30 Απριλίου 2017

Μια γατούλα αδέσποτη [Tan Taigi 炭太祇 (たんたいぎ) (1709 -1771 ή 1738-1791)]


Μια γατούλα αδέσποτη
κοιμάται με σκέπασμα
τη βροχή


Από το βιβλίο "Κλασσική Ιαπωνική Ποίηση" των Ελένη Ι. Ιωαννίδου και Γεώργιου Σ. Έξαρχου.

Των βιβλίων και των ρόδων [Aπόστολος Θηβαίος]


Των βιβλίων και των ρόδων. 

(κείμενο του Αποστόλη Θηβαίου, από τα 24grammata για την  Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου)

Με ρωτάς για τα βιβλία που αγάπησα. Γυμνή και όμορφη, μ΄ αμερικάνικα γούστα ξεφυλλίζεις ατέλειωτους καταλόγους. Η νύχτα αυτή θα μας φέρει πιο κοντά. Και ίσως απόψε, την ώρα του πιο μεγάλου έρωτά μας, σ΄ ένα δωμάτιο να κλείσει ένας αιώνας. Κάποιος που τ΄ όνομά του θα φτάσει στα χείλη όλων μας σφραγίζει τις παλιές πατρίδες. Ίσως απόψε μια τελεία, μια λέξη, ένας υπαινιγμός που ξεχάστηκε μες στη σκοτεινιά της αλλάξει αυτήν την ιστορία. Ν΄ αλλάξει σημαίνει πως από τούτη τη νύχτα και μετά μας αποκαλύπτονται τα θαύματα μιας μέρας όπως υπήρξαν για μια στιγμή μονάχα σε μια πόλη, σε ένα τίποτε που για μας τίποτα δεν σημαίνει.

Επειδή πιστεύω πως ακόμη τ΄ ομορφότερο βιβλίο και η πιο πρωτότυπη σύνθεση των χρωμάτων και οι φωνές ακόμη που μας ξυπνούν απ΄ τη ζωή δεν είπαν την τελευταία τους λέξη, δεν σου απαντώ. Σ΄ αφήνω ανέπαφη μες στ΄ όνειρό σου. Αν αφήσω τούτο το καταφύγιο με περιμένουν θόρυβοι και λέξεις. Με περιμένουν πηχυαίοι τίτλοι και αναρίθμητες γραμματικές. Εκεί κρύβεται τ΄ ομορφότερο βιβλίο, η τελευταία μου λέξη η πιο αγαπημένη. Τ΄ ομορφότερο βιβλίο μπορεί να μην έχει γραφτεί ποτέ, μπορεί να ανασαίνει στ΄ όραμα μιας Ινδιάνας, μες στην ευδοκία των Αντίλλων. Τ΄ ομορφότερο βιβλίο περιφρονεί αυτές τις μέρες που προφητεύουν την ιστορία. Δίνεται στο πάθος μιας ζωής, αναμετράται μ΄ απέραντα σύμπαντα, η σύλληψή του είναι ένα αληθινό μυστήριο. Το βιβλίο που ποτέ δεν διαβάστηκε μπορεί να προσμένει την αναγνώρισή του. Μπορεί να γεννιέται τούτη την ώρα στην καρδιά της πόλης, ν΄ αντλεί απ΄ τ΄ όραμά και την πίκρα του ή να συλλαβίζεται άστρο άστρο σ΄ένα δωμάτιο κλειστό. Κάθε μέρα μαθαίνει και μια καινούρια λέξη. Κάποτε εκείνο το βιβλίο θα σταθεί στα πόδια του, με το παράστημα του ταλέντου θα πει την ιστορία του. Θ΄ αλλάξει χέρια, τα χνάρια του θα χαθούν όπως τα λόγια που παίρνουν οι ανεμικές και που δεν υπάρχουν σε κανένα βιβλίο σου. Το πρόσωπό του θα είναι μια τοιχογραφία απ΄ εκείνες που σώζονται στ΄ αδιέξοδα της πόλης και πεθαίνουν κομμάτι το κομμάτι, δίχως κόπο και λάμψη. Το ομορφότερο βιβλίο είναι μια γειτονιά ολοσκότεινη, ο μέσα κόσμος ενός περιβολιού. Είναι Χριστός φτιαγμένος από ποιήματα, έχει κρεμασμένα στο λαιμό του περιδέραια και ελπίδες. Είναι καθρέφτης, λέει το τραγούδι ενός τρομερού πόνου, μιας μεγάλης αγάπης και υψώνεται στο στερέωμα. Τέτοια χάρη ανήκει με σιγουριά στον κόσμο των ιδεών, τέτοια δόξα ποτέ. Όπως εσύ που αποκοιμιέσαι δοσμένη στην τρυφερότητα των πρώτων σου στιγμών, ανυποψίαστη για τις νύχτες, για τις φλόγες που γεννούν μια τέτοια τέχνη.

Τ΄ ομορφότερο βιβλίο είναι κάτι σαν την ελπίδα μας που ακόμη περιμένει ανεκπλήρωτη και αδάμαστη. Που χαράζεται στα πρόσωπά μας όσο εμείς χαλούμε τις γραμμές μας, όσο διαλύουμε τις άμυνές μας και τραγικότεροι απ΄ τους ποιητές, λέμε ναι σε όλα. Ένα τέτοιο βιβλίο δεν βρήκα ποτέ. Έτσι τώρα απελπισμένος ζητάω τη ζεστασιά στην εκδοχή των είκοσι μόλις Αυγούστων σου. Το βιβλίο που με ρωτάς δεν υπάρχει Μπεατρίς. Δεν γράφτηκε ακόμη. Λένε οι βασιλιάδες φθάνουν πάντα με τον πιο παράδοξο τρόπο, τη στιγμή που η φαντασία μας αγριεύει, τη στιγμή που η σκέψη μας λαμβάνει παράξενες τροπές. Αυτό το βιβλίο Μπεατρίς, θα γεννηθεί μες απ΄ τα σκουπίδια του αιώνα μας. Κάτι δικό μας, κάτι πολύ προσωπικό θ΄ αγγίξει το μέτρο του. Όταν θα διαβαστεί θα ξεσπάσει εντός μας ο θόρυβος, ξανά και ξανά, γιατί θα γεννηθεί πολλές φορές ακόμη Μπεατρίς, την ώρα που η γλώσσα θα διαφθείρεται, την ώρα που το νεύρο του θα ζητά έναν κεραυνό για ν΄ αναστηθεί. Θα ξεσπάσει μες στους θορύβους που μοιάζουν με δέκα χιλιάδες πουλιά όταν το πρωί χαλούν τον κόσμο, με δεκάδες χιλιάδες που χιμούν στην πόλη. Στίχοι Μπεατρίς ενός τραγουδιού που αγαπήσαμε πολύ. Να τι είναι το ομορφότερο βιβλίο του κόσμου.

Το κορίτσι έχει πια αποκοιμηθεί. Αυτή η νύχτα θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Η Μπεατρίς είναι ένα ζεστό σπίτι, είναι η πεταλούδα και η βαθιά λαγνεία της εποχής μας. Μπορεί μέσα της να μεγαλώνει το βιβλίο που ως τώρα δεν γράφτηκε. Ενώπιον του θα υποκλιθούμε δίχως να γνωρίζουμε σε τι, για να διηγηθούμε την ιστορία του θα πρέπει να ξοδέψουμε όλο τον ουρανό που μας χαρίστηκε. Η γλώσσα του θα είναι αλλοτινή.

Η Λα Ράμπλα πεθαίνει απ΄ το τέλος του απογεύματος. Αμέτρητα ρόδα, τόση ομορφιά όση ποτέ και κανείς δεν θα μαρτυρήσει αφήνει την τελευταία της πνοή στη Βαρκελώνη. Κάτι σπαράγματα μόνο μιας νιότης που πέρασε φέγγουν κάθε τόσο στο στερέωμα. Αιματοβαμμένοι βασιλείς, παράφρονες, μορφές που θυσιάστηκαν στη φαντασία τους και τώρα γυρνούν τον κόσμο μες στην τόση τους πίκρα, πλανόδια εμβλήματα που έγιναν θυσία για την πλάνη και για την ομορφιά. Θα ‘θελε να τους δει και εκείνη να περνούν ιδανικοί μ΄ απίθανα μάτια σαν να φτερουγίζει η ζωή και το λάθος μέσα τους. Η πόλη μπορεί να περιμένει. Αυτή η γυναίκα περνά τώρα σε μια άλλη σφαίρα. Τίποτε παραπάνω από ένα σπασμένο κρίνο συλλογίζεται και ξαπλώνει πλάι της.

29 Απριλίου 2017

Ludlow, οι Έλληνες στους Πολέμους του Άνθρακα


























Το ντοκιμαντέρ «Ludlow, οι Έλληνες στους Πολέμους του Άνθρακα», παραγωγής 2016, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Βαρδαρού, αφηγείται την ιστορία Ελλήνων μεταναστών, οι οποίοι στις αρχές του περασμένου αιώνα βρέθηκαν στο Κολοράντο να δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα ορυχεία του Ροκφέλερ και που μαζί με χιλιάδες άλλους μετανάστες ξεσηκώθηκαν, μετά τη Σφαγή του Λάντλοου, καταφεύγοντας στα όπλα για να υπερασπιστούν τη ζωή τους και το δίκιο τους. 

Ο Πόλεμος του Άνθρακα στο Κολοράντο είναι μια ιστορία ξεχασμένη, φυλαγμένη ωστόσο στη μνήμη των παιδιών και των εγγονών τους που μας τη μεταφέρουν με συγκίνηση και υπερηφάνεια για τους παππούδες τους και με θυμό για τις αδικίες που αντιμετωπίσανε. 

Η ιστορία συμπληρώνεται από συνεντεύξεις με ιστορικούς και συγγραφείς, τεκμηριώνεται με σπάνιο αρχειακό υλικό και ξαναζωντανεύει με βίντεο και φωτογραφίες της απεργίας και τις εξαιρετικές επιλογές τραγουδιών και μουσικής. 

Στην Ελλάδα, το ντοκιμαντέρ πρωτοπαρουσιάστηκε το Μάρτιο του 2016, στο 18ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και κέρδισε το Βραβείο «Ανθρώπινες Αξίες» που απονέμεται στο καλύτερο ντοκιμαντέρ καταγραφής ιστορικής μνήμης. Τον Αύγουστο του 2016, στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ιεράπετρας, διακρίθηκε με το 2ο Βραβείο για ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και τον Οκτώβριο στο 10ο Φεστιβάλ Χαλκίδας κέρδισε το βραβείο καλύτερου μοντάζ. Η πορεία του «Ludlow» στο εξωτερικό, ξεκίνησε τον Ιούνιο 2016 με το 10ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του Λος Άντζελες και συνεχίστηκε με τη συμμετοχή του στο International Film Series στο Boulder, Colorado και στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Αυστραλίας, στο Σίντνεϊ. Επίσης, προγραμματίζονται προβολές για την άνοιξη του 2017, στη Νέα Υόρκη, τη Βοστόνη και στο Σικάγο. 

Το ντοκιμαντέρ, αφιερωμένο στην ομογένεια της Αμερικής, είναι το δεύτερο της σειράς ντοκιμαντέρ για τον Ελληνοαμερικανικό ριζοσπαστισμό που υλοποιεί η ομάδα επαναπατρισμένων ομογενών που ίδρυσε τo 2010 την εταιρεία παραγωγής «Αποστόλης Μπερδεμπές». Η πρώτη τους παραγωγή ήταν το 2013 η βραβευμένη «Ταξισυνειδησία» σε σκηνοθεσία Κώστα Βάκκα. 

Σκηνοθεσία: Λεωνίδας Βαρδαρός
Διεύθυνση φωτογραφίας: Προκόπης Δάφνος 
Βοηθός σκηνοθέτη-μοντέρ: Ξενοφώντας Βαρδαρός 
Επιμέλεια ήχου: Ανδρέας Γκόβας 
Έρευνα-ιστορική επιμέλεια: Φρόσω Τσούκα 
Αφήγηση: Ρήγας Αξελός 
Παραγωγή: «Αποστόλης Μπερδεμπές» μη κερδοσκοπική εταιρεία 
Διεύθυνση παραγωγής: Στέφανος Πλάκας, Φρόσω Τσούκα, Λίνα Γουσίου 

Η παραγωγή ευχαριστεί ιδιαίτερα το μουσικό σύνολο Ρωμιοσύνη για την πρώτη ηχογράφηση που έγινε ποτέ του λησμονημένου Ύμνου των Ανθρακωρύχων του Κολοράντο, «The Union Forever», σε ενορχήστρωση Τεό Λαζάρου.


28 Απριλίου 2017

Δυο ποιήματα του Émile Verhaeren σε μετάφραση "Χαραυγή"

Πηγή: Ο Νουμάς, τεύχος 86 (1904)


Βραδιές Αμφιβολίας.

Ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτε από τα πράγματα που διψάει η καρδιά μου.
Θεέ μου, ξέρω πως είσαι ψέμα και όμως τα χείλη μου σε παρακαλούν και τα γόνατά μου,
ξέρω πως τα μεγάλα σου χέρια είναι κλειστά, 
κλειστά τα μάτια σου στάλα απελπισίας που κλαίνε,
- Ξέρω πως τον εαυτό μου ονειρεύομαι μόνον μέσα στο κόσμο,
- Θεέ!, λυπήσου την τρέλα μου,
- θέλω να κλάψω τον πόνο μου μπροστά στη σιωπή σου!


Η Κούραση.

Δεν ήταν ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος.
Ήταν η κούραση η αχόρταστη.
Τα μάτια του είχαν (ι)δει να φεγγοβολούν παράδοξα πετράδια στο καμίνι της σκέψεως.
Οι φλόγες είχαν κάψει τα ματόκλαδά του.
Η καρδιά του (ε)ραγίστηκε αναβαίνοντας την γυριστή σκάλα του ονείρου,
Το μυαλό του ήταν ένας κόσμος άπληστος όπου (ε)γύριζε ένας φως, ωχρό, γιατί ήταν μια πένθιμη φωτιά επάνω σ’ ένα βάλτο σκοτεινό –
Τίποτε δεν προμηνούσε τον αποθέωση.

27 Απριλίου 2017

Σπίτι [Μιχάλης Κατσαρός]


Σπίτι.

Σπίτι με τα κεραμίδια σου
σπίτι σπίτι αληθινό
περιστέρια τα στολίδια σου
σπίτι με τον ουρανό.

Πού να είσαι
πού να στέκεις
πού να είσαι αληθινό
σπίτι με τα κεραμίδια
σπίτι με τον ουρανό.

Ποιος να φέρνει να γιομίζει
κάθε ράφι σου παλιό
σπίτι των ονείρων σπίτι
που καρτέραγες το γιο.

Αν γυρίσει καλοκαίρι
αν γυρίσει χειμωνιά
σπίτι κάποιος θα σου φέρει
ανθισμένη λεμονιά.


Ακούστε το εδώ με την Ξανθίππη Καραθανάση σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου.

26 Απριλίου 2017

Ερωτηματικά - XXV


για ποιον το κύμα
σκιάζει τα βρόχια
στην ατάραχη πόλη;
(25.04.2017)

25 Απριλίου 2017

Очи чёрные [Евгений Гребёнка (Dark and burning eyes) 'Μαύρα μάτια' μετ. ΦΚ]

Εδώ η πρώτη μετάφραση του ίδιου τραγουδιού από τον φίλο Φώτη (που υπογράφει ως ΦΚ) απευθείας από τα ουκρανικά. Η παρούσα, ομοίως του ΦΚ, είναι μετάφραση της αγγλικής απόδοσης αγνώστου που ακολουθεί. 


Dark and burning eyes

Dark and burning eyes, dark as midnight skies
Full of passion flame, full of lovely game
Oh how I'm in love with you, oh how afraid I am of you.
Days when I met you made me sad and blue.

Oh, not for nothing are you darker than the deep!
I see mourning for my soul in you,
I see a triumphant flame in you:
A poor heart immolated in it.

But I am not sad, I am not sorrowful,
My fate is soothing to me:
All that is best in life that God gave us,
In sacrifice I returned to the fiery eyes!


Φλογερά, σκοτεινά μάτια

Φλογερά, σκοτεινά μάτια, σαν τους ουρανούς τις νύχτες
Φλογισμένα από πάθος, σαν εξαίσιο παιγνίδι
Αχ! και πόσο σας λατρεύω, μα και πόσο σας φοβάμαι.
Μέρες που σας συναντούσα, με γεμίζατε με θλίψη.

Αχ! με τίποτα δεν είστε σκοτεινότερα απ’ τα βάθη!
Βλέπω να πενθεί η ψυχή μου,
Μέσα σας και να θριαμβεύει ένα φλογισμένο πάθος:
Μια φτωχή καρδιά που σβήνει.

Μα δεν είμαι λυπημένος, δεν με καταβάλει η θλίψη,
Πώς με γαληνεύει η μοίρα!
Ό,τι πιο καλό στη ζήση, που μας χάρισε ο Θεός μας,
Σαν θυσία το επιστρέφω για τα φλογισμένα μάτια.

24 Απριλίου 2017

Σταλαγμίτες.






























[παραλία Λεχαίου 16.04.2017 10.07/ 22.04.2017]


Απ’ τον ήλιο στάζει τη σκιά
Απ’ τ’ αλάτι τη σκουριά

Τα λόγια μέσα στάζουν
Τα λόγια τα εφήμερα.

22 Απριλίου 2017

[Το φράγκικο Κάστρο στο λόφο Πεντεσκούφι 19.04.2017]

Το φράγκικο Κάστρο στο λόφο Πεντεσκούφι το πιθανότερο είναι ότι διαφεύγει της προσοχής τού επισκέπτη τού μεγαλοπρεπούς γειτονικού του κάστρου, του Ακροκορίνθου, αλλά με την κατασκευή του, μετά το 1205 και πιθανότερα το 1209, οι Φράγκοι πολιορκητές των βυζαντινών, που κρατούσαν το τότε κάστρο του Ακροκορίνθου, εξασφαλίσανε πλήρη εποπτεία των μερών δυτικά του κάστρου του Ακροκορίνθου και, σε συνδυασμό με οχυρωματικά έργα που κατασκευάσανε ανατολικά του κάστρου τού Ακροκορίνθου αλλά και του δικής τους κατασκευής κάστρου Μοντ Εσκουβέ, που βρίσκεται νοτιότερα, ήτοι 3 περίπου χιλιόμετρα ανατολικότερα του χωριού Άγιος Ιωάννης, το οποίο βρίσκεται 8,5 περίπου χιλιόμετρα νότια των Αθικίων, αποτρέπανε κάθε προσπάθεια τροφοδοσίας των πολιορκημένων από έξω, που σύντομα παραδόθηκαν. Πάντως πολλοί ταυτίζουνε το κάστρο στο λόφο Πεντεσκούφι με το Μοντ Εσκουβέ, αλλά το πιθανότερο είναι να είναι διαφορετικά κάστρα και το Μοντ Εσκουβέ να είναι στο σημείο που αναφέρθηκε ανωτέρω.    
Για να φτάσει κάποιος στο κάστρο Πεντεσκούφι, που βρίσκεται στα 454 μέτρα υψόμετρο, θα πρέπει να κινηθεί πεζή σε έναν αγροτικό χωματόδρομο που ξεκινάει 320 μέτρα πριν το χώρο στάθμευσης του κάστρου του Ακροκορίνθου, προς τα δεξιά στο δρόμο που οδηγεί στο Κάστρο του Ακροκορίνθου. Μετά από 810 μέτρα πορεία συναντάμε ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα. Από εκεί η πορεία γίνεται ανηφορική και μέσω ενός μονοπατιού πλέον μετά από 550 με 600 μέτρα βρισκόμαστε ακριβώς κάτω από τη βόρεια πλευρά του κάστρου. Κατόπιν σχεδόν σκαρφαλώνοντας βρίσκουμε στο βορειοανατολικό μέρος του κάστρου την είσοδο. Η θέα αποζημιώνει τον επισκέπτη.
Μες στο χώρο του κάστρου ξεχωρίζουν ο πύργος και η δεξαμενή νερού με τα δυο ανοίγματα στην οροφή της. 
Σημειώνουμε τέλος ότι την άνοιξη (όπως και όλες τις υπόλοιπες εποχές πλην του χειμώνα) ο επισκέπτης καλό είναι να επιλέξει πρωινές ώρες (και ιδίως το καλοκαίρι τις πολύ πρωινές) προκειμένου να αποφύγει κάποια συνάντηση με οχιά. Το πρόβλημα όμως τότε είναι ότι η φωτογράφιση προς τα ανατολικά δυσκολεύεται από τη θέση του ήλιου.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με το κάστρο στο λόφο Πεντεσκούφι, μπορείτε να δείτε το άρθρο του κ. Γιώργου Λόη και το άρθρο από το kastra.eu.  
















21 Απριλίου 2017

[Στη λίμνη Δόξα 18.04.2017]

Η τεχνητή λίμνη Δόξα βρίσκεται στο δυτικό μέρος του οροπεδίου / κάμπου του Φενεού στην Κορινθία, στους πρόποδες των Αροάνιων ορέων, στα 900 μέτρα υψόμετρο. Δημιουργήθηκε το 1990 όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή φράγματος στο χείμαρρο Δόξα. Με την κατασκευή του φράγματος και την επακόλουθη δημιουργία της λίμνης ελέγχονται καλύτερα οι ροές των όμβριων νερών που κυλούσαν μέσω του εν λόγω χειμάρρου και αποτρέπονται πλέον τα συνήθη τα παλαιότερα χρόνια και καταστροφικά για τις καλλιέργειες πλημμυρίσματα του κάμπου του Φενεού. Στο κέντρο της λίμνης βρίσκεται ο Ι.Ν. του Αγίου Φανουρίου, στο άκρο μιας τεχνητής λεπτής χερσονήσου που φτιάχτηκε για να συνδέει τις όχθες της λίμνης με την κορυφή του λόφου, που έγινε νησάκι, πάνω στον οποίο βρίσκεται ο υπόψη Ι.Ν.











20 Απριλίου 2017

[Στο φράγκικο Κάστρο του Αγίου Βασιλείου 17.04.2017]

Το φράγκικο κάστρο του Αγίου Βασιλείου, βρίσκεται σε μια έκταση 30 περίπου στρεμμάτων και υψόμετρο που ποικίλει από τα 553 μέτρα μέχρι τα 480 μέτρα, στις βόρειες πλαγιές του όρους Δαφνιά, δεσπόζει του ομώνυμου χωριού στην Κορινθία, το οποίο βρίσκεται 7,6 περίπου χιλιόμετρα μετά την κωμόπολη του Χιλιομοδίου στην Π.Ε.Ο. Κορίνθου - Άργους. Χτίστηκε στις αρχές του 13ου αιώνα μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (1205 μ.Χ.) και περιλάμβανε σημαντικό στην εποχή του οικισμό. Αρχές του 15ου αιώνα πέρασε στην εξουσία των Παλαιολόγων ενώ το 1460 μ.Χ. καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς και καταστράφηκε χωρίς ποτέ να επισκευαστεί. Παρ’ όλα αυτά ο οικισμός εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οπότε εγκαταλείφθηκε.
Σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα του κάστρου, το οποίο δυτικά δεν είχε τείχη καθόσον η οποιαδήποτε προσέγγισή του από εκεί ήταν αδύνατη λόγω των απόκρημνων πλαγιών τού όρους Δαφνιά, που καταλήγουνε στο φαράγγι της Χούνης.     









19 Απριλίου 2017

[Στο Κάστρο Αγιονόρι 17.04.2017]

Το φράγκικο Κάστρο Αγιονόρι βρίσκεται στην κορυφή του ομώνυμου λόφου (που καλείται και Άγιο όρος), στα 680 μέτρα υψόμετρο, στις νότιες πλαγιές του οποίου βρίσκεται και το χωριό Αγιονόρι. Απέχει 8,8 περίπου χιλιόμετρα από την κωμόπολη του Χιλιομοδίου, στο δρόμο προς Κλένια - Αγιονόρι - Λίμνες, και γεωγραφικά ανήκει στο βορειοδυτικό μέρος του Αραχναίου όρους στο νομό Κορινθίας, στα όρια Κορινθίας και Αργολίδας. Χτίστηκε τέλη 14ου αρχές 15ου αιώνα και έλεγχε το πέρασμα της Κλεισούρας ή Δερβενάκι, που ήταν τότε και από τα αρχαία χρόνια ο δρόμος που συνέδεε την Κορινθία με την Αργολίδα. Στη μάχη των Δερβενακίων, στις 22.07.1822, στο κάστρο Αγιονόρι, είχε στρατοπεδεύσει  ο Παπαφλέσσας όπου μάλιστα μια από τις μάχες είχε συμβεί στο χώρο γύρω από το Κάστρο.

















18 Απριλίου 2017

... αφαιρέσεις ...






























[παραλία Βραχατίου 14.04.2017 16.38 / 16.04.2017]

Σπέρνει αφαιρέσεις στους παλιούς κορμούς με το αρχαίο ριζικό.
Να επικοινωνήσει, στον ορίζοντα του νοήματος, τα φουντώματα που θαρρεί πως μέλλονται.
Τα κλωνάρια όμως κατά πως θέλουνε θ’ απλωθούν.

17 Απριλίου 2017

Un Voyage à Cythère [Charles Baudelaire, μετ. Κωστής Παλαμάς]


Un Voyage à Cythère.

Mon coeur, comme un oiseau, voltigeait tout joyeux
Et planait librement à l'entour des cordages;
Le navire roulait sous un ciel sans nuages;
Comme un ange enivré d'un soleil radieux.

Quelle est cette île triste et noire? - C'est Cythère,
Nous dit-on, un pays fameux dans les chansons
Eldorado banal de tous les vieux garçons.
Regardez, après tout, c'est une pauvre terre.

- Île des doux secrets et des fêtes du coeur!
De l'antique Vénus le superbe fantôme
Au-dessus de tes mers plane comme un arôme
Et charge les esprits d'amour et de langueur.

Belle île aux myrtes verts, pleine de fleurs écloses,
Vénérée à jamais par toute nation,
Où les soupirs des coeurs en adoration
Roulent comme l'encens sur un jardin de roses

Ou le roucoulement éternel d'un ramier!
- Cythère n'était plus qu'un terrain des plus maigres,
Un désert rocailleux troublé par des cris aigres.
J'entrevoyais pourtant un objet singulier!

Ce n'était pas un temple aux ombres bocagères,
Où la jeune prêtresse, amoureuse des fleurs,
Allait, le corps brûlé de secrètes chaleurs,
Entrebâillant sa robe aux brises passagères;

Mais voilà qu'en rasant la côte d'assez près
Pour troubler les oiseaux avec nos voiles blanches,
Nous vîmes que c'était un gibet à trois branches,
Du ciel se détachant en noir, comme un cyprès.

De féroces oiseaux perchés sur leur pâture
Détruisaient avec rage un pendu déjà mûr,
Chacun plantant, comme un outil, son bec impur
Dans tous les coins saignants de cette pourriture;

Les yeux étaient deux trous, et du ventre effondré
Les intestins pesants lui coulaient sur les cuisses,
Et ses bourreaux, gorgés de hideuses délices,
L'avaient à coups de bec absolument châtré.

Sous les pieds, un troupeau de jaloux quadrupèdes,
Le museau relevé, tournoyait et rôdait;
Une plus grande bête au milieu s'agitait
Comme un exécuteur entouré de ses aides.

Habitant de Cythère, enfant d'un ciel si beau,
Silencieusement tu souffrais ces insultes
En expiation de tes infâmes cultes
Et des péchés qui t'ont interdit le tombeau.

Ridicule pendu, tes douleurs sont les miennes!
Je sentis, à l'aspect de tes membres flottants,
Comme un vomissement, remonter vers mes dents
Le long fleuve de fiel des douleurs anciennes;

Devant toi, pauvre diable au souvenir si cher,
J'ai senti tous les becs et toutes les mâchoires
Des corbeaux lancinants et des panthères noires
Qui jadis aimaient tant à triturer ma chair.

- Le ciel était charmant, la mer était unie;
Pour moi tout était noir et sanglant désormais,
Hélas! et j'avais, comme en un suaire épais,
Le coeur enseveli dans cette allégorie.

Dans ton île, ô Vénus! je n'ai trouvé debout
Qu'un gibet symbolique où pendait mon image...
- Ah! Seigneur! donnez-moi la force et le courage
De contempler mon coeur et mon corps sans dégoût!



Ταξίδι στα Κύθηρα.

Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου
κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ' τα ξάρτια.
Κάτου απ' τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι
σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο.

Το μαυρονήσι ποιο είν' αυτό το θλιβερό; Μας είπαν:
- Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα,
των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη
παράδεισο· και μ' όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!

Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει,
νησί, η καρδιά, νά! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης
απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει,
γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες.

Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο,
κι απ' όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες,
που σ' εσέ φέρνουν οι καρδιές τ' αναστενάσματά τους,
σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από 'να κήπο

ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο!
Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο
και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν
στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι.

Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου
η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν
με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες,
σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες.

Μα νά! Καθώς πλευρώνοντας άκρη-άκρη το ερμονήσι,
ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ' άσπρα τα πανιά μας,
που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους·
ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι.

Όρνια άγρια στο ταΐνι τους σκαρφαλωμένα απάνου
με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο·
και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη,
χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ' στη σαπίλα.

Τρύπες τα μάτια του, κι απ' την αδιάντροπη κοιλιά του
βαριά τ' άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του,
κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του,
δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει.

Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια,
με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν,
και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν
από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας.

Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου,
αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη!
για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες
που σου το απαγορέψανε το μνήμα.
Ω κρεμασμένε

ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν
είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ώς απάνου
στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει
των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι.

Μπροστά σ' εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε!
όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων
και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα
που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν.

- Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης,
για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα,
και νά! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι
σ' αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου.

Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα,
ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη.
Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν' αντικρύσω
το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν' αηδιάσω.



Πηγή πρωτότυπου: εδώ.
Πηγή μετάφρασης: εδώ.

16 Απριλίου 2017

Ανάσταση [Τάσος Λειβαδίτης]


Ανάσταση.

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

15 Απριλίου 2017

Ποιος Θάνατος;






























[Κοκκώνι Κορινθίας, 14.04.2017 09.20 Μεγ. Παρασκευή]

Ασταθείς ισορροπίες στα όρια της βροχής.
Ποιος Θάνατος;
Συννέφιασε.