30 Ιουνίου 2014

10 μέτρα μονοπάτι




























Σχόλιο: Το μονοπάτι είναι δεν είναι 10 μέτρα. Ένας καταπράσινος μικρόκοσμος γατών κι εντόμων. Ακόμα και το κινητό "πιάνει" - σε αρκετές φωτογραφίες αφήνουν το ίχνος τους - τις πεταλούδες σε ένα δύσκολο σκηνικό να φωτογραφηθεί, ιδίως μάλιστα από κινητό, λόγω της μεγάλης αντίθεσης ανάμεσα στο έντονο φως του καλοκαιρινού ουρανού και του φόντου από τη μία και του πολύ ασθενέστερου φωτισμού του μονοπατιού από την άλλη.

29 Ιουνίου 2014

ΦΥΣΙΚΑ… Τάσος Λειβαδίτης.



ΦΥΣΙΚΑ… Τάσος Λειβαδίτης 

ΦΥΣΙΚΑ... οι αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν κρίνονται.
ΒΕΒΑΙΩΣ... στις μέρες μας στην Ελλάδα και όχι μόνο, η εξουσία, με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο, θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα για όσες αποφάσεις της δικαιοσύνης δεν συνάδουν με τα σχέδια της άρχουσας οικονομικής τάξης και του καπιταλισμού, τα οποία στοχεύουν στη φτωχοποίηση και εξαθλίωση του ελληνικού λαού, να μην τις εφαρμόζει και να τις παραπέμπει σε άλλο όργανο της υπεράνω κριτικής δικαιοσύνης ώστε να τροποποιηθούν κατά τα ανωτέρω συμφέροντα.
ΦΥΣΙΚΑ... η κυβέρνηση δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα ώστε να απολυθούν οι λίγες εκατοντάδες καθαρίστριες του ΥΠ.ΟΙΚ. «για να μην πάνε στράφι οι θυσίες του ελληνικού λαού». 
ΒΕΒΑΙΩΣ... επειδή οι υπόψη υπηρεσίες χρειάζονται, ανατέθηκαν σε εργολάβο.  
ΦΥΣΙΚΑ… η κυβέρνηση ετοιμάζει τροπολογία μέσω της οποίας παίρνονται πίσω οι περικοπές, από τον Αύγουστο του 2012, στους μισθούς των δικαστικών.
ΒΕΒΑΙΩΣ... οι αυξήσεις στους μισθούς των δικαστικών οδηγούν και σε αυξήσεις στους μισθούς των βουλευτών.
ΦΥΣΙΚΑ... πέντε βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος δηλώνουν ότι δεν θα ψηφίσουν την προς κατάθεση τροπολογία αν ταυτόχρονα δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη άρσεις και των αντίστοιχων περικοπών στους μισθούς των αξιωματικών των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων. 

Σε μια εποχή που κάθε απόπειρα αυστηρής οικονομικής αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ή «κρίσης» στα πλαίσια αποφάσεων τεχνοκρατών και ειδημόνων της οικονομίας της αγοράς υποβιβάζει οριστικά τον άνθρωπο από το ένα αντισυμβαλλόμενο μέλος του κοινωνικού συμβολαίου σε αναλώσιμο εξαθλιωμένο υποτακτικό το να αναφερόμαστε και να επικαλούμαστε τον όρο δικαιοσύνη είναι τουλάχιστον άτοπο. Δικαιοσύνη σήμερα δεν υπάρχει και δεν υπάρχει γιατί η δικαιοσύνη οφείλει να συναρτάται από δύο πράγματα:
-στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και
-στο απαράβατο δικαίωμα καθενός εκάστου στη διαχείριση του εαυτού του κατά την αποκλειστικά δική του βούληση στα θέματα που έχουν χαρακτηριστεί ως ανθρώπινα δικαιώματα.
Το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν είναι μεν κάτι οριστικά καθορισμένο, ούτε στο χρόνο ούτε στον τόπο, αλλά όμως απαιτεί την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών που κατέθεσαν, το ακούσια ή εκούσια δεν είναι αντικείμενο του παρόντος, τη φυσική τους ελευθερία στο όνομα κάποιας κοινής καλύτερης μοίρας. Γυρίζοντας λοιπόν στη σταθερή βάση αναφοράς: το Κοινωνικό Συμβόλαιο όπως έξοχα έθεσε τις βασικές του αρχές ο Ρουσό, το να απαιτεί ο Κυρίαρχος από την εξουσία, που αυτός ανέδειξε, ένα δίκαιο σύστημα λήψης και υλοποίησης αποφάσεων, σταθερά υπό τη διαρκή του επιτήρηση με αναφαίρετο δικαίωμα του να καθαιρεί τον εξουσιαστή που δεν ανταποκρίθηκε, συνιστούν μαζί με τα προσωπικά ατομικά δικαιώματα το μόνο Δίκαιο. Ένα Δίκαιο που σήμερα δεν υφίσταται.

Σε μια εποχή που ο Κυρίαρχος περισσότερο παρακολουθεί παρά αντιδρά, ως θα όφειλε αν εφάρμοζε το  δικαίωμά του για τα όσο συμβαίνουν εναντίον του στην Ελλάδα – για να μείνουμε στα καθ’ ημάς, θα άξιζε να θυμηθούμε το πως σημαντικότατοι λογοτέχνες της πρόσφατης ιστορίας μας, ζώντας οι ίδιοι σε προηγούμενες καταπιεστικές εποχές, μετέφεραν στο χαρτί τα πράγματα της εποχής τους.
Θα σταθούμε ειδικά στον Τάσο Λειβαδίτη και ακόμη ειδικότερα στο πως ο μεγάλος αυτός ποιητής χρησιμοποιούσε στο Έργο του τα επιρρήματα «φυσικά» και «βεβαίως». Βιώνοντας και γράφοντας για την αδικία εκ μέρους των νικητών του εμφυλίου πολέμου αλλά και την ένταση των συναισθημάτων του από τους πόθους και τα όνειρα που προσπαθούσε να απωθήσει και λόγω της ήττας και λόγω συμπεριφοράς μερίδας των ηττημένων, ο Τάσος Λειβαδίτης, διάσπαρτα μες στην ποίησή του σε σημεία όπου αυτή η ένταση συναισθημάτων, απογοήτευσης, αδυναμίας επικοινωνίας και ανάγκης απομόνωσης κορυφώνονται, τα υπόψη επιρρήματα εμφανίζονται «ξαφνικά» ως οι ιδανικοί προπομποί της φράσης εκείνης που θα ξεδιαλύνει τα πράγματα δια μιας και θα καταδείξει την αδικία της εξουσίας και των οργάνων της.
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη είναι επίκαιρη και ζωντανή όσο ποτέ. Είναι στα χείλη σου κάθε φορά που μετά από έναν πληθωρισμό συσκότισης οικονομικών αναλύσεων ακούς την είδηση, που το σύστημα ανακοινώνει, για την επόμενη ομάδα ανθρώπων που είτε πρέπει να εξαθλιωθεί και αφανιστεί είτε, ως μέρος της εξουσίας ή των οργάνων της, να τύχει των προκλητικά ευνοϊκών ρυθμίσεων κι εσύ θα ψελλίσεις: «ε... , μα φυσικά...» ή «α ναι; μα βεβαίως...».
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη δεν είναι οδικός χάρτης, ο ίδιος εξάλλου επέλεξε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά ένα πολύτιμο εργαλείο συνειδητοποίησης αυτού που καθόλου φυσικά συμβαίνει σήμερα γύρω μας.

Ιούνιος 2014.

28 Ιουνίου 2014

Απροσπέλαστος


























[Καλλιθέα, Παναγή Τσαλδάρη και Αργυρουπόλεως, 27.06.2014 08.01]


απροσπέλαστος
η τρίτη διάσταση είναι των πουλιών
εσύ: επί της μεμβράνης
να 'νειρεύεσαι με τις ακτίνες που γεννά η θολότητα


27 Ιουνίου 2014

Sphinx


Sphinx (1979)

1. Nardis (M. Davis)
2. Every Day (M. Αλεξίου)
3. Three Musketeers (M. Αλεξίου)
4. Round Midnight (Th. Monk)
5. Sphinx (M. Αλεξίου)

Μάρκος Αλεξίου: piano, vocals
Γιώργος Φιλιππίδης: double bass
Γιώργος Τρανταλίδης: drums, percussion

Ακούστε το εδώ





















Επτά Διαστάσεις (1980)

1. Δρ. Τζέκυλ Και Κύριος Χάυντ
2. Σάμπα της Αγάπης
3. Μιλώντας με τον εαυτό μου
4. S.O.S. Allen
5. Η Φόρμα του
6. Αιολιάνα
7. Ουράνιο τόξο

Μάρκος Αλεξίου: piano
Γιώργος Φιλιππίδης: bass
Γιώργος Τρανταλίδης: percussion
Λάκης Ζώης: guitar

Ακούστε το εδώ

25 Ιουνίου 2014

Τι σκεφτόμουν περπατώντας στο πεζοδρόμιο [Dimiter Metrodiev 1922-;, μετ. Άρης Δικταίος]

Τι σκεφτόμουν περπατώντας στο πεζοδρόμιο

Μερικοί μας θεωρούν υποκριτές. Άλλοι είναι
πλέον επιεικείς: δειλούς μας λένε. Κι άλλοι, οι
πλέον ακόμα επιεικείς ανάμεσά τους –
ανάμεσα θέλω να πω σ’ εκείνους
που δε μας εννοούν - τυφλούς μας λένε.
Στους τελευταίους αυτούς - δε θέλω 
να μιλήσω στους άλλους - απευθύνω 
το λόγο μου, και «Συνάδελφοι!», λέω, σήμερα νιώθω
φοβερή τεμπελιά, κι όσο ποτέ είμαι 
φιλελεύθερος. Σήμερα, έτοιμος είμαι ν’ απολέσω 
έμενα αυτόν, για να βρω εσάς. Έτοιμος είμαι
σήμερα, απ’ το δικό μου πεζοδρόμιο στο δικό σας 
να περάσω. Μόνο - έχετε την καλοσύνη,
τουλάχιστον, να μου δανείστε το ραβδί σας; 
Φοβούμαι, στο συνωστισμό, μη και σκορπίσω 
τις καλές μου διαθέσεις... Κ’ αίφνης νιώθω
πολύ εύθυμος. Απλά μόνο ξεχειλίζω, 
βλέπετε, από ευτυχία. Τι ωραία, που ο κάθε δρόμος 
έχει δυο πεζοδρόμια: ά-
ριστερό και δεξί. Τι ωραία, που ανάμεσά τους,
σαν γη που δεν ανήκει σε κανέναν, 
περνά το κατάστρωμα με τους κυβολίθους... –
Αλήθεια, πόσο είναι ωραία! Έτσι, όσο βαδίζω 
προς τα κάτω, σκέφτομαι, κι όλα είναι εν τάξει...

Μα: ο περίπατος, περίπατος είναι: αφού φτάσεις 
κάπου, θα γυρίσεις πάλι πίσω, - τότε 
δεξί το αριστερό σου πεζοδρόμιο
γίνεται, και το αντίθετο... Μονάχα η μέση
μένει, αμετακίνητη, αυτό που ήταν πάντα,
κι όπως πάντα - στη μέση. H καλή μέση.
Κ’ είναι αυτή - η μέση - που ανησυχεί κι αρχίζει
να προτείνει τη λύση - εν
ονόματι της ενότητας και της ειρήνης!...

Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
κ’ επί τυφλότητι αλληλοκατηγοριέστε, 
μήπως ακούτε τη φωνή της; Σας φωνάζει:
-Άνθρωποι! Καλοί μου άνθρωποι! Γοργά
να βαδίζετε, από τα πεζοδρόμια! Παρατήστε
τους μικρούς, τεφρούς κυβόλιθους! Κρυφτείτε
στους όμοιους σας ανάμεσα και περιμένε-
τε, περιμένετε ν’ αποσαφηνιστεί μια για πάντα
το αριστερό πεζοδρόμιο ποιό απ’ τα δυο ‘ναι... 
Αχ, γιατί να ‘χει ο δρόμος πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια, όπου
ο ένας μας προσπερνά τον άλλο, ευτυχισμένοι
που βαδίζουμε στο αριστερό, δυο πεζοδρόμια
όπου βαδίζουμε παράλληλα, δίχως 
να συναντιόμαστε ποτέ...

Εσείς που αλληλοσπρώχνεστε στα πεζοδρόμια
θυμάστε, τάχα, πως, κάποτε, συναντήθηκαν -
έχοντας κατακλύσει, από τον έναν ως τον άλλον
τοίχο, τον φαρδύ δρόμο -, από τη μια ένα κύμα
διαδηλωτών, κι από την άλλη
της έφιππης χωροφυλακής το κύμα;
Τα κακορίζικα τα πεζοδρόμια!
Πως οπισθοχωρούσαν και κολλούσαν στα ντουβάρια!
Πως συνωθούνταν και χτυπιόντουσαν στις πόρτες!
Πως γίνονταν στενά-στενά,
πως, και τα δυο, δεξιά-δεξιά
γίνονταν, όταν, στον φαρδύ δρόμο, συναντιούνταν,
στήθος με στήθος, οι δυο, της εποχής, κατευθύνσεις...
Εσείς, που τυφλούς μας θεωρείτε,
πείτε μας, πείτε μας, αλήθεια: πρέπει
να συναντηθούν, άραγε, στήθος με στήθος,
οι δυο κατευθύνσεις - για να συναντηθούμε
κ’ εμείς - ώμο τον ώμο, ελπίζω.
Ώμο τον ώμο, βέβαια...
Αχ, γιατί κι ο δρόμος μας να ‘χει πεζοδρόμια;
Δυο πεζοδρόμια
που ανάμεσά τους διαβαίνει και ξαναδιαβαίνει
ο χρόνος, και για μας και για τη συνάντησή μας
καθορισμένος... Αυτά σκεφτόμουν,
κάνοντας τον περίπατό μου. Τέτοια
συλλογιζόμουν και δεν ήμουν εύθυμος καθόλου...


από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)

24 Ιουνίου 2014

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης - Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, το δοκίμιο: "Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων" του Γιώργου Σχορετσανίτη.




Ο Αμερικάνος ποιητής Τζιμ Ντούγκλας Μόρισον σημειώνει. Είναι σφάλμα να πιστεύουμε πως η τέχνη χρειάζεται το θεατή για να υπάρξει. Η ταινία κυλά χωρίς μάτια. Ο θεατής δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Εξασφαλίζει την ύπαρξή του.
Η χρονική απόσταση απ΄ την παραπάνω δήλωση, αλλά και η αυθαίρετη, δημιουργική ανάγκη καθιστά δυνατές τις αναγωγές επί της βάσεως θεωρημάτων όπως το παραπάνω. Μ΄ αυτήν την παραδοχή θα μπορούσε κανείς παραφράζοντας τα λόγια του Αμερικάνου βασιλιά «σαύρα» να ισχυριστεί πως οι τόποι και οι άνθρωποί τους είναι δυνατόν να υπάρχουν έξω και πέρα από τις συμπερασματικές μονομέρειες της ιστορικής επιστήμης. Η τέχνη και η ζωή, με τα διδάγματα και τις διαμορφωμένες τους αρχές θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην επιβίωση ενός τόπου μ ΄επάρκεια τρομερή. Στην ανάδειξη των ανθρώπων που αναπλάθουν σε κάθε ιστορική περίοδο, ερήμην της ίδιας της επιστήμης τον ειδικό, εθνολογικό χαρακτήρα τους.
Ο πρόλογος του Γιώργου Σχορετσανίτη για τη χώρα των θαυμάτων και τον Νορβηγό νομπελίστα Κνουτ Χάμσουν στηρίζει την ιδεολογία του στη μοναδική αντοχή των περιοχών που μετεωρίζονται ανάμεσα στη δύση και την ανατολή. Περιοχές όπως ο Καύκασος που μοιραία επωμίστηκαν το σύνορο του δυτικού κόσμου απ΄ τον ανατολικό μυστικισμό που καραδοκεί αιωνόβιος, σαν φυσικό στοιχείο του, σαν τα βουνά ή τις κρυστάλλινες λίμνες, σαν τους λόφους που κατοικούν τόσες χιλιάδες χρόνια το σώμα της Τιφλίδας. Ο Καύκασος μπορεί να υπάρξει δίχως την αποφασιστική, γεωπολιτική  του σημασία. Οι άνθρωποί του μονάχα αρκούν, καθώς επιζούν σε μικρούς, σκιερούς οικισμούς. Αρκεί μια υπόμνηση για τους Αργοναύτες, ένας πίνακας ζωγραφικός που αναπαριστά τον Προμηθέα, Χριστό παλιό να προοικονομεί τη θηριωδία της αγάπης. Ο Σχορετσανίτης, συνηθισμένος στα ταξίδια και τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις των τοπίων και των συμβόλων που τις υποκαθιστούν, καθίσταται περιπλανώμενος, πιστός χαρακτήρας των φαντασιώσεων του σπουδαίου Κνουτ Χάμσουν. Στα ίδια χνάρια βαδίζει, προσδίδοντας στην περιήγησή του την εξειδικευμένη ιδιότητα της καλλιτεχνικής ευαισθησίας. Βηματίζοντας όπως ο Νορβηγός συγγραφέας στα καυκάσια χώματα, εντοπίζει τα ειδικά χαρακτηριστικά του τόπου μέσα από τις λογοτεχνικές μαρτυρίες ενός αθεράπευτου περιηγητή, για τον οποίο ο Καύκασος στάθηκε η πρώτη και αναλλοίωτη Ιερουσαλήμ. Όταν θα στραφούμε με μίσος απέναντι στα σφάλματα της ιστορίας, τότε λοιπόν θα παραχωρήσουμε στη γη του Καυκάσου μια θέση ανάμεσα στις πόλεις της ανθρώπινης πίστης μας.
Μ΄ αυτό το όραμα, δυσδιάκριτο μες στο ρομαντικό ρεαλισμό του Γιώργου Σχορετσανίτη συναντούμε στην Τιφλίδα πρόσωπα, όπως ο Προμηθέας, οι νεκροί Αργοναύτες και ο συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν. Αυτός ο τελευταίος θαρρείς πως ακολουθεί τον μυθολογικό ήρωα στο θάνατό του, αρνούμενος τη δύση και τις ευκαιρίες της για τον ανθρώπινο και τρυφερό ρυθμό ετούτης της ενδιάμεσης γης. Άλλωστε σ΄ αυτά τα μέρη αφθονούν οι φυσικές φωτιές και οι τοπικές ομίχλες βεβαιώνουν τη ζωντανή γη, τους θεούς βεβαιώνουν, κατώτερους όπως εκείνοι του Μπόρχες και ευτυχισμένους μες στην τόση πλοκή του ανθρώπινου δράματος. Ο Κνουτ Χάμσουν προχωρεί ίσια στα σύνορα αυτού του κόσμου, αφήνει πίσω του τη δύση της Νέας Υόρκης και της καθολικής, κεντρικής Ευρώπης για μέρη με ρυθμό που χωρούν τ΄ ανθρώπινα σύμβολα και τις ήττες.
Ο Νορβηγός στις αρχές του αιώνα και ο Έλληνας ιατρός της δεύτερης χιλιετίας συναντιούνται σ΄ ένα χώρο όπου η ιστορία κατόρθωσε ν΄ αναδυθεί απ΄το τίποτε, προικισμένη με το μύθο και τις αδιάκοπες υποκαταστάσεις. Ένας χώρος όπου τ΄ ανθρώπινο στοιχείο αναζητά και διαρκώς εφευρίσκει μεθόδους, σχέδια για μια ανάκαμψη. Ο Καύκασος του Κνουτ και του Γιώργου Σχορετσανίτη διατρέχει όλες τις εποχές, διατηρώντας έναν χαρακτήρα ακέραιο, ανθρωποκεντρικό. Ίσως γι΄ αυτό  οι φωτογραφίες των καθεδρικών ναών που δεν υπάρχουν πια ή μια νοσταλγική ανάμνηση της προσόψεως της Τιφλίδας με τους λόφους και τα πανεπιστήμια και την αβάσταχτη ανατολή. Απ΄ εκεί και πέρα ολόκληρος ο κόσμος φλέγεται σε μυστικά, θάβει τους θεούς του, σκύβει στο χώμα, διατηρεί κάτι από τις εξόδους των αρχαίων δραμάτων και ότι συγκρατείται στο τέλος μιας παράστασης στο σωσμένο θέατρο.
Η πενιχρή εμπλοκή της εγχώριας, λογοτεχνικής παραγωγής με τη μεταφραστική αναγκαιότητα έργων όπως αυτά του Νορβηγού συγγραφέα, καθιστά τούτο το νέο βιβλίο του Γιώργου Σχορετσανίτη εξαιρετικά σημαντικό. Δεν πρόκειται μόνο για τ΄ οδοιπορικό, μια στάση ζωής για τον Έλληνα δημιουργό που εξαργυρώνεται σ΄ εξαίσια, ταξιδιωτικά εγχειρίδια, μπολιασμένα μ΄ ευαισθησία. Ακριβώς όπως η απαράλλαχτη προσθήκη της αφιερώσεως για μια ειρήνη, μεγάλη ή μικρή. Η ενασχόληση του Σχορετσανίτη με την ιδιόμορφη και χαρισματική προσωπικότητα του Κνουτ Χάμσουν φέρνει στο ελληνικό κοινό μια πτυχή του βίου του Νορβηγού συγγραφέα και παραχωρεί την ίδια στιγμή στο τοπίο μια ειδική σημασία, έξω και πέρα από κάθε τοπικιστικό χαρακτηριστικό.

Είναι γεγονός. Ο Γιώργος Σχορετσανίτης προικίζει την ταξιδιωτική λογοτεχνία διαρκώς με το στοιχείο της έκπληξης. Και μας υποβάλλει.

23 Ιουνίου 2014

ούτε 15 λεπτά



στα ούτε 15 λεπτά - της άσχημης διασημότητας που χτίζεις
διατρέχεις τα λίγα χιλιόμετρα που ‘χουνε κάτι απ’ όλα:
απ’ τη θάλασσα - που βρώμισες
απ’ την πολιτική και τις τράπεζες - που βρίζεις και ψηφίζεις
απ’ τον αθλητισμό - που φωνάζεις πουλημένο και προσκυνάς
απ’ τα νοσοκομεία - βεβαίως ιδιωτικά
απ’ την ολιγαρχία
- που της εκλιπαρείς το έλεος και σου σχεδιάζει βιβλιοθήκες και ναούς της τέχνης της
απ’ τη νύχτα των στριπτιζάδικων, των σκυλάδικων αλλά και της "άλλης"
- που κρυφά το είναι σου αγοράζεις 
και απ’ το κόκκινο ακόμα 
- που το περνάς στη διασταύρωση κλείνοντας το μάτι στην παρανομία που ξέρεις

22 Ιουνίου 2014

HXOI TOY ΧΕΙΜΩΝΑ




















ΗΧΟΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ (30 Ζωντανές Ηχογραφήσεις)(1988) 

cd 1: Ακούστε το εδώ 

01. ΣΟΪΛΕΜ ΜΠΟΪΛΕΜ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΒΙΟΛΙ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ 00:00 
02. ΤΑΞΙΜΙ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΑΚΚΟΡΤΕΟΝ: ΦΑΙΔΩΝ ΛΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ - ΦΑΙΔΩΝ ΛΙΑΝΟΥΔΑΚΗΣ 04:44
03. ΧΙΤΖΑΣΚΙΑΡ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΟΥΤΙ: ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΓΟΥΔΑΣ - ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΓΟΥΔΑΣ 08:08
04. Ο ΞΕΝΟΣ - ΑΡΓΥΡΗΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ - ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΙ ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ 12:45 
05. ΛΑΪΚΟΣ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ - ΑKΚΟΡΝΤΕΟΝ: ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ 16:54
06. ΠΑΠΑΔΙΑ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΥΚΑΣ 20:01 
07. ΑΡΤΑ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) (ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ) - ΚΛΑΡΙΝΟ: ΜΑΝΟΣ ΑΧΑΛΙΝΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 27:54 
08. ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ - ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ 34:07
09. ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΨΩΜΙ - ΝΙΚΟΣ ΖΙΩΓΑΛΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΜΑΦΡΟ 39:56
10. Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ - ΤΡΥΠΕΣ 45:22
11. ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΞΕΦΤΙΛΑ - ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ & ΟΙ ΕΝΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ 48:09
12. Ο ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ - ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ 52:24
13. VISITOR - SOCRATES 56:17
14. Η ΝΤΙΒΑ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΙΛΑΛΑΣ 59:57 
15. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1983 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΦΑΤΜΕ01:03:18


cd 2: Ακούστε το εδώ 

01. Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΜΠΑΝΩΝ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΤΕΡΜΙΤΕΣ 00:00 
02. LOVE FOR SALE (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΤΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΜΙΚΕΛΗ 08:32
03. YOU DON'T KNOW WHAT LOVE IS (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) - ΤΟ ΤΡΙΟ ΤΟΥ ΛΑΚΗ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗ 14:41
04. ARRIVAL (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΗΡΑΣ - ΤΑΚΗΣ ΠΑΤΕΡΕΛΗΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΑΝΤΑΛΙΔΗΣ 19:19
05. ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΠΙΑΝΟ: ΜΑΡΚΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ - ΜΑΡΚΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ 23:41
06. Φ.Κ. (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΑΛΤΟ ΣΑΞΟΦΩΝΟ: ΦΛΩΡΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ - ΦΛΩΡΟΣ ΦΛΩΡΙΔΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΥ 27:30
07. ΟΙ ΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΡΟΫΝΤ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΠΙΑΝΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ 'ΜΠΑΧ' ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΧ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ 35:55
08. ΤΟ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΣΟΥ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) - ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΣΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ39:49
09. ΞΥΛΟ, ΔΕΡΜΑ, ΣΙΔΕΡΟ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) - ΝΤΡΑΜΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΑΝΤΑΛΙΔΗΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΑΝΤΑΛΙΔΗΣ41:38 
10. ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΚΟΛΛΕΚΤΙΒΑ ΧΑΛΚΗΣ 43:57
11. KING COΝGAS (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) - ΚΟΝΓΚΑΣ: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ - ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ 46:05
12. ΣΟΥΙΤΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) - ΑΚΚΟΡΝΤΕΟΝ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΜΠΙΝΟΣ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΜΠΙΝΟΣ 48:49
13. LET'S GO TO AFRICA - ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΝΙΚΟΥ ΤΟΥΛΙΑΤΟΥ - ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ 55:47
14. ΤΣΑΜΙΚΟΣ (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΜΑΥΡΟ ΠΡΟΒΑΤΟ 01:01:28
15. ΑΠΟ ΤΗ "ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ" ΤΗΣ Ε.ΚΙ.ΤΕ.Π. (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ) (ΟΡΓΑΝΙΚΟ) - ΠΙΑΝΟ: ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 01:09:52

21 Ιουνίου 2014

Stefan Getchev (1911-2000) - έξι ποιήματα [μετ. Άρης Δικταίος]



Χωρίς τίτλο

Στέρνα μοναχική με πεθαμένο
νερό και δυο φύλλα ξερά όπου
κοιμάται ο χρόνος


Αστροναύτης

Σαν τροχός στρογγυλό ‘ναι το φεγγάρι.
Γιατί να μην έχει δυο φεγγάρια
να φτιάξω ένα ποδήλατο
κάπου, πολύ μακριά, να πάω
εκεί που θα ‘χει μόνο ένα φεγγάρι;


Η Μπαλάντα της μεγάλης Αγάπης

Αν η Σελήνη κι ο Ήλιος
οι αιώνιοι ερωτευμένοι
πάρουνε την απόφαση, επιτέλους,
ν’ ανταμωθούνε κάπου, κάποια μέρα,
ποιος θα τους φωτίζει;


Ωδή στα Δέντρα

Με τα φύλλα τους ταξιδεύουνε τα δέντρα.
Γι’ αυτό, ίσως, περιμένουμε με τέτοιο ρίγος
να ρθει, επιτέλους, ο θάνατος, να τα ξεράνει,
δυνατός ο φθινοπωρινός άνεμος να πνεύσει,


Σκυλί

Το μεγάλο σκυλί χαμογελώντας
το φεγγάρι κοιτάει που βασιλεύει.
Τώρα θα πέσουν οι ίσκιοι,
μα αυτό θα τους ξεσκίσει,
με τα κουρέλια τους για να στιλβώσει 
τον κρυστάλλινο δρόμο του ήλιου.


Μετά από τη Βροχή

Προσεχτικά, με πράσινα δάχτυλα, τα δέντρα
τοποθετούν από ένα πολύστιλπνο διαμάντι
στο μέτωπο των χόρτων.
Πόσες ταπεινές βασίλισσες! Μόνο
να μην υπήρχε ο άνεμος!


Από το Παράθυρο

Δίπλα, στο πεζοδρόμιο πλαγιάζει
μια φιάλη οξυγόνου.
Ο άνεμος σαν ύαινα ουρλιάζει πάνωθέ της.
Η βροχή ρίχνει πάνω της τα νερένια μαλλιά της.
Μοιρολογούν την πεθαμένη -
την φιάλη του οξυγόνου.
Κουτέ άνεμε, κουτή βροχή!
Κοιτάξετε:
με ήρεμο βήμα,
γυρίζοντας,
έρχεται ο οξυγονοκολλητής.



από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)

20 Ιουνίου 2014

Νίκος Μαμαγκάκης – Εκδρομή



















Γεράσιμος Μηλιαρέσης: κιθάρα
Δημήτρης Χριστοδούλου: στίχοι στα 4 και 8
Πόπη Αστεριάδη: τραγούδι στα 4 και 8


01. Εισαγωγή
02. Παραλλαγή Ι
03. Παραλλαγή ΙΙ
04. Φυγή
05. Παραλλαγή ΙΙΙ
06. Παλιός σκοπός
07. Παραλλαγή ΙV
08. Το σύννεφο
09. Παραλλαγή V
10. Ερωτικό
11. Παραλλαγή VΙ
12. Ρομάντσο
13. Τελική Παραλλαγή

Ακούστε το εδώ.

18 Ιουνίου 2014

Αίμος, ανθολογία Βαλκανικής ποίησης [Απόστολος Θηβαίος]


Αίμος, ανθολογία Βαλκανικής ποίησης 

Δεν υπήρξε πρόσωπο πιο τραγικό απ΄ τον νεκρό αδελφό. Είναι βεβαίως πια μια παράδοση, ένας κρίκος συνδετικός για τον κόσμο του Αίμου. Είναι το ίδιο στόμα που θα τραγουδήσει κάποτε. Δεσμοί που χάνονται στο βάθος της ιστορίας. Ανεξιχνίαστοι επιβάλλονται. Τίποτε δεν καταγράφει άλλωστε η επιστήμη για την απλή ζωή. Ο λαϊκός κόσμος υπήρξε πάντα ως δείκτης ή όχλος. Οι ποιητές απ΄ την παλιά Γιουγκοσλαβία, Ρουμάνοι θεατρώνες των πιο εξωφρενικών στιγμών, με δισύλλαβα ονόματα σαν το λίθο του αναποφάσιστου. Μ’ άλλοτε επιταχυμένες διαδικασίες τα διάφορα ρεύματα και οι ποιητικές τάσεις, όπως φθάνουν σήμερα σε μας εξαντλούνται. Αφήνουν πάντα ένα ιδανικό, υποκειμενικό απόσταγμα και περνούν στην ιστορία. Υποκειμενικό με την έννοια που αποδίδει η εποχή μας στο έργο ενός δημιουργού ή σ’ αυτήν την επικείμενη διάλυση του κόσμου για την οποία ήδη μίλησαν. Είναι προφανές, αν συμβουλευτεί κανείς το χρήσιμο εργαλείο «Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης» πως η ποιητική εξέλιξη στη χώρα μας συνέβη με ταχύτερους ρυθμούς και εξαιρετικά υψηλά δείγματα γραφής. Μια σύμπτωση για τη συνύπαρξη φωνών και ρευμάτων σ’ όλο το φάσμα του συλλογικού μας ρυθμού. Οι βραβεύσεις των δύο σοφών, Ελλήνων ποιητών κοινοποίησαν τον ελληνικό λόγο,  υπήρξαν γόνιμες. Δεν μπορεί κανείς όμως να πει πως ήταν ανάλογη η εξέλιξη στην Αλβανία, την Ρουμανία ή τη Βοζνία. Οι απομονωτικές, ιστορικές συγκυρίες, η έλλειψη φωνών ικανών να συγκλονίσουν και να χαρακτηρίσουν την εποχή συνιστούν δυο βασικές αιτίες για τους αργούς ρυθμούς. Η αφομοίωση των πολυάριθμων τάσεων απαιτεί εκφορές τέτοιες που να μπορούν να οδηγήσουν τα πράγματα σ’ έξαρση. Μοναδική περίοδος κατά την οποία η βαλκανική ποίηση συγχρονίζεται με τα πιο ουσιαστικά ρεύματα, αντλώντας από μια τραγική πραγματικότητα είναι αυτή του πρόσφατου πολέμου. Στις δοκιμαζόμενες χώρες η ποίηση γράφεται σε  ημερολόγια, στην πιο αγνή και λυπημένη της φωνή. Οι τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα γεννούν γνήσιο λόγο, αποκτημένο ως εμπειρία. Επικυρώνοντας όσους διακηρύττουν πως στη διαφορά της ίδιας της ποίησης και της θεωρίας της υφίσταται η πιο αξιόλογη έκφανσή της. Η θεωρία της  κατεστραμμένη για πάντα. Η κοινή παράδοση, οι ιστορίες που διασταυρώνονται. Βυζαντινές καταστροφές σπαρμένες στο Νόβι Σαντ και τον Μυστρά. Εικόνες με χαμένα για πάντα χρώματα, χτυπημένες πάνω στο βράχο. Μοναστήρια άγρια πάνω σε λόφους μ’ εικόνες ανεκτίμητες. Μες στα κελιά τους έζησαν μύθοι. Μες σ’ αυτά τα κελιά σώθηκε η γλώσσα, η πιο λαϊκή, γνήσια και πρωταρχική μας πίστη. Στην περίοδο του Βυζαντίου, την πιο οικεία στην εκτίμησή μας, λόγω των συσχετισμών με την επικαιρότητα στάση θα διαμορφωθεί αυτή η ενότητα που εντοπίζεται στην παράδοση. Δεν υπήρξε πρόσωπο πιο σπαραχτικό απ’ τον νεκρό αδελφό. Σ’ όλες τις γλώσσες επέστρεφε στον κόσμο των ζωντανών για να φέρει πίσω τη μονάκριβη κόρη. Μια υπόσχεση απέναντι στη μητέρα και ιδού ο κώδικας των ταπεινών για τον μέλλοντα καιρό. Όταν θα ζητηθεί. Μια ίδια συναισθηματική ανάμνηση, ένα βίωμα όλων των ποταμών και όλων εκείνων των  λόφων που μας χωρίζουν απ’ το Πόγραδετς. Οι παραπάνω συλλογισμοί συνιστούν μια πρώτη εκτίμηση για ένα εξαιρετικό έργο. Ο τίτλος του αναφέρθηκε απ’ την εισαγωγή. Μια τεράστια προσπάθεια ανθολόγησης και διαρκών, εξαντλητικών μεταφράσεων στις γλώσσες των σχετιζόμενων χωρών. Το βιβλίο «Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής ποίησης» χαρακτηρίστηκε απ’ τον γράφοντα χρήσιμο. Η χρησιμότητά του δεν είναι μουσειακή. Με το εγχειρίδιο αυτό καλύπτεται ένας άγνωστος, ποιητικός χώρος για τα ελληνικά πράγματα. Οξύμωρο ή όχι, η πνευματική συναλλαγή δεν υπήρξε ποτέ ως στάση. Ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης, άλλοι που ανθολογούνται,  αντιπροσωπευτικοί και άλλοι που εννοούνται, ορόσημα όλοι τους, μεταφράζονται για πρώτη φορά εδώ. Η ανθολογία εισάγει την ελληνική ποίηση σ’ ένα διαφορετικό κοινό, πολύ κοντύτερα στον εσωτερικό της παλμό. Τέτοιες μελέτες, πέρα από την υποδειγματική συλλογικότητα που εκφράζουν, -εδώ μάλιστα υπερεθνική-, κατορθώνουν να τηρήσουν έναν σοφό εκλεκτισμό. Ο «Αίμος» διακρίνεται διότι επικεντρώνεται στους αντιπροσωπευτικούς, παρακολουθώντας την ποιητική εξέλιξη μέσα απ’ τα πρόσωπα. Τους μείζονες και τους ελάσσονες δημιουργούς. Ανθρώπους οδοδείκτες. Δικαιούνται το σεβασμό μας οι δημιουργοί του «Αίμου». Γιατί τήρησαν στ’ ακέραιο αυτόν τον όρο και έδειξαν μ’ ευκρίνεια στον αναγνώστη τους δεσμούς, τα στυλ και τη θεματολογία. Ο ευλογημένος πλουραλισμός ανανέωσε τελικά κάθε πτυχή, καθιέρωσε εξαιρετικά υποδείγματα της σχέσης ανάμεσα στις βαλκανικές λογοτεχνίες. Η εσωτερική δυνατότητα που αποδεικνύει τα συνθετικά κάθε εθνικής τέχνης ιχνογραφείται μέσα απ’ τις λαμπρές ατομικότητες. Ο λόγος σώζει. Μόνον ο νεκρός αδελφός μένει στις καρδιές μας σαν ένα πρόσωπο βαθιά σπαραγμένο. Αυτή η κοινή παράδοση που ανιχνεύεται είναι ψυχική. Η αξία του «Αίμου» επαληθεύεται.

17 Ιουνίου 2014

Βασίλης Γρηγοριάδης - Σε παλιές πατημασιές





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό έβδομο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, το μυθιστόρημα: "Σε παλιές πατημασιές" του Βασίλη Γρηγοριάδη.

15 Ιουνίου 2014

Is There a God? [Bertrand Russell] - το πρωτότυπο και ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα μεταφρασμένο στα ελληνικά

[…]
Πολλοί θρησκευόμενοι δογματικοί μιλούν σαν να ήταν υποχρέωση των σκεπτικιστών να διαψεύσουν τα υφιστάμενα δόγματα και όχι οι δογματικοί να πρέπει να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους. Αυτό, φυσικά, είναι ένα λάθος. Αν επρόκειτο να ισχυριστώ ότι μεταξύ της Γης και του Άρη υπάρχει μια κινέζικη τσαγιέρα η οποία περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο σε ελλειπτική τροχιά, κανείς δεν θα είναι σε θέση να διαψεύσει τον ισχυρισμό μου αρκεί να ήμουν αρκετά προσεκτικός να προσθέσω ότι η εν λόγω τσαγιέρα είναι πολύ μικρή για να μπορέσει να αποκαλυφθεί ακόμη και από τα πλέον ισχυρά τηλεσκόπιά μας. Αλλά αν επρόκειτο επιπρόσθετα να ισχυριστώ ότι, αφού ο ισχυρισμός μου δεν μπορεί να διαψευστεί, τότε συνιστά μια ανυπόφορη υπόθεση για την ανθρώπινη λογική να την αμφισβητήσει, θα πρέπει δίκαια να θεωρηθεί ότι λέω ανοησίες. Αν παρ’ όλ’ αυτά, η ύπαρξη μιας τέτοιας τσαγιέρας βεβαιώνεται μέσω αρχαίων βιβλίων, κηρύσσεται ως ιερή αλήθεια κάθε Κυριακή και εμφυσείται στα μυαλά των παιδιών στο σχολείο, κάθε δισταγμός αναφορικά με την πεποίθηση στην ύπαρξή της θα ερμηνεύεται σαν σημάδι εκκεντρικότητας και σαν εξουσιοδότηση του σκεπτικιστή σε ψυχίατρο, στις φωτεινές μέρες μας, ή σε ιεροεξεταστή/ ανακριτή, τα παλαιότερα χρόνια, να τον προσέχει. Συνηθίζεται να υποθέτουμε ότι, αν μια πεποίθηση είναι ευρέως διαδεδομένη, τότε θα πρέπει να υπάρχει (ή να υποκρύπτεται) κάποια λογική γύρω από αυτήν. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτή την άποψη θα τη συμμερίζεται οποιοσδήποτε έχει μελετήσει την ανθρώπινη ιστορία. Σχεδόν όλες οι πεποιθήσεις των πρωτόγονων ανθρώπων είναι παράλογες. Στους πρώιμους πολιτισμούς μπορεί να υπήρχαν τόσες ώστε ίσως μόνο για το ένα τοις εκατό αυτών να μπορούμε κάτι να πούμε. Στις μέρες μας όμως… Αλλά σε αυτό το σημείο θα πρέπει να είμαι προσεκτικός. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν παράλογες πεποιθήσεις στη Σοβιετική Ρωσία. Αν είμαστε προτεστάντες, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν παράλογες πεποιθήσεις μεταξύ των Καθολικών. Αν είμαστε Καθολικοί, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν παράλογες πεποιθήσεις μεταξύ των Προτεσταντών. Αν είμαστε συντηρητικοί, μένουμε έκπληκτοι με τις προλήψεις που έχουν υιοθετηθεί από το Εργατικό Κόμμα. Αν είμαστε σοσιαλιστές, μένουμε εμβρόντητοι με την ευπιστία των Συντηρητικών. Δεν γνωρίζω, αγαπητέ αναγνώστη, ποιες μπορεί να είναι οι πεποιθήσεις σου, αλλά όποιες και αν είναι, θα πρέπει να παραδεχθείς ότι το ενενήντα τοις εκατό των πεποιθήσεων του ενενήντα τοις εκατό της ανθρωπότητας είναι πέρα για πέρα εκτός λογικής. Οι πεποιθήσεις για τις οποίες αναρωτιόμαστε είναι φυσικά αυτές τις οποίες δεν κατέχεις. Επομένως δεν μπορώ να σκεφτώ ότι είναι θρασύτητα να αμφιβάλω για αυτό το οποίο επί μακρόν πιστεύεται ότι είναι αλήθεια, ειδικά όταν αυτή η γνώμη έχει επικρατήσει μόνο σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, όπως συμβαίνει με την περίπτωση όλων των θεολογικών γνωμών.

Το συμπέρασμά μου είναι ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψω σε κανένα από τα παραδοσιακά θεολογικά δόγματα και, επιπλέον, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να εύχομαι να είναι αληθινά. Ο άνθρωπος, για όσα δεν υπόκειται αποκλειστικά στις φυσικές δυνάμεις, είναι ελεύθερος να καθορίσει τη μοίρα του. Η ευθύνη είναι δική του όπως και η ευκαιρία.   



(commissioned by, but never published in, Illustrated Magazine, in 1952)

The question whether there is a God is one which is decided on very different grounds by different communities and different individuals. The immense majority of mankind accept the prevailing opinion of their own community. In the earliest times of which we have definite history everybody believed in many gods. It was the Jews who first believed in only one. The first commandment, when it was new, was very difficult to obey because the Jews had believed that Baal and Ashtaroth and Dagon and Moloch and the rest were real gods but were wicked because they helped the enemies of the Jews. The step from a belief that these gods were wicked to the belief that they did not exist was a difficult one. There was a time, namely that of Antiochus IV, when a vigorous attempt was made to Hellenize the Jews. Antiochus decreed that they should eat pork, abandon circumcision, and take baths. Most of the Jews in Jerusalem submitted, but in country places resistance was more stubborn and under the leadership of the Maccabees the Jews at last established their right to their peculiar tenets and customs. Monotheism, which at the beginning of the Antiochan persecution had been the creed of only part of one very small nation, was adopted by Christianity and later by Islam, and so became dominant throughout the whole of the world west of India. From India eastward, it had no success: Hinduism had many gods; Buddhism in its primitive form had none; and Confucianism had none from the eleventh century onward. But, if the truth of a religion is to be judged by its worldly success, the argument in favor of monotheism is a very strong one, since it possessed the largest armies, the largest navies, and the greatest accumulation of wealth. In our own day this argument is growing less decisive. It is true that the un‐Christian menace of Japan was defeated. But the Christian is now faced with the menace of atheistic Muscovite hordes, and it is not so certain as one could wish that atomic bombs will provide a conclusive argument on the side of theism. 

But let us abandon this political and geographical way of considering religions, which has been increasingly rejected by thinking people ever since the time of the ancient Greeks. Ever since that time there have been men who were not content to accept passively the religious opinions of their neighbors, but endeavoured to consider what reason and philosophy might have to say about the matter. In the commercial cities of Ionia, where philosophy was invented, there were free‐thinkers in the sixth century B.C. Compared to modern free‐thinkers they had an easy task, because the Olympian gods, however charming to poetic fancy, were hardly such as could be defended by the metaphysical use of the unaided reason. They were met popularly by Orphism (to which Christianity owes much) and, philosophically, by Plato, from whom the Greeks derived a philosophical monotheism very different from the political and nationalistic monotheism of the Jews. When the Greek world became converted to Christianity it combined the new creed with Platonic metaphysics and so gave birth to theology. Catholic theologians, from the time of Saint Augustine to the present day, have believed that the existence of one God could be proved by the unaided reason. Their arguments were put into final form by Saint Thomas Aquinas in the thirteenth century. When modern philosophy began in the seventeenth century, Descartes and Leibniz took over the old arguments somewhat polished up, and, owing largely to their efforts, piety remained intellectually respectable. But Locke, although himself a completely convinced Christian, undermined the theoretical basis of the old arguments, and many of his followers, especially in France, became Atheists. I will not attempt to set forth in all their subtlety the philosophical arguments for the existence of God. There is, I think, only one of them which still has weight with philosophers, that is the argument of the First Cause. This argument maintains that, since everything that happens has a cause, there must be a First Cause from which the whole series starts. The argument suffers, however, from the same defect as that of the elephant and the tortoise. It is said (I do not know with what truth) that a certain Hindu thinker believed the earth to rest upon an elephant. When asked what the elephant rested upon, he replied that it rested upon a tortoise. When asked what the tortoise rested upon, he said, "I am tired of this. Suppose we change the subject." This illustrates the unsatisfactory character of the First‐Cause argument. Nevertheless, you will find it in some ultra‐modern treatises on physics, which contend that physical processes, traced backward in time, show that there must have been a sudden beginning and infer that this was due to divine Creation. They carefully abstain from attempts to show that this hypothesis makes matters more intelligible.

The scholastic arguments for the existence of a Supreme Being are now rejected by most Protestant theologians in favor of new arguments which to my mind are by no means an improvement. The scholastic arguments were genuine efforts of thought and, if their reasoning had been sound, they would have demonstrated the truth of their conclusion. The new arguments, which Modernists prefer, are vague, and the Modernists reject with contempt every effort to make them precise. There is an appeal to the heart as opposed to the intellect. It is not maintained that those who reject the new arguments are illogical, but that they are destitute of deep feeling or of moral sense. Let us nevertheless examine the modern arguments and see whether there is anything that they really prove. 

One of the favourite arguments is from evolution. The world was once lifeless, and when life began it was a poor sort of life consisting of green slime and other uninteresting things. Gradually by the course of evolution, it developed into animals and plants and at last into MAN. Man, so the theologians assure us, is so splendid a Being that he may well be regarded as the culmination to which the long ages of nebula and slime were a prelude. I think the theologians must have been fortunate in their human contacts. They do not seem to me to have given due weight to Hitler or the Beast of Belsen. If Omnipotence, with all time at its disposal, thought it worth while to lead up to these men through the many millions of years of evolution, I can only say that the moral and aesthetic taste involved is peculiar. However, the theologians no doubt hope that the future course of evolution will produce more men like themselves and fewer men like Hitler. Let us hope so. But, in cherishing this hope, we are abandoning the ground of experience and taking refuge in an optimism which history so far does not support. 

There are other objections to this evolutionary optimism. There is every reason to believe that life on our planet will not continue forever so that any optimism based upon the course of terrestrial history must be temporary and limited in its purview. There may, of course, be life elsewhere but, if there is, we know nothing about it and have no reason to suppose that it bears more resemblance to the virtuous theologians than to Hitler. The earth is a very tiny corner of the universe. It is a little fragment of the solar system. The solar system is a little fragment of the Milky Way. And the Milky Way is a little fragment of the many millions of galaxies revealed by modern telescopes. In this little insignificant corner of the cosmos there is a brief interlude between two long lifeless epochs. In this brief interlude, there is a much briefer one containing man. If really man is the purpose of the universe the preface seems a little long. One is reminded of some prosy old gentleman who tells an interminable anecdote all quite uninteresting until the rather small point in which it ends. I do not think theologians show a suitable piety in making such a comparison possible. 

It has been one of the defects of theologians at all times to over‐esti‐mate the importance of our planet. No doubt this was natural enough in the days before Copernicus when it was thought that the heavens revolve about the earth. But since Copernicus and still more since the modern exploration of distant regions, this preoccupation with the earth has become rather parochial. If the universe had a Creator, it is hardly reasonable to suppose that He was specially interested in our little corner. And, if He was not, His values must have been different from ours, since in the immense majority of regions life is impossible. 

There is a moralistic argument for belief in God, which was popularized by William James. According to this argument, we ought to believe in God because, if we do not, we shall not behave well. The first and greatest objection to this argument is that, at its best, it cannot prove that there is a God but only that politicians and educators ought to try to make people think there is one. Whether this ought to be done or not is not a theological question but a political one. The arguments are of the same sort as those which urge that children should be taught respect for the flag. A man with any genuine religious feeling will not be content with the view that the belief in God is useful, because he will wish to know whether, in fact, there is a God. It is absurd to contend that the two questions are the same. In the nursery, belief in Father Christmas is useful, but grown‐up people do not think that this proves Father Christmas to be real.

Since we are not concerned with politics we might consider this sufficient refutation of the moralistic argument, but it is perhaps worthwhile to pursue this a little further. It is, in the first place, very doubtful whether belief in God has all the beneficial moral effects that are attributed to it. Many of the best men known to history have been unbelievers. John Stuart Mill may serve as an instance. And many of the worst men known to history have been believers. Of this there are innumerable instances. Perhaps Henry VIII may serve as typical. 

However that may be, it is always disastrous when governments set to work to uphold opinions for their utility rather than for their truth. As soon as this is done it becomes necessary to have a censorship to suppress adverse arguments, and it is thought wise to discourage thinking among the young for fear of encouraging "dangerous thoughts." When such mal‐practices are employed against religion as they are in Soviet Russia, the theologians can see that they are bad, but they are still bad when employed in defence of what the theologians think good. Freedom of thought and the habit of giving weight to evidence are matters of far greater moral import than the belief in this or that theological dogma. On all these grounds it cannot be maintained that theological beliefs should be upheld for their usefulness without regard to their truth. 

There is a simpler and more naive form of the same argument, which appeals to many individuals. People will tell us that without the consolations of religion they would be intolerably unhappy. So far as this is true, it is a coward's argument. Nobody but a coward would consciously choose to live in a fool's paradise. When a man suspects his wife of infidelity, he is not thought the better of for shutting his eyes to the evidence. And I cannot see why ignoring evidence should be contemptible in one case and admirable in the other. Apart from this argument the importance of religion in contributing to individual happiness is very much exaggerated. Whether you are happy or unhappy depends upon a number of factors. Most people need good health and enough to eat. They need the good opinion of their social milieu and the affection of their intimates. They need not only physical health but mental health. Given all these things, most people will be happy whatever their theology. Without them, most people will be unhappy, whatever their theology. In thinking over the people I have known, I do not find that on the average those who had religious beliefs were happier than those who had not. 

When I come to my own beliefs, I find myself quite unable to discern any purpose in the universe, and still more unable to wish to discern one. Those who imagine that the course of cosmic evolution is slowly leading up to some consummation pleasing to the Creator, are logically committed (though they usually fail to realize this) to the view that the Creator is not omnipotent or, if He were omnipotent, He could decree the end without troubling about means. I do not myself perceive any consummation toward which the universe is tending. According to the physicists, energy will be gradually more evenly distributed and as it becomes more evenly distributed it will become more useless. Gradually everything that we find interesting or pleasant, such as life and light, will disappear ‐‐ so, at least, they assure us. The cosmos is like a theatre in which just once a play is performed, but, after the curtain falls, the theatre is left cold and empty until it sinks in ruins. I do not mean to assert with any positiveness that this is the case. That would be to assume more knowledge than we possess. I say only that it is what is probable on present evidence. I will not assert dogmatically that there is no cosmic purpose, but I will say that there is no shred of evidence in favor of there being one. 

I will say further that, if there be a purpose and if this purpose is that of an Omnipotent Creator, then that Creator, so far from being loving and kind, as we are told, must be of a degree of wickedness scarcely conceivable. A man who commits a murder is considered to be a bad man. An Omnipotent Deity, if there be one, murders everybody. A man who willingly afflicted another with cancer would be considered a fiend. But the Creator, if He exists, afflicts many thousands every year with this dreadful disease. A man who, having the knowledge and power required to make his children good, chose instead to make them bad, would be viewed with execration. But God, if He exists, makes this choice in the case of very many of His children. The whole conception of an omnipotent God whom it is impious to criticize, could only have arisen under oriental despotisms where sovereigns, in spite of capricious cruelties, continued to enjoy the adulation of their slaves. It is the psychology appropriate to this outmoded political system which belatedly survives in orthodox theology. 

There is, it is true, a Modernist form of theism, according to which God is not omnipotent, but is doing His best, in spite of great difficulties. This view, although it is new among Christians, is not new in the history of thought. It is, in fact, to be found in Plato. I do not think this view can be proved to be false. I think all that can be said is that there is no positive reason in its favour. 

Many orthodox people speak as though it were the business of sceptics to disprove received dogmas rather than of dogmatists to prove them. This is, of course, a mistake. If I were to suggest that between the Earth and Mars there is a china teapot revolving about the sun in an elliptical orbit, nobody would be able to disprove my assertion provided I were careful to add that the teapot is too small to be revealed even by our most powerful telescopes. But if I were to go on to say that, since my assertion cannot be disproved, it is intolerable presumption on the part of human reason to doubt it, I should rightly be thought to be talking nonsense. If, however, the existence of such a teapot were affirmed in ancient books, taught as the sacred truth every Sunday, and instilled into the minds of children at school, hesitation to believe in its existence would become a mark of eccentricity and entitle the doubter to the attentions of the psychiatrist in an enlightened age or of the Inquisitor in an earlier time. It is customary to suppose that, if a belief is widespread, there must be something reasonable about it. I do not think this view can be held by anyone who has studied history. Practically all the beliefs of savages are absurd. In early civilizations there may be as much as one percent for which there is something to be said. In our own day.... But at this point I must be careful. We all know that there are absurd beliefs in Soviet Russia. If we are Protestants, we know that there are absurd beliefs among Catholics. If we are Catholics, we know that there are absurd beliefs among Protestants. If we are Conservatives, we are amazed by the superstitions to be found in the Labour Party. If we are Socialists, we are aghast at the credulity of Conservatives. I do not know, dear reader, what your beliefs may be, but whatever they may be, you must concede that nine‐tenths of the beliefs of nine‐tenths of mankind are totally irrational. The beliefs in question are, of course, those which you do not hold. I cannot, therefore, think it presumptuous to doubt something which has long been held to be true, especially when this opinion has only prevailed in certain geographical regions, as is the case with all theological opinions. 

My conclusion is that there is no reason to believe any of the dogmas of traditional theology and, further, that there is no reason to wish that they were true. Man, in so far as he is not subject to natural forces, is free to work out his own destiny. The responsibility is his, and so is the opportunity.

From Bertrand Russell, "Is There a God?" (1952), in The Collected Papers of Bertrand Russell, Volume 11: Last Philosophical Testament, 1943‐68, ed. John G. Slater and Peter Köllner (London: Routledge, 1997), pp. 543‐48

14 Ιουνίου 2014

Σιωπηλός [Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος]



Σιωπηλός

Απογέματα με σφαλισμένο το στόμα
Τα ρινίσματα των λέξεων δεν πάνε κάτω
Κι όμως κάτι πρέπει να γίνει
Τα δευτερόλεπτα πνίγονται στο σάλιο
Ελεύθερα φωνήεντα πετούν
από δω κι από κει στο δωμάτιο
Ακούγεται ζωή κάτω από τη γλώσσα
Κι εγώ θα χάψω το παραμύθι
Ένα ματωμένο λαρύγγι 
θα μιλά με φθόγγους ακατάληπτους 
για τη νύχτα που έρχεται 
έτσι κόκκινη να μοιράσει τις ντροπές της
Ξεπλένω και φτύνω τα χρωστούμενα
Αδιάντροπα σιωπηλός μπροστά στο 
έγκλημα

Πηγή: alafroiskiwtos.blogspot.gr

12 Ιουνίου 2014

Το Ανάγλυφο των Λέξεων [Ελένη Κοφτερού]


ΤΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
                                 ('Eρχεται καταιγίδα μου είπες πρέπει να σ’ αφήσω...

Σήμερα θα μιλήσουμε για τη λέξη "καταιγίδα":

H “καταιγίδα" αιωρείται
περίκλειστη στο αμφοίκιλό της σχήμα
(όπως  αιμοσφαίριο ερυθρό
με επιφάνειες κόκκινες  γυαλιστερές )  
κουβαλώντας τη μεγαλοπρέπεια
της κυριολεξίας της
ανάμεσα σε  πανηγυρισμούς 
και τυμπανοκρουσίες
θα πει το ποίημα της μια  ανάρμοστη βροχή 
καθώς θα προχωρά προς τη μεριά της λήθης 
η "καταιγίδα" του έρωτα
που είχε   ανάγλυφο του «μαγικού βουνού»
με δοξασμένες επιφάνειες τραχιές
φαράγγια βάθους ανεπίτρεπτου
και ένα κελάρυσμα ορμητικό 
-χιλιάδες καταρράκτες- 
αδύνατον να υπονομεύσει  
το μεγαλείο του ανάγλυφου

κι έπειτα μες στην τάξη μπαίνει
διεκδικώντας τη σειρά της
του πόνου η «καταιγίδα»
πλατιά  επιφάνεια ανθεκτική μα σμιλεμένη
όπως οι ξεχασμένες  γκρίζες πέτρες
-η αιχμηρή τους άκρη γδέρνει
πάντα  άβουλο το χώμα-
σκυφτή και δήθεν ντροπαλή
το μάθημα σπιλώνει
με πιρουέτες γρήγορες
τις άλλες «καταιγίδες» αποκεφαλίζει

κι εγώ κλείνω τα μάτια μου
από την τάξη φεύγω
το ξέρω αυτό το μάθημα 
απ’ έξω κι ανακατωτά…

από της ανομβρίας το επίπεδο  ανάγλυφο
απ’ της σιωπής τα άνυδρα κοιλώματα
τις  άλλες «καταιγίδες» 
ακόμη και ακέφαλες
πάντα θ' ακολουθώ

11 Ιουνίου 2014

Ένα σπουργίτι δρόμος






































[οδ. Ακάμαντος, 10.06.2014 07.36]



Σ' ερείπια τα βήματα για το θόλο της θέασης του κόσμου των άστρων.
Προηγήθηκαν 52.
Κι όμως! Δεν είναι παρά ένα σπουργίτι δρόμος.

10 Ιουνίου 2014

Γιώργος Καραβίτης - Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων





















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το ογδοηκοστό έκτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη ιστορική μελέτη: "Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων" του Γιώργου Καραβίτη.

08 Ιουνίου 2014

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ [Geo Milev (1895-1925), μετ. Άρης Δικταίος]

ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

1

Απ’ τη νεκρή μήτρα της νύχτας
γεννιέται η προαιώνια οργή του σκλάβου·
το φλογερό του μίσος -
μεγαλειούχο.

Βαθιά, μες σε σκοτάδι και κατάχνια.

Μέσ' από σκοτεινές κοιλάδες
- πριν από την αυγήν
απ’ όλα τα υψώματα απ’ όλα
τα έρημα θαμνοτόπια α-
πό πεινασμένες πεδιάδες
από χωριά λασπωμένα α-
πό πόλεις
απόμερες αυλές
γιατάκια και καλύβες
σιδηροδρομικούς σταθμούς και σταύλους
σιταποθήκες
υποστατικά
αλευρομύλους
υφαντήρια
εργοστάσια

σε δρόμους κι ατραπούς
ψηλά α-
πό βάραθρα πλαγιές τροχάλους
σε διάσελα και ράχες
μέσα από βουερά θαμνοτόπια
και φθινοπωρινά κιτρινόφυλλα δάση

μέσα μέσα πέτρες
και νερά
ρέματα φουσκωμένα
λιβάδια
περιβόλια
χωράφια
αμπέλια
στάνες
βάτα
μέσα από θερισμένα σταροχώραφα τσουρουφλισμένα
αγκάθια
και βάλτους:
κουρελιασμένοι
λασπωμένοι
πεινασμένοι
κατάχλωμοι
κάτισχνοι από το μόχθο
ψημένοι από την κάψα και την παγωνιά
χοντρονούσηδες
σακάτηδες
μέσα στη βρώμα α-
            κούρευτοι
            ξυπόλυτοι
γιομάτοι ουλές
άξεστοι α-
δάμαστοι ορ-
γισμένοι
μανιασμένοι
          - δίχως ρόδα
          και τραγούδια δίχως
          μουσική και νταούλια
          πίπιζες και κλαρίνα
          τρομπέτες βούκινα η τρομπόνια
με κουρελιασμένους τορβάδες στην πλάτη
και στα χέρια - αστραφτερά σπαθιά όχι
μα κοινά ραβδιά
μαγκούρες
ρόπαλα
βουκέντρες
πελέκια
κασμάδες
δικράνια
τσεκούρια
σκαλιστήρια
δρεπάνια
κ’ ηλιοτρόπια oι
χωριάτες - νιοι και γέροι – ορ-
μούσαν από παντού - ένα
αμολυμένο κοπάδι
από ζώα τυφλωμένα
αναρίθμητοι
εξαγριωμένοι ταύροι -
με καλέσματα
με χλαλοή
(πίσω τους - ένας μαύρος ουρανός πετρωμένος)
πετούσαν κατά μπρος
δίχως τάξη α-
             συγκράτητοι
             τρομεροί
             μεγάλοι: Ο
             ΛΑΟΣ!


2

Τα υψώματα όπως
στιλβώνονταν η νύχτα
διαλύθηκε.
Κατά τον ήλιο
τα ηλιοτρόπια
στραφήκανε!
Μισοκοιμάμενη η αυγή
ξύπνησε από κακάρισμα
τουφεκιών.
Από τις μακρινές
ράχες -
το ένα πίσω από τ’ άλλο -
σφυρίξανε
ξεφρενιασμένα
βόλια - μολυβένια. Οι
ελεφαντένιες σιαγώνες
των κανονιών μουγκρίσανε... Ένα
τρεμούλιασμα φόβου.
Τα ηλιοτρόπια
κύλησαν
στη σκόνη.


3

Φωνή λαού:
          φωνή Θεού.
Με χιλιάδες μαχαίρια
τρυπημένος
ο λαός -
αποβλακωμένος
ταπεινωμένος
κι από ζητιάνο πιο πένης
απομένοντας
δίχως μυαλό
δίχως νεύρα -
ξεσηκώθηκε μέσα απ’
το αγωνιώδες σκοτάδι
της ζωής του
    και με το αίμα του: Ε-
                   ΛΕΥθΕΡΟΣ!
έγραψε: Κεφάλαιο πρώτο:
                   ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ.
- Φωνή λαού -
- φωνή θεού -
Θεέ μου,
βοήθησε το ιερό έργο
των ροζιασμένων μαυρισμένων
χεριών: φύσηξε θάρρος
στη βογκούσα
καρδιά μας: ότι
δεν θέλεις κανένας να ‘ναι σκλάβος -
κι άκου - στον ίδιο μας τον τάφο
τ’ ορκιζόμαστε - εμείς
θ’ αναστήσουμε ελεύθερο
τον άνθρωπο επάνω
στην γη. Όλοι
στον θάνατό μας προσβλέπουμε. Είθε! Ότι
πιο πέρα ανθίζει η
Γη Χαναάν η
Γη της Αλήθειας
η υποσχεμένη
σε μας -
άνοιξη αιώνια ζωντανών ονείρων...
Το πιστεύουμε! Το ξέρουμε! Το λαχταρούμε!
Ο Θεός μαζί μας!


4

Σεπτέμβρη! Σεπτέμβρη! Ω
του αίματος
της εξαγοράς
και της σφαγής
μήνα!
Το Μαγλίζ πρώτο
μετά η Στάρα
       κ’ η
       Νόβα Ζαγκόρα
το Τσιρπάν
το Λομ η
Φέρντιναντ η
Μπερκοβίτσα
το Σαράμπεη
τδ Μέντκοβετς
          (με τον παπά Αντρέϊ)
- χωριά και πολιτείες.


5

Καί ξεσηκώθηκε o λαός
- σφυρί
κρατώντας,
καπνιά σπίθες και στάχτες σκεπασμένος,
- δρεπάνι κρατώντας
από την παγωνιά και το υγρό χώμα μουδιασμένος,
γιοι και θυγατέρες του μαύρου μόχθου
με σιωπηλήν εγκαρτέρηση - (όχι
μεγαλοφυείς
ιδιοφυείς νέοι
ζηλωτές
συζητητές
δημαγωγοί έ-
πιχειρηματίες
αεροπόροι
σχολαστικοί
συγγραφείς
στρατηγοί ί-
διοκτήτες
καφέ και μπαρ
και λεσχών μέλη
κι άνδρες
της Μελαίνης Φρουράς)
                     μα
              χωριάτες
       εργάτες
λαουτζίκος
ακτήμονες
αγράμματοι α-
γροίκοι - ένα
κοπάδι αγριογούρουνα:
                    χιλιάδες
                            μάζες
                                 ο λαός:
χιλιάδες πίστεις
- μια πίστη για τη λύτρωση του λαού,
χιλιάδες θελήσεις
- μια θέληση για πιο φωτεινή ζωή,
χιλιάδες αγριεμένες καρδιές
- και σε κάθε καρδιά μια πυρκαγιά αναμμένη,
χιλιάδες μαυρισμένα χέρια
στον κόκκινο κύκλο του ορίζοντα
φλογερά υψώνοντα
κόκκινες
παντιέρες
που απλώνονται
           ψηλά
           πλατιά
πάνω από τη συναγερμένη ε-
παναστατημένη χώρα. Οπώρα
της ανεμικής άγρια:
             χιλιάδες –
             μάζες –
             ο λαός.


6

Έλαμψε πάνω
στα πατρικά βουνά
που υψώναν
τον αφαλό τους
κατά τον ουρανό
και τον αιώνιον ήλιο,
                    αστραπή
                    βροντή
                    κεραυνός
χτύπησε
στην καρδιά
τη γιγαντένια ε-
κατοχρονίτικη
βαλανιδιά.
Λόφος τον λόφο α-
ντιλάλησε ως μακριά
την ηχώ
πάνω από κρέστες και κορφές
σε μουσκεμένες
κοιλάδες
όπου στις χαραμάδες
της πέτρας οχιές
κείτουνται ναρκωμένες
στις ζεστές
τους κειτιές
κουλουριασμένες,
στων φιδιών τις φωλιές
και στων δράκων τις σπηλιές
και στων μαγισσών τα κουφαλόδεντρα άντρα.
                  - Σμίξαν οι ήχοι
                  με την ηχώ τη μακρινή: ή-
                  χοι, υπόκωφη βοή
                  καταραχτών
                  χειμάρρων
                  φουσκονεριασμένων ποταμών
                  που κυλούνε
                  και βροντώντας μανιακά
κατρακυλούνε
            στην άβυσσο.


7

Ή τραγωδία αρχίζει! -


8

Οι πρώτοι
στο αίμα κυλήσαν.

Καταιγισμός πυρός
ανταμώθηκε με την ορμή
της ανταρσίας. Φρικιάσαν
τρυπημένες
οι σημαίες. Βροντά
το βουνό. Ψηλά οι
κοντινές και μακρινές
κορυφές
σκοτείνιασαν απ’ τις πυκνές
ανθρώπινες αράδες
- σε γραμμές σκοτεινές
πύκνωναν: οι ταχτικοί
μισθοφόροι
στρατιώτες κ’ η χωροφυλακή η
πάντα αγριεμένη -
καθένας τους όλο-όλο
γνωρίζει
πως τώρα: «Η
πατρίδα
σε κίνδυνο βρίσκεται!» Ωραία:
                     Αλλά
                     - τι ‘ναι η Πατρίδα;
κι άγρια γαυγίζει
το μυδραλιοβόλο...

Οι πρώτοι
στο αίμα κυλήσαν.

Πέρ’ απ’ τα μακρινά υ-
ψώματα
βροντούσε
το πυροβολικό.
Πολιτείες
και χωριά
τρεκλίζανε
σα μεθυσμένα.
Πλαγιές
χαντάκια
και στράτες
με πτώματα ε-
στρώνονταν αι-
ματωμένα.
Με ξεθηκαρωμένα
σπαθιά τους χωριάτες
τμήματα ιππικού κυνηγήσαν
νικημένους
- χτυπώντας τους αποτελειώνοντάς τους
με όλμους και μύδρους καθώς
φεύγανε τρομαγμένοι
κατά δω κατά κει
καταδιωγμένοι ως
στα σπίτια τους κ’ εκεί
κάτω απ’ τα χαμηλά
πρόστεγα κυλισμένοι
στα χώματα μ’ ένα
χτύπημα από ματοβαμμένα
μαχαίρια μες
στις διαπεραστικές κραυγές
αλαλιασμένων
παιδιών γυναικών και μανάδων...


9

Ο στρατός προχωρούσε.
Κάτω από το κροτάλισμα των πολυβόλων
κι ο τολμηρότερος όλων
δεν τολμούσε
να πάει πιο πέρα. Α-
πελπισμένα
χέρια γυμνά στον αέρα
υψώνονταν. Τρόμος
άδοξος
είχε σ’ όλα τα πρόσωπα παγώσει –
μάτια χωρίς πόνο.
                 «Ο σώζων εαυτόν
                 σωθήτω!»

Τώρα από κάθε δρόμο
σύνταγμα σύνταγμα ακλουθεί
                  - πεζικό
                   κανόνια
                   ιππικό.

Τύμπανα σημαίνουν
την έφοδο. Ο
πανικός
πετά πιo ψηλά α-
πό τις σκισμένες
σημαίες τα φλογερά
μαστιγώματά τους
οδηγώντας.

Κ’ εκεί
μέσα στη γενική
σύγχυση σαν τρελός
ο παπά-Άντρέϊ
επικά τολμηρός
έριχνε απανωτά απ’
το φημισμένο
κανόνι του - ώσπου πια
με την κραυγή: «Στον Σατανά
θάνατος!»
και με μανία μεγαλειώδη
γυρνώντας το κανόνι του:
έστειλε το
στερνό του βλήμα
κατά πάνω
              - στον Οίκο του θεού όπου α-
κόμ’ αντηχούσαν οι ψαλμοί του...

Κ’ ύστερα παρεδόθη.

«Στην κρεμάλα ο
Κόκκινος Παπάς.
Χωρίς σταυρό και χωρίς τάφο!»

Σε τηλεγραφικό
σ
τ
ύ
λ
ο

τ
ο
ν

στήσανε. Κοντά του ο
δήμιος κι ο λοχαγός
κ’ ετοιμασμ
           έ  ί.
         ν      ν
        ο        ι
         τ      ο
           ο  κ
             σ
Κάτω από τον πικρό
παγωμένο ουρανόν
ο Αίμος
σκυθρώπαζε. Ο
παπάς στεκόταν όλος
ύψος,
συμπαγής μορφή του άντρα ο-
λόκληρος
ήρεμος σα γρανίτης –
χωρίς λύπη
χωρίς αναμνήσεις -
στο στήθος του ο σταυρός
του Χρίστου
τα μάτια του καρφωμένα στις κορφές
των μακρινών υψωμάτων
ή στο μέλλον...
«Σταυρωτήδες!
»Χαμηλώνετε τ’ άναντρά σας μάτια
»την ώρα του θανάτου ε-
»νός ανθρώπου. Πλην
»- αν ένας πεθάνει –
»τι σημαίνει; Α-
»μήν!»
Ύστερα
σφίγγοντας τα χείλη
του έσφιξε και γοργά
πέρασεν ο ίδιος τη θηλιά
στον λαιμό του
και δίχως να κοιτάξει
κατά τον ουρανόν
κρεμάστηκε
δαγκώνοντας
τη γλώσσα:

μεγαλειώδης
εξαίσιος
ασύλληπτος!


10

Το φθινόπωρον
ώρμησε μέσα απ’
άγριαν ερήμωση απ’
οδυρμούς ανεμικές και βαθιά νύχτα.
Στα σκοτεινά υψώματα
βράζανε τα νέφη
της θύελλας - σκοτάδι
κι αστραπές
και κρωγμοί από κοράκια
που πετούσαν -

Η ράχη της γης
ίδρωσε αίμα. Κάθε
καλύβα κάθε σπίτι
μαζεύτηκε α-
πό φόβο από τρόμο.
Ήττα.

Βροντή έσκισε
στα δυο
τον ουράνιο θόλο.


11

Τότε ήρθε η
χειρότερη απ’ τις φρίκες
φρίκη. Μανιακά κουρασμένη η
συναγερμική καμπάνα
σήμανε στις καρδιές τους     
- χτύπησεν ήχησε αντήχησε...
Η νύχτα
χαμηλά πολύ εκύλησεν
ολούθε
περίκλειστη
άφθογγη
τρομερή. Ο
Θάνατος
- αιμοδιψής δράκος που ενεδρεύει
σε κάθε γωνιά καταχνιασμένην –
ούρλιαζε απλώνοντας μέσα απ’
τη νύχτα
τ’ - απέραντα μακρά -
μαραμένα του χέρια
για ν’ αδράξει να σφίξει
πίσω από κάθε τοίχο
τις καρδιές
τις περίφοβες.
Ω νύχτα ανώνυμων μυστηρίων!
- φανερών και κρύφιων!

Πλατείες βαμμένες
άλικες. Ξεφωνητά επιθανάτια
καταπνιγμένα σε κομμένα
λαρύγγια. Απαίσιος
πάταγος από αλυσίδων
σούρσιμο, γιομάτες
οι φυλακές.
Και μες στις πολυθόρυβες αυλές
φυλακών και στρατώνων  
ομοβροντίες και προσταγές,   
Πόρτες μανταλωμένες
που ξένοι
σκοτεινοί τις βροντούνε. Ο
γιος στο κατώφλι πεσμένος
μ’ ένα πιστόλι στο χέρι
σκοτωμένος.
Κρεμασμένος ό κύρης.
Βιασμένη η
αδερφή. Κι αρπαγμένοι
από τα χωριά
χωριάτες ν’ ακολουθούνται
από στρατιώτες
ζοφερή συνοδεία
για να τουφεκιστούνε:
Προσταγή:
         Στόπ!
«Επί σκοπόν!» - Σκανδάλες
που κροταλάν:
             Κου
                Κλουξ
                     Κλίαν -
«Πυρ!»
      - Όμοβροντία.
Δέκα κορμιά
βαριά
μες στα νεκρά τα ζοφερά
πλατσούρισαν νερά απ’
τον όχτο πεταμένα
του Μαρίτσα
και ματωμένος
κύλησε ο λυπημένος
πατρικός ποταμός
τα νερά του.
Σε δρόμους μακρινούς
κ’ έρημους βροντούσαν
τύμπανα καθώς
παιάνιζε η μπάντα: «Ο Μαρίτσα,
ο ποταμός
φλοισβίζει...» -
ματωμένος...

Στα ποδοπατημένα
χωράφια τ’ αγκαθόσπαρτα όπου
θρασομανούνε
τ’ αγριόχορτα άλικα κεφάλια απ’
τα μαχαίρια παραμορφωμένα
κυλούνε.
Κρεμάλες (σκιάχτρα σ’ ομίχλη
θανάσιμη) απλώνουν τα μαύρα
μπράτσα τους. Και το εμβατήριο
του πελεκιού πάνω
στο κόκκαλο ανελέητο
να μην παύει.
Στον ορίζοντα πέρα
χωριά μες στις φλόγες. Το αίμα
να χειμαρρίζει. Η γλώσσα
των θανάσιμων πυρσών
ιερόσυλη να γλείφει
τα ιερά πόδια
του θρόνου
του Θεού. Κνίσα
ζωντανής σάρκας. Ψηλά
με φρίκη οι ουράνιοι
κάτοικοι φωνή
μεγάλην - ένα
ωσαννά άγριο
στον Θεόν - αφήσανε.

Το τέλος.

Έπαψε η ανεμοζάλη, η
καταιγίδα
στέρεψεν επιτέλους:
όλη τη χώρα
σκέπασε ει-
ρήνη
και σιγή. Αι-
ματηρή
σπονδή
στους Θεούς.


12

Μήνιν άειδε Θεά Αχιλλήος

Ο Αχιλλεύς, η κτηνώδης δύναμη, ο
δαίμονας του πολέμου.
Επί χρόνια και χρόνια στρατηγός
της A.M. του Βασιλιά
'Αγαμέμνονα. Ο
Αχιλλεύς, ο ήρως
με τα πολλά παράσημα
και τούς σταυρούς και τα διάσημα...

Στύλος
τάξης κ’ ειρήνης
για τον τόπο...

Μα σήμερα εμείς
δεν πιστεύουμε πια σε ήρωες
- ξένους ή δικούς μας.

Η Τροία πυρπολήθηκε ερημώθει.
Χάθηκαν ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη.
Θριάμβευσε ο Αχιλλέας...
«Τι του ‘ναι η Εκάβη;» Η
άγρια κτηνώδης καρδιά του
δεν αγροικά τον θρήνο
των αλαλιασμένων μανάδων
πάνω από ανώνυμους τάφους
ποτισμένους μ' αίμα
τόσο πολλούς
που δε μετρούνται.
«Τι του ‘ναι η Εκάβη;» Ο
Αχιλλεύς ήταν ήρως.
Ό Αχιλλεύς ήταν μέγας.
Θεομηνία
σταλμένη α-
πό τον Θεό.

Πλην
Ο Αχιλλεύς θα χαθεί κάτω α-
πό την οργή και την κατάρα.
- Χάθηκε. Η
         πτώση του ήταν
αισχρή πτώση. Ο δολοφόνος
πληρώνεται επάξια: Ο
Αγαμέμνων σκότωσε την Ιφιγένεια
          - και χάθηκε: η
Κλυταιμνήστρα σκότωσε τον Αγαμέμνονα
          - και χάθηκε: ο
Ορέστης κ’ η 'Ηλέκτρα σκότωσαν
          την Κλυταιμνήστρα
           - και χάθηκαν...

Δεν έμεινε
παρά μόνο η
μάντισσα Κασσάνδρα
που ζει και θα ζει
μέσ’ από τούς αιώνες
την εκδίκηση
να ευαγγελίζεται - κι όλα
θ’ αληθέψουν.
Των θεών
παιγνίδια, ιδιοτροπίες, διασκεδάσεις
αναλλοίωτες.
Θείας μανίας
αειθαλής άνθηση
που ο κάθε θάνατος
της είναι
μια φωτοβολίδα
κάθε οιμωγή
της είναι
ένα γλέντι.
Θάνατος έγκλημα αίμα -
πλην: ως πότε;
Παντοδύναμε Δία
            Γιούπιτερ
            Αουρα Μάζντα
            Ίντρα
            Τοτ
            Ρα
            Γιεχωβά
            Σαβαώθ:
αποκρίσου!

Μέσ' από τον καπνό των πυρκαγιών
υψώνονται
κρούοντας τ’ αυτιά σου
οι κραυγές των σκοτωμένων
τα μουγκρητά
των αμέτρητων μαρτύρων
επάνω στις πυρές.

Ποιός ξεγέλασε
την πίστη μας;

Αποκρίσου!
Δε λες τίποτα;
Δεν ξέρεις;
- Ξέρουμε εμείς!
Κοίτα:
μ’ ένα άλμα
μέσα στον Ουρανό πηδούμε:
             ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
- Ρίχνουμε βόμβα στην καρδιά σου
και καταχτούμε τον Ουρανό εξ εφόδου:
             ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!
Από τον θρόνο σου
νεκρό
σε γκρεμίζουμε στ’ άναστρα
θωρακισμένα
βάθη
της μεγάλης αβύσσου
των κόσμων -
             ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ!

Από τις άπειρα ψηλές
ουράνιες γέφυρες
με σκοινιά και λοστούς
θα κατεβάσουμε τον Ουρανό -
γη της ελπίδας μας -
κάτω
στη θλιμμένη αι-
ματόλουστη
γη.
Θ' αληθέψουν
τα λόγια
ποιητών και φιλοσόφων!
- Δίχως θεό! Δίχως Κύριο!
Ο Σεπτέμβρης Μάιος θα γίνει, η
ζωή που ανθρώπους σημαίνει
από τούτη τη μέρα
μ’ ατέρμονη ανάβαση θα ’ναι
ολοένα ψηλότερα ολοένα
ψηλότερα: η γη
θα γίνει Ουρανός -

ΘΑ ΓΙΝΕΙ!



από την "Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως" του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)