08 Απριλίου 2017

Το Μέγα Αυτόματον του Μεσονυκτίου [Μάριος Μαρκίδης] - μέρος 3

(εδώ τα πρώτο και δεύτερο μέρος)

Το τραγικό ναυάγιο του μελλοντιστικού δράματος, η δοκιμασία της ελπίδας πάνω στο δέρμα του ανθρώπου κι η παταγώδης κατεδάφισή της, η αναγνώριση της «ιδεολογίας ως αμπώτιδος, τη στιγμή ακριβώς που θεωρεί τον εαυτό της πλημμυρίδα, προσανατόλισαν τα πανιά του ποιητικού καραβιού σε ξεχασμένα αραξοβόλια, κι απελευθέρωσαν τους κλειδωμένους ανέμους του ονείρου.

Η γλώσσα έγινε και πάλι απόκρημνη, προσφεύγοντας στις συμπυκνώσεις και μεταθέσεις της, ο ποιητής άρχισε και πάλι να ψάχνει για τις οικείες στην τέχνη της ποιήσεως πόρτες. Η συναισθηματική διπολικότητα, μ’ όλη την ενέργεια της αχαλίνωτη, μετακίνησε τον παγωμένο μορφασμό του αγάλματος της ποίησης και παραμέρισε τη λογική της κομματικής ταυτότητας. Έτσι, μοιραία, όσοι δεν θέλησαν να μείνουν μια φρόνιμη στάχτη, αναζήτησαν τις βιωματικές γραμμές της μνήμης τους. Πολλοί, σ’ αυτό το ταξίδι, συνάντησαν την ιστορία της ποίησης και διαισθάνθηκαν τη λειτουργική ανάγκη ν’ αναγνωρίσουv στους αρχέτυπους μύθους της, στις παμπάλαιες ονειρικές κρυσταλλώσεις, τη μυθολογία της δικής τους ψυχής. Η ποίηση ξανάβρισκε την ταυτότητά της. Πατροπαράδοτες ποιητικές φωνές εισβάλλουν πάλι και κυκλοφορούν ανεμπόδιστα στο αίμα των ποιητών, παρακμιακές ελεγείες βγαίνουν από τη ναφθαλίνη και σκεπάζουν τον ύπνο, η Πρέβεζα συντήκεται με την καστανή μελαγχολία του λονδρέζικου απογεύματος. 

Όταν ο Στ. Ροζάνης αφηγείται ποιητικές λεπτομέρειες από μαρτυροδρόμια, αφήνει μέσα στ’ όνειρο του να πλέουν άχρονες όλες οι συγγένειας του εγώ του. Πεισιθάνατοι έφηβοι με τη σφραγίδα της συναισθηματικής αποτυχίας, αναχωρητές και άγιοι, δαιμονισμένοι ή τρελοί, Φλοιβάδες από τη Φοινίκη μεταμοσχευμένοι στη μεσαιωνική Πίζα, αγαπημένοι ποιητές που σαπίζουν στα παλαιοπωλεία, «όλα εκείνα τα θεριά μέσα στο στήθος του που ερειπώνουν τα πρώτα χρώματα του ύπνου». Ηττοπάθεια, αυτοτιμωρητική διάθεση, μάταιη τρυφερότητα και υπερευαίσθητος ναρκισσισμός, σπαραχτικός φόβος και γοητεία του θανάτου, και, ανάμεσά τους, η λησμονημένη αισθητική βίωση, που ταράζει τους μυστικούς μηχανισμούς για να εκκινήσει ο ποιητικές σταλαχτίτης. 

«Όταν έρχεται το πρωινό, σκέψου πως μπορεί 
να πεθάνεις πριν νυχτώσει. 
Κι όταν βραδιάζει, μην τολμήσεις να υποσχεθείς 
τ’ άλλο πρωί στον εαυτό σου»
                                        Thomas à Kempis «Μίμηση Χριστού». 

«Ύστερα σκέψου-άπιαστο το πρωινό και δεν υπόσχεται τη νύχτα 
κι όταν η νύχτα φτερουγίζει με σκοτεινά τα σπλάχνα της μακραίνει τ’ άλλο πρωινό... μακραίνει...
Χωράει ο θάνατος τις αποστάσεις κι ούτε μιλάει. 
Για σένα για σένα Thomas à Kempis μιλώ 
Για σένα που δεν έζησες την πόλη με την πληγή ανάμεσα στα χώματα...» 
                                                                                          Στ. Ροζάνη, «Κόρινθος» 

Άλλοι ποιητές, που βασανίστηκαν περισσότερο απ’ την απληστία της ιστορικής «συνείδησης», παρακολουθώντας με φρίκη το γκρέμισμα και το βιαστικό ξεπούλημα των υλικών, αναγνώρισαν σ’ αυτό όχι μιαν ήττα αρχών, αλλά μιαν ήττα των δικών τοις βιολογικών και συναισθηματικών προοπτικών, μια περιστασιακή ανεπάρκεια, - που είναι όμως ακριβώς η «ανθρώπινη ανεπάρκεια.

«Μα εγώ, ο τυφλός πάνω στα τείχη συλλογιέμαι 
περάσαμε μια τέτοια νύχτα και δεν ανάψαμε ούτε μια μεγάλη φωτιά 
κι ο χρόνος μάς λεηλάτησε κρυφά ξεμοναχιάζοντάς μας...» 
                                                                                 Β. Λεοντάρη «Η θαμπή μέρα». 

Είμαστε το έγκλημα πού μας έγινε... Η τραγικότητα του Δαν Κιχώτη δεν είναι η μεταμόρφωση των γιγάντων σε ανεμόμυλους, μα το ίδιο του το ασθενικό κι αποδεκατισμένο σώμα, που δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε τίποτα. Μας μένει η κηδεία («νά σβήσουμε όσα φώτα ξεχαστήκαν αναμμένα») κι η αναμονή της άλλης νύχτας... 
Εν τω μεταξύ, το μεσουράνημα της ηλικίας και του θέρους ξορκίζεται σαν ανεπιθύμητο κακοκαίρι, γιατί οι άνθρωποι είναι σκελετοί που στο γυμνό φως θρυμματίζονται και οι ψυχές τους μένουν «σκόνη των πραγμάτων». Ο ήλιος πληγώνει, επιδεινώνει τις ρωγμές του προσώπου και της καρδιάς, παροξύνει άγρια την ερημιά μας, την πολυθόρυβη ερημιά που τη διατρέχουν αυλάκια στείρου, καθημερινού ιδρώτα. Μείναμε μόνο σχέσεις που τις γκρεμίζει κάθε μας πράξη, κι όλοι οι τρόποι ν’ αγαπούμε, γραφές και αφές, έχουν ξεφτίσει... 

«Θ’ αλλάξουμε ποτέ μας αίσθηση και μνήμη 
να σπάσουμε το δίχτυ του αίματός μας 
ν’ απελευθερωθεί το άχραντο αγρίμι 
να βγούμε πια απ’ το λυρισμό μας;» 
                                                 Β. Λεοντάρη, «Βαρύ καλοκαίρι». 

Αυτό που πρόκειται ν’ απελευθερωθεί, να παραμερίσει την κούραση και την ομίχλη, να συνεχίσει ν’ ανεβαίνει την ατέλειωτη σκάλα όπου πληθαίνουν οι εφιάλτες κι ο φόβος, είναι ίσως μια νέα «απόπειρα αθανασίας», μια νέα προσπάθεια επίλυσης τoυ ανθρώπινου δράματος, απ’ αυτές που μέχρι τώρα «κατακάθισαν σ’ επιτύμβια χαμόγελα»; Οι άνθρωποι τρομάζουμε όχι γι’ αυτό που κάποτε υπήρξαμε, αλλά γι’ αυτό που δεν υπήρξαμε. Η απάντηση του ποιητή ραγίζει, καθώς ο πανικός και η αμφιλογία της κάθε πράξης παραλύουν τη βούληση, καθώς τα ερωτηματικά δηλητηριάζουν τ’ αθώο ξεκίνημα και ολοένα πληθαίνουν. 

«Και τι μπορούμε εμείς να χάνουμε και τι μπορούμε 
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρομών 
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια 
γιατί ποτέ ποτέ δεν μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα...»
                                                                                      «Η σκάλα»

Ο αναγνώστης θα μου επιτρέψει σ’ αυτό το σημείο μια παρέκβαση: ένας άλλος απ’ τους ποιητές που σφράγισαν την εποχή, ακρωτηριασμένος από την παθολογία της ιστορίας, θ’ αναφωνήσει με καρυωτακική κακία: «Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμάσια! Εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, από ‘κεί επίσης δρόμος». Στον Β. Λεοντάρη, ο δρόμος οδηγεί όχι μόνο στην κατάρρευση της χίμαιρας, μα και στην υπερφαλάγγιση των προϋποθέσεων της χίμαιρας. Αυτό που φύλαξαν ανθεκτικά τα στρώματα της νύχτας και που μάταια προσπάθησαν οι ιαχές της ιστορίας να φιμώσουν, επιπλέει τώρα στη φωνή, ένοχο κι απελπισμένο, όνειρο έξαλλο από χρόνια καταπίεση. 

«Ρούφηξα το αίμα των αθώων γονιών μου 
Έκανα αιμομιξίες στο όνειρό μου

Κάθε αυγή μια σκάλα θεοσκότεινη 
Ανέβαινα και yύρω μου σφαγμένοι πετεινοί
... 
Δεν αναφέρω τα στοιχεία ταυτότητας 
Προβάλλω επίμονα την ένσταση ακυρότητος

Του εαυτού μου και της εποχής μου 
Δεν ξέρω ούτε την τελευταία θέλησή μου...»
                                                          «Ιωσήφ, βουλευτής Αριμαθαίας».

Αυτό ακριβώς είναι που δοκίμασα αλλού να προσδιορίσω σαν «δίχως στέγη» ποιητικό στίγμα: καθώς ο ποιητής, μέσα στην ποίησή τον, αναγνωρίζει σαν απεξαρθρωμένες όλες τις «σηματοδοτήσεις, αφήνεται να κατοικηθεί από τους εφιάλτες του, - ονειρεύεται σαν τρελός ακόμη και την ημέρα: 

«Πίσω από μάτια από σφυγμούς και πόρτες 
Πυροβολούν επάνω μου οι σηματοδότες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: