30 Μαρτίου 2014

Charles Mingus - The Black Saint and the Sinner Lady




















Ακούστε το εδώ.

Σύμφωνα με τον Piero Scaruffi ο καλύτερος δίσκος στην ιστορία της jazz.

Charles Mingus - The Black Saint and the Sinner Lady (from wikipedia)

Track list

Solo Dancer
Duet Solo Dancers
Group Dancers
Trio and Group Dancers/ Single Solos and Group Dance/ Group and Solo Dance


Personnel

Charles Mingus - bass, piano, composer
Jerome Richardson - soprano and baritone saxophone, flute
Charlie Mariano - alto saxophone
Dick Hafer - tenor saxophone, flute
Rolf Ericson - trumpet
Richard Williams - trumpet
Quentin Jackson - trombone
Don Butterfield - tuba, contrabass trombone
Jaki Byard - piano
Jay Berliner - acoustic guitar
Dannie Richmond - drums

The Quintet - The Complete Jazz at Massey Hall





















Ακούστε το εδώ.

The Quintet - The Complete Jazz at Massey Hall (from wikipedia)

Track list

Perdido (Juan Tizol, Hans Lengfelder, Ervin M. Drake)
Salt Peanuts (Dizzy Gillespie, Kenny Clarke)
All the Things You Are (Jerome Kern, Oscar Hammerstein II)
52nd Street Theme (Thelonious Monk)
Drum Solo by Max Roach
Cherokee (Noble)
Embraceable You (George Gershwin, Ira Gershwin)
Hallelujah (Jubilee) (Grey, Robin, Youmans)
Sure Thing (Bud Powell)
Lullaby of Birdland (Shearing, Weiss)
I've Got You Under My Skin (Porter)
Wee (Allen's Alley) (Denzil Best)
Hot House (Tadd Dameron)
A Night in Tunisia (Gillespie, Frank Paparelli)


Personnel

Dizzy Gillespie — trumpet
Charles Mingus — bass
Charlie Parker — alto sax
Bud Powell — piano
Max Roach — drums

Duke Ellington At Newport




















Ακούστε το εδώ.

Duke Ellington At Newport (from wikipedia)

Disc one
The Star Spangled Banner - 1:10
Father Norman O'Connor Introduces Duke & the Orchestra / Duke Introduces Tune & Anderson, Jackson & Procope - 3:36
Black and Tan Fantasy - 6:21
Duke Introduces Cook & Tune - 0:26
Tea for Two - 3:34
Duke & Band Leave Stage / Father Norman Talks About The Festival - 2:30
Take the 'A' Train - 4:27
Duke Announces Strayhorn's A Train & Nance / Duke Introduces Festival Suite, Part I & Hamilton - 0:41
Part I - Festival Junction - 8:10
Duke Announces Soloists; Introduces Part II - 0:38
Part II - Blues to Be There - 7:09
Duke Announces Nace & Procope; Introduces Part III - 0:19
Part III - Newport Up - 5:33
Duke Announces Hamilton, Gonsalves & Terry / Duke Introduces Carney & Tune - 0:25
Sophisticated Lady - 3:52
Duke Announces Grissom & Tune - 0:17
Day In, Day Out - 3:50
Duke Introduces Tune(s) and Paul Gonsalves Interludes - 0:23
Diminuendo In Blue and Crescendo In Blue - 14:20
Announcements, Pandemonium - 0:44
Pause Track - 0:06

Disc two
Duke Introduces Johnny Hodges - 0:18
I Got It Bad (and That Ain't Good) - 3:38
Jeep's Blues - 4:36
Duke Calms Crowd; Introduces Nance & Tune - 0:42
Tulip or Turnip - 2:49
Riot Prevention - 1:08
Skin Deep - 9:13
Mood Indigo - 1:30
Studio Concert (Excerpts) - 4:01
Father Norman O'Connor Introduces Duke Ellington / Duke Introduces New Work, Part I & Hamilton - 1:02
Part I - Festival Junction - 8:46
Duke Announces Soloists; Introduces Part II - 0:32
Part II - Blues To Be There - 7:48
Duke Announces Nance & Procope; Introduces Part III - 0:16
Part III - Newport Up - 5:20
Duke Announces Hamilton, Gonsalves & Terry / Pause / Duke Introduces Johnny Hodges - 0:41
I Got It Bad (And That Ain't Good) - 3:47
Jeep's Blues - 4:31
Pause Track - 0:06



Personnel

Harry Carney - Baritone sax
John Willie Cook - Trumpet
Duke Ellington - Piano
Paul Gonsalves - Tenor sax
Jimmy Grissom - Voice
Jimmy Hamilton - Clarinet
Johnny Hodges - Alto sax
Quentin Jackson - Trombone
William Cat Anderson - Trumpet
Ray Nance - Voice, trumpet
Russell Procope - Alto sax
John Sanders - Trombone
Clark Terry - Trumpet
James Woode - Bass
Britt Woodman - Trombone
Sam Woodyard - Drums


28 Μαρτίου 2014

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (αφιέρωμα στα 24γράμματα εν προόδω) – Οδοιπορικό - 19η στάση (IWW) [Απόστολος Θηβαίος]

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (αφιέρωμα στα 24γράμματα εν προόδω) – Οδοιπορικό - 19η στάση (IWW) [Απόστολος Θηβαίος]








Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου συνιστούν μια ξεχασμένη ιστορία. Η θυσία τους, οι συγκρούσεις, ο Ηλίας Σπαντιδάκης νεκρός στο λόφο του Κολοράντο. Όλες αυτές είναι λησμονημένες υποθέσεις, καθώς το νέο δόγμα οδηγεί τους νέους στ ΄ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, στα νησιά των Φιλιππίνων, στη Δήλο και όπου αλλού μπορεί να φλέγεται ατόφια η καινούρια ψυχή. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου ξεχύνονται πάλι απ΄ τα γκαράζ και τα σιδηρουργεία κραδαίνοντας τα τεύχη του περιοδικού Μάζες. Ξεχύνονται σαν τα νερά οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου, φρενήρεις ακολουθώντας τίμια και αντρίκια τις διατυπώσεις του Μαξ Ίστμαν και εκείνης της Έμμα Γκόλντμαν που με τόση προσήλωση υπερασπίζονται τα εργατικά δικαιώματα.Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου γερασμένοι, στις άκρες των μόλων με τις φόρμες και τη συνδικαλιστική ταυτότητα της πάλαι ποτέ θρυλικής Αμερικής. Κοιτούν τα πουλιά και τα παιδιά με τα γρήγορα σπορ αυτοκίνητα που εκτινάσσονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις προκυμαίες. Με φανταχτερά ρούχα και όλη τους την ψυχή δοσμένη σ΄ έρωτες και κορίτσια από λευκή άργιλο που κάποτε θα γεράσουν, όπως η Αμερική. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου βρίσκονται πια σ΄ όλους τους τόπους. Στην Αλεξάνδρεια, στη Φλωρεντία, στο ερειπωμένο Ντιτρόιτ των πυγμάχων και της εταιρείας Φορντ, στην Αθήνα της οδού Ιουλιανού, στις γειτονιές γύρω απ΄ το εμπορικό λιμάνι της Κορίνθου. Οι βιομηχανικοί εργάτες δεν ξεχωρίζουν πια στο χρώμα και τα όνειρα. Δίχως ελπίδα κρατούν στα χέρια τους τη συνδικαλιστική ταυτότητα, συμμετέχουν σ΄ απεργίες και συγκρούσεις, αγαπούν τόσο τα κορίτσια των λεωφόρων που μ΄ ένα αθεράπευτα μικρό αντίτιμο σε συντροφεύουν ολόκληρες, φλεγόμενες νύχτες. Αγαπούν τη Ρόζα, τον αγνωστικισμό και το δίκαιο της φυλής τους. Αγαπούν τόσο τ΄ αγόρια τους και ας έχουν τόσους αιώνες να τ΄ αντικρίσουν. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου είναι περισσότερο πατριώτες απ΄ εκείνα τα παιδιά που έτσι απλόχερα θυσιάζονται στις εθνικές, πατριωτικές εξάρσεις και τα ιδεολογικά δόγματα και αφήνουν μονάχα χρώματα όταν κάνουν συντρίμμια τις προκυμαίες με τα κορίτσια τους αγκαλιά, όταν ζουν στα φθηνά ξενοδοχεία της Υόρκης με τις φωσφορικές αστερόεσσες που ανάβουν τα πρόσωπά τους, καθώς οι άνθρωποι του Ντος Πάσος που προβαίνουν σε προδοσίες, ιδρύοντας γραφεία δημοσίων σχέσεων, αναλαμβάνοντας προπαγάνδες, σκοτώνοντας τις ερωμένες τους με σκληρά αντίο μες στο χιονισμένο Σικάγο. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου ονειρεύτηκαν κάποτε την Αμερική με το σκισμένο φουστάνι της Μασσαλιώτιδας, φαντάστηκαν τον καιρό, ύστερα από χρόνια που θα παρελαύνουν με τις καθαρές, εργατικές φόρμες τους ανάμεσα στα δικαιωμένα πλήθη και την ιστορία. Φαντάστηκαν τον καιρό που οι οδοί θ΄ αλλάξουν όνομα και ίσως ν΄ ανακηρυχτούν οδοί της ελπίδας και του ονείρου, λεωφόρος των βημάτων του πνεύματος και των νόμων. Φαντάστηκαν αγάλματα και ομοιώματα από κερί ή τερακότα που θα αναπαριστούν τα πρόσωπα των βιομηχανικών εργατών του κόσμου όμοια με τεθλασμένους κεραυνούς, πελώρια σώματα από μπρούτζο ή γυαλί σαν δρομείς ή τους απόγονους του κόμητος Οργκάθ κάτω από τον ήλιο της Κόρδοβα. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν μύθο. Η υγεία του χάνεται στα γερασμένα πρόσωπα, την ησυχία των λιμανιών, τα έρημα ντεπώ, τους συρμούς που ακινητούν σήμερα στο μέσον ενός κάμπου, τ΄ ατμόπλοια της Νέας Ορλεάνης που ταξίδεψαν ατέλειωτα ποταμίσια μίλια το μήνυμα μιας επανάστασης. Αν ποτέ γυρέψεις τους τελευταίους από τους βιομηχανικούς εργάτες του κόσμου, θα τους αναγνωρίσεις με σιγουριά. Δεν πρόκειται για κάποιο σημάδι ή εκείνη τη συνδικαλιστική ταυτότητα του χθες. Είναι που όταν μιλούν θυμούνται το ανέγγιχτο ακόμη πανέρι των θαυμάτων της νέας εποχής. Είναι που όταν μιλούν μοιάζουν ν΄ αγαπούν το δίκαιο και τα λαϊκά κορίτσια μ΄ έναν τρόπο σχεδόν ακόλαστο, ρομαντικό. Προεπαναστατικό. Οι βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου είναι μνημεία αμερικανικής ιστορίας. Μνημεία μες στις ξέφρενες, πολύπτυχες σκηνές του κόσμου.


27 Μαρτίου 2014

Βυσσινιά [Ελένη Κοφτερού]



ΒΥΣΣΙΝΙΑ 
της Φωτεινής Βασιλοπούλου 

Μου είχες πει 
πως θέλει υψόμετρο 
και μέλισσες πολλές 
για να λαλήσουν ανοιξιάτικο τραγούδι
της γης οι βυσσινιές

Όμως εγώ 
σήμερα είδα 
χορό να στήνει με τους γλάρους
μια βυσσινιά 
ακτινοβόλα /Φωτεινή

Με χέρια βύσσινα 
κοράλλια ξεμυαλίζει 
κι η σμέρνα ντρέπεται μπροστά της ερυθριά 
στο σιωπηλό θαλάμι της αυτοστιγμεί γυρνά 


26 Μαρτίου 2014

The Song of Hiawatha - 15 - Hiawatha's Lamentation [Henry W. Longfellow]

15. Ο θρήνος του Hiawatha 

Εκείνες τις μέρες τα Κακά Πνεύματα, 
Όλα τα κακόβουλα Πνεύματα,
Τη σοφία του Hiawatha φοβόντουσαν,
Και για τον Chibiabos την αγάπη που αυτός έτρεφε, 
Την πιστή τους φιλία, τα ζηλεύανε,
Την απ’ τα ευγενή λόγια και τις πράξεις τους,
Τη χτισμένη στο χρόνο σφιχτά που τους συνέδεε,  
Να την παρενοχλήσουνε και να την καταστρέψουνε θέλανε.

Ο Hiawatha, σοφός κι επιφυλακτικός, 
Συχνά στον Chibiabos έλεγε: 
"Ω! αδελφέ μου! Να μη μ’ αφήσεις,
Μήπως τα κακά πνεύματα σε βλάψουνε!"
Ο Chibiabos, νέος και απρόσεκτος, 
Τις κατάμαυρες κοτσίδες του τίναξε γελώντας,
Κι όσο ποτέ παιδιάστικα και γλυκά απάντησε:
"Ω! αδελφέ! Για μένα μη φοβάσαι,
Κοντά μου, η ζημιά και το κακό δεν έρχονται!"

Κάποτε όταν ο Peboan, ο Χειμώνας,
Με πάγο την επιφάνεια της Μεγάλης Λίμνης κάλυψε,
Όταν οι νιφάδες του χιονιού, προς τα κάτω στροβιλίζονταν, 
Μεταξύ των μαραμένων φύλλων των βελανιδιών σφυρίζοντας,
Τα πεύκα (σε στάχτη) στα καλύβια μετατρέποντας,
Όλη τη γη στη σιωπή καλύπτοντας,
Με βέλη οπλισμένος και χιονοπέδιλα φορώντας,
Του αδελφού του την προειδοποίηση αγνοώντας     
Τα Κακά Πνεύματα μη φοβούμενος, 
Έξω, ολομόναχος, ο Chibiabos πήγε,
Ελάφια με κέρατα να κυνηγήσει.

Ακριβώς απέναντι, στη Μεγάλη Λίμνη, 
Ένα ελάφι γρήγορα τρέχοντας μπροστά του πετάχτηκε,
Με τον άνεμο και το χιόνι αυτός τ’ ακολούθησε,
Πάνω απ’ το δόλιο στρώμα πάγου αυτός τ’ ακολούθησε, 
Απ’ του κυνηγιού τον ενθουσιασμό:
Αγριεμένος και με μανία φορτωμένος.

Αλλά τα Κακά Πνεύματα, από κάτω, αυτόν περιμένανε 
Στην ενέδρα που ‘χανε στήσει.
Τ’ από κάτω του δόλιο στρώμα πάγου σπάσανε,
Προς τα κάτω, στο βυθό, τον σύρανε,
Βαθιά στην άμμο το σώμα του θάψανε.
Ο Unktahee, ο Θεός του Νερού,
Αυτός, των Dacotahs ο Θεός,
Στης Gitche Gumee τη βαθιά άβυσσο,
Στης Μεγάλης Λίμνης τη βαθιά άβυσσο, τον έπνιξε. 

Ο Hiawatha, απ’ τ’ ακρωτήριο, 
Έναν τέτοιο θρήνο, απ’ την αγωνία του, έβγαλε, 
Έναν τέτοιο φοβερό θρήνο, έβγαλε,
Ώστε οι βίσονες σταματήσανε ν’ ακούσουνε,
Και οι λύκοι απ’ τους λειμώνες ουρλιάζανε, 
Κι η καταιγίδα, στο βάθος του ορίζοντα, 
Άρχισε με βροντή: "Μπουααααμ!"

Κατόπιν αυτός, το πρόσωπό του με μαύρο χρώμα ζωγράφισε, 
Με το χιτώνα του, το κεφάλι του κάλυψε, 
Στο καλύβι του αυτός, έμεινε θρηνώντας, 
Για εφτά ολόκληρες βδομάδες αυτός, έμεινε θρηνώντας,
Ακίνητος αυτός, αυτό το βογγητό λύπης αρθρώνοντας: 

"Αυτός είναι νεκρός, ο γλυκός μουσικός νεκρός είναι! 
Αυτός, ο γλυκύτερος όλων των μουσικών,
Από μας έχει για πάντα φύγει,
Αυτός πλησίον έχει,
Στον Κύριο όλων των μουσικών,
Στον Κύριο όλων των τραγουδιστών, μετακινηθεί!
Ω! Chibiabos, αδελφέ μου εσύ!"

Και τα μελαγχολικά τα έλατα 
Τα σκουροπράσινα φυλλώματά τους, πάνω απ’ αυτόν, κυματίζανε, 
Τους μωβ κώνους τους, πάνω απ’ αυτόν, κυματίζανε, 
Για να τον παρηγορήσουνε, μαζί του αναστενάζανε,
Με το θρήνο του,
Το παράπονό τους και το θρήνο τους, σμίγοντας.

Η άνοιξη ήρθε
Κι όλο το δάσος, τον Chibiabos, μάταια έψαχνε·
Το Sebowisha, το ποτάμι, αναστέναζε,
Τα βούρλα στο λιβάδι αναστενάζανε.

Απ’ τις κορφές των δέντρων, το γαλαζοπούλι, τραγουδούσε, 
Το Owaissa, το γαλαζοπούλι, τραγουδούσε:
"Ω! Chibiabos!, Chibiabos!, 
Αυτός, ο γλυκός μουσικός, νεκρός είναι!"

Απ’ το καλύβι, ο κοκκινολαίμης, τραγουδούσε,
Το Opechee, ο κοκκινολαίμης, τραγουδούσε:
"Ω! Chibiabos!, Chibiabos!, 
Αυτός, ο γλυκύτερος των μουσικών, νεκρός είναι!"

Και το βράδυ, πέρα ως πέρα, όλο το δάσος,
Το νυχτοπούλι παραπονούμενο το διέτρεχε,  
Το Wawonaissa θρηνώντας το διέτρεχε: 
"Ω! Chibiabos!, Chibiabos!, 
Αυτός, ο γλυκός μουσικός, νεκρός είναι!
Αυτός, ο γλυκύτερος των μουσικών, νεκρός είναι!"

Στη συνέχεια, οι Medas, οι Θεραπευτές 
Οι Wabenos, οι μάγοι/ ταχυδακτυλουργοί,
Και οι Jossakeeds, οι Προφήτες, 
Τον Hiawatha να επισκεφτούνε ήρθανε·
Ένα Ιερό Κατάλυμα, δίπλα του, κατασκευάσανε,
Να τον κατευνάσουνε, να τον παρηγορήσουνε, 
Η σοβαρή πομπή,
Αυτών που μ’ ένα θηκάρι μ’ επουλωτικά ερχόντουσαν, σιωπηλά προχωρούσε,
Από δέρμα κάστορα, λύγκα ή ενυδρίδας, 
Με μαγικές ρίζες και θεραπευτικά φύλλα φυτών γεμισμένα,
Με πολύ αποτελεσματικά θεραπευτικά γεμισμένα.

Όταν αυτός τα βήματά τους άκουσε να πλησιάζουνε, 
Ο Hiawatha το θρήνο σταμάτησε,
Τον Chibiabos να καλεί σταμάτησε·
Τίποτε αυτός δε ρώτησε, τίποτα αυτός δεν απάντησε, 
Αλλά με το πένθιμο κεφάλι του ακάλυπτο,
Τα χρώματα του πένθους, απ’ το πρόσωπό του, 
Σιγά-σιγά και σιωπηλά είχανε ξεπλυθεί,
Σιγά-σιγά και σιωπηλά,
Προς το Ιερό Κατάλυμα τους ακολούθησε.

Εκεί ένα μαγικό ποτό αυτοί του δώσανε,
Απ’ το Nahma-wusk, το δυόσμο,
Κι απ’ το Wabeno-wusk, την αχιλλέα*, φτιαγμένο
Ρίζες να δυναμώσει και βότανα θεραπευτικά του δώσανε· 
Τα τύμπανά τους χτυπήσανε και τα κρόταλα τους τινάξανε· 
Κατ’ ιδίαν και σε χορωδίες ψάλανε,  
Μυστικιστικά τραγούδια, όπως αυτό, αυτοί ψάλανε:

*επίσης και μυριόφυλλο ή χιλιόφυλλο ή αγριαψιθιά

"Εγώ, εγώ! Ιδού εγώ!
Είναι ο Μεγάλος Αετός που σας μιλάει·
Ελάτε, εσείς λευκά κοράκια, να τον ακούσετε ελάτε! 
Η δυνατή φωνή της καταιγίδας με βοηθάει· 
Όλα τ’ αόρατα πνεύματα με βοηθάνε·  
Τις φωνές μπορώ ν’ ακούω να με καλούνε,
Ολόγυρα στον ουρανό, εγώ τις ακούω!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ,
Hiawatha, να σε θεραπεύσω εγώ μπορώ!"

"Χάι αού χα!" ο χορός αποκρίθηκε, 
"Γουίεχα γουέι!" η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.

"Όλα τα φίδια φίλοι μου είναι! 
Το δέρμα μου, του γερακιού (που για κότες καιροφυλακτεί), ακούστε με να σείω! 
Το Mahng, το λευκό παγοβούτι, μπορώ να τον* σκοτώσω·
Στην καρδιά σου εγώ μπορώ να εξακοντίσω και να το σκοτώσω!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ,
Hiawatha, να σε θεραπεύσω εγώ μπορώ!"

*ασαφής στίχος. Επειδή το πτώμα του Chibiabos δεν είχε ακόμα βρεθεί, πιθανόν να εννοεί ότι θα μεταμορφωθεί σε παγοβούτι, θα βουτήξει στο βάθος της Μεγάλης Λίμνης να βρει το πτώμα και θα το φέρει στην επιφάνεια, κάτι που σαν εικόνα θυμίζει το θύτη που μεταφέρει με τα χέρια του, αφού πρώτα το σκότωσε, το θύμα του. Η ερμηνεία αυτή δικαιολογείται εν μέρει και από όσο ακολουθούνε. Πιθανόν επίσης, ο Μεγάλος Αετός, να αποκαλύπτει ότι, ο πάγος, στο σημείο που έσπασε και χάθηκε ο Chibiabos, είχε αδυνατήσει από τρύπες που είχε ανοίξει κάποιο παγοβούτι.     

"Χάι αού χα!" ο χορός αποκρίθηκε, 
"Γουειχαγουέι!" η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.

"Εγώ, εγώ! Ο προφήτης! 
Όταν εγώ μιλάω το καλύβι τρέμει,
Το Ιερό Κατάλυμα με τρόμο κλονίζεται,
Αόρατα χέρια αρχίζουνε να το κλονίζουνε!
Όταν εγώ περπατώ, ο ουρανός που βαδίζω
Κάμπτεται από κάτω μου και θορυβεί!
Αδελφέ μου, να σου εμφυσήσω δύναμη εγώ μπορώ!
Ω! Hiawatha, σήκω και μίλησε!"

"Χάι αού χα!" ο χορός αποκρίθηκε, 
"Γουέι χα γουέι!" η μυστικιστική χορωδία αποκρίθηκε.

Κατόπιν, αυτοί, τα θηκάρια με τα θεραπευτικά,
Πάνω απ’ το κεφάλι του Hiawatha, τινάζανε
Και τους θεραπευτικούς τους χορούς ολόγυρά του χορεύανε·
Αγριεμένοι και ωχροί ξαφνικά τους ξεκινήσανε,
Όπως ένας άνθρωπος απ’ τα όνειρα ξυπνώντας, 
Και αυτόν απ’ όλη του την τρέλα θεραπεύοντας. 
Όπως τα σύννεφα απ’ τους ουρανούς σαρώνονται, 
Αμέσως απ’ το μυαλό του,
Όλ’ η κυκλοθυμική του μελαγχολία έφυγε·
Όπως τα στρώματα του πάγου απ’ τα ποτάμια σαρώνονται,
Αμέσως απ’ την καρδιά του,
Όλ’ η λύπη του και η θλίψη του φύγανε. 

Ακολούθως τον Chibiabos,
Απ’ τον τάφο του κάτω από τα νερά, αυτοί καλέσανε, 
Απ’ την άμμο της Μεγάλης Λίμνης
Τον αδελφό του Hiawatha αυτοί καλέσανε.
Και τόσο δυνατή η μαγεία,
Της κραυγής και επίκλησης, ήτανε 
Ώστε αυτός,
Όπως εκεί, κάτω απ’ τα νερά της Μεγάλης Λίμνης κείτονταν, άκουσε· 
Απ’ την άμμο αυτός σηκώθηκε και άκουσε, 
Τη μουσική και το τραγούδι άκουσε,
Πειθαρχώντας στο κάλεσμα,
Μπροστά στην πόρτα εισόδου του καλυβιού, ήρθε, 
Αλλά να εισέλθει του απαγορεύτηκε.

Μέσ’ από μια χαραμάδα ένα κομμάτι κάρβουνο του δώσανε, 
Μέσ’ απ’ την πόρτα ένα δαυλό με φωτιά του δώσανε·  
Νομοθέτη στη Χώρα των Πνευμάτων,
Νομοθέτη πάνω στους νεκρούς, τον ορίσανε,  
Λέγοντάς του μια φωτιά ν’ ανάψει 
Για όλους εκείνους που εφεξής θα πεθαίνουνε, 
Φωτιές για τους νυχτερινούς τους καταυλισμούς
Στο μοναχικό τους ταξίδι 
Για το βασίλειο του Ponemah, 
Για τη χώρα του Επέκεινα.

Απ’ το χωριό της παιδικής του ηλικίας, 
Απ’ τα σπίτια αυτών που τον γνωρίζανε, 
Σιωπηλά μέσ’ απ’ το δάσος περνώντας, 
Όπως κυματιστά ο καπνός πλάγια μέσω του αέρα ταξιδεύει,
Σιγά-σιγά ο Chibiabos χάθηκε! 
Όπου αυτός περνούσε, τα κλαδιά δεν μετακινούνταν, 
Όπου αυτός πατούσε, τα χορτάρια δεν καμπτόντουσαν, 
Και του περασμένου χρόνου τα φύλλα τα πεσμένα 
Κάτω απ’ τα βήματά του, ήχο δε βγάζανε.

Για τέσσερις ολόκληρες μέρες προς τα εμπρός,
Κάτω στο μονοπάτι των νεκρών, ταξίδευσε·
Με τις φράουλες για τους νεκρούς αυτός γιόρτασε, 
Τον μελαγχολικό ποταμό αυτός διέσχισε,
Πάνω στον κορμό (που πέρα δώθε πάει) αυτός το διέσχισε,
Προς την Ασημένια Λίμνη,
Με το Πέτρινο Κανό, 
Προς τα Νησιά του Ευλογημένου,
Προς τη χώρα των σκιών και των φαντασμάτων, αυτός μεταφέρθηκε.

Στο ταξίδι αυτό, σιγά-σιγά κινούνταν, 
Πολλά κουρασμένα πνεύματα αυτός είδε, 
Κάτω απ’ τα βαριά τους φορτία ν’ ασθμαίνουνε,  
Με τα πολεμικά τους ρόπαλα, τα τόξα και τα βέλη,
Χιτώνες από γούνα, κατσαρόλες και βραστήρες,
Και με τα τρόφιμα που οι φίλοι τους είχανε δώσει 
Για το μοναχικό τους ταξίδι, φορτωμένοι.

"Αχ! Γιατί στη ζήση," αυτοί λέγανε, 
“Με τέτοια βαριά φορτία πάνω μας να γεννιόμαστε;
Αν τη βαδίζαμε γυμνοί, καλύτερη θα μας ήτανε, 
Αν τη βαδίζαμε σ’ εγκράτεια, καλύτερη θα μας ήτανε,
Απ’ ότι με τέτοια βαριά φορτία,
Στο μεγάλο και κουραστικό μας ταξίδι, να την υφιστάμεθα!"
Εκτός του χωριού του, μετά απ’ αυτά, ο Hiawatha, εξήλθε  
Ανατολικά περιπλανήθηκε, δυτικά περιπλανήθηκε,
Για τη χρήση των φύλλων των φυτών,
Για των δηλητηρίων τ’ αντίδοτα,
Και τις θεραπείες των ασθενειών, τους ανθρώπους διδάσκοντας. 
Έτσι, για πρώτη φορά στους θνητούς,
Όλη η ιερή τέχνη της θεραπείας,
Όλα τα μυστήρια των Medamin, έγιναν γνωστά.


XV. Hiawatha's Lamentation

In those days the Evil Spirits,
All the Manitos of mischief,
Fearing Hiawatha's wisdom,
And his love for Chibiabos,
Jealous of their faithful friendship,
And their noble words and actions,
Made at length a league against them,
To molest them and destroy them.

Hiawatha, wise and wary,
Often said to Chibiabos,
"O my brother! do not leave me,
Lest the Evil Spirits harm you!"
Chibiabos, young and heedless,
Laughing shook his coal-black tresses,
Answered ever sweet and childlike,
"Do not fear for me, O brother!
Harm and evil come not near me!"

Once when Peboan, the Winter,
Roofed with ice the Big-Sea-Water,
When the snow-flakes, whirling downward,
Hissed among the withered oak-leaves,
Changed the pine-trees into wigwams,
Covered all the earth with silence,
Armed with arrows, shod with snow-shoes,
Heeding not his brother's warning,
Fearing not the Evil Spirits,
Forth to hunt the deer with antlers
All alone went Chibiabos.

Right across the Big-Sea-Water
Sprang with speed the deer before him.
With the wind and snow he followed,
O'er the treacherous ice he followed,
Wild with all the fierce commotion
And the rapture of the hunting.

But beneath, the Evil Spirits
Lay in ambush, waiting for him,
Broke the treacherous ice beneath him,
Dragged him downward to the bottom,
Buried in the sand his body.
Unktahee, the god of water,
He the god of the Dacotahs,
Drowned him in the deep abysses
Of the lake of Gitche Gumee.

From the headlands Hiawatha
Sent forth such a wail of anguish,
Such a fearful lamentation,
That the bison paused to listen,
And the wolves howled from the prairies,
And the thunder in the distance
Starting answered "Baim-wawa!"

Then his face with black he painted,
With his robe his head he covered,
In his wigwam sat lamenting,
Seven long weeks he sat lamenting,
Uttering still this moan of sorrow:

"He is dead, the sweet musician!
He the sweetest of all singers!
He has gone from us forever,
He has moved a little nearer
To the Master of all music,
To the Master of all singing!
O my brother, Chibiabos!"

And the melancholy fir-trees
Waved their dark green fans above him,
Waved their purple cones above him,
Sighing with him to console him,
Mingling with his lamentation
Their complaining, their lamenting.

Came the Spring, and all the forest
Looked in vain for Chibiabos;
Sighed the rivulet, Sebowisha,
Sighed the rushes in the meadow.

From the tree-tops sang the bluebird,
Sang the bluebird, the Owaissa,
"Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweet musician!"

From the wigwam sang the robin,
Sang the robin, the Opechee,
"Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweetest singer!"

And at night through all the forest
Went the whippoorwill complaining,
Wailing went the Wawonaissa,
"Chibiabos! Chibiabos!
He is dead, the sweet musician!
He the sweetest of all singers!"

Then the Medicine-men, the Medas,
The magicians, the Wabenos,
And the Jossakeeds, the Prophets,
Came to visit Hiawatha;
Built a Sacred Lodge beside him,
To appease him, to console him,
Walked in silent, grave procession,
Bearing each a pouch of healing,
Skin of beaver, lynx, or otter,
Filled with magic roots and simples,
Filled with very potent medicines.

When he heard their steps approaching,
Hiawatha ceased lamenting,
Called no more on Chibiabos;
Naught he questioned, naught he answered,
But his mournful head uncovered,
From his face the mourning colors
Washed he slowly and in silence,
Slowly and in silence followed
Onward to the Sacred Wigwam.

There a magic drink they gave him,
Made of Nahma-wusk, the spearmint,
And Wabeno-wusk, the yarrow,
Roots of power, and herbs of healing;
Beat their drums, and shook their rattles;
Chanted singly and in chorus,
Mystic songs like these, they chanted.

"I myself, myself! behold me!
`T is the great Gray Eagle talking;
Come, ye white crows, come and hear him!
The loud-speaking thunder helps me;
All the unseen spirits help me;
I can hear their voices calling,
All around the sky I hear them!
I can blow you strong, my brother,
I can heal you, Hiawatha!"

"Hi-au-ha!" replied the chorus,
"Wayha-way!" the mystic chorus.

"Friends of mine are all the serpents!
Hear me shake my skin of hen-hawk!
Mahng, the white loon, I can kill him;
I can shoot your heart and kill it!
I can blow you strong, my brother,
I can heal you, Hiawatha!"

"Hi-au-ha!" replied the chorus,
"Wayhaway!" the mystic chorus.

"I myself, myself! the prophet!
When I speak the wigwam trembles,
Shakes the Sacred Lodge with terror,
Hands unseen begin to shake it!
When I walk, the sky I tread on
Bends and makes a noise beneath me!
I can blow you strong, my brother!
Rise and speak, O Hiawatha!"

"Hi-au-ha!" replied the chorus,
"Way-ha-way!" the mystic chorus.

Then they shook their medicine-pouches
O'er the head of Hiawatha,
Danced their medicine-dance around him;
And upstarting wild and haggard,
Like a man from dreams awakened,
He was healed of all his madness.
As the clouds are swept from heaven,
Straightway from his brain departed
All his moody melancholy;
As the ice is swept from rivers,
Straightway from his heart departed
All his sorrow and affliction.

Then they summoned Chibiabos
From his grave beneath the waters,
From the sands of Gitche Gumee
Summoned Hiawatha's brother.
And so mighty was the magic
Of that cry and invocation,
That he heard it as he lay there
Underneath the Big-Sea-Water;
From the sand he rose and listened,
Heard the music and the singing,
Came, obedient to the summons,
To the doorway of the wigwam,
But to enter they forbade him.

Through a chink a coal they gave him,
Through the door a burning fire-brand;
Ruler in the Land of Spirits,
Ruler o'er the dead, they made him,
Telling him a fire to kindle
For all those that died thereafter,
Camp-fires for their night encampments
On their solitary journey
To the kingdom of Ponemah,
To the land of the Hereafter.

From the village of his childhood,
From the homes of those who knew him,
Passing silent through the forest,
Like a smoke-wreath wafted sideways,
Slowly vanished Chibiabos!
Where he passed, the branches moved not,
Where he trod, the grasses bent not,
And the fallen leaves of last year
Made no sound beneath his footstep.

Four whole days he journeyed onward
Down the pathway of the dead men;
On the dead-man's strawberry feasted,
Crossed the melancholy river,
On the swinging log he crossed it,
Came unto the Lake of Silver,
In the Stone Canoe was carried
To the Islands of the Blessed,
To the land of ghosts and shadows.

On that journey, moving slowly,
Many weary spirits saw he,
Panting under heavy burdens,
Laden with war-clubs, bows and arrows,
Robes of fur, and pots and kettles,
And with food that friends had given
For that solitary journey.

"Ay! why do the living," said they,
"Lay such heavy burdens on us!
Better were it to go naked,
Better were it to go fasting,
Than to bear such heavy burdens
On our long and weary journey!"
Forth then issued Hiawatha,
Wandered eastward, wandered westward,
Teaching men the use of simples
And the antidotes for poisons,
And the cure of all diseases.
Thus was first made known to mortals
All the mystery of Medamin,
All the sacred art of healing.




Όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.

25 Μαρτίου 2014

Μακρυγιάννης: γιατί το τζάκισε το χέρι του;

αφήστε το σέικ... ένας ξενόφερτος χορός είναι... όπως και η 25η Μαρτίου μια συνέπεια του ξενόφερτου διαφωτισμού...



(πηγή: η σελίδα στο twitter του κ. Θεόδωρου Πάγκαλου)


















το τζάκισε για να τον ψηφίζουμε, να μας εκπροσωπεί ως βουλευτής και στο Συμβούλιο της Ευρώπης και να γίνεται υπουργός ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος.
1982-84 Υφυπουργός Εμπορίου
1984-85 Υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Ευρωπαϊκής Κοινότητας
1985-89 Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών
1989-93 Αντιπρόσωπος του Ελληνικού Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο της Ευρώπης
1993-94 Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών
1994-96 Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών
1996-99 Υπουργός Εξωτερικών
2000 (Απρίλιος-Νοέμβριος) Υπουργός Πολιτισμού
2009-12 Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης

23 Μαρτίου 2014

The Song of Hiawatha - 14 - Picture-Writing [Henry W. Longfellow]

14. Πικτογραφία

Εκείνες τις μέρες, ο Hiawatha, είπε:
"Ιδού! Πώς όλα τα πράγματα,
Απ’ τη μνήμη των γέρων ανδρών, ξεθωριάζουνε και χάνονται!
Οι μεγάλες παραδόσεις, πεθαίνουνε,
Τα κατορθώματα των πολεμιστών,
Οι περιπέτειες των κυνηγών,
Όλη η σοφία των Medas, των θεραπευτών,
Όλη η τέχνη των Wabenos, των μάγων/ ταχυδακτυλουργών,
Όλα τα θαυμάσια όνειρα και οράματα
Των Jossakeeds, των προφητών, ξεθωριάζουνε και χάνονται!

"Οι μεγάλοι άντρες πεθαίνουνε και ξεχνιούνται,
Οι σοφοί άντρες μιλάνε˙ Τα σοφά τους τα λόγια,
Στ’ αυτιά, αυτών που τους ακούνε, χάνονται
Και στις επόμενες γενιές δε φτάνουνε
Ώστε αυτές, αγέννητες ακόμα, παραμένουνε
Στο βαθύ της άγνοιας σκοτάδι
Των βουβών ημερών που θα υπάρξουνε!

"Στις επιτύμβιες στήλες των πατεράδων μας
Ούτε επιγραφές ούτε μορφές χαραγμένα υπάρχουνε˙
Ποιοι είναι σε κείνους τους τάφους δεν το γνωρίζουμε,
Μοναχά ότι είναι πατεράδες μας γνωρίζουμε.
Ποιοι οι φίλοι τους και ποιοι οι συγγενείς τους;
Από ποιο πανάρχαιο προγονικό Τοτέμ*,
Τον Αετό; την Αρκούδα; ή μήπως τον Κάστορα;
Αυτοί καταγόντουσαν, δεν το γνωρίζουμε.

*το Totem συμβόλιζε συνήθως το ζώο ή το φυτό από το οποίο πιστεύανε ότι καταγόντουσαν τα μέλη μιας φυλής ή μιας ομάδας ανθρώπων και μέσω αυτού το λατρεύανε.

"Πρόσωπο με πρόσωπο μαζί μιλάμε,
Αλλά να μιλήσουμε, όταν κάποιος απουσιάζει,
Και τη φωνή μας μακριά,
Στους φίλους που μακριά κατοικούνε, πώς να στείλουμε;
Ένα μυστικό μήνυμα δε μπορούμε να στείλουμε,
Αλλά ο κομιστής το μυστικό μας μαθαίνει
Και μπορεί να το διαστρέψει, μπορεί να το προδώσει,
Μπορεί στους άλλους να τ’ αποκαλύψει."
Έτσι, μες στο μοναχικό δάσος,
Ο Hiawatha, περπατώντας, έλεγε,
Καθώς αυτός, για την ευημερία του λαού του,
Αναλογιζότανε και ρέμβαζε.

Απ’ το σακίδιό του, τα χρώματα του αυτός πήρε,
Χρώματα διαφόρων αποχρώσεων αυτός πήρε,
Και στον ομαλό από σημύδας δέντρου φλοιό
Πολλά σχήματα και μορφές ζωγράφισε,
Θαυμαστές και μυστικιστικές μορφές,  
Και η κάθε μορφή ένα μήνυμα είχε,
Κάποια λέξη ή κάποια σκέψη υποδήλωνε.

Το Μεγάλο Πνεύμα, το δυνατό,
Αυτός, ο Κύριος της Ζωής,
Ως ένα αυγό με άκρες, ζωγραφίστηκε,
Προς τους τέσσερις ανέμους των ουρανών να προεξέχουνε.
Πως πανταχού παρών το Μεγάλο Πνεύμα είναι,
Το νόημα του συμβόλου αυτού ήτανε.

Το Διαβολικό Πνεύμα, το δυνατό,
Αυτός, το φοβερό Πνεύμα του Κακού,
Ως ένα φίδι απεικονίστηκε,
Όπως το Kenabeek, το μεγάλο φίδι.
Πολύ πανούργο, πολύ πονηρό,
Το Πνεύμα του Κακού, το σερνάμενο,
Το νόημα του συμβόλου αυτού ήτανε.

Τη ζωή και το θάνατο ως κύκλους τους σχεδίασε,
Με λευκό (χρώμα) τη Ζωή, αλλά με σκούρο (χρώμα) το Θάνατο αυτός σχεδίασε˙
Τον ήλιο, τη σελήνη και τ’ αστέρια,
Τον άνθρωπο και τα κτήνη, τα ψάρια και τα ερπετά,
Τα δάση, τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια, αυτός ζωγράφισε.

Για τη γη μια ευθεία γραμμή
Και για τον ουρανό, από πάνω της, μια τοξοειδή γραμμή αυτός σχεδίασε˙
Για την ημέρα το χώρο μεταξύ τους λευκό (ζωγράφισε),
Για τη νύχτα (το χώρο μεταξύ τους) με μικρά αστέρια το γέμισε˙  
Στ’ αριστερά ένα σημείο για την ανατολή,
Στα δεξιά ένα σημείο για το ηλιοβασίλεμα,
Στην κορυφή ένα σημείο για τη μεσημβρία,
Και για τη βροχή και το συννεφιασμένο καιρό
Γραμμές κυματιστές απ’ αυτήν, την τοξοειδή γραμμή, να κατεβαίνουνε.

Αχνάρια προς ένα καλύβι να κατευθύνονται
Την πρόσκληση εκφράζανε:
Τη μάζωξη καλεσμένων εκφράζανε˙
Τα αιματοβαμμένα χέρια με τις παλάμες προς τα πάνω
Την καταστροφή συμβολίζανε:
Ένα σημάδι και σύμβολο εχθρικό ήτανε.

Όλα αυτά τα πράγματα, που o Hiawatha έκανε,
Προς το  λαό του, που διερωτόταν, τα ‘δειχνε
Και το νόημά τους εξηγούσε,
Κι έλεγε: "Ιδού οι επιτύμβιες στήλες σας,
Χωρίς κανένα σημάδι, χωρίς καμία επιγραφή, χωρίς κανένα σύμβολο,
Πηγαίνετε και όλες τους με μορφές ζωγραφίστε τες˙
Την κάθε μία με της οικογένειας το σύμβολο,
Με το δικό της προγονικό Τοτέμ ζωγραφίστε τες˙
Έτσι ώστε, μετά, εκείνοι που θ’ ακολουθήσουνε
Να μπορούνε να τους διακρίνουνε και να τους ξέρουνε."

Και αυτοί στις επιτύμβιες στήλες,
Των τάφων των οποίων μνήμη ακόμα υπήρχε,
Στην κάθε μία με τ’ αντίστοιχο προγονικό Τοτέμ
Στην κάθε μία της οικογένειας το σύμβολο, ζωγραφίσανε˙
Της Αρκούδας και του Τάρανδου,
Της Χελώνας, του Γερανού και του Κάστορα τις μορφές,
Με την κάθε μία αντεστραμμένη,
Ως ένδειξη ότι ο ιδιοκτήτης έχει φύγει,
Ως ένδειξη ότι ο κύριος, που το σύμβολο έφερνε,
Κάτω απ’ τις σκόνες και τις στάχτες κείτεται.

Και οι Jossakeeds, οι Προφήτες,
Οι Wabenos, οι Μάγοι/ Ταχυδακτυλουργοί,
Και οι Medas, των θεραπευτές,
Πάνω σε φλοιούς και σε δέρματα ελαφιών ζωγραφιστήκανε
Μορφές για τα τραγούδια που αυτοί τραγουδούσανε,
Για κάθε τραγούδι ένα ξεχωριστό σύμβολο,
Μορφές μυστικιστικές και τρομερές,
Μορφές παράξενες κι έντονα χρωματισμένες˙
Και κάθε μορφή τη σημασία της είχε,
Και σε κάποιο μαγικό τραγούδι υποδηλωνότανε.

Το Μεγάλο Πνεύμα, ο Δημιουργός,
Πέρα ως πέρα σ’ όλο τον ουρανό ως φως αστραφτερό˙
Το Kenabeek, το Μεγάλο Φίδι,
Με τις αιματοβαμμένες κορφές του κυματιστού του σώματος ανασηκωμένες,
Κοιτάζοντας στον ουρανό και να σέρνεται˙
Στον ουρανό ο ήλιος ν’ αφουγκράζεται
Και το φεγγάρι επισκιασμένο να πεθαίνει˙

Η Κουκουβάγια και ο αετός, ο γερανός και το γεράκι (που για κότες καιροφυλακτεί),
Και ο κορμοράνος, το μαγικό πουλί˙
Ακέφαλοι άνδρες στους ουρανούς να περπατάνε,
Σώματα να κείτονται από βέλη τρυπημένα,
Αιματοβαμμένα χέρια απ’ το θάνατο σηκωμένα,
Σημαίες σε τάφους και μεγάλοι στρατηγοί
Ταυτόχρονα γη και ουρανό ν’ αρπάζουνε!

Τέτοια όπως αυτά τα σχήματα που αυτός ζωγράφιζε,
Σ’ από σημύδας δέντρων φλοιούς και σε δέρματα ελαφιών, ήτανε˙
Τραγούδια του πολέμου και τραγούδια του κυνηγιού,
Τραγούδια θεραπευτικά και τραγούδια μαγικά,
Όλα με τέτοιες μορφές γραφτήκανε,
Σε κάθε εικόνα το νόημά της αντιστοιχούσε
Που σε κάθε ξεχωριστό τραγούδι αυτό καταγραφότανε.

Της Αγάπης τα Τραγούδια αξέχαστα μείνανε,
Τα πλέον ικανά απ’ όλα τα θεραπευτικά (μέσα) ήτανε,
Τα πλέον αποτελεσματικά ξόρκια για τα μάγια ήτανε,
Καθώς απ’ τον πόλεμο και το κυνήγι πιο επικίνδυνα (τα μάγια) ήτανε!
Έτσι στης Αγάπης τα Τραγούδια,
Τα σύμβολα και οι ερμηνείες τους, καταγραφήκανε.

Κατά πρώτον μια ανθρώπινη μορφή,
Στο πιο λαμπερό κόκκινο ζωγραφισμένη, να στέκεται˙
Ο εραστής, ο μουσικός είναι
Και το νόημα είναι: "Η ζωγραφική μου
Τον πιο δυνατό απ’ όλους με κάνει."

Κατόπιν η μορφή να κάθεται τραγουδώντας
Και σ’ ένα μαγικό τύμπανο να παίζει,
Και το νόημα είναι: "Ακούστε!
Είναι η φωνή μου, το τραγούδι μου, που εσείς ακούτε!"

Στη συνέχεια η ίδια αυτή κόκκινη μορφή
Υπό τη σκέπη ενός καλυβιού να κάθεται,
Και το νόημα του συμβόλου είναι
"Δίπλα σου θα ‘ρθω
Και στο μυστήριο του πάθους μου θα κάτσω!"

Μετά, δύο μορφές, άντρας και γυναίκα,
Χέρι με χέρι αντάμα να στέκονται
Αντάμα, με τα χέρια τους σφιχτά ενωμένα,
Ώστε ως ένα ενωμένοι να φαίνονται,
Και οι λέξεις, που αυτό εκφράζανε, ήτανε:
"Μέσα μου την καρδιά σου εγώ βλέπω,
Και τα μάγουλά σου κόκκινα απ’ το κοκκίνισμα είναι!"

Ακολούθως την κόρη σ’ ένα νησί,
Στο κέντρο του Νησιού˙
Και το τραγούδι, που αυτό το σχήμα πρότεινε, ήτανε:
"Αν σε απόσταση βρισκόσουνα,
Πάνω σε κάποιο μακρινό νησί βρισκόσουνα,
Τέτοια ξόρκια πάνω σου,
Τέτοια μαγική δύναμη πάθους, θα ‘ριχνα
Ώστε κατευθείαν σε μένα θα σε τραβούσα!"

Κατόπιν, τη μορφή της κόρης, να κοιμάται
Με τον εραστή της δίπλα της,
Στον ελαφρύ της τον ύπνο, να της ψιθυρίζει, λέγοντας:
"Αν και μακριά από μένα ήσουνα,
Στη χώρα του Ύπνου και της Σιωπής,
Ακόμα κι εκεί, της αγάπης (μου) η φωνή, θα σε ‘φτανε!"

Κι απ’ όλες τις μορφές η τελευταία:
Μια καρδιά μες σ’ ένα κύκλο ήτανε,
Μες σ’ ένα μαγικό κύκλο σχεδιασμένη ήτανε˙
Και η εικόνα αυτή, αυτό το νόημα είχε:
"Γυμνή η καρδιά σου μπροστά μου κείτεται,
Ώστε εγώ, στη γυμνή σου καρδιά να ψιθυρίζω!"

Μ’ αυτόν το σοφό τρόπο, ο Hiawatha,
Στους ανθρώπους δίδαξε:
Όλα τα μυστικά της ζωγραφικής,
Όλη την τέχνη της πικτογραφίας:
Στον ομαλό από σημύδας δέντρου φλοιό,
Στο λευκό δέρμα των ταράνδων,
Στις επιτύμβιες στήλες του χωριού!


XIV. Picture-Writing

In those days said Hiawatha,
"Lo! how all things fade and perish!
From the memory of the old men
Pass away the great traditions,
The achievements of the warriors,
The adventures of the hunters,
All the wisdom of the Medas,
All the craft of the Wabenos,
All the marvellous dreams and visions
Of the Jossakeeds, the Prophets!

"Great men die and are forgotten,
Wise men speak; their words of wisdom
Perish in the ears that hear them,
Do not reach the generations
That, as yet unborn, are waiting
In the great, mysterious darkness
Of the speechless days that shall be!

"On the grave-posts of our fathers
Are no signs, no figures painted;
Who are in those graves we know not,
Only know they are our fathers.
Of what kith they are and kindred,
From what old, ancestral Totem,
Be it Eagle, Bear, or Beaver,
They descended, this we know not,
Only know they are our fathers.

"Face to face we speak together,
But we cannot speak when absent,
Cannot send our voices from us
To the friends that dwell afar off;
Cannot send a secret message,
But the bearer learns our secret,
May pervert it, may betray it,
May reveal it unto others."
Thus said Hiawatha, walking
In the solitary forest,
Pondering, musing in the forest,
On the welfare of his people.

From his pouch he took his colors,
Took his paints of different colors,
On the smooth bark of a birch-tree
Painted many shapes and figures,
Wonderful and mystic figures,
And each figure had a meaning,
Each some word or thought suggested.

Gitche Manito the Mighty,
He, the Master of Life, was painted
As an egg, with points projecting
To the four winds of the heavens.
Everywhere is the Great Spirit,
Was the meaning of this symbol.

Mitche Manito the Mighty,
He the dreadful Spirit of Evil,
As a serpent was depicted,
As Kenabeek, the great serpent.
Very crafty, very cunning,
Is the creeping Spirit of Evil,
Was the meaning of this symbol.

Life and Death he drew as circles,
Life was white, but Death was darkened;
Sun and moon and stars he painted,
Man and beast, and fish and reptile,
Forests, mountains, lakes, and rivers.

For the earth he drew a straight line,
For the sky a bow above it;
White the space between for daytime,
Filled with little stars for night-time;
On the left a point for sunrise,
On the right a point for sunset,
On the top a point for noontide,
And for rain and cloudy weather
Waving lines descending from it.

Footprints pointing towards a wigwam
Were a sign of invitation,
Were a sign of guests assembling;
Bloody hands with palms uplifted
Were a symbol of destruction,
Were a hostile sign and symbol.

All these things did Hiawatha
Show unto his wondering people,
And interpreted their meaning,
And he said: "Behold, your grave-posts
Have no mark, no sign, nor symbol,
Go and paint them all with figures;
Each one with its household symbol,
With its own ancestral Totem;
So that those who follow after
May distinguish them and know them."

And they painted on the grave-posts
On the graves yet unforgotten,
Each his own ancestral Totem,
Each the symbol of his household;
Figures of the Bear and Reindeer,
Of the Turtle, Crane, and Beaver,
Each inverted as a token
That the owner was departed,
That the chief who bore the symbol
Lay beneath in dust and ashes.

And the Jossakeeds, the Prophets,
The Wabenos, the Magicians,
And the Medicine-men, the Medas,
Painted upon bark and deer-skin
Figures for the songs they chanted,
For each song a separate symbol,
Figures mystical and awful,
Figures strange and brightly colored;
And each figure had its meaning,
Each some magic song suggested.

The Great Spirit, the Creator,
Flashing light through all the heaven;
The Great Serpent, the Kenabeek,
With his bloody crest erected,
Creeping, looking into heaven;
In the sky the sun, that listens,
And the moon eclipsed and dying;
Owl and eagle, crane and hen-hawk,
And the cormorant, bird of magic;
Headless men, that walk the heavens,
Bodies lying pierced with arrows,
Bloody hands of death uplifted,
Flags on graves, and great war-captains
Grasping both the earth and heaven!

Such as these the shapes they painted
On the birch-bark and the deer-skin;
Songs of war and songs of hunting,
Songs of medicine and of magic,
All were written in these figures,
For each figure had its meaning,
Each its separate song recorded.

Nor forgotten was the Love-Song,
The most subtle of all medicines,
The most potent spell of magic,
Dangerous more than war or hunting!
Thus the Love-Song was recorded,
Symbol and interpretation.

First a human figure standing,
Painted in the brightest scarlet;
`T is the lover, the musician,
And the meaning is, "My painting
Makes me powerful over others."

Then the figure seated, singing,
Playing on a drum of magic,
And the interpretation, "Listen!
`T is my voice you hear, my singing!"

Then the same red figure seated
In the shelter of a wigwam,
And the meaning of the symbol,
"I will come and sit beside you
In the mystery of my passion!"

Then two figures, man and woman,
Standing hand in hand together
With their hands so clasped together
That they seemed in one united,
And the words thus represented
Are, "I see your heart within you,
And your cheeks are red with blushes!"

Next the maiden on an island,
In the centre of an Island;
And the song this shape suggested
Was, "Though you were at a distance,
Were upon some far-off island,
Such the spell I cast upon you,
Such the magic power of passion,
I could straightway draw you to me!"

Then the figure of the maiden
Sleeping, and the lover near her,
Whispering to her in her slumbers,
Saying, "Though you were far from me
In the land of Sleep and Silence,
Still the voice of love would reach you!"

And the last of all the figures
Was a heart within a circle,
Drawn within a magic circle;
And the image had this meaning:
"Naked lies your heart before me,
To your naked heart I whisper!"

Thus it was that Hiawatha,
In his wisdom, taught the people
All the mysteries of painting,
All the art of Picture-Writing,
On the smooth bark of the birch-tree,
On the white skin of the reindeer,
On the grave-posts of the village.!


Όλο το πρωτότυπο στα αγγλικά: εδώ από το www.gutenberg.org/ebooks
Η απόδοση στα ελληνικά είναι του Γιώργου Πρίμπα.