31 Ιανουαρίου 2017

The Times They Are A-Changin’ [Bob Dylan]


Ο κόσμος αλλάζει

Άνθρωποι ελάτε κι ολόγυρα συναχτείτε
Απ’ οπουδήποτε κι αν περιπλανιόσασταν
Και πως τα νερά γύρω σας
Έχουνε φουσκώσει παραδεχτείτε
Κι ακόμη πως σύντομα μέχρι τα κόκκαλα
Θα ‘στε βουτηγμένοι (μέσα τους) αποδεχτείτε
Αν ο χρόνος σας για σας αξίζει
Τότε αρχίστε καλύτερα να κολυμπάτε προτού σαν πέτρα βυθιστείτε
Γιατί ο κόσμος αλλάζει

Συγγραφείς και κριτικοί ελάτε
Εσείς κονδυλοφόροι προφήτες
Κι ολάνοιχτα να ‘χετε τα μάτια σας
Γιατί τέτοια δεν θα ξανάρθει ευκαιρία
Και μη να μιλήσετε βιαστείτε  
Γιατί τα γεγονότα τρέχουν
Και πώς να ονοματίσεις τα πράγματα πώς θα ‘ρθούνε;
Γιατί τα πράγματα θ’ ανατραπούνε
Γιατί ο κόσμος αλλάζει

Γερουσιαστές ελάτε και σεις μέλη του κογκρέσου
Στο κάλεσμα δώστε βάση παρακαλώ!
Μην την είσοδο φράζετε
Μην το διάδρομο ‘μποδίζετε
Γιατί όποιος λαβωθεί
Θα είν’ ο αργοπορημένος
Μάχη μανιασμένη λαμβάνει χώρα έξω
Κι όπου να ‘ναι τους τοίχους σας και τα παράθυρά σας θα τραντάξει
Γιατί ο κόσμος αλλάζει

Μανάδες μαζωχτείτε και πατεράδες
Από της γης τα πέρατα
Και μην κριτικάρετε
Αυτό που δεν καταλαβαίνετε
Γιατί των γιων σας και των κοριτσιών σας
Δεν έχετε πια τον έλεγχο
Ο παλιός σας ο δρόμος δεν κάνει πια
Κι αν να βοηθήσετε δεν το μπορείτε, παρακαλώ παραμερίστε!
Γιατί ο κόσμος αλλάζει

Η γραμμή τραβήχτηκε
Η κατάρα εξορίστηκε
Το σήμερα αργό
Αύριο θα τρέχει
Όπως το τώρα
Σε λίγο παρελθόν θα είναι
Το κατεστημένο γρήγορα εξασθενεί
Και το πρώτο σήμερα θα ‘ναι αύριο τελευταίο
Γιατί ο κόσμος αλλάζει


The Times They Are A-Changin’
(πηγή πρωτότυπων στίχων: bob dylan.com/songs.)

Come gather ’round people
Wherever you roam
And admit that the waters
Around you have grown
And accept it that soon
You’ll be drenched to the bone
If your time to you is worth savin’
Then you better start swimmin’ or you’ll sink like a stone
For the times they are a-changin’

Come writers and critics
Who prophesize with your pen
And keep your eyes wide
The chance won’t come again
And don’t speak too soon
For the wheel’s still in spin
And there’s no tellin’ who that it’s namin’
For the loser now will be later to win
For the times they are a-changin’

Come senators, congressmen
Please heed the call
Don’t stand in the doorway
Don’t block up the hall
For he that gets hurt
Will be he who has stalled
There’s a battle outside and it is ragin’
It’ll soon shake your windows and rattle your walls
For the times they are a-changin’

Come mothers and fathers
Throughout the land
And don’t criticize
What you can’t understand
Your sons and your daughters
Are beyond your command
Your old road is rapidly agin’
Please get out of the new one if you can’t lend your hand
For the times they are a-changin’

The line it is drawn
The curse it is cast
The slow one now
Will later be fast
As the present now
Will later be past
The order is rapidly fadin’
And the first one now will later be last
For the times they are a-changin’

Ακούστε το εδώ.


30 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Παπαγεωργίου - χρόνος ημι-ζωής

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εβδομηκοστό πέμπτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, τη συλλογή 17 ιστοριών του Γιάννη Παπαγεωργίου με τίτλο: "Χρόνος ημι-ζωής".


---------------------------------------------------------------

Τα πρόσωπα αυτού του βιβλίου κάποτε έτρεχαν πέρα δώθε χωρίς λόγο, παίζανε και γελούσαν, ερωτεύονταν και αγαπούσαν. Τώρα μεγάλωσαν και κουράστηκαν. Και κατάλαβαν – κάπως αργά, βέβαια – πως η ηδονή δεν χορταίνεται. Και η αγάπη αργεί, ίσως και να μην υπάρχει. Πλέον δεν ελπίζουν σε τίποτα, ούτε καν σ’ έναν ευτυχισμένο θάνατο. Έγιναν μονόχνοτοι και υστερικοί, απαισιόδοξοι, αδιάφοροι για όλα. Τελευταίο τους καταφύγιο η φλεγόμενη ενδοχώρα, εκεί όπου συνήθως – όχι πάντα – έχουν αυτοί τον πρώτο λόγο. Και η τρέλα, ως μοναδική έξοδος κινδύνου.
Άλλες δεκαεπτά ιστορίες πένθους και καύλας, ασθμαίνουσες εξεγέρσεις ενός περίκλειστου μέσα απέναντι στη χυδαία και βάρβαρη πραγματικότητα, προσπάθειες μάταιες και αυτοκτονικές, καταδικασμένες εξαρχής σε αποτυχία. Και πάλι, ούτε το κακό ούτε ο θάνατος πρόκειται να νικηθούν.

[Τα αγγλικά πολυβολεία στο Βοτανικό Κήπο του Διομήδη 29.01.2017]

Ο Βοτανικός κήπος του Διομήδη, που βρίσκεται στο τέρμα της Ιεράς Οδού στο Χαϊδάρι, στις βόρειες πλαγιές του όρους Αιγάλεω, είναι ένας μοναδικής ομορφιάς και ενδιαφέροντος χώρος που απλώνεται σε 1.860 στρέμματα προσφέροντας στον επισκέπτη μια τεράστια ποικιλία φυτικών ειδών αλλά και διαδρομών για πεζοπορία μέχρι ψηλά τις κορυφογραμμές.
Η στρατηγική του θέση δίπλα στην Ιερά Οδό, στο διάσελο θα μπορούσαμε να πούμε μεταξύ του όρους Αιγάλεω και του Ποικίλου όρους και περάσματος από το Θριάσιο πεδίο στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, δεν πέρασε απαρητήρητη από τους άγγλους οι οποίοι, στην εποχή του εμφυλίου, κατασκευάσανε αρκετά πολυβολεία (έξι συνολικά μας ενημέρωσε ο φύλακας του κήπου) διάσπαρτα στην περιοχή του Βοτανικού Κήπου για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ελλήνων αριστερών, Εξ' αυτών παρουσιάζουμε κατωτέρω τα δύο (2) καλύτερα σωζόμενα (τα υπόλοιπα είτε θάφτηκαν από προσχώσεις είτε καλύφτηκαν από τα δέντρα), που βρίσκονται το μεν πρώτο (οι πρώτες πέντε φωτογραφίες) δίπλα στο μνημείο πεσόντων και το δεύτερο (οι επόμενες πέντε φωτογραφίες) περί τα 250-300 μέτρα δυτικότερα.























----------------------------------------------------






         


















Τέλος κλείνουμε με μια φωτογραφία, τραβηγμένη ψηλότερα στις βόρειες πλαγιές του όρους Αιγάλεω αλλά μες στο χώρο του Βοτανικού Κήπου, στην οποία διακρίνεται μια σχετικά πρόχειρη οχυρωματική θέση της εποχής του Β'ΠΠ.


        

29 Ιανουαρίου 2017

Δυο χαϊκού [Δέσποινα Κουμαραδιού]


Σε σταυροδρόμι.
Μέσο χαράς και θλίψης.
Ισορροπώντας.


Πόσες, λες ψυχές
Πετούν δίχως το σώμα
Ή αυταπάτη;   

(το δεύτερο απάντηση στο:  εδώ.}

[Η Ακρόπολη από το Λυκαβηττό 28.01.2017]



28 Ιανουαρίου 2017

Love Song to a Stranger [Joan Baez]


Ερωτικό για έναν άγνωστο τραγούδι

Πόσος καιρός πάει από τότε που μιαν ολόκληρη βραδιά σ’ ένα διπλό κρεβάτι μ’ έναν άγνωστο
Με τα ζεστά του ολόγυρά μου μπράτσα περνούσα;
Πόσος καιρός πάει από τότε που σε μαύρα μάτια, που την ψυχή μου λιώνανε, χανόμουνα
Σ’ ένα μέρος που να βρίσκομαι λαχταρούσα;
Όλη σου η ιστορία λίγο με το πρόσωπό σου έχει να κάνει
Όσο με το μυστήριο σου με βιολιά να πλημμυρίζουνε το χώρο

Γυμνός στεκόσουνα μπρος στον καθρέφτη κι ένα τριαντάφυλλο
Από μιαν ανθοδέσμη στο ξενοδοχείο μας διάλεξες
Και πάλι δίπλα μου ξάπλωσες καθώς το τριαντάφυλλο κοιτούσα
Στο μαξιλάρι που πάνω του είχε πέσει
Έγειρα και στο λυκόφως με μια μόνη έγνοια αποκοιμήθηκα
Να ξέρω πως τ’ άλλο πρωί ξυπνώντας θα ‘σαι δίπλα μου εκεί

Οι ώρες για πρώτη φορά, ατέλειωτες δίπλα μου, αργά περνούσανε,
Όπως ένα γλυκό αεράκι στο λιβάδι
Ευγενικά εσύ έπεσες πάνω μου και νομίζω σ’ ευχαρίστησα
Όταν έγινες η αιτία να ενδώσω
Δεν βγάλαμε μιλιά και δεν πήγαμε βήμα μακριά
Οι δυο μέρες που μαζί περάσαμε πως σύντομα θα χανόντουσαν φαινόταν

Μην για ατέλειωτες αγάπες κι άλλα θλιβερά όνειρα μου μιλάς
Δεν θέλω να τ’ ακούω
Πες μου μονάχα για αγνώστους παθιασμένους που ο ένας τον άλλονε
Τραβήξανε πρόσκαιρα απ’ τις έγνοιες της ζωής
Γιατί αν ο έρωτας για πάντα σημαίνει, μην ανταπόδοση περιμένοντας
Τότε ελπίζω μιαν άλλη ολόκληρη ζωή να μου δοθεί να μάθω

Γιατί μου έδωσες τόσα πολλά που με κάνανε ν’ αναρωτιέμαι
Πώς μπορεί σε μένανε να ανήκουν
Κι εγώ μονάχα τα μαύρα μου μάτια σού έδωσα που την ψυχή σου λιώνανε
Σ’ ένα μέρος που να βρίσκομαι λαχταρούσα    



Love Song to a Stranger
(πηγή πρωτότυπων στίχων: joanbaez.com/Lyrics/lovesong.)

How long since I've spent a whole night in a twin bed with a stranger 
His warm arms all around me? 
How long since I've gazed into dark eyes that melted my soul down 
To a place where it longs to be? 
All of your history has little to do with your face 
You're mainly a mystery with violins filling in space

You stood in the nude by the mirror and picked out a rose 
From the bouquet in our hotel 
And lay down beside me again and I watched the rose 
On the pillow where it fell 
I sank and I slept in a twilight with only one care 
To know that when day broke and I woke that you'd still be there

The hours for once they passed slowly, unendingly by 
Like a sweet breeze on a field 
Your gentleness came down upon me and I guess I thanked you 
When you caused me to yield 
We spoke not a sentence and took not a footstep beyond 
Our two days together which seemingly soon would be gone

Don't tell me of love everlasting and other sad dreams 
I don't want to hear 
Just tell me of passionate strangers who rescue each other 
From a lifetime of cares 
Because if love means forever, expecting nothing returned 
Then I hope I'll be given another whole lifetime to learn

Because you gave to me oh so many things it makes me wonder 
How they could belong to me 
And I gave you only my dark eyes that melted your soul down 
To a place where it longs to be

Ακούστε το εδώ.  


27 Ιανουαρίου 2017

Χωρίς Στεφάνι [Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης]

Από το εξαιρετικό: www.papadiamantis.org.

(η προς το τέλος του διηγήματος "Χωρίς Στεφάνι" υπογράμμιση έγινε γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γράφτηκε το 1896 από τον κοσμοκαλόγερο Παπαδιαμάντη)

ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ

Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτή, ἕναν καιρόν, νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.

Κ᾽ ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της, καλύτερ᾽ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κ᾽ εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾽ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται, καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τ᾽ ἀσπρίσματα καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾽ ἀστράφτῃ, καὶ τὸν τοῖχον νὰ ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.

Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴν φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κ᾽ ἔβαπτε κατακκόκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾽ ἀλεύρι, κ᾽ ἐζύμωνε καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κ᾽ ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά.

Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾽ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα καμμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς, ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾽ ἐφοβεῖτο μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.

Τὴν Μεγάλην Παρασκευὴν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐρρέμβαζε κ᾽ ἔκλαιε μέσα της, κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὰ νιᾶτά της, καὶ τὰ φίλτατά της ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κ᾽ ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ πρὶν ἀρχίσῃ ἡ Ἀκολουθία ν᾽ ἀσπασθῇ κλεφτὰ-κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλειπε τὸ θάρρος, καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.

Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ πομπὴ μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, καὶ θόρυβος καὶ πλῆθος καὶ κόσμος εἰς τὸ σκιόφως πολύς, τότε ὁ Γιαμπὴς ὁ ἐπίτροπος προέτρεχε νὰ φθάσῃ εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ φορέσῃ τὸν μεταξωτὸν κεντητόν του σκοῦφον, καὶ κρατῶν τὸ ἠλέκτρινον κομβολόγιόν του, νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ τὴν ματαιουμένην ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος ἐλπίδα ὅτι οἱ ἱερεῖς θ᾽ ἀπεφάσιζον νὰ κάμουν στάσιν καὶ ν᾽ ἀναπέμψουν δέησιν ὑπὸ τὸν ἐξώστην του· τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτὴ ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν) εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον τῆς οἰκίας της μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου ἐκράτει τὴν λαμπαδίτσαν της μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κ᾽ ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμῶσα ἐγγύτερον νὰ προσέλθῃ καὶ ἀσπασθῇ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας Του.

Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἀλειτούργητην λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνὰς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους, κ᾽ ἔβλεπε κ᾽ ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὁποὺ ἐπέστρεφαν τρέχουσαι φροὺ-φροὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας ἕως τὸ σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾽ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κ᾽ ἐμοιρολογοῦσε τὴν φθαρεῖσαν νεότητά της.

Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴν Δευτέραν Ἀνάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα τὸν τοῖχον-τοῖχον, κολλῶσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴν βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα.

Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν, ἡ πρώτη Ἀνάστασις εἶναι γιὰ τὶς κυράδες, ἡ δευτέρα γιὰ τὶς δοῦλες. Ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα ἐφοβεῖτο τὰς νύκτας νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μήπως τὴν κοιτάξουν, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τὴν ἡμέραν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν. Διότι οἱ κυράδες τὴν ἐκοίταζαν, οἱ δοῦλες τὴν ἔβλεπαν ἁπλῶς. Εἰς τοῦτο δὲ ἀνεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δὲν ἤθελεν ἢ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς κυρίας, καὶ ὑπεβιβάζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑπηρετριῶν. Αὐτὴ ἦτο ἡ τύχη της.

Ὡραῖον καὶ πολὺ ζωντανόν, καὶ γραφικὸν καὶ παρδαλόν, ἦτο τὸ θέαμα. Οἱ πολυέλεοι ὁλόφωτοι ἀναμμένοι, αἱ ἅγιαι εἰκόνες στίλβουσαι, οἱ ψάλται ἀναμέλποντες τὰ Πασχάλια, οἱ παπάδες ἱστάμενοι μὲ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν ἐπὶ τῶν στέρνων, τελοῦντες τὸν Ἀσπασμόν.

Οἱ δοῦλες μὲ τὰς κορδέλας των καὶ μὲ τὰς λευκὰς ποδιάς των, ἐμοίραζαν βλέμματα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, κ᾽ ἐφλυάρουν πρὸς ἀλλήλας, χωρὶς νὰ προσέχουν εἰς τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Οἱ παραμάννες ὡδήγουν ἀπὸ τὴν χεῖρα τριετῆ καὶ πενταετῆ παιδία καὶ κοράσια, τὰ ὁποῖα ἐκράτουν τὰς χρωματιστὰς λαμπάδας των, κ᾽ ἔκαιον τὰ χρυσόχαρτα μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν στολισμέναι, κ᾽ ἔπαιζαν κ᾽ ἐμάλωναν μεταξύ των, κ᾽ ἐζητοῦσαν νὰ καύσουν ὄπισθεν τὰ μαλλιὰ τοῦ πρὸ αὐτῶν ἱσταμένου παιδίου. Οἱ λοῦστροι ἔρριπτον πυροκρόταλα εἰς πολλὰ ἄγνωστα μέρη ἐντὸς τοῦ ναοῦ, καὶ κατετρόμαζον τὲς δοῦλες. Ὁ μοναδικὸς ἀστυφύλαξ τοὺς ἐκυνηγοῦσε, ἀλλ᾽ αὐτοὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν μίαν πλαγινὴν θύραν, κ᾽ εὐθὺς ἐπανήρχοντο διὰ τῆς ἄλλης. Οἱ ἐπίτροποι ἐγύριζον τοὺς δίσκους κ᾽ ἔρραινον μὲ ἀνθόνερον τὲς παραμάννες.

Δύο ἢ τρεῖς νεαραὶ μητέρες τῆς κατωτέρας τάξεως τοῦ λαοῦ, ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ παραμάννες, ἐκρατοῦσαν πεντάμηνα καὶ ἑπτάμηνα βρέφη εἰς τὰς ἀγκάλας. Τὰ μικρὰ ἤνοιγον τεθηπότα τοὺς γλυκεῖς ὀφθαλμούς των, βλέποντα ἀπλήστως τὸ φῶς τῶν λαμπάδων, τῶν πολυελέων καὶ μανουαλίων, τοὺς κύκλους καὶ τὰ νέφη τοῦ ἀνερχομένου καπνοῦ τοῦ θυμιάματος καὶ τὸ κόκκινον καὶ πράσινον φῶς τὸ διὰ τῶν ὑάλων τοῦ ναοῦ εἰσερχόμενον, τὸ ἀνεμίζον ράσον τοῦ ἐκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-ἔξω εἰς διάφορα θελήματα, τὰ γένεια τῶν παπάδων σειόμενα εἰς πᾶσαν κλίσιν τῆς κεφαλῆς, εἰς πᾶσαν κίνησιν τῶν χειλέων, διὰ νὰ ἐπαναλάβουν εἰς ὅλους τὸ Χριστὸς ἀνέστη· βλέποντα καὶ θαυμάζοντα ὅλα ὅσα ἔβλεπον, τὰ στίλβοντα κομβία καὶ τὰ στριμμένα μουστάκια τοῦ ἀστυφύλακος, τοὺς λευκοὺς κεφαλοδέσμους τῶν γυναικῶν, καὶ τοὺς στοίχους τῶν ἄλλων παιδίων, ὅσα ἦσαν ἀραδιασμένα ἐγγὺς καὶ πόρρω· παίζοντα μὲ τοὺς βοστρύχους τῆς κόμης τῶν βασταζουσῶν, καὶ ψελλίζοντα ἀνάρθρους ἀγγελικοὺς φθόγγους.

Δύο ὀκτάμηνα βρέφη εἰς τὰς ἀγκάλας δύο νεαρῶν μητέρων, αἵτινες ἵσταντο ὦμον μὲ ὦμον πλησίον μιᾶς κολώνας, μόλις εἶδαν τὸ ἓν τὸ ἄλλο, καὶ πάραυτα ἐγνωρίσθησαν καὶ συνῆψαν σχέσεις, καὶ τὸ ἕν, ὡραῖον καὶ καλὸν καὶ εὔθυμον, ἔτεινε τὴν μικρὰν ἁπαλὴν χεῖρά του πρὸς τὸ ἄλλο, καὶ τὸ εἷλκε πρὸς ἑαυτό, καὶ ἐψέλλιζεν ἀκαταλήπτους οὐρανίους φθόγγους.

Ἀλλ᾽ ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἦτο λιγεῖα, καὶ ἠκούσθη εὐκρινῶς ἐκεῖ γύρω, καὶ ὁ Γιαμπὴς ὁ ἐπίτροπος δὲν ἠγάπα ν᾽ ἀκούῃ θορύβους. Εἰς ὅλας τὰς νυκτερινὰς ἀκολουθίας τῶν Παθῶν πολλάκις εἶχε περιέλθει τὰς πυκνὰς τῶν γυναικῶν τάξεις διὰ νὰ ἐπιπλήξῃ πτωχήν τινα μητέρα τοῦ λαοῦ, διότι εἶχε κλαυθμυρίσει τὸ τεκνίον της. Ὁ ἴδιος ἔτρεξε καὶ τώρα νὰ ἐπιτιμήσῃ καὶ αὐτὴν τὴν πτωχὴν μητέρα διὰ τοὺς ἀκάκους ψελλισμοὺς τοῦ βρέφους της.

Τότε ἡ Χριστίνα ἡ Δασκάλα, ἥτις ἵστατο ὀλίγον παρέκει, ὀπίσω ἀπὸ τὸν τελευταῖον κίονα, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, σύρριζα εἰς τὴν γωνίαν, ἐσκέφθη ἀκουσίως της ―καὶ τὸ ἐσκέφθη ὄχι ὡς δασκάλα, ἀλλ᾽ ὡς ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος γυνὴ ὁποὺ ἦτον― ὅτι, καθὼς αὐτὴ ἐνόμιζε, κανείς, ἂς εἶναι καὶ ἐπίτροπος ναοῦ, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπιπλήξῃ πτωχὴν νεαρὰν μητέρα διὰ τοὺς κλαυθμυρισμοὺς τοῦ βρέφους της, καθὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὴν ἀποκλείσῃ τοῦ ναοῦ διότι ἔχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινῶς δὲν μεταδίδουν τὴν θείαν κοινωνίαν εἰς νήπια κλαίοντα; Καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποκλείσουν τῆς θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Ἕως πότε ὅλη ἡ αὐστηρότης τῶν «ἁρμοδίων» θὰ διεκδικῆται καὶ θὰ ξεθυμαίνῃ μόνον εἰς βάρος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ταπεινῶν;

Ἐκ τοῦ μικροῦ τούτου περιστατικοῦ, ἡ Χριστίνα ἔλαβεν ἀφορμὴν νὰ ἐνθυμηθῇ ὅτι πρὸ χρόνων, μίαν νύκτα, κατὰ τὴν ὕψωσιν τοῦ Σταυροῦ, ὅταν ἐπῆγε νὰ ἐκκλησιασθῇ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, παρὰ τὴν Πύλην τῆς Ἀγορᾶς, ἐνῷ ὁ ἀναγνώστης ἔλεγε τὸν Ἀπόστολον, ὅταν ἀπήγγειλε τὰς λέξεις «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός», αἴφνης, κατὰ θαυμασίαν σύμπτωσιν, ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην ἓν βρέφος ἤρχισε νὰ ψελλίζῃ μεγαλοφώνως, ἁμιλλώμενον πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ ἀναγνώστου. Καὶ ὁποίαν γλυκύτητα εἶχε τὸ παιδικὸν ἐκεῖνο κελάδημα! Τόσον ὡραῖον πρέπει νὰ ἦτο τὸ Ὡσαννὰ τὸ ὁποῖον ἔψαλλον τὸ πάλαι οἱ παῖδες τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν ἐρχόμενον Λυτρωτήν. «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου, τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν.»

Τοιαῦτα ἀνελογίζετο ἡ Χριστίνα, σκεπτομένη ὅτι καμμία μήτηρ δὲν θὰ ἦτο τόσον ἀφιλότιμος ὥστε νὰ μὴ στενοχωρῆται, καὶ νὰ μὴ σπεύδῃ νὰ κατασιγάσῃ τὸ βρέφος της, καὶ νὰ μὴ παρακαλῇ ν᾽ ἀνοιχθῇ πλησίον της εἰς τὸν τοῖχον, διὰ θαύματος, θύρα, διὰ νὰ ἐξέλθῃ τὸ ταχύτερον. Περιτταὶ δὲ ἦσαν αἱ νουθεσίαι τοῦ ἐπιτρόπου, πρόσθετον προκαλοῦσαι θόρυβον, καὶ ἀφοῦ πρὸς βρέφος θηλάζον ὅλα τὰ συνήθη μέσα τῆς πειθοῦς εἶναι ἀνίσχυρα, μόνη δὲ ἡ μήτηρ εἶναι κάτοχος ἄλλων μέσων πειθοῦς, τὴν χρῆσιν τῶν ὁποίων περιττὸν νὰ ἔλθῃ τρίτος τις διὰ νὰ τῆς ὑπενθυμίσῃ. Κ᾽ ἔπειτα λέγουν ὅτι οἱ ἄνδρες ἔχουν περισσότερον μυαλὸ ἀπὸ τὰς γυναῖκας!

Οὕτω ἐφρόνει ἡ Χριστίνα. Ἀλλὰ τί νὰ εἴπῃ; Αὐτῆς δὲν τῆς ἔπεφτε λόγος. Αὐτὴ ἦτον ἡ Χριστίνα ἡ δασκάλα, ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρόν. Παιδία δὲν εἶχε διὰ νὰ φοβῆται τὰς ἐπιπλήξεις τοῦ ἐπιτρόπου. Τὰ παιδία της τὰ εἶχε θάψει, χωρὶς νὰ τὰ ἔχῃ γεννήσει. Καὶ ὁ ἀνὴρ τὸν ὁποῖον εἶχε δὲν ἦτο σύζυγός της.

Ἦσαν ἀνδρόγυνον χωρὶς στεφάνι.

Χωρὶς στεφάνι! Ὁπόσα τοιαῦτα παραδείγματα!…

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ἐλλείψει ὅμως ἄλλης προνοίας, χριστιανικῆς καὶ ἠθικῆς, διὰ νὰ εἶναι τοὐλάχιστον συνεπεῖς πρὸς ἑαυτοὺς καὶ λογικοί, ὀφείλουν νὰ ψηφίσωσι τὸν πολιτικὸν γάμον.

Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ τὰς συστάσεις τῶν κομματαρχῶν διὰ νὰ διορίζεται δασκάλα, εἷς τῶν κομματαρχῶν τούτων, ὁ Παναγὴς ὁ Ντεληκανάτας, ὁ ταβερνάρης, τὴν εἶχεν ἐκμεταλλευθῆ. Ἅμα ἤλλαξε τὸ ὑπουργεῖον, καὶ δὲν ἴσχυε πλέον νὰ τὴν διορίσῃ, τῆς εἶπεν: «Ἔλα νὰ ζήσουμε μαζί, κι ἀργότερα θὰ σὲ στεφανωθῶ». Πότε; Μετ᾽ ὀλίγους μῆνας, μετὰ ἓν ἑξάμηνον, μετὰ ἕνα χρόνον.

Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ χρόνοι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀκόμη εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιά, κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν ἐστεφανώθη ποτέ.

Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κ᾽ ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.

Ἡ ταλαίπωρος αὐτὴ μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα, ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κ᾽ ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο δύο ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιάν, καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους… καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιάν της.

Τρία ἢ τέσσαρα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν.

Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κ᾽ ἔκλαιε τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κ᾽ ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ μακάρια, περιΐπταντο εἰς τὰ ἄνθη τοῦ παραδείσου, ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾽ ἀγγελούδια τὰ ἐγχώρια ἐκεῖ.

Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.

Κ᾽ ἔπλυνε κ᾽ ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον. Τὴν Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾽ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσεῖρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾽ ἀκούσῃ τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὶ μὲ τὶς δοῦλες καὶ τὶς παραμάννες.

Ἀλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.

(1896)

26 Ιανουαρίου 2017

Guantanamera [original music: Jose Fernandez Diaz, music adaptation: Pete Seeger and Julian Orbon, Lyric adaptation: Julian Orbon, based on a poem by Jose Marti, μετ. ΦΚ}

Guantanamera


Yo soy un hombre sincero
De donde crecen las palmas
Yo soy un hombre sincero
De donde crecen las palmas

Y antes de morirme quiero
Echar mis versos del alma

Chorus:
Guantanamera
Guajira Guantanamera
Guantanamera
Guajira Guantanamera

Mi verso es de un verde claro
Y de un carmín encendido
Mi verso es de un verde claro
Y de un carmín encendido
Mi verso es un ciervo herido
Que busca en el monte amparo

Chorus:
Guantanamera
Guajira Guantanamera
Guantanamera
Guajira Guantanamera

Cultivo la rosa blanca
En junio como en enero
Cultivo la rosa blanca
En junio como en enero

Para el amigo sincero
Que me da su mano franca

Chorus:
Y para el cruel que me arranca
El corazón con que vivo
Y para el cruel que me arranca
El corazón con que vivo
Cardo ni ortiga cultivo
Cultivo la rosa blanca

Chorus:
Con los pobres de la tierra
Quiero yo mi suerte echar
Con los pobres de la tierra
Quiero yo mi suerte echar
El arroyo de la sierra
Me complace más que el mar



Κόρη απ’ το Γκουάνταναμο


Είμαι ένα παλληκάρι
Που λέει πάντα αλήθεια
Πατρίδα μου ο τόπος που φοινικιές φυτρώνουν 
Είμαι ένα παλληκάρι
Που λέει πάντα αλήθεια
Πατρίδα μου ο τόπος που φοινικιές φυτρώνουν 

Και πριν να φύγω απ’ τη ζωή
Θέλω να πω της ψυχής μου τους στίχους 

Χορός:
Κόρη απ’ το Γκουάνταναμο
Χωριατοπούλα απ’ το Γκουάνταναμο
Κόρη απ’ το Γκουάνταναμο
Χωριατοπούλα απ’ το Γκουάνταναμο

Ο στίχος μου είναι ανοιχτό πράσινο
Και πορφυρό πυρωμένο 
Ο στίχος μου είναι ανοιχτό πράσινο
Και πορφυρό πυρωμένο 
Ο στίχος μου είναι πληγωμένο ελάφι
Που στα βουνά γυρεύει απάγκιο 

Χορός:
Κόρη απ’ το Γκουάνταναμο
Χωριατοπούλα απ’ το Γκουάνταναμο
Κόρη απ’ το Γκουάνταναμο
Χωριατοπούλα απ’ το Γκουάνταναμο

Φύτεψα λευκά ρόδα
Τον Ιούνη μα και το Γενάρη
Φύτεψα λευκά ρόδα
Τον Ιούνη μα και το Γενάρη

Για τον αληθινό μου φίλο
Που μου τείνει από καρδιάς το χέρι 

Χορός:
Κι έτσι σωπαίνει ο αγροίκος που διεγείρει την καρδιά της ζωής μου
Κι έτσι σωπαίνει ο αγροίκος που διεγείρει την καρδιά της ζωής μου
Ούτε ασπράγκαθο ούτε τσουκνίδα
Φύτεψα, φύτεψα λευκά ρόδα

Χορός:
Με τους φτωχούς της γης 
Θέλω να έχω κοινή μοίρα
Με τους φτωχούς της γης 
Θέλω να έχω κοινή μοίρα
Αχ! των βουνών τα ρυάκια 
Με τέρπουν πιότερο απ’ το πέλαγο

25 Ιανουαρίου 2017

24 Ιανουαρίου 2017

Σκιές.






































[περιοχή Πύργου Οινόης Μαραθώνα 22.01.2017 11.54]

Υπό τις σκιές που φτιάξαμε να μας περιβάλλουν: σκιές.

[Τα δίδυμα πολυβολεία στη συνοικία Πευκόφυτο στον Άγιο Στέφανο Αττικής 22.01.2017]

Τα δίδυμα πολυβολεία, που βρίσκονται στη συνοικία Πευκόφυτο στον Άγιο Στέφανο Αττικής, κατασκευαστήκανε τον μεν ένα επί Μεταξά λίγο πριν την είσοδο της Ελλάδας στον Β'ΠΠ και το άλλο από τους Ιταλούς μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις το άξονα. Βρίσκονται ακριβώς δίπλα στις γραμμές του τρένου, σε απόσταση περί τα 200 μέτρα μεταξύ τους.

Το βόρειο:







 















Το νότιο:





















στην κατωτέρω φωτογραφία ο φίλος και ποιητής Χρήστος Τουμανίδης:


















στην κατωτέρω φωτογραφία διακρίνεται σκουριασμένο μεταλλικό αντικείμενο, που βρισκόταν κοντά στο βόρειο πολυβολείο, και μοιάζει με το πίσω μέρος βλήματος:

23 Ιανουαρίου 2017

[Στον Πύργο Οινόης Μαραθώνα 22.01.2017]

Ο Πύργος Οινόης στο Μαραθώνα κατασκευάστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ. από τον Όθωνα Δελαρός (DeLaroche), ιδρυτή του ελληνικού κλάδου του ομώνυμου οίκου ευγενών της Βουργουνδίας.









Περίανδρος Παπανικολάου - Σειράδιο

























Διαβάστε ή κατεβάστε (σε μορφή pdf), ακολουθώντας το σύνδεσμο εδώ, το εκατοστό εβδομηκοστό τέταρτο βιβλίο της σειράς "εν καινώ" των 24Γραμμάτων, την ποιητική συλλογή του Περίανδρου Παπανικολάου με τίτλο: "Σειράδιο".

-------------------------------------------------------------


Οι Καμιναράδες
                          
στον Ηλία Μ.

Πηγαίνοντας στα χωράφια
με το τσαπί στον ώμο
δουλεύοντας από ήλιο σε ήλιο
με τις τραγιάσκες και τις ντρίτσες
έμπαιναν στη σειρά
σκάβοντας  του τσιφλικά  το χώμα
οι καμιναράδες εργάτες.
Στο καπηλειό κάθε βραδιά 
με μπριγιαντίνη στα μαλλιά
τσάκιση ξουράφι
στο μπαλωμένο παντελόνι
τις Κυριακές φορούσαν
σακάκι με ζωνάρι
τσιμπούκι με ταμπάκο φουμάριζαν
τσιγάρο με ροζ χαρτάκι
οι καμιναράδες εργάτες
με συντροφιά πάντα κρασί 
αστεία και τραγούδι
«Στειλιάρι τρία νούμερο» 
Εκείνο που τους ρόζιασε τα χέρια
Θυμούνται με καημό στο καπηλειό
Οι γέροι Κεφαλλονίτες εργάτες.



22 Ιανουαρίου 2017

Ερωτηματικά - ΧΧ


πόσες λες ψυχές
να πετούν είδαν
προτού στον –ισμό χτιστούν;
(20.01.2017) 

Ψυχή: σημαίνει και πεταλούδα

απόσπασμα από το Δοκίμιο Ι - "Το εκφράζεσθαι" [Ζήσιμος Λορεντζάτος]


Είναι καιρός να μάθομε να ξεχωρίζομε τον αγώνα της γλώσσας, δηλαδή της έκφρασης, από το γλωσσικό αγώνα, δυο πράγματα ολωσδιόλου διαφορετικά. Το γλωσσικό αγώνα μπορεί να τον κάνει ένας επιστήμονας ή ένας παιδαγωγός σε μια χώρα που υπάρχει γλωσσικό ζήτημα, ενώ τον αγώνα της γλώσσας, δηλαδή της έκφρασης, μπορεί να τον κάνει μονάχα ο τεχνίτης, που τον συνεχίζει και πριν ή αφού λυθεί το γλωσσικό ζήτημα – όσο υπάρχει τέχνη. Όσο βαστάει το γλωσσικό ζήτημα τίποτα δεν εμποδίζει τον τεχνίτη να πάρει μέρος με το στρατόπεδο της αλήθειας· αυτό έκαναν ο Δάντης και ο Σολωμός. Η περίπτωση αυτή αφορά μονάχα το πρώτο μέρος της σολωμικής έκφρασης και δε συνδέεται αλλιώς με την τέχνη. Ο Κάλβος μακριά από την αλήθεια του δημοτικισμού, μπόρεσε να κάνει τέχνη μοναδική. Ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης το ίδιο. Δεν είναι από τα μικρότερα ονόματα που διαθέτομε. (Δοκίμιο Ι – Το εκφράζεσθαι, 1947, Μελέτες Α, 107]   

Από το βιβλίο: "O Παπαδιαμάντης του Ζήσιμου Λορεντζάτου", εκδ. Ίκαρος, 2011.  

21 Ιανουαρίου 2017

Помню чудное мгновенье [Александр Сергеевич Пушкин, "Μια μαγική στιγμή θυμάμαι", Αλέξανδρος Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, μετ. ΦΚ]

Помню чудное мгновенье

Помню чудное мгновенье; 
Передо мной явилась ты, 
Как мимолетное виденье, 
Как гений чистой красоты. 
В томленьях грусти безнадежной, 
В тревогах шумной суеты, 
Звучал мне долго голос нежный, 
И снились милые черты. 
Шли годы, бурь порыв мятежный 
Рассеял прежние мечты, 
И я забыл твой голос нежный, 
Твои небесные черты. 
В глуши, во мраке заточенья 
Тянулись тихо дни мои 
Без божества, без вдохновенья, 
Без слез, без жизни, без любви. 
Душе настало пробужденье; 
И вот опять явилась ты, 
Как мимолетное виденье, 
Как гений чистой красоты.



A magic moment I remember

A magic moment I remember:
I raised my eyes and you were there.
A fleeting vision, the quintessence
Of all that's beautiful and rare.               
I pray to mute despair and anguish
To vain pursuits the world esteems,
Long did I near your soothing accents,
Long did your features haunt my dreams.
Time passed- A rebel storm-blast scattered
The reveries that once were mine
And I forgot your soothing accents,
Your features gracefully divine.
In dark days of enforced retirement 
I gazed upon grey skies above
With no ideals to inspire me,
No one to cry for, live for, love.
Then came a moment of renaissance,
I looked up- you again are there,
A fleeting vision, the quintessence
Of all that`s beautiful and rare.

(η αγγλική μετάφραση: ανώνυμου)



Μια μαγική στιγμή θυμάμαι

Μια μαγική στιγμή θυμάμαι:           
Τα μάτια σήκωσα κι ήσουν εκεί. 
Όραμα φευγαλέο, η πεμπτουσία       
Από ό,τι σπάνιο κι εξαίσιο ζει.                                 
Στη άηχη απόγνωση εύχομαι και στην αγωνία, 
Σ’ αναζητήσεις μάταιες που ο κόσμος εκτιμά,
Σ’ ό,τι καιρό διέπραττα με τόνους σε αρμονία,
Σ’ ό,τι καιρό στοίχειωνε τα όνειρά μου η μορφή σου απ’ τα παλιά.    
Πέρασε ο χρόνος πια και πάει, η αντάρτισσα θύελλα με τις ριπές της σκορπάει
Τους ρεμβασμούς, που άλλοτε ήταν δικοί μου
Και ξέχασα τους ήρεμους τόνους σου, 
Τα όλο χάρη θεϊκά γνωρίσματά σου.                                 
Σε μέρες σκοτεινές αφόρητης ηρεμίας 
Ατένιζα τους γκρίζους πάνωθέ μου ουρανούς 
Χωρίς να με εμπνέουν ιδανικά, 
Χωρίς γι’ αυτά κανένας να κλαίει, να ζει και ν’ αγαπά.                                         
Μετά αναγεννήθηκα, ήρθε η στιγμή,                  
ατένισα ψηλά κι ήσουν εκεί,      
όραμα φευγαλέο, η πεμπτουσία                    
από ό,τι σπάνιο κι εξαίσιο ζει.



Το ποίημα γράφτηκε τον Ιούλιο του 1825 κι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1827. Είναι αφιερωμένο στην Άννα Πετρόβνα Κερν (1800-1879).



Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γόνος ευγενούς οικογενείας, έφυγε στα 38 του χρόνια. Λαβώθηκε το παλληκάρι, σε μονομαχία για χάρη της αγαπημένης του συζύγου (Ναταλία Γκοντσάροβα). Ο ποιητής  σήκωσε το βλέμμα, πελαγωμένος μες το αίμα, και είδε τον έρωτά του να φεύγει σε άλλου αγκαλιά. Ο Πούσκιν εξέθρεψε τη ρωσική νεολαία της εποχής του με δράματα και ποιήματα, που δείχνουν ένα μεγάλο πνεύμα. Ο άνθρωπος αυτός, οραματιστής, λύρα αισθαντική του ποιητικού λόγου, αναμόρφωσε τη ρώσικη λογοτεχνία, ύμνησε την ανδρεία, τους γενναίους πολεμιστές και πάνω από όλα, την αγάπη, που μία και μοναδική φορά στη ζωή μας, υψώνει την παντιέρα της στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Ζήσε, αν το θέλεις και συ αναγνώστη, με τους στίχους του και σύμφωνα μ’ αυτούς.

ΦΚ

20 Ιανουαρίου 2017

Bobby Brown [Frank Zappa]


Bobby Brown

Γεια σας άνθρωποι, ο Bobby Brown είμαι
Και κατά πως λένε το πιο έξυπνο στην πόλη αγόρι
Με γρήγορο αμάξι και δόντια αστραφτερά
Και σ’ όλα τα κορίτσια να μου φιλήσουνε τα κωλομέρια λέω
Στο καλύτερο εδώ, πηγαίνω το σχολειό
Ντύνομαι κομψά και άνετος το παίζω
Μια μαζορέτα έχω εδώ που στην εργασία μου να με βοηθήσει θέλει
Θα την αφήσω να μου κάνει όλη τη δουλειά και μετά μπορεί και να τη βιάσω

Ω Θεέ, τ’ αμερικάνικο όνειρο εκπροσωπώ
Δεν νομίζω πως φέρομαι ακραία
Σκύλας μάνας είμαι ο ομορφονιός
Μια καλή δουλειά θα πιάσω και θα πλουτίσω

(μια καλή θα πιάσω, μια καλή θα πιάσω,
μια καλή θα πιάσω, μια καλή δουλειά θα πιάσω)

Η απελευθέρωση των γυναικών
Ύπουλα σ’ ολόκληρο ξαπλώνεται το έθνος
Άνθρωποι σας λέω πως δεν ήμουν έτοιμος
Όταν τη λεσβία που τη λέγανε Freddie μάταια προσπάθησα να πηδήξω
Ένα μικρό λογύδριο αυτή έβγαλε μετά,
Και αχ, «πότε να σταματήσει» να της πω μού επέβαλε
Είχε τ’ αρχίδια μου σε μέγγενη σφιγμένα αλλά το πέος μου παρατημένο
Μου φαίνεται πως ακόμη κολλημένα είναι αλλά τώρα πρόωρη εκσπερμάτωση έχω

Ω Θεέ, τ’ αμερικάνικο όνειρο εκπροσωπώ
Αλλά τώρα βαζελίνη μυρίζω
Σκύλας μάνας είμαι ο αξιοθρήνητος γιος
Κι αν είμαι κύριος ή κυρία δεν το ξέρω  

(Αναρωτιέμαι, όλο αναρωτιέμαι)

Έτσι λοιπόν βγήκα κι ένα κουστούμι αγόρασα
Τα κλειδιά μου παίζω νευρικά στου παντελονιού την τσέπη, αλλά ακόμη κάπως χαριτωμένος είμαι
Ραδιοφωνικού παραγωγού έπιασα δουλειά
Και κανείς απ’ τους dj δεν μπορεί πως είμαι ομοφυλόφιλος να πει
Εγώ κι ένας φίλος τελικά
Σε σαδομαζοχιστικά παρασυρθήκαμε παιχνίδια
Μπορώ μια ώρα να περάσω στο σκαμνί με το ξύλινο βιδωτό πέος
Όσο να με κατουρήσουν

Ω Θεέ, τ’ αμερικάνικο όνειρο εκπροσωπώ
Μ’ ένα ξύλινο στον κώλο μου πέος μέχρι να ουρλιάξω
Και τα πάντα θα κάνω να προχωρήσω
Τις νύχτες ξάγρυπνος μένω τη Freddie ευχαριστώντας
Ω Θεέ, ω Θεέ, νοιώθω φανταστικά!
Με τη βοήθεια της Freddie ένας σεξουαλικά σπαστικός έγινα
Και  Bobby Brown είναι τ’ όνομά μου
Κοίταξέ με τώρα πώς με παίρνει από κάτω
Και  Bobby Brown είναι τ’ όνομά μου
Κοίταξέ με τώρα πώς με παίρνει από κάτω

Γελώντας: το ‘ξερα πως δεν θα ξαφνιαζόσουν


Bobby Brown
(πηγή πρωτότυπων στίχων: lyricsfreak.com/frank zappa.

Hey there, people, I'm Bobby Brown
They say I'm the cutest boy in town
My car is fast, my teeth are shiny
I tell all the girls they can kiss my heinie
Here I am at a famous school
I'm dressin' sharp & I'm actin' cool
I got a cheerleader here wants to help with my paper
Let her do all the work & maybe later I'll rape her

Oh God I am the American dream
I do not think I'm too extreme
& I'm a handsome son of a bitch
I'm gonna get a good job & be real rich

(Get a good
Get a good
Get a good
Get a good job)

Women's Liberation
Came creepin' across the nation
I tell you people I was not ready
When I fucked this dyke by the name of Freddie
She made a little speech then, 
Aw, she tried to make me say "when"
She had my balls in a vise, but she left the dick
I guess it's still hooked on, but now it shoots too quick

Oh God I am the American dream
But now I smell like Vaseline
& I'm a miserable son of a bitch
Am I a lord or a lady, I don't know which

(I wonder wonder
Wonder wonder)

So I went out & bought me a leisure suit
I jingle my change, but I'm still kinda cute
Got a job doin' radio promo
& none of the jocks can even tell I'm a homo
Eventually me n' a friend
Sorta drifted along into S&M
I can take about an hour on the tower of power
'Long as I gets a little golden shower

Oh God I am the American dream
With a spindle up my butt till it makes me scream
& I'll do anything to get ahead
I lay awake nights sayin', "Thank you, Fred!"
Oh God, oh God, I'm so fantastic! 
Thanks to Freddie, I'm a sexual spastic
And my name is Bobby Brown
Watch me now, I'm goin down, 
And my name is Bobby Brown
Watch me now, I'm goin down

(Laughing) I knew you'd be surprised

Ακούστε το εδώ.


Για την ορκωμοσία. 

19 Ιανουαρίου 2017

Ψαμμίτες.




























[Μετέωρα 15.01.2017 16.20]

Αιώνες αμέτρητους συγκολλούσε
το αρχαίο ποτάμι
τους αρχαίους κόκκους
στις αρχαίες εκβολές του
στην αρχαία θάλασσα.
Και τους συγκόλλησε γερά.
Τόσο που να μπορώ, από κει ψηλά, ν' αγναντεύω το λευκό, σ' αυτόν τον κάμπο, ν' αντέχει πιότερο του λευκού των πρανών που τον περιβάλλουν.
Τι να περιμένω άλλο εκεί;
Πώς το άπειρο να μικρύνει κάτι περικόπτοντας απτό;

18 Ιανουαρίου 2017

... του χιονιά το γέλιο.





























[λίμνη Πλαστήρα 16.11.2017 11.25]

Κι όταν η κουβέντα για τα χρώματα αρχίνησε, βροντερά αντήχησε του χιονιά το γέλιο.  

17 Ιανουαρίου 2017

16 Ιανουαρίου 2017

Τρέχοντας

Χώρος: Περί το ασανσέρ που συνδέει το πρώτο υπόγειο ενός σταθμού Μετρό με την έξοδο, στην οποία υπάρχει τερματικός σταθμός αστικών λεωφορείων. Η σκηνή χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Το κάτω επίπεδο, το πρώτο υπόγειο του σταθμού, είναι ο χώρος μπροστά στο ασανσέρ εισόδου-εξόδου από τους χώρους του Μετρό, το οποίο βρίσκεται προς το αριστερό μέρος της σκηνής με τις πόρτες του στραμμένες ώστε κάποιος να βγαίνει ή μπαίνει σε αυτό παράλληλα προς την σκηνή. Οι τοίχοι, που περιβάλουνε το θάλαμο του ασανσέρ καθώς και οι πλευρικοί τοίχοι του θαλάμου του ασανσέρ, είναι από διάφανο γυαλί. Το πάνω επίπεδο είναι η έξοδος του ασανσέρ σε τερματικό σταθμό αστικών λεωφορείων. Περί τα δύο με τρία μέτρα από την είσοδο-έξοδο του ασανσέρ στο πάνω επίπεδο υπάρχει πεζοδρόμιο, δέκα περίπου πόντους υπερυψωμένο από το χώρο που σταθμεύουνε τα λεωφορεία. Στο βάθος και στο μέσο της σκηνής διακρίνεται μια σκάλα, που επίσης συνδέει τα δύο επίπεδα. Η σκάλα στρίβει έτσι ώστε κάποιος που την ανεβαίνει στο κάτω επίπεδο να φαίνεται η πλάτη του και στο πάνω να βγαίνει με το πρόσωπό του μπροστά. 
Ανοίγοντας η αυλαία διακρίνουμε στο κάτω επίπεδο έναν άντρα με καπαρντίνα και την πλάτη του στραμμένη προς το χώρο των θεατών, ο οποίος στο αριστερό του χέρι κρατά ένα λευκό μπαστούνι κατάλληλο για τυφλούς, να βρίσκεται μες στο θάλαμο του ασανσέρ, να πατάει με το δεξί του χέρι – ψάχνοντας και λίγο – το κουμπί ανόδου, τις πόρτες του θαλάμου να κλείνουνε και το θάλαμο να κατευθύνεται προς τα πάνω. Τη στιγμή που αυτός πατάει το κουμπί ανόδου αφενός ακούγεται από το χώρο της αφετηρίας ο θόρυβος ενός λεωφορείου που ξεκινάει το δρομολόγιο του (ο ήχος δεν ακούγεται ή ακούγεται ελάχιστα στο κάτω επίπεδο) αφετέρου, στο κάτω επίπεδο, μια μεσόκοπη, ευτραφής, αλλά βασταγερή, γυναίκα εμφανίζεται να βαδίζει όσο πιο γρήγορα μπορεί από τα δεξιά (όπως φαίνεται από το χώρο των θεατών) προς το ασανσέρ, κουνώντας τα χέρια της προς τον άντρα να την περιμένει και φωνάζοντας ασθμαίνοντας: «περίμενε με, περίμενέ με!». Μέχρι να φτάσει στο ασανσέρ ο θάλαμος έχει ξεκινήσει. Αυτή σταματά, βρίζει και κατευθύνεται προς τη σκάλα, την οποίο ανεβαίνει, αλλά με σχετική δυσκολία. Στο μεταξύ ο τυφλός άντρας φτάνει επάνω, βγαίνει από το θάλαμο, προχωρά λίγο με το μπαστούνι του προσεκτικά και στέκεται να περιμένει στην άκρη του πεζοδρομίου Όταν αυτή, λίγα δευτερόλεπτα μετά, φτάνει επάνω βλέπει τον τυφλό άντρα λίγα μέτρα μπροστά της, και υπό τέτοια γωνία ως προς αυτήν ώστε να μην μπορεί να διακρίνει το πρόσωπό του, να περιμένει ακίνητος στην άκρη του πεζοδρομίου. Η ίδια στη βιασύνη της δεν φαίνεται να έχει καταλάβει ότι πρόκειται περί τυφλού και αφού πρώτα ρίξει μια ματιά προς τα αριστερά της και διαπιστώσει ότι έχει χάσει το λεωφορείο, ορμάει επάνω του φωνάζοντας: «Ηλίθιε! πώς να περιμένω τώρα μία ώρα;». Αυτός ακούει τις φωνές, αλλά δεν προλαβαίνει να συνειδητοποιήσει ότι τον αφορούνε και η γυναίκα, στον ελάχιστο χρόνο που χρειάστηκε μέχρι να τον φτάσει, να τον σπρώξει βίαια, να πέσει αυτός άγαρμπα σπάζοντας το κεφάλι του και μένοντας νεκρός, δεν βλέπει ότι ήτανε τυφλός.


(12.01.2017)                         

15 Ιανουαρίου 2017

Malagueña [Elpidio Ramírez y Pedro Galindo, μετ. ΦΚ]


Malagueña

Que bonitos ojos tienes
Debajo de esas dos cejas
Debajo de esas dos cejas
Que bonitos ojos tienes.

Ellos me quieren mirar
Pero si tu no los dejas
Pero si tu no los dejas
Ni siquiera parpadear.

Malagueña salerosa
Besar tus labios quisiera
Besar tus labios quisiera.
Malagueña salerosa
Y decirte niña hermosa.

Que eres linda y hechicera,
Que eres linda y hechicera
Como el candor de una rosa.

Si por pobre me desprecias
Yo te concedo razón
Yo te concedo razón
Si por pobre me desprecias.

Yo no te ofrezco riquezas
Te ofrezco mi corazón
Te ofrezco mi corazón
A cambio de mi pobreza.

Malagueña salerosa
Besar tus labios quisiera
Besar tus labios quisiera.
Malagueña salerosa
Y decirte niña hermosa.

Que eres linda y hechicera,
Que eres linda y hechicera
Como el candor de una rosa.
Y decirte niña hermosa.



Κόρη απ’ τη Μάλαγα

Τι ωραία ματάκια πούχεις
Κάτω απ’ τα δυο βλέφαρά σου
Κάτω απ’ τα δυο βλέφαρά σου
Τι ωραία ματάκια πούχεις

Όλο θέλουν να με βλέπουν
Αλλά εσύ δεν τα αφήνεις
Αλλά εσύ δεν τα αφήνεις
Ούτε ακόμα και να παίξουν.

Νοστιμούλα Μαλαγκιένια
Θάθελα να σου φιλήσω τα χείλη
Θάθελα να σου φιλήσω τα χείλη.
Νοστιμούλα Μαλαγκιένια
Κι εγώ να σε πω ομορφούλα. 

Είσαι όμορφη και μαγισούλα
Είσαι όμορφη και μαγισούλα
Σαν του ρόδου την ασπράδα.

Κι αν με υποτιμάς το φτωχό
Εγώ  δίκιο σου δίνω
Εγώ  δίκιο σου δίνω
Κι αν με υποτιμάς το φτωχό

Δεν σου δίνω εγώ τα πλούτη
Εγώ σου δίνω την καρδιά μου
Εγώ σου δίνω την καρδιά μου
Αντί για τη φτώχεια μου.

Νοστιμούλα Μαλαγκιένια
Θάθελα να σου φιλήσω τα χείλη
Θάθελα να σου φιλήσω τα χείλη.
Νοστιμούλα Μαλαγκιένια
Κι εγώ να σε πω ομορφούλα. 

Είσαι όμορφη και μαγισούλα
Είσαι όμορφη και μαγισούλα
Σαν του ρόδου την ασπράδα.
Κι εγώ σε λέω ομορφούλα.

La Historia De Un Amor [Carlos Eleta Almarán, μετ. ΦΚ]


La Historia De Un Amor

Ya no estás más a mi lado, corazón
En el alma solo tengo soledad
Y si ya no puedo verte
Porque Dios me hizo quererte
Para hacerme sufrir más
Siempre fuiste la razón de mi existir
Adorarte para mí fue religión
Y en tus besos yo encontraba
El calor que me brindaba
El amor, y la pasión
Es la historia de un amor
Como no hay otro igual
Que me hizo comprender
Todo el bien, todo el mal
Que le dio luz a mi vida
Apagándola después
Ay que vida tan obscura
Sin tu amor no viviré...



Η ιστορία μιας αγάπης

Δεν σ’ έχω πια στο πλάι μου,
Καρδιά μου
Και στην ψυχή μου νιώθω μοναξιά
Τώρα πια δεν γίνεται να σε βλέπω
Αφού ο Θεός μ’ έκανε να σ’ αγαπήσω
Για να με κάνει να υποφέρω πιο πολύ
Πάντα ήσουν ο λόγος της ύπαρξής μου
Η λατρεία μου για σένα ήταν θρησκεία
Και στα φιλιά σου εύρισκα
Τη θέρμη που μου πρόσφερε
Την αγάπη και το πάθος
Είν’ η ιστορία μιας αγάπης
Όπως δεν υπάρχει όμοιό της
Που μ’ έκανε να καταλάβω 
Όλα τα καλά και τ’ άσχημα
Που έδωσε φως στη ζωή μου
Κι ύστερα τόσβησε
Αχ! τι ζωή μαύρη
Που θα ζήσω δίχως εσένα…


14 Ιανουαρίου 2017

Ερωτηματικά - XIX


πόσα βήματα
δεν πέρα πάνε
του άστεγου στο χιόνι;
(11.01.2017)

13 Ιανουαρίου 2017

The Sound Of Silence [Paul Simon - Simon & Garfunkel, μετ. ΦΚ]


The Sound Of Silence

Hello darkness, my old friend
I've come to talk with you again
Because a vision softly creeping
Left it's seeds while I was sleeping
And the vision that was planted
In my brain still remains
Within the sound of silence

In restless dreams I walked alone
Narrow streets of cobblestone
'Neath the halo of a street lamp
I turned my collar to the cold and damp
When my eyes were stabbed by the flash of
A neon light that split the night
And touched the sound of silence

And in the naked light I saw
Ten thousand people, maybe more
People talking without speaking
People hearing without listening
People writing songs that voices never share and no one dared
Disturb the sound of silence

Fools said I, you do not know
Silence like a cancer grows
Hear my words that I might teach you
Take my arms that I might reach you
But my words like silent raindrops fell
And echoed in the wells of silence

And the people bowed and prayed
To the neon God they made
And the sign flashed out it's warning
In the words that it was forming
And the signs said, 'The words of the prophets
Are written on the subway walls and tenement halls'
And whispered in the sound of silence


Ο ήχος της σιωπής

Γεια σου, χαρά σου σκοτεινιά παλιά μου ερωμένη,
Νάμαι και πάλι μόνος μου να σου μιλήσω ήρθα,
Αφού στον ύπνο μου απαλά
Μια οπτασία έρπει, αφήνοντας 
Το σπόρο της κι αφού στο νου φυτρώνει, 
Ακόμα εκεί απόμεινε μες της σιωπής τον ήχο.

Σε όνειρα ατέλειωτα μόνος εγώ διαβαίνω 
Μες σε στενά λιθόστρωτα σοκάκια  
Πάω εγώ
Κάτω απ’ το φως των φαναριών του δρόμου όλο περνάω
Με το γιακά μου γυριστό
Στο κρύο και την πάχνη 
Ενώ τα δυο τα μάτια μου ένα φανάρι σκίζει 
Χωρίζοντάς τη τη νυχτιά  μια λάμπα φθορισμού
Τώρα τον ήχο της σιωπής, αυτόν πια τώρα αγγίζει
Κι έτσι στο φως της το γυμνό να! που τα είδα τώρα
Δέκα χιλιάδες πρόσωπα 
Μπορεί και πιο πολλά
Αυτοί λοιπόν φλυαρούσανε δίχως να ομιλούνε
Να! που λοιπόν ακούγανε δίχως να κρυφακούν
Αυτοί λοιπόν εγράφανε τραγούδια για τη λάμψη
Όπου φωνές δεν έλεγαν
Ούτε κανείς τολμούσε
Να σπάσει και να παραβεί τον ήχο της σιωπής

«Ανόητοι, αχ!» ψέλλισα, «κανείς δεν το κατέχει
Πως η σιωπή αυξάνεται σαν νάτανε χτικιό.
Ακούστε αυτά τα λόγια μου οπού θα σας διδάξω
Πιάστε με, αγκαλιάστε με, που τόσο εγώ αγαπώ»
Αλλά τα λόγια μου έπεφταν σαν σιγαλές ψιχάλες
Κι όλο αντηχούσανε βαριά στα φρέατα της σιωπής
Να! που εκείνοι σκύβανε κι όλο παρακαλούσαν
Ένα θεό  που είχανε φτιάξει  από κάποιο φως
Κι έτσι η λάμψη σήμαινε ένα δικό της νόημα
Και με τα λόγια  που άρμοζε
Η λάμψη έλεγε πια
Πως «τα στιχάκια της αυτά τα λέγαν οι προφήτες, 
Γραμμένα στον υπόγειο
Και τους συνοικισμούς 
Όπου ψιθύρους έβγαζαν
Στον ήχο της σιωπής».