawatha's arrow,
Just as Megissogwon, stooping,
Raised a heavy stone to throw it.
Full upon the crown it struck him,
At the roots of his long tresses,
And he reeled and staggered forward,
Plunging like a wounded bison,
Yes, like Pezhekee, the bison,
When the snow is on the prairie.

Swifter flew the second arrow,
In the pathway of the other,
Piercing deeper than the other,
Wounding sorer than the other;
And the knees of Megissogwon
Shook like windy reeds beneath him,
Bent and trembled like the rushes.

But the third and latest arrow
Swiftest flew, and wounded sorest,
And the mighty Megissogwon
Saw the fiery eyes of Pauguk,
Saw the eyes of Death glare at him,
Heard his voice call in the darkness;
At the feet of Hiawatha
Lifeless lay the great Pearl-Feather,
Lay the mightiest of Magicians.

Then the grateful Hiawatha
Called the Mama, the woodpecker,
From his perch among the branches
Of the melancholy pine-tree,
And, in honor of his service,
Stained with blood the tuft of feathers
On the little head of Mama;
Even to this day he wears it,
Wears the tuft of crimson feathers,
As a symbol of his service.

Then he stripped the shirt of wampum
From the back of Megissogwon,
As a trophy of the battle,
As a signal of his conquest.
On the shore he left the body,
Half on land and half in water,
In the sand his feet were buried,
And his face was in the water.
And above him, wheeled and clamored
The Keneu, the great war-eagle,
Sailing round in narrower circles,
Hovering nearer, nearer, nearer.

From the wigwam Hiawatha
Bore the wealth of Megissogwon,
All his wealth of skins and wampum,
Furs of bison and of beaver,
Furs of sable and of ermine,
Wampum belts and strings and pouches,
Quivers wrought with beads of wampum,
Filled with arrows, silver-headed.

Homeward then he sailed exulting,
Homeward through the black pitch-water,
Homeward through the weltering serpents,
With the trophies of the battle,
With a shout and song of triumph.

On the shore stood old Nokomis,
On the shore stood Chibiabos,
And the very strong man, Kwasind,
Waiting for the hero's coming,
Listening to his songs of triumph.
And the people of the village
Welcomed him with songs and dances,
Made a joyous feast, and shouted:
"Honor be to Hiawatha!
He has slain the great Pearl-Feather,
Slain the mightiest of Magicians,
Him, who sent the fiery fever,
Sent the white fog from the fen-lands,
Sent disease and death among us!"

Ever dear to Hiawatha
Was the memory of Mama!
And in token of his friendship,
As a mark of his remembrance,
He adorned and decked his pipe-stem
With the crimson tuft of feathers,
With the blood-red crest of Mama.
But the wealth of Megissogwon,
All the trophies of the battle,
He divided with his people,
Shared it equally among them.



Όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.