30 Ιουνίου 2015

Η Ελλάδα μου [Άννα Παυλίδου]


Η Ελλάδα μου

Καΐκι ψαράδικο αξιώθηκα την ανατολή στα νερά του Αιγαίου.
Με μπόλιασαν οι φάροι στα νησιά,
τ' αηδόνια στα ποτάμια,
τα αμπέλια φυτρωμένα σε στάχτες,
οι ελιές με τον άγουρο καρπό,
τα πεύκα στην Πίνδο, τα κυπαρίσσια στο Ιόνιο.
Τα στάχυα, οι παπαρούνες,
τα βότανα και τα μυριστικά,
το βλέμμα των ηλικιωμένων στα βουνά και τα λιμάνια,
ο μεσημεριάτικος ύπνος του καλοκαιριού
κάτω από τις μουριές.
Όπου πάτησα, μέσα στο λιγοστό χώμα,
άγγιξα ρίζες που φύτεψαν πρόγονοι Έλληνες.
Κάθε που κοιμήθηκα με προσκεφάλι τις πέτρες
μετάλαβα την πνοή της Ελλάδας.

Τελευταία ορίζει τις νύχτες μου, γυμνή από όρους και μύθους,
από τα ρούχα του βασιλιά που της φορέσαμε αδιάφορα,
παιδιά ανόητα και αλαζονικά.
Άλλοτε τυλίγεται σε όνειρα νηπίων και μοιράζεται -
αντίδωρο-, σε άστεγους μάρτυρες, απέλπιδες αυτόχειρες,
γονείς ανέργους, παρίες και πένητες.
Άλλοτε φοράει το λευκό πουκάμισο του πατέρα
κεντημένο με φρέσκες πληγές κι αγκάθια,
παλιές προδοσίες, λήθη και γνωστά λάθη.
Αποζητά ήσυχα βράδια σ' έρημες αυλές'
ξαποσταίνει σ' άδεια σκαμνιά, κάτω από την περγουλιά.
Μιαν ανάσα να πάρει.
Μιαν ανάσα να πάρω,
να λαμπαδιάσει το Φως της εντός μου – πυρκαγιά του Αυγούστου,
να σκορπίσουν στάχτες οι χειμώνες...
Μιαν ανάσα να πάρει.
Μιαν ανάσα να πάρω
πριν ανοίξω τα μάτια κι αξιωθώ την Ανατολή της ξανά...

29 Ιουνίου 2015

Υπόθεση εργασίας επί της ατελούς καύσης ποιημάτων [Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος]


ΥΠΟΘΕΣΗ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΤΕΛΟΥΣ ΚΑΥΣΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Αν είναι να κρύβει τη γύμνια του το ποίημα
σ' ένα "ασκαρδαμυκτί"
ή να δημοπρατείται η αξία του 
σ' ένα "βουστροφηδόν"
ακόμα και να βαυκαλίζεται
σε εναγκαλισμούς με "λόχμες"
τότε
απ' την ασχήμια της γυμνότητάς του
θα προτιμήσω
την ένδοξη και ειλικρινή ατέλειά του.

28 Ιουνίου 2015

Πώς είναι δυνατόν κάτι να κράτησες ... [Ντέμης Κωνσταντινίδης]



Πώς είναι δυνατόν κάτι να κράτησες
Από τους γερανούς στο ακρολίμανο
Όπως σκυφτοί τ' απομεσήμερο
Εξαϋλώνονταν στο φως;


Από την ποιητική του συλλογή: “Η ασφαλής ομήγυρη

27 Ιουνίου 2015

Το τραγούδι της ομπρέλας.







































[Λ. Μεσογείων, 26.06.2015 12.54]


Το τραγούδι της ομπρέλας.

Είχαμε rock καταβολές
και δυο γραμματικές
και το θρήνο ολοτρόγυρα π’ ακούμε
μ’ άναρθρες κραυγές θα σας τον πούμε
 
Είχαμε rock καταβολές
και δυο γραμματικές
και τη νομικιστικιά σας την ομπρέλα
σκουπίδια μας και τρέλα

Είχαμε rock καταβολές
και ούτε δύο μάθαμε γραμματικές
και θα σπαστούνε άτεχνα
των λόγων σας τα κάτεργα

(26.06.2015)

26 Ιουνίου 2015

Στου ορίζοντα την παραμυθία προτού [Ελένη Κοφτερού]



Στου ορίζοντα την παραμυθία προτού.

Σ' αυτή τη θάλασσα 
που αναπαύονται οι μύθοι
σαν ξοφλημένα ορυχεία κοραλλιών 
οι γλάροι προσπερνούν 
των βράχων τη μουσκεμένη λήθη.
Βουτούν προσηλωμένοι 
στον σκοπό τους 
λούζονται στα μελτέμια μ' επιμέλεια 
κι έπειτα αναζητούν τροφή 
και λίγη αγάπη.

Καμιά φορά αναζητούν 
και κάποιον Ιωνάθαν 
μα αυτός δεν βρίσκεται εύκολα
είναι ρευστή παραμυθία
που φτεροκοπά 
πνίγεται κάθε απόβραδο
χρυσίζουσα και μεγαλοπρεπής.

25 Ιουνίου 2015

Barbarie?


Μονοτονία [Κωνσταντίνος Καβάφης]

Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας αφήνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.

Πηγή: greek-language.gr/Resources



Μονοτονία

Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.

Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Aυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει. 

Πηγή: kavafis.gr



Από τις δύο αποδόσεις στο μονοτονικό προτιμώ την πρώτη όχι τόσο για τη συνολική συνέπεια με τη νέα γραμματική, αλλά για τον τόνο στο "μάς", στον τέταρτο στίχο της πρώτης στροφής, διότι αποδίδει και ξεκαθαρίζει, σωστότερα το νόημα.

24 Ιουνίου 2015

23 Ιουνίου 2015

Ρένα Κατσάνη - Ο Χορός του Κύκλου και της Σκόνης




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εικοστό όγδοο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", το ποίημα: "Ο Χορός του Κύκλου και της Σκόνης" της Ρένας Κατσάνη.

Ελένη Γκόρα - μαμά μου




















Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εικοστό έβδομο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", τη συλλογή κειμένων με τίτλο: "μαμά μου" της Ελένης Γκόρα.

---------------------

Μαμά μου

Το σπίτι έχει μια ρουτίνα. Υπάρχουν πάντα ρούχα για πλύσιμο, μπουγάδες για άπλωμα, μπλούζες και παντελόνια για σίδερο, φαγητά για μαγείρεμα, πιάτα, παπλώματα για τίναγμα, χαρτιά για πέταμα και πολλά πολλά άλλα. Όλη αυτή η ρουτίνα δεν με παρέσερνε για πολύ καιρό. Η αλήθεια είναι ότι είχα βολευτεί εκεί που ήμουν. Πέρασαν αρκετές μέρες για να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα απ΄ όλα αυτά. Βασικά δεν θα το συνειδητοποιούσα, αν δεν μου το υπενθύμιζε. “Έλεν, ζεις και συ εδώ, το ξέχασες;” “Βάζω τα δυνατά μου για να το ξεχάσω”, θα 'θελα να απαντήσω, αλλά σκέφτηκα ότι δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα. Και προτίμησα να πω αυτό:
Μαμά μου...
Και αυτή θα ήταν μία πολύ καλή απάντηση, αν ήθελα να χρησιμοποιήσω την επιλογή της βοήθειας της μαμάς, αλλά μόλις την είχα εξαντλήσει. Όταν δέ, είδα τα γυαλιά της να 'χουν γλιστρήσει ως κάτω στα ρουθούνια και να με κοιτάει, τρόμαξα και είπα ξανά:
 “Μαμά μου!”
    Και μετά έπιασα τον εαυτό μου να ‘χει τύψεις για την τεμπελιά μου. Έτσι προσπάθησα να κάνω και γω τίποτα, αλλά όλo και κάτι δεν έκανα καλά. Και ίσως αυτό  είναι το χειρότερο. Που δεν τα κάνω τόσο καλά σαν τη μάμα μου.
 Μαμά μου;

22 Ιουνίου 2015

Άκου περιστέρι μου:







































(η φωτογραφία τραβήχτηκε την 20η Ιουνίου 2015 14.51)

Άκου περιστέρι μου: Τα κωλόπαιδα είναι, που τρέχανε τις Pacman εφαρμογές και χουφτώνανε Barbie φεγγαροκουκλίτσες, και τα απρόσωπα ταγιέρ που τώρα, με κάνα δυο master και διδακτορικό στα οικονομικά, τρέχουνε στα tablets, στα μεγαλόπρεπη στο Heysel τα γυάλινα σφαγεία, εφαρμογές που μετράνε για φαΐ το μισό κοτόπουλο σ’ αυτούς που δεν το τρώνε.

21 Ιουνίου 2015

20 Ιουνίου 2015

Άνθος κόκκινο [Φωτεινή Βασιλοπούλου]


Άνθος κόκκινο
Στον κέδρο αφημένο.
Της νύχτας φιλί.

Μαρίκα Νίνου [Απόστολος Θηβαίος]



Μαρίκα Νίνου (θεατρικός μονόλογος για τη ζωή της) [Απόστολος Θηβαίος]
Θεατροποιημένη, σε μορφή μονολόγου σύντομη αναφορά στο πρόσωπο της μεγάλης τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, ελληνικού τραγουδιού.


«Η Μαρίκα Νίνου, δίχως να το ξέρει, 
με το μαχαίρι της φωνής της, 
χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα
 των θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής.»
Μάνος Χατζιδάκις

(Η Μαρίκα Νίνου, μιλά για τη ζωή της σε ένα φανταστικό πρόσωπο. Η συζήτηση εξελίσσεται κατά τη διάρκεια μιας νύχτας. Στέκει στο τραπέζι του κέντρου, «Τζίμης ο Χονδρός», όπου και μεγαλούργησε μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Καπνίζει και κοιτά το πάλκο. Γύρω της περνούν άνθρωποι, άντρες κυρίως που τη χαιρετούν. Η Μαρίκα μιλά.)
(τυχαίες φωνές αντρών, θαμώνων.)
Γεια σου Αρμένισσα! Γεια σου Μαρίκα! Όμορφη Βαγγελιώ μου!
(η γυναίκα χαμογελά και με κόπο, ανταποδίδει πάντα τις φιλοφρονήσεις. Χαιρετά, μα στο βλέμμα της έχει τη θλίψη εκείνου που γνωρίζει πως πρόκειται να τελειώσει. Κοιτά το φανταστικό πρόσωπο που της ζητά τη συνέντευξη. Μιλά.)
-ΜΑΡΙΚΑ: (είναι χαμηλωμένο το βλέμμα της. Βαμμένη, περιποιημένη καθώς είναι, προσπαθεί να κρύψει την κουρασμένη και άρρωστη όψη της.)
Χαλάσανε τα μαγαζιά πια. Οι άνθρωποι χαλάσανε. Δεν αγαπιώνται, πώς να το πω και είναι πάλι που λησμονούν κάθε που λυπούνται και έτσι μεγαλώνουν άχαρα. Παλιά, όταν ήμουν όμορφη και νέα, ήμουν έτσι μωρέ, μην κοιτάς τώρα που είμαι άρρωστη και δεν τραγουδώ, έτσι άδεια που είμαι, δεν τραγουδώ, παλιά λοιπόν…
(καπνίζει. Σιωπά για λίγο. Σκέφτεται, το βλέμμα της απλανές.)
Οι άνθρωποι ήσαν ερωτευμένοι παιδί μου. Αγάπαγαν πολύ, ανελέητα, έγδερνε η αγάπη τους το στόμα, από μέσα, να πονάει, από μέσα, κατάλαβες; Την πληγή την έτρεφε από μέσα ο καημός και τον κόσμο τον μετρούσαν με σιωπές. Τώρα, σουξέ του σαββατόβραδου, όλες οι γκόμενες πάνω στις πίστες, έξω τα σώματα και έπειτα, όταν η αυγή ξεβάφει στρας και πούδρες, είναι η αγάπη, πώς να το πω…
(γελά δυνατά.
Ποτέ δεν ήμουν καλή στα λόγια! Εγώ μονάχα κοιτούσα, έκανα τα νάζια μου και διαλύονταν συντάγματα και εμπροσθοφυλακές, απλώνοντας στα πόδια μου χρυσάφια, καρδιές και τιμαλφή, όχι σαν τώρα που είναι οι γυναίκες θράκες σβησμένες και δεν χορταίνεται ο έρωτας… Τέλος πάντων, και έτσι να το γράψεις, την αυγή σκορπάνε κάτι παράξενα πουλιά, απρόσμενα, τρομάζουν και τινάζονται από το φως ανάμεσα στις κλάρες και έτσι ξεφτάει η αγάπη. Τι να τις κάνει τις παγιέτες η αγάπη, μάτια μου, η αγάπη τα φορέματα τα βγάνει και κάνει έρωτες και σφάζεται μες στα σπίτια και τελειώνει πάντα με εκφράσεις τραχιές. Ε, του λόγου μου τέτοιες αγάπες ετόλμησα και με αρρώστησαν κιόλα μα τα τραγούδια μου τα είπα έτσι εξαιτίας αυτού, δηλαδή της αγάπης που ήταν καθαρή, ψηλή και ακέραια αγάπη, για το τραγούδι, για τα αρμένικα αγόρια. 
(χαμογελά από ντροπή, όπως τα νεαρά κορίτσια.
Τη μάνα μου τη λάτρεψα και τη σεβάστηκα γιατί με ξεγέννησε μες στο βαπόρι, τη Βαγγελίστρια, και με βάφτισε ο καπετάνιος του λόγου μου και με τέτοιο λάδι δεν υπάρχει λιμάνι για μένα, λιμάνι ανθρώπινο να πούμε… Μας ρήμαξαν τα βάσανα και οι πείνες και τον πατέρα μου τον έκαναν πέρα. Μια ζωή βαλμένα τα σύρματα και οι φράχτες, εσύ να είσαι ετούτο, εγώ εκείνο, φωτιές ανάμεσά μας, φωτιές, άχρηστες πυρκαγιές, μωρέ παιδί μου, – επέτρεψέ μου να σε λέω έτσι, όπως τον ακριβό μου-, ταυτότητες δεν κρατεί κανείς στα δόντια, δεν τον ρωτούν όταν περνά από το μεγάλο δρόμο, εκεί είναι όλα κλειστά, δεν έχει τραγούδια, αγάπες δεν έχει, όλο βάλτους και φωλιές. 
(τινάζεται, σαν να θυμάται κάτι αξιόλογο.) 
Είχα διαβάσει κάπου, μια αράδα, μπορεί κιόλα να μου το είχε πει και κανείς εραστής ή θαμώνας
(γελά),
μες στις φωλιές, λέει, άκου μωρέ τι όμορφα πράματα έχουν ειπωθεί, μες στις φωλιές, κρατιέται εκείνο το κορίτσι, η Περσεφόνη που λένε, και όλο τη γυρεύει η μανούλα της. 
(δακρύζει, κρατιέται με δυσκολία πριν ξεσπάσει.
Οι μανάδες, εκείνες γνωρίζουν τη σοφία του καημού, για τέτοιες γυναίκες, χωμάτινες να πούμε τραγούδησα, για όλους τους ανθρώπους που έχουν κρατηθεί από τη γη στις μεγάλες θλίψεις. Θαρρείς νοιάστηκε για μένα ή για εκείνο το παιδί ο άντρας μου ο πρώτος;
(γελά δυνατά, όλο πίκρα.) 
Εκείνος έφυγε παιδάκι μου, πήγε λέει τότε που διώχνανε τους Αρμένιους, πήγε πάλι πίσω, έφυγε, με παράτησε με ένα παιδί, το πήρε απόφαση να ναι μπάσταρδο, το άφησε, μα να ναι καλά εκεί που είναι γιατί αγαπηθήκαμε και ο έρωτας στην πρώτη νιότη είναι άνοιξη, ανοιγμένα μπουμπούκια, ο έρωτας εκείνος να πούμε είναι η μεγάλη μνήμη που μας κρατεί και μας θρέφει ή μας γονατίζει, σαν τις μπόρες, παιδί μου. 
ο βλέμμα της σκοτεινιάζει. Σιωπά για λίγο, κρατεί το στήθος της, δείχνει να πονά.) 
Μετά η αγάπη βαθαίνει, γίνεται στέρνα, κάτω σε μεγάλα βάθη, όπως στις θάλασσες, κόκαλα, καρδιές και τα λοιπά απομεινάρια, ότι μένει από το δόσιμο, να σταματάς να κάνεις το σταυρό σου, σωστά μνημεία, όχι σαν τα εθνικά και δώστου, αλλά μνημεία, ανδριάντες, περίφημες κατασκευές για την εξάντληση. Όσο εξαντλείσαι, όσο ξοδεύεσαι, βαθαίνει η μοναξιά σου, βαθαίνει πολύ και εκεί πνίγεσαι, ξέρεις μωρέ τι σημαίνει πνιγμός, τι σημαίνει να κρατιέσαι από τους τοίχους της κάμαρης, να ποντάρεις σε βρώμικα άλογα, να τραγουδάς και να ξεσκίζεσαι μέσα σου και να παριστάνεις πως είσαι όμορφη και όλη από μέσα, σκληρός Γενάρης, χειμώνας, γωνιές σκοτεινιές, ούτε ένα ξύλο να κρατήσει το φως, ούτε ένα χέρι να σε βαστήξει. 
(ανασηκώνεται στη θέση της. Καπνίζει ασταμάτητα, κοιτά γύρω σαν εκείνους που έχουν μόλις φανεί από ένα μεγάλο ταξίδι και πασχίζουν να θυμηθούν ένα μέρος ή ένα όνομα ή κάτι τέλος πάντων σημαντικό και παλιό. Χαμογελά τρυφερά, σαν να συνέρχεται από τις σκέψεις της.
Μου άρεσε που με ζηλεύανε και λέγανε να πούμε, «κοίτα την, για αυτήνα γράφει ο Τσιτσάνης» και όλο το ξέφωτο γιομάτο οχιέντρες, να σε τρώει ο λόγος του, η κακιά τους η κουβέντα. Μα εμένα μου άρεσε που με ζηλεύανε και άμα τραγούδαγα, μέσα τους δικαιωνόταν τούτος ο φθόνος και με χαζεύανε, όπως τις μεγάλες καλλιτέχνιδες στις πόλεις της Ευρώπης και της Αμέρικας. Ε, ρε νάζι και σκέρτσο και γινόμουν νερό, λένε οι κινήσεις μου κάτι το άλλο, το ξένο, το μοναδικό και ήμουν, που λένε το πιο αγαπημένο μεσημέρι, το πιο γλυκό και έπεφταν όλα τα αστέρια και έλαμπα και τραγούδαγα και ο Βασίλης μου, -δεν κακιώνω μωρέ εγώ με τον Βασίλη, έτσι είναι οι αγάπες, έτσι είναι, τι τάχα νομίζεις παιδάκι μου πως κρατούν αιώνια, σαν τις θρησκείες και τους θεούς και τα βουνά; Τελειώνουν οι αγάπες, όπως τα τραγούδια, όπως ακριβώς τα τραγούδια.
(επαναλαμβάνει την τελευταία φράση με διακεκομμένο τρόπο, σαν να τη διδάσκει.
Αχ, πόσο τον έκανα κέφι όταν ήμουν καλά και μου γέλαγε και έσπαγαν οι χορδές και κρατιούνταν όλοι οι ανθρώποι από τα τέλια και ανεβαίναμε παραπάνω, και άλλος ουρανός και άλλες ανάσες και έλαμπε ο τόπος, το αίσθημα αποκτούσε όψη ανθρωπινή και παλλόταν, όπως εκείνοι που ηδονίζονται μες στα δωμάτια…
(χτυπά το χέρι της στο τραπέζι. Τεντώνεται και μιλά με αποφασιστικότητα.)
Γυναίκα δίχως έρωτα, μποστάνι με αγίνωτο καρπό, έτσι λέω εγώ και ας τα αφήσουν τώρα ετούτα τα καινούρια και ας γίνουν τα κορίτσια μας Κλεοπάτρες με αργυρά μάτια και χρυσά χέρια, θεές και όλα τα αρσενικά, οι πόθοι όλοι ανάσες βαριές στα πόδια τους μπροστά. Μωρέ η γυναίκα δεν τελειώνει και δεν νικιέται, δεν νικιέται. Τόσα τραγούδια, για τα κορίτσια που γράφτηκαν τίποτε δεν μας διδάξανε, όλο ακαδημαϊσμούς και το σώμα, δίψα κακιά…
 Μαρίκα σηκώνεται αργά, περπατά προς το πάλκο, χάνεται στα πίσω δωμάτια του μαγαζιού, καθώς αποχωρεί κρατιέται από τις καρέκλες, ακούγεται που σιγοτραγουδά, μένει μόνο η σκιά της που μεγαλώνει, χάνεται και εκείνη. Το φανταστικό πρόσωπο που της παίρνει τη συνέντευξη κοιτάζει παλιές φωτογραφίες σε λευκώματα, διαβάζει στίχους τραγουδιών, στον τοίχο πίσω του μια μεγάλη, ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη μορφή της Μαρίκας Νίνου. Ακούγονται τραγούδια με τη φωνή της, μεμονωμένοι στίχοι της, όλη η ζωή της μες στις φωτογραφίες και τις επιστολές που ξεφυλλίζει ο άντρας. Έπειτα από λίγο η Μαρίκα επιστρέφει. Κάθεται στη θέση της, δεν μιλά, κοιτά την ασπρόμαυρη φωτογραφία, γελά, το πρόσωπό της συσπάται από μια φανερή συγκίνηση. Σιωπά. Επαναλαμβάνει στίχους τραγουδιών, τραγουδά χαμηλόφωνα με τα μάτια κλειστά, σαν παραδομένη. Ανοίγει τα μάτια, μοιάζει ήρεμη, μιλά με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στο πρόσωπό της.
Δεν είχα ποτέ πατρίδα εγώ. Μόνο κάτι φαντασίες, ειπωμένες από τη μάνα μου για τα σπίτια και τις αυλές και τα χρώματα, τι να σου κάνουν όλα τούτα, πώς να αγαπάς, ας πούμε, ένα σώμα δίχως να το αγγίζεις, δίχως να το ερωτεύεσαι. Μπογιές και χαμόγελα και μια συγκρατημένη ηδυπάθεια, ένας ερωτισμός τέλος πάντων, μια πηγή παλιά. Για αυτό με αγαπούσαν οι άντρες και ο Μανώλης και ο Στέλλιος μου, με αγαπούσαν για τούτο. Που ήμουν μια όμορφη υπόσχεση, κάτι σαν πατρίδα μακρινό και αγαπημένο και οι άντρες ξέρεις, λατρεύουν τις πατρίδες τους και τα μέρη που έζησαν τα παιδικά χρόνια, τα πονάνε τα μέρη αυτά, άμα τους προσβάλλεις τούτη την αρχή πέφτουν και σε τρώνε. Δύσκολο πράμα η προσφυγιά, να έχεις έναν τόπο, ένα σπίτι, να μην μπορείς να γυρίσεις εκεί, να μην ξέρεις πώς είναι τα βαδίσματά σου, πούθε κρατάς και πού πηγαίνεις να μην ξέρεις, να σαι μετέωρος, σαν τα πλοία στου Σκαραμαγκά που γυρεύεις να βρεις πού ακουμπάνε, έτσι ακίνητα, πού κρατιούνται, σπαρμένα όλα μέσα στη θάλασσα. Έχω κάτι όμορφα πρωινά να θυμάμαι, που περνάγαμε τα ναυπηγεία και μύριζε βενζίνα, έτοιμα ταξίδια σαν να λέμε και διαλέγαμε πλοία και φεύγαμε, χαμογελαστοί, σαν να βρήκαμε μια μεγάλη ευκαιρία να επιστρέψουμε στα σπίτια μας τα πρώτα, τις πατρίδες μας τις γονικές. Η πατρίδα μου εμένα είναι ο Οβανές μου, το παιδί μου και τα τραγούδια πάλι, είναι παρηγοριά τα τραγούδια, τρυφερό πράμα, δεν είναι λόγια, μην γελιέσαι, δεν είναι λόγια, είναι πανιά φουσκωμένα να σε πηγαίνουνε σε πατρίδες και τόπους που πεθύμησες. Για αυτό με αγαπήσανε εμένα. Γιατί η φωνή μου εμένα είναι μια γη, μια χώρα, ένας τόπος να ακουμπούν όλοι εκείνοι που άμα σε κοιτάξουν παιδάκι μου, άμα σε δουν καλά και λαθέψεις και ανταποδώσεις σκίστηκες ίσα μέσα και αίμα πολύ, μέχρι τα μάτια, σε έπνιξαν τα αίματα, σε άρπαξαν οι θύμησες. Κανείς δεν ξεχνά μωρέ, κανείς και άμα λέει πως τον τόπο του δεν τον πονά, αγριεμένες πληγές, σαπίζουν και τον τρώνε μωρέ, τον τρώνε. Εγώ ήμουν πατρίδα, κατάλαβες; Πατρίδα, πράμα πονεμένο, έρωτας ας πούμε που δεν μαιρεύει και δεν σβήνει. Δεν σβήνει, η Μαρίκα είναι πατρίδα και έτσι αγαπιέται. 
τυπά το χέρι της πάνω στο τραπέζι, επαναλαμβάνει τα λόγια της, αργά, να εμπεδωθούν. Σιωπά και γνέφει με το πρόσωπό της, εγκαταλείπει την οριακή θέση του σώματός της, μοιάζει να βουρκώνει.)
Πατρίδα, όχι παίξε γέλασε, πατρίδα, πράμα ιερό, ιδέα, ανάγκη μωρέ,-έτσι τα ορίζω εγώ τα πράματα-, ανάγκη που πάει να πει να σε πονάει η απουσία και να ονειρεύεσαι. Τα τραγούδια, όνειρα και αυτά, τι νόμιζες; 
(γελά δυνατά, με μια διακριτική πονηρία, σαν να αισθάνεται την επιβεβαιωτική κατάφαση του προσώπου απέναντί της. Συνεχίζει. Ανάβει ένα τσιγάρο, μιλά.) 
Εμένα μου αρέσει να τραγουδώ, τ΄ ακούς; Δεν μου αρέσει μήτε η σιωπή, ούτε τα νούμερα τα ζογκλερικά μου αρέσουν. Δεν με νοιάζει τίποτε άλλο. Μόνο να τραγουδώ θέλω εγώ, να έρχονται οι άντρες να μεθούν και να με κοιτούν ίσια στα μάτια σαν να είναι ερωτευμένοι.  Αχ, πώς μου αρέσει να νιώθω τους άντρες να με αγαπάνε, να με κοιτούν με στοργή και θαυμασμό, έτσι ακουμπισμένοι στον αγκώνα τους, σαν κρεμασμένοι, κατάκοποι θεοί. Αν δεν ήμουν τόσο άρρωστη, αν δεν με κατάτρεχε το χτικιό, να τώρα, θα έβαζα τα γέλια και με ότι απομένει από το χαμόγελο θα σου έλεγα ένα τραγουδάκι, τη «Ζαΐρα» ή  εκείνο για τη Στέλλα, που την έσφαξαν επειδή ήθελε να είναι ελεύθερη. Η Στέλλα μου μοιάζει ξέρεις. Μόνο που εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω έτσι ωραία και νέα
(η όψη της σοβαρεύει, μοιάζει λυπημένη), εγώ θα πεθάνω άρρωστη, κιτρινισμένη, τα μάτια μου, σαν λάδι ακίνητα θα μετρούν εκείνα που έζησα, θα τα μετρούν ίσαμε να αδειάσουν και να ξερνιέται από εκεί η ζωή, σαν φως και σαν λύπη. Εκείνοι που πρόκειται να πεθάνουν, λένε, νιώθουν μια λύπη αληθινή, σαν εκείνη που ονειρεύονται όσοι θα γράψουν ένα τραγούδι ή ένα ρυθμό καινούριο, ένα ρυθμό σαν άνθρωπο, έναν ρυθμό σαν…
(βρίσκει το κουράγιο της, το κέφι της προς στιγμήν.)
Σε κούρασα με την αγάπη μου, έτσι δεν είναι; Σε έκανα και έγειρες εμπρός μου και όταν αντικρίζω τους ανθρώπους νικημένους δεν θέλω να τραγουδώ, θέλω μονάχα να τους κρατήσω αγκαλιά, να μου πουν, να αποκαλύψουν ότι τους κυνήγησε, ότι τους κατέφαγε τα μάτια, έτσι απρόσμενα, ξεκινώντας πάντα από έξω προς τα μέσα, μέχρι να φαγωθεί η ψυχή και να σταθούν ακίνητα όλα τα χέρια και όλες οι μέρες. Εγώ είμαι Αρμένισσα. Εγώ κουβαλάω τη σφαγή μέσα μου, εγώ έπρεπε να έχω γίνει ένα σφάγιο όπως ο λαός μου, όπως ο τόπος μου. Γεννημένη στην Πόλη, εγώ ξέρω πόσο όμορφος είναι εκείνος ο κόσμος, πόσο μεγαλόπρεπος είναι εκείνος ο κόσμος, που είναι τώρα ταπεινός, ένας κόσμος που χαμήλωσε βαθιά, ο κόσμος χαμηλώνει πάντα, κάποτε χαμηλώνουμε και εμείς οι άνθρωποι, τείνουνε προς τη γη και προς το χώμα, κοιτούμε βαθιά μες στο χώμα τα αδιόρατα αγάλματα, κοιτούμε βαθιά μες στο χώμα, τα άγνωστα νερά κοιτούμε βαθιά μες στο χώμα τον εαυτό μας. Να με λες Μαρίκα, αν το θες, εμένα δεν με πειράζει που είναι το όνομά μου γέρικο, εγώ το αγαπώ το όνομα τούτο. Άνηκε σε μια μεγάλη ηθοποιό και εγώ, να το γράψεις τούτο, εγώ τις αρτίστες τις αγαπώ, με εντυπωσιάζουν που φορούν κάθε βράδυ άλλα ρούχα και είναι άλλες γυναίκες, άνθρωποι άλλοι. Ήθελα και εγώ να είμαι ένας άλλος άνθρωπος, να μην πέθαινα καθώς τώρα που μιλούμε. 
(χώνει τα δάχτυλά της με απόγνωση μες στα μαλλιά της.
«Η Μαρίκα πέθανε» θα πούνε και θα έρθει κόσμος από την Κοκκινιά και από εκείνα τα μέρη, γιατί εκεί έκανα έρωτα πρώτη φορά και εκεί οι άνθρωποι αγαπούν και δεν λησμονούν. Θα έρθει και ο Βασίλης μου, με το λιγνό του σώμα θα έρθει με μια ηλεκτρισμένη φωνή να με πάει αγκαλιά, να με μάθει λέει πώς τραγουδούν και πως πατούν πάνω στα μπράτσα για να φτάσουν ψηλά πάνω στον ουρανό. Κοίτα να μην γράψεις το όνομά μου αλλιώτικα, κοίτα να μην κάμεις κανένα λάθος και το όνομά μου δεν μοιάζει αρμένικο, τη ρίζα μου εγώ την τιμώ, όχι τώρα που πρόκειται να φύγω να παριστάνω πως δεν κατείχα τίποτε από μένα και να πιστέψει κανείς πως η ζωή χωρίζει σε τούτη που ζούμε τώρα και σε μια άλλη που δεν την ξέρουμε πια, γιατί έχει παλιώσει και τέλος πάντων, μην κάμεις κάποιο λάθος και γράψεις το όνομά μου αλλιώτικα. Ευαγγελία Αταμιάν, γεννηθείσα εις Κωνσταντινούπολη, εν έτη 1918. Αταμιάν. Μην ακούς που εμείς οι γυναίκες του τραγουδιού αλλάζουμε καμιά φορά τα ονόματά μας, για να λησμονούμε τον κόπο που ήρθαμε στη ζωή. Αταμιάν, λοιπόν. Και έψελνα, πώς έψελνα έτσι όμορφα μες στις εκκλησίες   και έκλαιγαν οι γυναίκες και οι άντρες και εγώ ήξερα πως πιο όμορφα από όλα, εγώ μπορώ να τραγουδώ τον έρωτα και την πίκρα και την απογοήτευση. Πράγματα ψυχικά, δηλαδή.
Να με συγχωρείς αν καμιά φορά μιλώ για μένα κάπως περισσότερο. Είναι μωρέ που πεθαίνω και δεν είναι που δεν είδα μέρη και δεν με αγάπησαν, απλά να, με πειράζει που πεθαίνω, που θα πουν η Μαρίκα «τέλειωσε» και θα με αφήσουν μες στο κρύο. Να για τούτα εγώ θα πάω να τραγουδήσω, μια ακόμα φορά, αφήστε με να τραγουδήσω ακόμη μια φορά, να το φχαριστηθώ που θα γελούν και οι άντρες θα με κοιτούν. Να πληρώσω το σπίτι μου, να μην χρωστώ σε άλλο, μόνο στο θάνατο να χρωστώ, να μην έχω γραμμάτια και οφειλές, τώρα που θα φύγω και θα πουν πως ήμουν σκάρτη και θα τα γυρέψουν από του παιδιού μου τον καημό.  Αχ Οβανέ μου, αχ παιδάκι μου, μικρό μου, πώς να σου πω που η μάνα σου σκόρπισε και έγινε χώμα, άρρωστο και δεν θα γελά πια να την αγαπούν οι μέρες και τα μεσημέρια, να την πονούν και να την ζητούν σαν πιουν οι άντρες και γυρέψουν μια φωλιά και χέρια ερωτικά. Το παιδάκι μου, ο Οβανές μου… Αρρώστησα, ντροπιάστηκα σαν γυναίκα, σκάρτη μωρέ, πώς να στο πω, όταν μια γυναίκα αρρωσταίνει εκεί, τότε νιώθει άδεια, σκόρπια, άχρηστο υλικό που λένε. Και πού δεν πήγα να με κοιτάξουνε, μέχρι στην Αμερική έφτασε η χάρη μου, αμέ! Δίχως αντίκρισμα που λένε. Ψεύτικες ελπίδες και στερνά χαμόγελα, ζωντανών και όλο μια εξέταση και ένα «κάνε κουράγιο» και εσύ να ξέρεις πως πάει, πέθανες από δαύτο και είσαι νέα, πολύ και θες να ζήσεις, καταλαβαίνεις τι είναι τούτο που σου λέω, τι είναι τούτο το «θέλω να ζήσω», πώς βγαίνει από το στόμα σου, κραυγή και ουρλιαχτό εφιαλτικό από το στόμα σου. Και εσύ όλο χώματα στο στόμα, να μην βγαίνει φωνή, να μην ακούγεται φωνή, να θες να σκοτωθείς και να μην έχεις ούτε το κουράγιο και να γυρνούν οι εποχές, να αλλάζουν, να λες «ήθελα να αγαπηθώ ξανά» και να ξεσπάς σε λυγμούς μες στα αμερικάνικα ξενοδοχεία και να γυρνάς πίσω. «Νικήθηκε η Μαρίκα», «σκοτώθηκε», «την έφαγε η παλιοαρρώστια» και να θέλεις να κρατηθείς από ένα ψέμα και οι άνθρωποι να μην μπορούν να σου πουν. Με τα μάτια μιλούν, ούτε στόματα, ούτε τίποτα. Ότι λεν τα μάτια είναι μια αρχή, μια υπόθεση βέβαιη και μην γυρεύεις λέξεις. Τα υποψιάζεσαι κάτι τέτοια, όπως ο θάνατος, τα ψυχανεμίζεσαι που λένε και μπορείς μονάχα να περιμένεις.
(ξεσπά σε λυγμούς.) 
Και να θυμάσαι, μπορείς και το ένα να πονά πιο πολύ από το άλλο, η πεθυμιά από την ανάγκη και όλες να κοιτούν στον ίδιο ορίζοντα γιατί είναι το ίδιο πράμα, είναι ένα πράμα, είναι μοίρα γραμμένη και εσύ που θες να την αλλάξεις δεν το μπορείς και πάει, τέλειωσες, έτσι αντρίκια, μόνο αυτό μπορείς να ξεστομίσεις.
κουπίζει τα μάτια της. Χαμογελά και ανασυντάσσεται. Γελά δυνατά. Πλησιάζει τον άντρα. Μιλά.)
Μωρέ φοβήθηκες πως μπορεί η Μαρίκα να πεθάνει; 
(συνεχίζει να γελά.)
Θα πάω να τραγουδήσω, λοιπόν. Και να δεις που άμα πεθάνω θα βγαίνουν από το στόμα μου αηδόνια και μαύρες μνήμες, σκληρές. Να δεις που κλείνω τα μάτια και είναι γύρω μου λόφοι επτά και δεν μου μιλά κανείς, γιατί είμαι άλλη τώρα που αρρώστησα, είμαι άλλη, η Μαρίκα πέθανε μωρέ, δεν έμεινε τίποτα από τη Μαρίκα, μόνο τα αηδόνια. Πώς μου αρέσει των ανθρώπων η θέρμη που μοιάζει με καλοκαίρι, ακούς!, με καλοκαίρι…
 γυναίκα κατευθύνεται προς το πάλκο. Περπατά με δυσκολία λόγω της αρρώστιας της. Μα είναι περήφανη και πρέπει κανείς να προσέξει για να καταλάβει πως είναι βαριά άρρωστη.)
«Μωρέ παιδιά, για σταθείτε να πω και εγώ ένα τραγουδάκι…»
(η Μαρίκα λιποθυμά και πεθαίνει. Είναι 23 Φεβρουαρίου του 1956.)

19 Ιουνίου 2015

Σε ήλιο σαν κάθετο.





[Λόφος αγίου Ιωάννη του κυνηγού, 14.06.2015 10.01] 

Ας υποθέσουμε – εξάλλου σε τέτοια θέματα μόνον οι καταδικασμένες να μην καταδειχτούν υποθέσεις μάς μείνανε – πως εκεί που είχε ή δεν είχε βηματίσει κάποιος άγιος Ιωάννης κυνηγός ενώ δεν θα είχε ο νεοέλληνας πατήσει όταν εμείς κυνηγοί χρωματογράφοι, του απ’ το δειλινό προς το σούρουπο περάσματος, θα είχαμε στο προσεγμένο και καθάριο μονοπάτι ανηφορήσει για το παγκάκι που θα μας περίμενε.

18 Ιουνίου 2015

Φωτογραφία [Ντέμης Κωνσταντινίδης]


Φωτογραφία

Σακάτης σκύλος
Με όσες δυνάμεις του απέμειναν
Μπρος σε βιτρίνα σουπερμάρκετ
Γαβγίζει στ' αυτοκίνητα.
Τα σάλια του τρέχουν
Το κουρασμένο στόμα του
Φέρνει ήχους απ' τον πάτο
Της αβύσσου.


16 Ιουνίου 2015

Ενας πίνακας... δυο ιστορίες

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εικοστό έκτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", με τίτλο: "Ένας πίνακας... δυο ιστορίες".

15 Ιουνίου 2015

14 Ιουνίου 2015

Αμοραλισμός







































[Λιμάνι Κορίνθου, 09.06.2015 13.35]

Στο ζευγάρι, κόκκινο και πράσινο, των φάρων του λιμανιού, πίσω απ’ τα σπασμένα τους τα τζάμια, να διευκολύνεται το ανθρώπινο φως από τη σκόνη, τα πουλιά διαλείπουνε τη μέρα μα λείπουνε τη νύχτα. Τα πουλιά! Τα πουλιά  πετούν καλύτερα στον υπεριώδη κόσμο και τι νοιάζονται για τα χρώματα;


13 Ιουνίου 2015

Μακρά τουριστική περίοδος [Απόστολος Θηβαίος]


Μακρά τουριστική περίοδος.


Καλώς ήλθες ξένε. Στην κεντρική πλατεία μπορείς να δεις εκείνη την παζολινική Παναγία, σε στυλ αφίσας λαϊκής που μετέβαλε για πάντα την έννοια της θρησκείας. Πολύχρωμοι λαμπτήρες στην κορνίζα της και υφάσματα λεπτά όλων των αποχρώσεων τη διακοσμούν.
 Πρωτόγνωρα αισθήματα, πίστεψέ με, θα καλλιεργηθούν, μυστήρια ολόκληρα θ΄ αποκαλυφθούν καθώς οι εποχές, η μια μετά την άλλη θα περνούν σε στυλ σινεμασκόπ στην επαρχιώτικη εκδοχή του δράματος.
Εμείς που γιορτάζουμε την πίκρα μας με κάθε ευκαιρία σε υποδεχόμαστε απόλυτα ευτυχισμένοι αγαπητέ ξένε. Με πλήρη συνείδηση του μεγαλείου μας και μόνον προς τέρψην σου οι χορευτές μας μ΄ ένα μας παράγγελμα, θα  διαγράψουν ωραίες και επιβλητικές τροχιές.
Στέκουμε στις ψάθινες καρέκλες. Καπνίζουμε σκεπτικοί και κάθε τόσο τινάζουμε τις ατομικές σημαίες μας στον ουρανό σαν από κάποιο παράγγελμα. Για χάρη σου ξένε, για χάρη σου.
 Ορίστε της ζωής μας η ιστορία. Η εποχή μας από κιμωλία και τα δίχως πρόσωπα που μας συνοψίζουν στη μεγάλη νωπογραφία αυτής της πόλης.Η φλέβα μας χτυπά μες στα παλιά υδραγωγεία, την Ελευσίνα, στα βάθη επτά θαμμένων ρυθμών.
Μα σας παρακαλώ, θαυμάστε τα γκρουπ των έφηβων χορευτών σ΄ αυτήν την ιεροτέρα παρέλαση όλων των αιώνων. Μην παρασύρεστε πέραν αυτής ακριβώς της επιφάνειας. Εδώ τα νερά βαθαίνουν ξαφνικά, δίχως ν΄ αφήνουν καμιά ευκαιρία για σωτηρία. Ο τραγουδιστής στην εξέδρα, -κοιτάξτε-, δίνει τον εαυτό του. Χορεύουν σκιές και αγέννητα αγάλματα στον κάθετο πάντα ήλιο. Ξημερώνουν μέρες καλύτερες, αναγράφει στο πανώ της πλατείας και σαν τους πολύ ερωτευμένους ξοδεύουμε τις ζωές μας μεθυσμένοι από ελπίδα, επιστρέφοντας σ΄ αναμμένες σχεδίες με τις καρδιές στα χέρια.
Η τέντα εν τω μεταξύ στην πλατεία τινάζεται και εμείς μεμιάς, εξόριστοι και ωραίοι αναχωρούμε στο μέλλον. Στις λάσπες το ταμπλώ με την Παναγία, νεκρά τα παιδιά μας, ετοιμόρροπα επιτέλους τ΄ αγάλματα. Εμείς να βγάζουμε ξέφρενες φωτογραφίες βυθισμένοι στη μοναξιά μας με μια υποψία τρομερή για το τέλος μας. Και όλ΄ αυτά για χάρη σου ξένε, για χάρη σου.




12 Ιουνίου 2015

Σκόρπιες …αναμνήσεις του B.B. King [Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης]



Σκόρπιες  …αναμνήσεις του B.B. King 
(16 Σεπτεμβρίου 1925-14 Μαΐου 2015)

    Στο ερώτημα πως άρχισαν τα μπλουζ, ο θρυλικός B.B. King πιστεύει ότι στην πραγματικότητα άρχισαν κατά την περίοδο της δουλείας, όταν οι λευκοί πωλούσαν και αγόραζαν τους μαύρους κατά το δοκούν, με φυσικό επακόλουθο τον αναπόφευκτο χωρισμό των οικογενειών τους και την επακόλουθη δημιουργία ζωτικής φύσεως προβλημάτων. Πολλά από τα πρωτόγονα τραγούδια τους φιλοξενούσαν συνθήματα για να προειδοποιήσουν τους άλλους ανθρώπους στον τομέα τους ότι πλησίαζε το αφεντικό ή όταν κάτι άλλο σοβαρό συνέβαινε εκεί ή στα πέριξ. Κάποια από αυτά βεβαίως οι μαύροι τα είχαν ακούσει, όταν ήταν παιδιά, από τη γιαγιά ή η μητέρα τους να  τα τραγουδούν. Ο αρχαιότερος ήχος των μπλουζ, όπως μπορούσε να θυμηθεί και αφηγούταν στις πάμπολλες συνεντεύξεις που έδωσε όλα εκείνα τα χρόνια, εντοπιζόταν στα χωράφια, όπου οι άνθρωποι ασχολούνταν με το μάζεμα του βαμβακιού. Συνήθως, ένας άντρας όργωνε το χωράφι με τη σκαπάνη του μπροστά από όλους τους άλλους και ο οποίος στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τραγουδούσε, χωρίς ιδιαίτερους ή συγκεκριμένους στίχους, ακριβώς αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Αρκετά συχνά, λέει, ότι συνήθως περιείχαν εκφράσεις του τύπου, ‘Oh, wake up in the mornin' 'bout the break of day’. Και τέτοια ακούσματα δονούσαν την ατμόσφαιρα σε όλους τους βάλτους και τα βαμβακοχώραφα του Μισισιπή. Τις Δευτέρες, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, στη μικρή γειτονιά του, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά να τραγουδούν, και συνήθως πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας μια φορά την κάθε εβδομάδα, κι όλα αυτά φυσικά επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουν. Το τραγούδι ήταν αυτό που τους κρατούσε σε στενή σχέση μεταξύ τους. Αυτό ήταν άλλη μια εκδήλωση του μπλουζ, κάτι σαν τις κοινωνικές επαφές στις εκκλησίες. Τους άφηνε ενήμερους επάνω σε όλα όσα συμβαίνουν και ταυτοχρόνως είχαν την  αίσθηση της βαθιάς και πραγματικής συντροφικότητας. Πολλά από τα τραγούδια που έλεγε  ο B.B. King, τα είχε ακούσει μικρός από τους μεγαλύτερους, όπως για παράδειγμα, όταν λέει πως ‘…θα πάρεις το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου. Θα συναντηθούμε ξανά κάποια στιγμή…’:

You go your way and I'll go mine.
We'll meet again . . . some old time. 
But now she's gone, and I don't worry, 
Cause I'm sittin' on top of the world.


















Η πασίγνωστη, για τους αιώνιους εραστές του μπλουζ,  Beale Street  του Μέμφις, έδρα του B.B.King για πολλά χρόνια.

   Κάθε γενιά βεβαίως κάνει τα τραγούδια να ακούγονται λίγο διαφορετικά, παίζοντας με τις μπάντες, αλλά οι ρίζες βρίσκονται ακόμα εκεί πίσω. Κι αν ασχολήθηκε με το μπλουζ, ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν ουσιαστικά το μόνο είδος μουσικής που παιζόταν εκεί γύρω  όπου έζησε μικρός και μεγάλωσε. Η οικογένειά του κι αυτός ανήκαν στην Καθαγιασμένη Εκκλησία, όπου μπορούσε κάποιος να ακούσει υπέροχες φωνές και ακόμα να τραγουδήσει. Η Καθαγιασμένη Ιερά Εκκλησία του Χριστού είναι η ονομασία μιας αίρεσης που απαντά κυρίως στις νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες. Αυξήθηκε σε μέλη σημαντικά κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του 20ου αιώνα, αφού εκείνα ταξίδεψαν σε ολόκληρη τη χώρα κηρύττοντας τα δόγματα της αγιότητας και του αγιασμού. Η εκκλησία των Βαπτιστών ήταν παρόμοια με τη δική τους, αλλά αν ήσουν εκεί, λέει, δεν σε άφηναν να φέρεις μέσα την κιθάρα σου. Έτσι δεν του άρεσε εκείνη, αν και δεν ήταν τόσο αυστηρά τα πράγματα όπως ήταν στην Καθαγιασμένη Εκκλησία. Στην τελευταία, οι κυρίες δεν θα έπρεπε να φορούν ρουζ και κραγιόν ή παρεμφερή κοσμητικά, ενώ στην εκκλησία των Βαπτιστών, επιτρέπονταν όλα που αναφέρθηκαν, αλλά όχι η κιθάρα. Εκεί μέσα στη δική του εκκλησία,  δεν τους ένοιαζε τι όργανο έπαιζες. Εάν ήσουνα σε  θέση να αγοράσεις ένα και να παίξεις τα γκόσπελ, όλα ήταν εντάξει! 
   Η μητέρα του τον είχε μαζί της για να τραγουδά σπιρίτσουαλς  στην εκκλησία, από την εποχή που εκείνος ήταν περίπου τεσσάρων ετών, και έτσι όταν αυτή πέθανε, πέντε χρόνια αργότερα, ο μικρός συνέχισε να τραγουδά εκείνα τα  σπιρίτσουαλς. Σταδιακά όταν ήταν δέκα ή έντεκα χρονών, άρχισε να  χρησιμοποιεί την κιθάρα, αλλά δεν μπορούσε όμως να πάει στην εκκλησία Βαπτιστών όταν έψελνε  εξαιτίας της κιθάρας. Ο θείος του ήταν παντρεμένος με την αδελφή ενός ιεροκήρυκα στην Καθαγιασμένη Εκκλησία. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα παλιό έθιμο στο Νότο, σύμφωνα με το οποίο πρώτα έτρωγαν οι ενήλικες στα σπίτια, και στη συνέχεια τα παιδιά. Έτσι, αυτός ο κήρυκας συνήθιζε να αφήνει την κιθάρα του στο κρεβάτι, ενώ οι μεγάλοι έτρωγαν, και από τη στιγμή που έκλειναν  την πόρτα της κουζίνας, ο B.B. King πήγαινε στο κρεβάτι και έπαιζε με τις χορδές της. Μια μέρα τον είδε, αλλά αντί να τον τιμωρήσει, όπως αρχικά νόμισε,  άρχισε να τον διδάσκει πάνω στις νότες και πως να παίζει τις τρείς χορδές. Κάπως έτσι ξεκίνησε, και μάλιστα του άρεσε πάρα πολύ. Και πριν πεθάνει ακόμα, θεωρούσε τους πιστούς της εκκλησίας του ως τους πιο λάτρεις του τραγουδιού σε όλο τον κόσμο. Δε σκέφτηκε ποτέ στην αρχή, ότι θα έμπαινε βαθιά στα μπλουζ. Αφού έμαθε τα τρία ακόρντα, ξεκίνησε με μια άλλη ομάδα που ονομαζόταν Golden Gate Quartette. Όσο ήταν μικρός, ο δάσκαλός του συνήθιζε να του λέει ότι αν συνέχισε να παίζει, μια μέρα θα μπορούσε να αποδώσει με μεγάλη επιτυχία τα σπιρίτσουαλς. Αυτό το Κουαρτέτο Golden Gate, ήταν κάτι σαν τους Staple Singers αργότερα. Τραγουδούσαν πνευματικά τραγούδια, συνήθως με το ρυθμό, με το συναίσθημα, και τον τρόπο που πραγματικά ήθελαν.  




















   Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που είχε μια από εκείνες τις μικρές υπέροχες θείες. Αυτή βρισκόταν στην εφηβεία, και αυτός την εποχή εκείνη ήταν περίπου πέντε ή έξι ετών, αλλά αισθανόταν τόσο μεγάλος όσο εκείνη. Ήταν περισσότερο σαν μια μεγάλη αδελφή του. Η θεία του είχε όλους εκείνους τους δίσκους κι αυτός συνήθιζε να ακούει τους Blind Lemon Jefferson, Lonnie Johnson, Barbecue Bob, Lead Belly, κι ακόμα αρκετούς από τους μεγαλύτερους μπλουζ τραγουδιστές. Και, φυσικά, για εκείνον αυτός ήταν ο πραγματικός ήχος του μπλουζ. Αλλά τότε απλώς άκουγαν, γιατί ήταν αδύνατον να δημιουργήσουν τον ήχο όπως εκείνοι, όσο και να προσπαθούσαν. Αργότερα βεβαίως άκουγε τους Sonny Boy Williamson, τον Peter Wheatstraw, και τον  εξάδελφό του, Bukka [Booker T. Washington] White. Και φυσικά, εξομολογείται, έχει επικριθεί πολλές φορές από πολλούς ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για αυτό το είδος μουσικής, αλλά εκείνος γελούσε και έλεγε  στον εαυτό του, ότι αν μπορούσαν να αισθανθούν αυτό που αισθανόταν ο ίδιος, δεν θα τον επέκριναν. Υπήρχαν τόσες πολλές φορές που όταν έπαιζε μικρός, οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω του. Κάποιοι τους έδιναν χρήματα, αλλά για εκείνον αποτελούσαν ένα αίσθημα ασφάλειας, είχε την αίσθηση ότι άρεσε και τον αγαπούσαν. ‘My mother died when I was about nine, and my mother and father had separated. In fact, it was quite some time before I learned where my father was’, συνεχίζει.   Είχε βεβαίως συγγενείς στην περιοχή, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν είχε εκείνη την στενότητα ή τη συντροφικότητα που πίστευε ότι θα έπρεπε να έχει μαζί τους, κι ούτε του έδειξαν εκείνη την αγάπη που περίμενε για την ευαίσθητη και εύθραυστη ηλικία του.



















Το μεγάλο ποτάμι και η ‘Βασίλισσα του Μισισιπή’ στο Μέμφις.

   Κάθε φορά που τραγουδούσε, αυτοί οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω του, όπως τα μέλη μιας οικογένειας, εκείνη την οικογένεια που ψάχνει απεγνωσμένα κάποιος, και προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει. Και, βεβαίως, πίστευε ότι τον ακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια και εξακολουθούσε έως τα βαθιά γεράματα να τους συμπεριφέρεται με τον ανάλογο τρόπο, δηλαδή ως μέρος της οικογένειάς του. Στην πραγματικότητα, ένοιωθε κοντά σε όποιον του φαινόταν ότι έδειχνε ενδιαφέρον σε εκείνον ως άτομο, πρώτα, και προσωπικότητα. Είτε το ήθελαν αυτοί, είτε όχι, τους αποδεχόταν με αυτόν τον τρόπο. Δεν ήξερε, έλεγε, αν αυτό φαινόταν μέσα από τη μουσική του, αλλά πολλές φορές ένοιωθε ότι φώναζε στους ανθρώπους, ‘Ε, εγώ είμαι! Θα ήθελα να είμαι μαζί σου. Θα ήθελα να μοιραστώ ότι έχω μαζί σου. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας άλλος λόγος για ένα μπλουζ τραγουδιστή να μπορεί να προχωρήσει μπροστά, όταν πραγματικά μπορεί να βασιστεί σε κάποιον, να βιώσει την αίσθηση ότι τον θέλει κάποιος, το αίσθημα ότι τον  χρειάζονται, την αίσθηση ότι θέλει να πει κάποιος’, ‘Let me bring you a glass of water. Let me help you push the car’! 
    Με άλλα λόγια, ότι δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από ένα άλλο άτομο, εκτός ακριβώς από ένα μικρό κομμάτι φροντίδας, ένα μικρό κομμάτι  αγάπης από το άλλο άτομο, τον διπλανό. Πίστευε ότι αυτό ήταν άλλο ένα πράγμα που έκανε τους τραγουδιστές και τους μουσικούς του μπλουζ να συνεχίζουν να προχωράνε, επειδή αυτός ήταν ο τρόπος του για να φωνάζουν έξω στους ανθρώπους, όχι τόσο για τις δικές τους  ανάγκες, αλλά για την  ανάγκη να θέλουν να βοηθήσουν τους άλλους. Είναι η αλήθεια, έλεγε! Μπορούσε να τραγουδά και να αφήνει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν ότι υποφέρει από κάτι, ή ότι είναι ευτυχισμένος. Ήταν όλα αυτά τα πράγματα που βοηθούσαν κάποιον να τραγουδά τα μπλουζ, αφού αισθανόταν ότι βρισκόταν σε επικοινωνία με τον κόσμο του. Πιστεύω, έλεγε, ότι, ανεξαρτήτως φυλής, αν ένα παιδί μεγαλώσει στην Ιαπωνία, θα μιλήσει την ιαπωνική γλώσσα. Αν βρίσκεται στην Αγγλία θα μιλήσει τα αγγλικά όπως κάνουν οι Άγγλοι. Θα μιλήσει άπταιστα όποια γλώσσα μιλούσαν οι άλλοι γύρω του. Ακόμα κι αν το πάρεις μακριά από εκεί σε μια νεαρή ηλικία, τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν θα τα θυμάται για το υπόλοιπο της ζωής του. Μπορεί να μην το σκέφτεσαι συνεχώς, αλλά κάποια στιγμή κάποια από αυτά θα βγουν στην επιφάνεια. Στα σαράντα εννέα χρόνια του δήλωνε ότι, μερικά από τα πράγματα που βίωσε ως παιδί, κάποια στιγμή όταν έπαιζε πάνω στο πάλκο έβγαιναν αυθόρμητα προς τα έξω, χωρίς να είναι σε θέση να τα αποφύγει.
   Πολλοί τον ρωτούσαν όταν τον έβλεπαν να κάθεται μόνος του σε μια γωνιά, να τους παίξει κάτι, ένα τραγούδι, κι όταν τους ρωτούσε τι θα ήθελαν να ακούσουν, οι περισσότεροι από αυτούς απαντούσαν, κάποιο πνευματικό τραγούδι, ένα σπιρίτσουαλ. Αυτοί οι τύποι πολλές φορές του πρόσφεραν κάποιο μικρό χρηματικό ποσό, όπως το ένα τέταρτο ή μισό δολάριο. ‘Ένας από εκείνους τους  τύπους που του άρεσαν κάποτε  τόσο πολύ, ήταν  ο Blind Lemon Jefferson. Αργότερα, υπήρχε κι ένας άλλος που ονομαζόταν Lonnie Johnson. Του άρεσε να σκέφτεται τον εαυτό του ως Lonnie Johnson, εκείνη τη σχέση μεταξύ των μπλουζ και της τζαζ… Όταν άκουγε αυτούς τους ανθρώπους να παίζουν, μαζί και πολλούς άλλους, όπως ο Elmore James στην κιθάρα, έλεγε ότι πρέπει να τους ακούσει γιατί κάτι έχουν να του πουν..., δήλωνε κάποια στιγμή το 1974 στο New Haven.  


















Ένα από τα συνηθισμένα κλαμπ  όπου παίζονται τα μπλουζ, στην Ιντιανόλα, γενέτειρα του B.B. King.

   Άρχισε να πηγαίνει στην εκκλησία με την ομάδα που είχαν δημιουργήσει, όπου και τραγουδούσαν. Στο τέλος όλοι τους έλεγαν κάποιες ευλογίες μαζί με κάποια μικρά φιλοδωρήματα που άφηναν. Αλλά όταν τραγουδούσαν σε μικρά μαγαζάκια, εκεί στην πόρτα έστεκε ένας  άντρας, που ζητούσε από τους πελάτες μικρό εισιτήριο πριν μπουν μέσα, κάτι που του άρεσε, όπως εξομολογείται. Και κάπως ξεκίνησε να χώνεται αργά, σταδιακά και βαθιά, στα μπλουζ. Τότε υπήρχαν μικρά μαγαζιά με τζουκ μποξ, σαν ταβερνάκια, όπου συνήθως οι άνθρωποι τραγουδούσαν. Στην Ιντιανόλα (Indianola), μια μικρή πόλη στο Δέλτα του Μισισιπή, όσοι δούλευαν στα βαμβακοχώραφα όλη την εβδομάδα, κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι, το Σάββατο το βράδυ σύχναζαν σε τέτοια μέρη. Στο Μισισιπή, μπορούσες να αγοράσεις αλκοόλ παράνομα, και μετά να πάρεις το μπουκάλι σου και να πας στην κοντινότερη ταβέρνα με τους φίλους σου. Εκτός από αυτό μπορούσες να πάρεις κρασί που ήταν άφθονο εκείνη την εποχή και στη συνέχεια άρχιζαν όλοι να τραγουδάνε. Πήγαιναν συνήθως στο αγαπημένο τους μικρό μπαρ, όπου ο μπάρμαν ήταν τις περισσότερες φορές και ο ιδιοκτήτης του. Εκεί μέσα υπήρχε ακόμα η δυνατότητα να σου πουλήσει μπύρα η οποία επίσης ήταν παράνομη. Στις καθημερινές, περίπου στις οκτώ ή εννέα, ολόκληρη η πόλη κλεινόταν μέσα, αλλά το Σάββατο το βράδυ μπορούσες να μείνεις έξω όλη τη νύχτα αφού υπήρχαν αυτά τα μικρά μέρη σε κάτι στενά σοκάκια που έμεναν ανοιχτά όλη τη νύχτα. Άλλωστε κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν υπήρχε κάποιο άλλο μέρος για να πας και να ακούσεις μουσική, επειδή η Indianola ήταν  αγροτική περιοχή, και όλοι βρίσκονταν  στην εργασία ολημερίς. Ραδιόφωνα επίσης δεν υπήρχαν πολλά  σε εκείνη την περιοχή, τη συγκεκριμένη εποχή, αφού για τον πολύ κόσμο ήταν πολύ ακριβά, κι έτσι τα είχαν στη διάθεσή τους μόνο το αφεντικό της εργασίας και ίσως κάποιοι άλλοι ευκατάστατοι. 
   Ένας από τους πρώτους  μπλουζίστες που του άρεσε, και αναφερόταν σε αυτόν συχνά, ήταν ο Blind Lemon Jefferson. Γεννήθηκε στο Τέξας, ήταν τυφλός από τη γέννησή του, και το έβδομο παιδί στην οικογένειά του. Από ότι κατάλαβε, πρέπει να ήταν ένας πολύ μοναχικός τύπος, περίπου τεσσεράμισι πόδια ψηλός. Στην περιοχή όπου μεγάλωσε, εάν κάποιος είχε ένα οποιοδήποτε σωματικό μειονέκτημα, η οικογένεια τον αγαπούσε μεν, αλλά ντρεπόταν ταυτόχρονα για το τι θα έλεγαν οι επισκέπτες όταν τον έβλεπαν.  Συνήθως, τον έβαζαν στο πίσω δωμάτιο, αν υπήρχε πολύς κόσμος. Ο B. B. King (1925-1915), πολλάκις αναφέρθηκε σε αυτόν και στο επώδυνο παρελθόν του. Φυσικά, ηχογράφησε με ένα ασυνήθιστο μοτίβο και ρυθμό, μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, δηλαδή από τη στιγμή που γεννήθηκε ο B. B. King, το 1925, μέχρι το 1930 περίπου. Εκτός από αυτόν, ο B. B. King, πολλές φορές ανέφερε τον Lonnie Johnson, κι ακόμα τον κιθαρίστα της τζαζ, Charlie Christian, ο οποίος είχε εντελώς διαφορετικά είδη χορδών. Όταν  έπαιζαν ποπ τραγούδια, όπως το Stardust ή το Body and Soul, ή ένα από αυτά τα γνωστά, χρησιμοποιούσαν ειδικές χορδές. Αυτοί τον έκαναν να ενδιαφερθεί παράλληλα με τα μπλουζ και για τη τζαζ. Αργότερα, είχε ένα φίλο που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, και  όταν επέστρεψε από τη Γαλλία, έφερε πίσω μαζί του κάποιους δίσκους  από έναν ‘συνάδελφο’ που ονομαζόταν Django Reinhardt, ενός κιθαρίστα της τζαζ. Κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους ακουγόταν λίγο διαφορετικός, αλλά όλοι τους είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, τον τρόπο που εκφράζονταν. Οι τελευταίοι δύο, οι Charlie Christian και Django Reinhardt, ήταν πολύ γρήγοροι και με καλή τεχνική. Τα πράγματα που έκαναν με την κιθάρα τους, δύσκολα τα έκαναν άλλοι αργότερα. Υπήρχαν κι άλλοι που του άρεσαν, και αναφέρθηκε πολλάκις και σε αυτούς, όπως ο Albert Ammons στο πιάνο, κι ακόμα οι Charlie Parker και Louis Jordan στο σαξόφωνο.
   Μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του σαράντα, κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, υπήρχε ένα τραγούδι που άκουσε από έναν τύπο που ονομαζόταν T-Bone Walker. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ακούσει μπλουζ σε μια ηλεκτρική κιθάρα. Ο καλλιτέχνης εκείνος τραγουδούσε το  ‘Stormy Monday’. Ευθύς αμέσως ένοιωσε ότι έπρεπε να πάρει κι αυτός μια ηλεκτρική κιθάρα, κάτι που το κατάφερε μόλις το 1946. 
    Στα 1949, έπαιζε σε ένα μέρος που ονομαζόταν Twist, στο Αρκάνσας, το οποίο  βρίσκεται  περίπου σαράντα πέντε μίλια βορειοδυτικά του Μέμφις του Τεννεσί, κι αυτό επαναλαμβανόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, αν όμως δεν έβρεχε. Το χειμώνα κάθονταν στη μέση του δαπέδου και είχαν ένα μεγάλο δοχείο το οποίο γέμιζαν μέχρι τη μέση με κηροζίνη και το άναβαν για να ζεσταθούν. Οι άνθρωποι που συνήθιζαν να έρχονται σε εκείνο το μέρος, χόρευαν γύρω από αυτό το μεγάλο δοχείο. Ο αριθμός τους κυμαινόταν μεταξύ ογδόντα και τριακοσίων ακόμα ατόμων κάποια βράδια. Αλλά φυσικά πολλοί έρχονταν, ενώ άλλοι  έφευγαν. Ένα βράδυ, δύο άντρες άρχισαν να τσακώνονται, και ο ένας από αυτούς χτύπησε τον άλλο πάνω σε αυτό το δοχείο της κηροζίνης, με αποτέλεσμα να χυθεί μεγάλη ποσότητά της στο πάτωμα. Πολλοί προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά, αλλά χωρίς να το καταφέρουν. Και όχι μόνο αυτό αλλά η φωτιά φαινόταν να αυξάνεται σε ένταση. Έτσι όλοι βγήκαν τρέχοντας έξω, συμπεριλαμβανομένου του  B.B. King. Αλλά ενώ βρισκόταν έξω, θυμήθηκε ότι είχε αφήσει την κιθάρα του μέσα, κι έτρεξε προς τα εκεί ενώ οι άλλοι του έλεγαν να μην το κάνει. Στη συνέχεια, το κτίριο άρχισε να καταρρέει γύρω του, και παραλίγο να χάσει τη ζωή του προσπαθώντας να σώσει την κιθάρα του. Την  επόμενη μέρα διαπίστωσαν ότι δύο άνδρες είχαν παγιδευτεί στα δωμάτια πάνω από την αίθουσα χορού και κάηκαν μέχρι θανάτου. Αποδείχτηκε τελικά ότι αυτοί οι δύο άνδρες αγωνίστηκαν να σώσουν  μια κυρία, το όνομα της οποίας ήταν Lucille. Ο  B.B. King δεν είχε συναντήσει ποτέ τη συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά λόγω του γεγονότος ονόμασε την κιθάρα του, Lucille, για να του θυμίζει  να μην  επιχειρήσει ποτέ ξανά στη ζωή του να κάνει ένα τέτοιο ανόητο διάβημα. 
    Τα μουσικά όργανα δεν ήταν άφθονα στην περιοχή όπου μεγάλωσε. Η ανάγκη για δημιουργία μουσικής τους έκανε να χρησιμοποιούν ένα σύρμα στερεωμένο σε χώρο της βεράντας, το οποίο συνήθως προερχόταν από μια σκούπα στην οποία κρατούσαν σφιχτά τα άχυρα να μη διαλυθούν. Τα ασύρματα τεντώνονταν μεταξύ δύο τούβλων, ώστε με το χτύπημα να ακούγεται σαν χορδή κιθάρας. Άλλοι πάλι συνάδελφοί του επινόησαν και χρησιμοποιούσαν διαφορετικά δημιουργήματα όπως με κομμάτια χάλυβα ή εύκαμπτο καουτσούκ από ελαστικά. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι τρόποι κατασκευής αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων, όπως δύο κουτάλια που τα χτυπούσαν, μια μεγάλη χτένα και χαρτί, φυσώντας μέσα από αυτά, και πολλά άλλα. Σε κάποια σπίτια υπήρχαν παλιές κιθάρες με σπασμένες χορδές, τις οποίες μερικές φορές χρησιμοποιούσαν όσοι μπορούσαν. Όσοι είχαν τα οικονομικά του B.B. King, το πολύ-πολύ είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν μια φυσαρμόνικα. Ήρθε κάποια στιγμή η πολυπόθητη ώρα να αγοράσει μια κιθάρα από έναν συνάδελφό του για δεκαπέντε δολάρια. Η οικογένεια στην οποία δούλευε, ήταν πολύ καλή στις πληρωμές και του έδινε πέντε δολάρια το μήνα. Έτσι σε τρεις μήνες απέκτησε κιθάρα. 
    Όταν εγκατέλειψε για  πρώτη αριστερά την Ιντιανόλα, αυτό έγινε με ωτοστόπ παρακαλώντας έναν τύπο με φορτηγό. Τον ρώτησε αν θα του επέτρεπε να ταξιδέψει μαζί του στο Μέμφις, και θα τον βοηθούσε να ξεφορτώσουν το αλεύρι του. Προηγουμένως είχε περπατήσει κάπου δεκαπέντε ή είκοσι μίλια. Τον βοήθησε να ξεφορτώσει το αλεύρι του, και στη συνέχεια μπήκαν στο Μέμφις στις 3:30 το πρωί. Δεν είχε καθόλου χρήματα, αλλά αυτός ο άγνωστος είχε λίγο φαγητό μαζί του στο φορτηγό. Έμεινε στο σταθμό περίπου μια μέρα, μέχρι το επόμενο πρωί, και αργότερα άρχισε να ψάχνει τον εξάδελφό του, Bukka White, και πήγε στο σπίτι του. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε στο Μέμφις και η πόλη αυτή ήταν για τον  B.B. King  τότε, όπως η Νέα Υόρκη  για ένα  μέσο άτομο. Ένοιωθε, όπως εξομολογήθηκε, πραγματικά σαν ένα παιδί μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο με γλυκίσματα. Άρχισε να ερευνά πως ζούσαν οι άνθρωποι  στα μεγάλα κτίρια της πόλης και είδε αυτοκίνητα στο δρόμο για πρώτη φορά, καθώς επίσης τραίνα. Υπήρχε ένα τέτοιο που ερχόταν μέσω της Ιντιανόλα και ονομαζόταν  Southern, στο οποίο είδε όλες εκείνες τις μεγάλες μηχανές, και τα πολύ μακριά τραίνα με τους οδηγούς τους, πράγματα κυριολεκτικά καινούργια για εκείνον.  Στο σιδηροδρομικό σταθμό του είπαν ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να φύγουν και να πάνε στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη ή την Καλιφόρνια, οπουδήποτε ήθελαν, ακόμα και στη Νέα Ορλεάνη. Ήμουν ακριβώς, λέει, όπως ένα παιδί που είχε χαθεί σε ένα ζωολογικό κήπο, στον οποίο όμως όλα τα ζώα ήταν φίλοι του. Στο Μέμφις έμεινε σχεδόν για δύο χρόνια. Το 1948 ο B.B. King εμφανιζόταν σε ένα  ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Sonny Boy Williamson, σε σταθμό του Δυτικού Μέμφις. Παράλληλα εργάστηκε τραγουδώντας διαφημιστικά τραγούδια, και ως DJ σε ένα νέγρικο ραδιοφωνικό σταθμό, όπου άρχισε να αποκαλεί τον εαυτό του πρώτα Blues Boy και, στη συνέχεια, B.B. King. Ένα βράδυ ο Sonny Boy Williamson τον πήρε μαζί του να τραγουδήσει σε εμφάνιση, όπου έκανε εντύπωση στους θαμώνες, και μάλιστα κέρδισε και δώδεκα δολάρια, τα περισσότερα χρήματα που είχε κερδίσει ποτέ, στην ηλικία των είκοσι ετών. Στη συνέχεια του προσφέρθηκε μια δουλειά σε έναν νέο ραδιοφωνικό σταθμό, με αμοιβή δώδεκα δολάρια τη βραδυά, μια νύχτα ρεπό, και σπίτι. Δεν πίστευε στα αυτιά του ότι υπήρχαν τόσα πολλά χρήματα στον κόσμο. Αυτή ήταν η πρώτη του επαγγελματική δουλειά. Τα μπλουζ γι αυτόν ξεκίνησαν από εκείνον το ραδιοφωνικό σταθμό! 
     Πίστευε ακράδαντα ότι το μπλουζ άρεσε στους νέους, κι αυτό γιατί το συνέδεαν με την ωμή αλήθεια. Πολλοί από τους στίχους που  χρησιμοποιούνται εκεί μέσα, είναι κάτι σαν προειδοποιήσεις προς τους πολίτες σχετικά με ορισμένες συνήθειες που κανείς ίσως δεν θα ήθελε, όπως ας πούμε το θέμα της εξαπάτησης, αλλά και για συνήθειες που κάποιος θα ήθελε, όπως η αγάπη. Το θέμα της ειλικρίνειας στη ζωή γενικώς, είναι ένα κρίσιμο θέμα για τους νέους και γι αυτό πιστεύει ότι σχετίζεται με το μπλουζ, όπως και με  πολλούς άλλους κλάδους της μουσικής. Ήθελε να πιστεύει ότι το rock and roll και η soul μουσική είναι παιδιά  του μπλουζ. Ένα από τα πράγματα που έκανε, ήταν να μιλά  και να συζητά ιδιαίτερα με τα μαύρα παιδιά για να μην  ντρέπονται, όπως ισχυριζόταν,  για την καταγωγή τους και τη σχέση τους με τα μπλουζ. Ο λόγος για τον οποίο πολλοί άνθρωποι δεν ταυτίζονται με το είδος της μουσικής του, ισχυριζόταν, ήταν επειδή το θεωρούσαν  κάτι σαν τα ‘βρώμικα ρούχα στην ντουλάπα’. Πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να το αγγίξουν, ενώ πολλοί άλλοι δεν είχαν την ευκαιρία να ακούσουν γι 'αυτό ή να το βιώσουν από πρώτο χέρι. Όταν ήταν έφηβος, ήθελε να σχηματίσει τη δική του άποψη για τον Barbecue Bob ή τον Lead Belly, κι όχι να ακούει γνώμες άλλων. Πολλά παιδιά σήμερα δεν έχουν αυτή την επιλογή, επειδή δεν έχουν την ευκαιρία να τους ακούσουν ζωντανά. Πίστευε ότι παντού, αλλά κυρίως σε αυτή τη χώρα, έγιναν και γίνονται πολλά λάθη. 
   Αναφερόμενος στην προσωπική του ζωή, αλλά και ως μουσικός του μπλουζ, ανέφερε ότι είχε αλλάξει πολλές δουλειές. Υπήρξε οδηγός τρακτέρ, ασχολήθηκε με την συγκόλληση, και με  πολλά άλλα είδη πραγμάτων. Αλλά θεωρούσε ότι μπορούσε τουλάχιστον να παίξει μπλουζ καλύτερα από τις άλλες δουλειές που προσπάθησε να κάνει, και ότι ο κόσμος το απολάμβανε και εκτιμούσε αυτό που έκανε, όπως άλλωστε και αυτός. Θεωρούσε τον εαυτό του ως μουσικό του μπλουζ που γράφει μουσική. Αυτή είναι μία από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του B.B. King  και των ηλικιωμένων μπλουζμεν, έλεγε πριν σαράντα χρόνια. Είχε τότε μια ορχήστρα με δέκα μουσικούς και όργανα, όπου όλοι τους έγραφαν και διάβαζαν μουσική. Στα πρώτα του χρόνια δεν είχε διαβάσει μουσική. Τα μπλουζ, ήταν άγραφη μουσική για πολλούς, πολλούς ανθρώπους. Τώρα όπως έχουν σταθεροποιηθεί τα πράγματα, όλοι μπορούν να παίξουν μπλουζ. Το μπλουζ πίστευε ότι είναι εξίσου σημαντικό όπως και κάθε άλλο είδος μουσικής. Οι νέοι άνθρωποι, είπε, ειδικά οι νέοι μουσικοί, έχουν γερές βάσεις πίσω τους και σωστές κατευθυντήριες γραμμές, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν αναλαμβάνεις την επιχείρηση του πατέρα σου. Μπορείς βεβαίως  να χρησιμοποιήσεις τις δικές σου ιδέες, ή να βάλεις το δικό σου θεμέλιο και στίγμα, πάνω από αυτό που έχει ήδη κατασκευαστεί.  
    ‘Όταν παίζω, έχω την ίδια αίσθηση που έχω όταν πηγαίνω στην εκκλησία. Αν πήγαινα στην εκκλησία θα είχα την ίδια  αίσθηση όταν παίζω, ειδικά όταν όλα πηγαίνουν καλά’, έλεγε για τη σχέση μπλουζ και εκκλησίας’. Τα μπλουζ συνήθιζε να λέει, ‘είναι στη ζωή μου όπως τα τρία L’, και αυτά παραπέμπουν στις λέξεις living, loving, και laughing, δηλαδή ζωή, αγάπη και ελπίδα. ‘Τα μπλουζ είναι πραγματικά  ζωή για μένα, γιατί όλοι οι φίλοι μου, όλα αυτά που είναι γύρω μου, η μουσική που ακούω, πάντα με οδηγεί πίσω στην αίσθηση των μπλουζ, ή την αίσθηση που παίρνω από το παίξιμο ή τραγουδώντας τα μπλουζ, ή ακούοντας άλλους να παίζουν και να τραγουδούν’!



11 Ιουνίου 2015

Χλωροφύλλη.









































[Υψηλάντου, Πειραιάς 06.06.2015 13.30] 

Ο τρόπος της βροχής θα ξεγελάσει την άπειρη ματιά στη σκουριά που πρόσκαιρα της αντέχει ένα λαμπερό κόκκινο. Ο τρόπος του φυτού, όμως, φέρνοντας άπειρη για τα μέτρα μου σοφία, δεν ξεγελιέται και ακτινικά ζητά το ζωοδότη του.

10 Ιουνίου 2015

09 Ιουνίου 2015

Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος - Φωτογραφικό Οδοιπορικό

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εικοστό πέμπτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ", του Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου, με τίτλο το ιστορικό μυθιστόρημα: "Φωτογραφικό Οδοιπορικό".

------------------------------------

Αντί επιλόγου.

Η μεγαλύτερη ζημιά στην ποίηση, ως λαϊκή τέχνη και όχι ως άσκηση κλειστών ολιγομελών ομάδων, προήλθε από τη συστηματική καλλιέργεια, των τελευταίων κυρίως αιώνων, της προσωπικής υπογραφής, και της κατοχύρωσης της, σε βάρος του συλλογικού της δημιουργίας. Κανείς δεν αμφιβάλει ότι και σήμερα γράφεται πολύ όμορφη ποίηση, αλλά η διάχυσή της στο σώμα της κοινωνίας είναι μηδαμινή. Αντίθετα από τις εποχές του Ομήρου μέχρι του δημοτικού και του ρεμπέτικου τραγουδιού και των jazz μπαντών των αυτοσχεδιαστών όπου το συλλογικό της δημιουργίας και το κοινό της απόλαυσης ή του πόνου της ακρόασης πήγαιναν αντάμα, οι οποίες άφησαν απαράμιλλης αξίας έργα που συνιστούσαν τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, σήμερα το λαϊκό τραγούδι έχει εκφυλιστεί σε προϊόν,  προαγωγό του life style και του ιδιωτικού.

Υπό αυτή την έννοια ένα ποίημα, ένα τραγούδι, ένα έργο λόγου και γενικότερα κάθε δημιούργημα, δυνατόν να αποδειχθεί ότι αξίζει μόνον όταν είναι ανοιχτό και ημιτελές. Είναι αυτό που λέγεται στην ποίηση ότι το ποίημα το ξαναγράφει μέσα του ο αναγνώστης, αλλά με την επιπλέον απαίτηση να μετουσιωθεί σε γραφή, παράσταση γενικότερα, ώστε εκτεθειμένο να πάρει τη θέση του νέου ανοιχτού και ημιτελούς.

Εν προκειμένω κάποιος πέταξε εικόνες σε φέιγ βολάν στο δρόμο και κάποιος άλλος τις είπε. Αυτή είναι η αξία αυτής της συλλογής: πάει κάτι παραπέρα και θαρρώ πολύ παραπέρα.


Γιώργος Πρίμπας
Μάης 2015   
     

Στην άκρη της προβλήτας [Βραχάτι 08.06.2015]




08 Ιουνίου 2015

Poème sur le désastre de Lisbonne.






































[Κάτω Χαλάνδρι, 02.06.2015 13.03]

Έκτοτε, η ζώσα λάσπη θέτει ερωτήματα και ιδίως όταν θρηνεί στα όρια της ξηρότητάς της. Κεραυνούς ανίκανους να διαταράξουνε τη γαλάζια μακαριότητα μα πιο ανίκανους τους απολογητές της.

07 Ιουνίου 2015

Οι Λέξεις του Νερού [Ελένη Κοφτερού]




Σε ένα σημείο της αφήγησης του παραμυθιού: « Η σιωπή του νερού» ο Ζοζέ Σαραμάγκου μας λέει: « Δεν πιστεύω πως υπάρχει στον κόσμο άλλη σιωπή πιο βαθιά από τη σιωπή του νερού.»

Αν υπήρχε μια μεταφυσική οδός  για να συνομιλήσουμε απόψε μ’ εκείνο το ανήσυχο προικισμένο παιδί που υπήρξε ο συγγραφέας, εκείνο τον ανήλικο ανυπεράσπιστο ψαρά που ήθελε να τα βάλει με το τέρας του ποταμού και του παραμυθιού θα του λέγαμε πια με απόλυτη βεβαιότητα: «Όχι, δεν έχεις δίκιο, το νερό δεν είναι σιωπηλό! Ίσως το τέρας του παραμυθιού να του είχε πάρει για λίγο τη λαλιά… Το νερό μιλάει!”
Με μια γλώσσα μαγική, απαράμιλλης δύναμης και ομορφιάς. Το αλφάβητο του νερού προηγείται απ’ όλα τα σύμβολα της γης, η ανάσα του φύσηξε πνοή στη δημιουργία της ζωής, η λαλιά του ακουγόταν  πριν καν την υποψία της ανθρώπινης ομιλίας. Οι λέξεις του αποτελούν τα υδάτινα νήματα επικοινωνίας του ανθρώπου με το θείο και το μεταφυσικό, σηματοδοτούν τη σχέση του με  τη φύση, ορίζουν την επικοινωνία του με άλλους ανθρώπους αφού δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι πρώτες κοινωνίες δημιουργήθηκαν στις όχθες ποταμών ή στις ακτές των θαλασσών. 

Μα αυτά είναι λίγο πολύ σε όλους μας γνωστά. Θα ήθελα να σταθούμε στο μέσα σύμπαν του νερού, στο θαύμα της σταγόνας, στην αποκορύφωση της έκστασης του στροβιλίσματος ενός καταρράχτη, στα  ποιήματα που τραγουδούν κάθε άνοιξη οι πηγές. Στην έκρηξη των νοτισμένων λέξεων που ψιθυρίζει η θάλασσα, η αιώνια προγιαγιά όλων μας. Αυτή που απαγγέλει τους χρησμούς της, για να κατευνάσει την αγωνία των ναυτικών ανασταίνοντας γοργόνες της παραμυθίας και στοιχειά του βυθού, που δεν αποδέχονται τη νερένια λήθη τους και κάθε τόσο ξετρυπώνουν κι από μια τρικυμία απ’ αυτές που έθαψε βαθιά ανάμεσα στα λαμπερά κοράλλια ο Ποσειδώνας πριν εξοριστεί στη χώρα της Μυθολογίας. 

Από ποιους βυθούς να εξορύξουμε χρώματα, από ποιες πηγές να αναβλύσουν οι λέξεις, ποια νεράιδα της λίμνης να εξευμενίσουμε για να μας μιλήσει για την σεμνή διαφάνεια μιας καλοκαιρινής βροχής; για το εκμαυλιστικό τραγούδι της θάλασσας ποιες νότες αρμονικές να σφετεριστούμε; κι έπειτα πώς να μη λυγίσουμε απ’ την εξαντλητική αναζήτηση των λέξεων που να μπορέσουν έστω και αχνά να περιγράψουν τη μεγαλοπρέπεια της λευκότητας μιας χιονισμένης πεδιάδας; και το μοναδικά περήφανο στραφτάλισμα του πάγου;  Ποιών πηγαδιών τη σιγαλιά και την υδάτινη περισυλλογή να διαταράξουμε για να διηγηθούμε την ιστορία που γράφεται εκατομμύρια χρόνια στα σπήλαια με το αλφαβητάρι του νερού εκεί όπου γράμμα το γράμμα, συλλαβή τη συλλαβή, θησαυρίζονται οι ιερές γραφές της φυσικής και της ανθρώπινης ιστορίας; 

Στα σπήλαια, τις αρχέγονες βιβλιοθήκες του νερού φυλάσσονται προσεκτικά τα μυστικά του. Οι πάπυροι με τα ιερογλυφικά γράμματα του μεγαλύτερου γεωμέτρη του πιο σοφού φιλόσοφου, του ίδιου του θεού. Με πρώτη ύλη του τα σύννεφα σχεδιάζει τους αέναους, λυσιτελείς κύκλους του νερού. Στους σταλακτίτες φυλά τα μυστικά του φεγγαριού και της βαρύτητας στους σταλαγμίτες στοιβάζει την ιστορία των πετρωμάτων και μας χαρίζει της γης τις πρώτες αναγνώσεις.  

Οι λέξεις του νερού, άλλοτε συντριπτικές σαν καταιγίδες κι άλλοτε αγλαές όπως τα ρυάκια της παιδικότητας, είναι η πρώτη μεγάλη πηγή της αφήγησης, της ποίησης, η πρώτη ύλη των ριγηλών παφλασμών του έρωτα. Οι λέξεις του δεν είναι στατικές ούτε ράθυμες. Αλλάζουν συνεχώς σχήματα και μορφές. Ίπτανται στροβιλιζόμενες κουνώντας ενθουσιαστικά τα διάφανα χέρια τους, τα κρυστάλλινα πέπλα τους απεκδύονται χορεύοντας τον αταβιστικό δηλωτικό της έλξης τους προς το φεγγάρι χορό της χαράς και της θλίψης, της παλίρροιας και της άμπωτης, της βλάστησης και της ξηρασίας, της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της ματαίωσης. Κι άλλοτε συρρικνώνονται σε δυο μικρές σιωπηλές σταγόνες που σελαγίζουνε στα βλέφαρα όπως τ’ άστρα τ’ αυγινά. 

Από την αρχαιότητα, από τον πρώτο ποιητή τον Όμηρο μέχρι σήμερα, οι λέξεις του νερού αποτελούν καθάρια, διάφανα λεκτικά σύνολα που εγγράφονται στα κύτταρα μας από την πρώτη παιδική ηλικία. 

Πόσα ποιήματα άραγε έχουνε γεννηθεί καθώς η θάλασσα πλημμυρίζει τη σκέψη, η θλίψη παραδέρνοντας στα κύματα της ύπαρξης μεταμορφώνεται σε ποτάμι δημιουργίας; Πόσες λέξεις φτερούγισαν μέσα στο νοτισμένο όνειρο ενός μικρού παιδιού που θα γινόταν ποιητής όταν εκστασιασμένος με τα μάτια στον ουρανό του προσπαθεί να κρατήσει στις παλάμες του την πρώτη του βροχή που μούσκεψε τα σπλάχνα του; και είναι αμέτρητα τα θαύματα που βρίσκουμε στη λογοτεχνία όταν οι λέξεις του νερού ερωτεύονται τον ήλιο με πάθος και στεγνώνουν για να στεριώσει το μελάνι πάνω στο χαρτί. 

Οι λέξεις του νερού μας ταξιδεύουν. Με όχημα τη λογοτεχνία αξιωνόμαστε τη φιλία του Μόμπυ Ντικ, αγωνιούμε για την τύχη του Φερνάντο Πεσόα καθώς μεταμορφώνεται μέσα σ’ ένα ποταμόπλοιο στον Ρικάρτντο Ρέις και ξαναζούμε τα πάθη του Μαθιού και της Λαλιώς  στη Νοσταλγό του Παπαδιαμάντη μέσα στην αχλή του ονείρου που είναι η ίδια η θάλασσα. Ανατριχιαστική η οικειότητα καθώς μοιραζόμαστε τον πόθο του νεαρού βοσκού που ζει όλο το μεγαλείο και την έξαψη του έρωτα όταν η Μοσχούλα βυθίζεται στη θάλασσα στο «Όνειρο στο Κύμα». 

Θα τελειώσω αναλογιζόμενη πόσο φτωχότερη θα ήταν η ποίηση και η λογοτεχνία αν δεν κυμάτιζε η θάλασσα μέσα μας, η καταλυτική ορμή του καταρράχτη αν δεν έγδερνε τα σωθικά μας κι αν οι σταγόνες της βροχής δεν συλλάβιζαν πεντακάθαρα σι, σι, σι, σι ενώ εμείς ακούμε το εσύ, εσύ, εσύ…*


* Η φράση είναι δάνειο από το ποίημα της Κικής Δημουλά «Τα πάθη της βροχής»