08 Αυγούστου 2017

Αι Μάγισσαι του Μεσαίωνος [Εμμανουήλ Ροΐδης]

ΑΙ ΜΑΓΙΣΣΑΙ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΟΣ

H φαντασία των ποιητών και μυθογράφων είναι, λέγουσι, το ψιμύθιον της ιστορίας, διόπτρα μαγική τοσούτον τα βλεπόμενα καλλωπίζουσα και αλλοιούσα, ώστε άμα ατενίση τις έπειτα  εις αυτά δια γυμνού οφθαλμού, ευθύς αποστρέφει το βλέμμα μετ’ απορίας και φρίκης. Εις την οπτικήν ταύτην παγίδα υπόκειται ει περ τις και άλλος ο εν ταις ιπποτικαίς ραψωδίαις αναζητών την εικόνα του μεσαιώνος. O οφθαλμός αυτού θαμβούται υπό της λάμψεως των καταχρύσων πανοπλιών, των κυμαινομένων σημαιών και του νυχθημερόν προ του θυσιαστηρίου καιομένου θυμιάματος, είτα δε υγραίνεται, όταν αναλογισθή ότι υπό τους χαλυβδίνους εκείνους θώρακας εκρύπτοντο ευσεβείς και πισταί καρδίαι, υπέρ της θρησκείας, της πατρίδος και της τιμής πάλλουσαι, μόνον ότι οι αδάμαστοι εκείνοι ιππόται περιήρχοντο την γην ολόκληρον ανορθούντες τας αδικίας, καταβάλλοντες τους δυνάστας και ανυψούντες τους αδυνάτους, ενώ αι σύζυγοι και αι μνησταί παρθένοι επί έτη ολόκληρα περιέμενον αυτούς νυχθημερόν εις τα δώματα των πύργων, δεόμεναι εις τον Ύψτστον υπέρ της επανόδου των ή ετοιμάζουσαι βάλσαμον δια τας πληγάς των. Τι δε να είπη τις περί του τότε χριστιανικού ζήλου, του εξωθήσαντος μακράν της πατρικής εστίας αθρόα τα έθνη προς κατάκτησιν του αγίου Τάφου, τι περί της τότε ευαγγελικής ταπεινότητος, ήτις τοσούτους άρχοντας και ηγεμονίδας έπειθε ν’ ανταλλάξωσι στέμμα αντί ράσου και να περιέρχωνται γυμνόποδες την οικουμένην διανέμοντες άρτον και παραμυθίαν  εις τους δυστυχούντας, τι περί της τότε αγνότητος, εξ ης πολλοί σύζυγοι υπό ανικήτου προς αλλήλους φλεγόμενοι έρωτος συνέζων όμως και απέθνησκον παρθένοι επί της ασπίλου κοίτης, τι τελευταίον περί των τότε αγίων, ους οι αετοί εσκίαζον δια των πτερύγων, οι άγγελοι υπεστήριζον καταπίπτοντας και ια και ανεμώναι εβλάστανον υπό τα ίχνη των σανδαλίων των!

-

Τοιούτον είναι το γνωστόν τοις πάσι ποιητικόν πανόραμα του μεσαιώνος, του ‘καλού παλαιού καιρού’, ως ονομάζουσιν αυτόν οι Γάλλοι. Μίαν μόνην αφήκαν εν αυτώ οι ραψωδοί κηλίδα. Οι ακάματοι ούτοι καλλωπισταί αισθανθέντες, φαίνεται, την ανάγκην και σκιάς εν απαστραπτούση αυτών εικόνι, εν μόνον πλάσμα κατέλιπον γυμνόν, αψιμυθίωτον και ερρυτιδωμένον, την Μάγισσαν, ην κατέστησαν είδός τι δυσώδους αμάρας,  εις ην διωχέτευσαν πάντας τους ρύπους, πάντα τα αίσχη και όλας του μεσαιώνος τας ασχημίας. Και εν τούτοις η Μάγισσα αύτη είναι η γνησία απόγονος της ωραίας Κίρκης, της οποίας το κάλλος ήτο τοσούτον, ώστε υπό του θαυμασμού απεκτηνούντο οι ερασταί, της Κασσάνδρας, της Πυθίας και της Σιβύλλης, ων τους χρησμούς ηκροώντο οι πρόγονοι ημών γονυπετείς, της Νόρμας και της Βελλέδας, των οποίων τα ίχνη ησπάζοντο  εις τα μονοπάτια των δασών οι Κέλται και οι Γαλάται· κατά δε τον μεσαιώνα διώκεται ως άγριον θηρίον, οικεί τα σπήλαια και τα ερείπια, ο λαός αναθεματίζει αυτήν διαβαίνουσαν, οι παίδες την λιθοβολούσιν  εις τας τριόδους και οι ιερείς θάπτουσιν αυτήν ζώσαν ή την προσηλούσιν επί φλεγούσης ανθρακιάς. Και ως ει μη ήρκουν αι τόσαι οδύναι, οι ποιηταί ρίπτουσι κατά της δυστυχούς τον σκληρότερον λίθον, παριστώντες αυτήν πάντοτε ως άσχημον και γραίαν. H μόνη λέξις ‘Μάγισσα’ ευθύς ανακαλεί  εις τον νουν τα φρικαλέα εκείνα γραΐδια του Μακβέθ, ρυτίδας, δυσωδίαν, μαύρους όνυχας και κλονουμένους οδόντας, ταύτα πάντα περιτυλιγμένα  εις ρυπαρά ή αιμόφυρτα ράκη και φωλεύοντα εντός σκοτεινής τρώγλης εν μέσω όφεων, σκορπίων και χόρτων φαρμακερών.

-

Ο ημέτερος αιών ωνομάσθη, και δικαίως, ο αιών των ιστορικών ανορθώσεων. Σμήνος παραδοξολόγων Ηροδότων επιχειροΰσι καθ’ εκάστην να λευκάνωσι τους Αιθίοπας της ιστορίας, παριστώντες ημίν τον Νέρωνα, την Ειρήνην και τον Αλέξανδρον Βόργιαν ως συνετούς ηγεμόνας, τον Ιούδαν θύμα της ειμαρμένης και αυτήν την Δαλιδάν ως πιστήν και τρυφεράν ερωμένην αρκεσθείσαν να ψαλιδίση την κόμην του εραστού της, ενώ η ενάρετος Ιουδίθ απέκοψεν ολόκληρον την κεφαλήν του Ολοφέρνους. Οι οπαδοί του συστήματος τούτου επιχειρούσιν υπέρ των ανθρώπων ό,τι επεχείρησαν υπέρ των ζώων οι εν Αμστελοδάμω λογιώτατοι του ις αιώνος, οι ανυμνήσαντες της άρκτου την πολυμάθειαν, του όνου την ευφυΐαν και του λέοντος την ημερότητα.

Αναλαμβάνοντες σήμερον το εγκώμιον της Μαγίσσης, ουδόλως αξιούμεν να κατατάξωμεν εαυτούς μετά των οπαδών της σχολής ταύτης, κατά τούτο διαφέροντες αυτών, ότι εκείνοι μεν, πλουσίαν και ακένωτον έχοντες την φαντασίαν, εξ αυτής ως επί το πολύ λαμβάνουσι τα επιχειρήματα αυτών, ημείς δε, αμοιρούντες τοιαύτης, αναγκαζόμεθα να λάβωμεν τα ημέτερα εκ των δικαστικών αρχείων του μεσαιώνος. Αι μάγισσαι, ως οι πρώτοι χριστιανοί, οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες και πάντες εν γένει οι ευεργέται ης άνθρωπ6τητος, έχουσι το ιδιαίτερον αυτών μαρτυρολόγιον. Επτακισχίλιαι  εις διάστημα τριών μηνών εκάησαν ζώσαι εν Τρέβη της Πρωσσίας, εν δε Γενεύη χίλιαι και πεντακόσιαι εν μια μόνη ημέρα, και εν Βαμβέργη τετρακόσιαι ερρίφθησαν επί της αυτής ανθρακιάς. Επί οκτώ όλους αιώνας καθ’ όλην την Εύρώπην καπνίζουσιν αι πυραί νυχθημερόν, οι δε ανάπτοντες αυτάς ιερείς, ίνα διαιωνισθή το κλέος των, εφρόντισαν να συλλέξωσι και να κατατάξωσιν  εις παχείς τόμους τα πραχτικά της δίκης. Τα εις μέγα φύλλον ταύτα μνημεία της ανθρωπίνης ανοησίας ώνόμασαν ‘Μάστιγας’, ‘Σκέπαρνα’, ‘Δάδας’ και ‘Φραγέλλας’. Εκεί θέλομεν εύρει την αληθή της Μαγίσσης είκόνα.

-

Οι αρχαίοι πριν οδηγήσωσι τα θύματα εις την σφαγήν εκόσμουν αυτά δια ταινιών και στεφάνων, αλλ’ οι σφαγείς του μεσαιώνος, ίνα και αυτού του οίκτου στερήσωσι τα θύματά των, εφιλοτιμήθησαν απ’ εναντίας ν’ αποσπάσωσι προ παντός άλλου από του μετώπου αυτών την νεότητα και το κάλλος, τους δύο τούτους στεφάνους της γυναικός. Την μάγισσαν λέγουσιν ημίν άσχημον και γραίαν· αλλ’ εις τους καταλόγους αυτών ευρίσκομεν μαγίσσας εικοσαετείς, ετέρας δεκαεπταέτιδας και άλλας τοσούτον ωραίας, ώστε οι δικασταί ηναγκάζοντο να κλείωσι τους οφθαλμούς, «ίνα προφυλαχθώσιν από του σατανικού αυτών κάλλους». Μετά την επίσημον ταύτην μαρτυρίαν αυτών των δημίων, η απολογία καθίσταται δυνατή. Αι ρυτίδες και ασχημία είναι τα μόνα της γυναικός θανάσιμα αμαρτήματα. H εικών της Αφροδίτης ή και της Μεσσαλίνας ετάραξε πολλών μαθητών τα ονείρατα, αλλ’ ουδείς, νομίζω, είδέ ποτε καθ’ ύπνον την Ρέαν ή την κυρίαν Στάελ.

-

Πώς εγεννήθη η μεσαιωνική μάγισσα ή μάλλον διατί η Πυθία και Σίβυλλα, αι ακτινοβόλοι αύται θυγατέρες των θεών, μετεβλήθησαν εις θυγατέρας δαιμόνων; Διότι και τους θεούς μετέβαλεν  εις δαίμονας η Εκκλησία. Οι αρχαϊοι ελάτρευον και έθεοποίουν τον άνθρωπον και την φύσιν. Το φως του ηλίου, η χλόη των λειμώνων, ο φλοίσβος της θαλάσσης, το μειδίαμα της παρθένου, ο έρως της πατρίδος, ο οίκτος προς τους πάσχοντας, η φρόνησις, η ανδρεία εκαλούντο Απόλλων, Παν, Ποσειδών, Αφροδίτη, Ασκληπιός, Άρης, Αθηνά και είχον ναούς και θυσιαστήρια. Αλλ’ άμα ενίκησεν ο χριστιανισμός, ευθύς έσπευσε να κρημνίση βωμούς και τεμένη, και φωνή μεγάλη ηκούσθη λέγουσα: «Απέθαναν οι θεοί». Και μη νομίση τις ότι η κραυγή αύτη εσήμαινεν ότι ονόματα μόνον εξέλιπον ή κατηργήθησαν απλώς οι τύποι της αρχαίας λατρείας. Απ’ εναντίας η έρευνα των εκκλησιαστικών μνημείων πείθει ημάς ότι αυτήν την φύσιν απεστρέφετο ο χριστιανός, ότι χρυσή αυτού ελπίς και άσβεστος πόθος ήτο ο όλεθρος της οικουμένης, η έκλειψις της ζωής, η συντέλεια του αιώνος, ην παρίστα ως εγγίζουσαν και ποθητήν. O νεόφυτος, ίνα αναρριχηθή  εις τα ύψη της ιδανικής τελειότητος, ηναγκάζετο να πατήση επί των αισθημάτων εκείνων, άτινα υπό ποικίλα ονόματα εθεοποίουν οι πατέρες του, να προτιμά την στέρησιν της απολαύσεως, την έρημον της κοινωνίας, την δουλείαν της ελευθερίας, τον θάνατον ης ζωής. Καταρώμενος την φύσιν άπασαν, ηναγκάζετο να θεωρή ως παγίδα του Σατανά την ευωδίαν του άνθους και το κελάδημα της αηδόνος. Και ενώ υπεχρεούτο ν’ αποστρέφη τους οφθαλμούς του από της γης, ουδ’  εις αυτόν τον ουρανόν ηδύνατο ν’ αναπαύση αφόβως το βλέμμα, διότι κακεί είχε τοποθετήσει η Εκκλησία δαίμονας και πειρασμούς. Το θείον άστρον της πρωίας, το οποίον τοσάκις εφώτισε μετά μακράν αγρυπνίαν τον Αρχιμήδην ανευρίσκοντα τους νόμους της φύσεως ή τον Πλάτωνα ονειρευόμενον την αθανασίαν, είχε μεταβληθή εις βδελυρόν διάβολον ονόματι Εωσφόρον· ο δε αστήρ της εσπέρας, του οποίου η γλυκεία μαρμαρυγή εσήμαινεν εις τους θνητούς ότι έφθασεν η ώρα της αναπαύσεως ή της ηδονής, ήτο ο ακάθαρτος δαίμων Αφροδίτη, όργανον πειρασμού και απωλείας. Και αυτόν τον ουρανόν είχε κατορθώσει να μεταβάλη  εις κόλασιν η Εκκλησία.

-

Η πυρετώδης αύτη κατάστασις, η ακατανόητος αύτη αποστροφή της φύσεως και ανατροπή πάντων των ανθρωπίνων αισθημάτων, αδύνατον ήτο επί πολύ να διαρκέση. Τούτο συναισθανόμενοι και οι Πατέρες ης Εκκλησίας προεμήνυον ως εγγίζουσαν την συντέλειαν του κόσμου. Αλλ’ αι προθεσμίαι παρήρχοντο και η γη επέμενε να στρέφηται περί τον ήλιον και οι αστέρες να λάμπωσιν  εις το στερέωμα· η δε ανθρωπότης, εφ’ όσον διεδέχοντο τα έτη και οι αιώνες, αποσείουσα τον τρόμον της εγγιζούσης επέστρεφε βαθμηδόν εις την φυσικήν αυτής κατάστασιν ανακαλοΰσα τους πρώην θεούς και αναλαμβάνουσα τας εμφύτους αυτή ορμάς και ορέξεις. H Εκκλησία είχε κηρύξει ότι απέθανον οι θεοί των εθνών, αλλά κατά παράδοξον αντίφασιν δεν έπαυεν εκσφενδονίζουσα κατ’ αυτών αναθέματα και κατάρας. Αδυνατούντες να μηδενίσωσι τους θεούς οι ιερείς διενοήθησαν εν τη αμηχανία των να μεταβάλωσιν αυτούς εις δαίμονας καταχθονίους. Αλλ’ ούτε η φοβερά αύτη μεταμφίεσις ούτε η μάχαιρα των βυζαντινών δημίων, ουδ’ οι άνθρακες των ιεροδικείων ίσχυσαν ν’ απομακρύνωσιν απ’ αυτών πάντας τους αρχαίους λάτρας. Οι δορυφόροι του Ουάλεντος και Θεοδοσίου κατηδάφιζον τους βωμούς των ειδώλων, αλλ’ εις τας φάραγγας, τα σπήλαια και τους δρυμώνας εκάπνιζεν ακόμη το θυμίαμα, επλέκοντο στέφανοι και εσπένδετο οίνος εις τιμήν των εκπτώτων κατοίκων του Ολύμπου. Αλλ’ όσα ετελούντο πριν μεσουρανοΰντος του ηλίου ενώπιον πλήθους γονυπετούς, διεπράττοντο ήδη εν τω σκότει και τη ερήμω· και καθώς οι θεοί είχον μεταβληθή εις διαβόλους, ούτω και οι ιεροφάνται αυτών έγιναν γόητες, μάγισσαι, στρίγλαι, όργανα του Σατανά.

-

Πας ο αναδιφών τα αιμοσταγή αρχεία των ιεροδικείων εκπλήττεται βλέπων γυναίκας μόνον αναβαινούσας την πυράν ένεκα μαγείας. Οι καέντες γόητες αριθμούνται επί των δακτύλων, αι δε μάγισσαι ανά χιλιάδας. Την εξήγησιν του παραδόξου τούτου πλεονασμού ευρίσκομεν εν τη καταστάσει της τότε κοινωνίας. H πλημμύρα των αρκτώων βαρβάρων και η εξ Ανατολών εισβαλοΰσα θεοκρατία είχον εκβαρβαρώσει τους υπηκόους της αυτοκρατορίας• παρά πάσι δε ημιβαρβάρω κοινωνία η γυνή είναι διανοητικώς ανωτέρα του ανδρός. Ενώ ούτος περιτρέχει το δάσος προς ανεύρεσιν άγρας ή σχίζει επιπόνως τα σπλάγχνα ης γης, η γυνή μόνη εν τη καλύβη, θηλάζουσα το τεκνίον ή κλώθουσα το έριον των αιγών της παραδίδεται  εις σκέψεις και ρεμβασμούς παντοίους. H μεν υψοί το βλέμμα προς ουρανόν, ίνα ζητήση παρά των εκεί κατοικούντων την εκπλήρωσιν των πόθων της, ότε δε ατενίζει εις τον ορίζοντα, ίνα εικάση εκ της θέσεως του ηλίου πόσαι ακόμη ανιαραί ώραι θέλουσι παρέλθει μέχρι της επιστροφής του συζύγου, και άλλοτε κύπτει προς την γην κατασκοπούσα τα άνθη και τας βοτάνας, παρ’ ων ελπίζει φάρμακα δια τας πληγάς του και φίλτρα προς διατήρησιν ή ανάκτησιν της στοργής του. Η γυνή στρέφουσα προς την φύσιν φιλόστοργον βλέμμα υπήρξε η μητηρ πάσης επιστήμης· αλλ’ η Εκκλησία είχε κηρύξει άσπονδον κατά της επιστήμης πόλεμον, και εντεύθεν ο άγριος κατά της μαγίσσης διωγμός. O ιερεύς, κατεχόμενος υπό υπερφυσικής νοσταλγίας, θεωρών τον κόσμον ως σκήνωμα δαιμόνων και τον άνθρωπον ως φύσει πονηρόν έμενεν ανάλγητος  εις τας θλίψεις του, προσφέρων ως μόνον φάρμακον την εγκαρτέρησιν και την ελπίδα του θανάτου. Αλλ’ η γυνή δεν ηδύνατο να βλέπη αδακρυτί πάσχοντας όσους ηγάπα, και αντί να εγκαρτερή, ανεκίνει γην και ουρανόν, ίνα εύρη αντίδοτον  εις τας οδύνας των. Οσάκις δε οι άγιοι του χριστιανικού Παραδείσου εκώφευον εις τας δεήσεις της, απετείνετο εις τους αρχαίους αυτής Εφεστίους, συνέλεγε βότανα υπό το φως της σελήνης, απεστάλαζε φίλτρα, ανήρτα εις τον τράχηλον φυλακτήρια ή έψαλλε μυστηριώδεις επωδάς, πειρωμένη παντοιοτρόπως ν’ ανακουφίση τους πόνους. Αλλά τα δάκρυα και αι προσπάθειαι αυτής ήσαν αντιχριστιανικά, και δια τούτο εκαίετο η δύστηνος ή εκλείετο ζώσα εντός μολυβδίνων φερέτρων.

-

O μεσαιών, εν τη ιστορία και ουχί εν ταις ραψωδίαις εξεταζόμενος, υπήρξεν εν τη Δύσει, προ πάντων, εποχή απελπισίας. H πείνα, η επιληψία, η λέπρα και η δουλεία καθίστων τον λαόν ψωραλέαν αγέλην, ην ένεμε θωρακοφόρος ποιμήν, κόμης ή βαρώνος, συμμάχους και συμβοηθούς έχων τον δήμιον και τον ιερέα, τον φόβον της αγχόνης και τον τρόμον της κολάσεως. Δεν θέλομεν να εξετάσωμεν ενταύθα αν η Εκκλησία του μεσαιώνος υπήρξεν εφαρμογή ή διαστροφή του Ευαγγελίου• αναντίρρητον όμως είναι ότι ο τότε ιερεύς συνεμάχησε μετά του δημίου κατά των θυμάτων. O άρχων περιφράσσων τας περί τον πύργον γαίας, ήγειρε περιτείχισμα, εντός του οποίου ο δουλοπάροικος έπρεπε να μένη υπομένων ύβρεις και προπηλακισμούς παντοίους, ο δε ιερεύς ώκοδόμησε δογματικόν δεσμωτήριον, ένθα ο απόγονος του απειθούς Αδάμ, θεωρούμενος ως ένοχος πριν έτι γεννηθή, καταδικασμένος εις την αμάθειαν και τον φόβον της γεέννης, απέτιε του προγονικοΰ αμαρτήματος την δίκην. Τον κατά της τυραννίας αγώνα ανέλαβεν ενίοτε ο δούλος, αρυσθείς το θάρρος εξ αυτής της υπερβολής του καμάτου, ως ανθίσταται και ο ίππος εις τα κεντρίσματα, άμα αι δυνάμεις του εξαντληθώσιν, αλλά κατά της ηθικής αποκτηνώσεως, ην επέβαλεν η Εκκλησία, μόνη η γυνή ετόλμησε να επαναστατήση. Επι χίλια και επέκεινα έτη η μάγισσα υπήρξεν η μόνη κατά της θεοκρατίας αντιπολίτευσις, η μόνη υπέρμαχος της επιστήμης και της προόδου, περιθάλπτουσα εις τα φιλόστοργα στήθη της τα σπέρματα, εξ ων έμελλε να βλαστήση μετ΄ ολίγον  ο σήμερον πολιτισμός. Βραδύτερον, διαμερισθείσης της επιστήμης, ανεφάνησαν ο φιλόσοφος, ο ιατρός, ο αστρονόμος, ο γεωμέτρης και ο βοτανικός, οι μέλλοντες να συντελέσωσι το έργον της μαγίσσης, κρημνίζοντες τα τελευταία ερείπια του ιεροκρατικού οικοδομήματος. Αλλ’ εν αρχή πάντας τούτους ανεπλήρονεν η γυνή. Η αρχαία αλληγορία του όφεως πειράζοντος την Εύαν ανενεώθη κατά τον μεσαιώνα. Ως εν τη Γραφή, ούτω και τότε πρώτη εκείνη ετόλμησε να γευθή του καρπού της γνώσεως, εξ ου μετέδωκεν εις τον δειλόν σύζυγόν της. Εκ του απηγορευμένου τούτου δείπνου ήντλησεν η ανθρωπότης δυνάμεις, ίνα συντρίψη τας δεσμευούσας αυτήν αλύσους. O Λούθηρος, ο Βολταίρος, ο Γαλιλαίος, ο Βοερράβος, ο Λινναίος, ο Βάσιγκτων και ο Μιραβώ, οι αποθεωθέντες ούτοι απόστολοι της προόδου, εισί γνήσια τέκνα της δυσφήμου μαγίσσης, ήτις μόνην αμοιβήν τοιούτου τόκου έλαβεν άνθρακας, λίθους, λήθην και περιφρόνησιν.

-

«Αστασία, το όνομά σου είναι γυνή!» εξεφώνει ο μισογύνης Βύρων, εν ώρα ίσως ερωτικής αδημονίας· ημείς δε, ανερευνώντες τα βιβλία των ιστοριογράφων της ανθρωπίνης προόδου, παρ’ οις τόσον σπανίως και μετά τοσαύτης περιφρονήσεως γίνεται μνεία της μαγίσσης, πολλάκις ανεκράξαμεν: «Αχαριστία, το όνομά σου είναι ανήρ. Και οι μεν ιεροδίκαι του μεσαιώνος, καίοντες την μάγισσαν, ηδύναντο τουλάχιστον να προτείνωσιν ως δικαιολόγημα ότι αποστολήν έχουσιν εν τω κόσμω να σβύνωσι τα φώτα και ν’ ανάπτωσι πυράς, ο ισήμερον όμως προοδευτικοί φιλόσοφοι, περιφρονοΰντες αυτήν, ομοιάζουσι βαναύσους οψιπλούτους, αποπτύοντας φιλόστοργον μητέρα, διότι καλύπτουσιν αυτήν ρυτίδες και ενδύματα παλαιά. Τόμον ολόκληρον ηθέλομεν γράψει, αν επεχειρούμεν v’ αποδείξωμεν μέχρι τίνος έφθασε του επιστήμονος η αχαριστία. Εις μίαν μόνην περιοριζόμενοι εκ των επιστημών, την ευγενεστέραν πασών, την θείαν του Ασκληπιού επιστήμην, ίδωμεν τις δύναται να καυχηθή ως διασώσας αυτήν εκ του ναυαγίου της μεσαιωνικής βαρβαρότητος.

-

O Ιησούς εθεράπευε πάσας τας νόσους επιθέτων τας χείρας ή επικαλούμενος το όνομα του ουρανίου Πατρός του, δια δε της επιψαύσεως τη της επικλήσεως ταύτης τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν και εκλείοντο αι φλέβες της αιμορροούσης. Την αυτήν μέθοδον μετήλθον επιτυχώς και πολλοί των αγίων. Οι δε ιερείς λησμονήσαντες την μεσολαβούσαν θείαν δύναμιν, ενόμισαν εκ τούτων ότι δύνανται ν’ απλοποιήσωσι την θεραπευτικήν. Οι αφορισμοί του Ιπποκράτους αφωρίσθησαν, και αι συνταγαί του Γαληνού ερρίφθησαν εις το πυρ, την δε θέσιν τούτων έλαβον τα ραντίσματα, η υδροθεραπευτική δηλ. μέθοδος του δόκτορος Σαγκράδου, με μόνην την διαφοράν ότι το ύδωρ ήτο ηγιασμένον. Οι ρασοφόροι ούτοι ιατροί μετήρχοντο το επάγγελμά των προ του πυλώνας των Εκκλησιών μετά την λειτουργίαν, ένθα οι νοσούντες συνέρρεον ανά πάσαν Κυριακήν σωρηδόν. Και ει μεν εθεραπεύετο ο ασθενής, έσπευδε v’ αναρτήση υπό την εικόνα της Παναγίας ή του επιτοπίου αγίου αργυρούν μνημείον της ευγνωμοσύνης του, αν όμως επέμενεν η νόσος, ο ιερεύς έλεγεν αυτώ την επομένην Κυριακήν: «Ημάρτησας, και ο Κύριος σε τιμωρεί. Υπόμεινον, απόθανε• η Εκκλησία έχει ευχάς και υπέρ των νεκρών». Επίσκοποί τινες, αποδίδοντες πάσαν νόσον εις την επιφοίτησιν των δαιμόνων, εξώρκιζον αυτούς να εξέλθωσιν εκ του σώματος του ασθενούντος, αν δε ούτος δεν εθεραπεύετο παραχρήμα, έκαιον αυτόν ζώντα, διατηρήσαντες εκ της επιστήμης του Κώου ιατρού μόνον το «Όσα φάρμακα ουχ ιήται, πυρ ιήται». Άλλος πάλιν καλόγηρος εσκέφθη να μεταχειρισθή προς ραντισμδν αντί ύδατος το ούρον της λευκής ημιόνου, αλλ’ η ιστορία παρέλειψε να μνημονεύση ποία υπήρξαν τα αποτελέσματα του νεωτερισμού τούτου. Το λυπηρότερον είναι ότι οι τότε άνθρωποι υπετάσσοντο εις ταύτα, υποφέροντες, αποθνήσκοντες και καιόμενοι αγογγύστως. H φοβερωτέρα των ασθενειών του μεσαιώνος υπήρξεν η εγκαρτέρησις μάλλον η σιωπηλή απελπισία, μεθ’ ης υπέμενε τας βασάνους, κατά το παράδειγμα του βυζαντινού εκείνου αγίου, όστις οσάκις έπιπτε κατά γης σκώληξ εκ των πληγών του, ελάμβανεν αυτόν και έθετε πάλιν εις τον τόπον του, «ίνα έχη τους πόνους της σαρκός περισσοτέρους και τας αμοιβάς της ψυχής παρομοίως».

-

Η περίοδος αύτη της ιατρικής επιστήμης διήρκεσεν επί πολύ. Αλλ ήμέραν τινά πτωχή τις χήρα είδε τα τρία τέκνα της καταλαμβανόμενα υπό σπασμώδους βηχός. Τα δύο πρώτα προσαχθέντα εις τον ιερέα, ραντισθέντα δι’ αγιάσματος και ποτισθέντα ίσως ούρον ημιόνου, απέθαναν εις τας αγκάλας της. Έμενε το τρίτον, το μόνον επί της γης πλάσμα, όπερ υπελείπετο εις την αγάπην της. Η δύστηνος γυνή, γονυπετής προ της κοιτίδος του φιλτάτου της, επεκαλείτο υπέρ αυτού πάντας τους αγίους του χριστιανικού Παραδείσου. Αλλ’ η επάρατος βηξ εξηκολούθει ν’ αντηχή απαισίως εις τα ώτα της μητρός. Αναμνησθείσα τότε εν τη απελπισία των αρχαίων αυτής θεών, εξήλθε γυμνόπους της καλύβης εν ώρα μεσονύκτων, και στρέψασα περί αυτήν ανήσυχον βλέμμα συνέλεξεν υπό το φως της μεσουρανούσης Εκάτης άνθη και φύλλα δυσφήμου τινός και δυσόσμου φυτού, από του οποίου οι ποιμένες απεμάκρυνον τας αίγας των μετά φόβου. Επιστρέψασα οίκαδε, εβύθισε την ύποπτον βοτάνην εις θερμόν ύδωρ, και αναμίξασα μετά μέλιτος προσέφερε το φάρμακον εις το ασθμαίνον τεκνίον. H βηξ εσιώπησε και βαθύς ύπνος έκλεισε τα βλέφαρα του νοσούντος υπό την ενέργειαν του σωτηρίου φίλτρου, μετ’ ολίγας δε ημέρας το παιδίον έπαιζεν ευθύμως παρά την φλιάν της καλύβης· αλλ’ η δυστυχής μήτηρ εσήπετο εις τα υπόγεια μοναστηρίου. Διάκονός τις ή κωδωνοκρούστης, εξερχόμενος μεσούσης της νυκτός εκ καπηλείου ή κοιτώνος εταίρας, είχε κατασκοπεύσει και καταμηνύσει την δυστυχή ως γόησσαν και φαρμακεύτριαν. Μάτην ανέφερεν η ταλαίπωρος προς απολογίαν της τον θάνατον των δύο άλλων τέκνων και τον κίνδυνον του επιζώντος, τους φόβους και την μητρικήν αυτής απελπισίαν. Τα ρασοφόρα θηρία υπήρξαν άκαμπτα· αφού απέκοψαν την ιερόσυλον χείρα και ανά εν συνέτριψαν τα οστά της, έρριΨαν έπειτα τον άμορφον, αιμοσταγή αλλά ζώντα έτι και ολολύζοντα ανθρώπινον τούτον όγκον εις την πυράν. Τα πρακτικά των ιεροδικείων αποτελούσι μακράν σειράν τόμων εις φύλλον, και έκαστον φύλλον περιέχει μίαν τοιαύτην ιστορίαν.

-

H μάγισσα εκείνη εκάη· αλλά πριν έτι η τέφρα της ψυχρανθή πλείσται μητέρες περιέτρεχον την πεδιάδα, ζητούσαι υπέρ των τέκνων το σωτήριον φυτόν. Οι ιερείς επολυπλασίασαν τας πυρπολήσεις• αλλ’ η μητρική αγάπη είναι νόσημα ανίατον, του οποίου ουδέ το πυρ κατισχύει. Οσάκις βότανόν τι απετύγχανεν, εδοκιμάζετο άλλο, και ούτω προώδευεν η επιστήμη. Τα ραντίσματα του ιερέως κατήντησαν μετ’ ολίγον να θεωρώνται ως ανώδυνα φάρμακα, χρήσιμα εις μόνους τους υγιαίνοντας, όπως σήμερον τα ύδατα της Βάδης και των Πυρηναίων• το δε αληθές ιατρείον ήτο το άντρον της Μαγίσσης. H φύσις φιλοστόργως ανερευνωμένη απεκάλυπτεν αυτή νέους καθ’ εκάστην θησαυρούς. H άτροπος, ο υοσκύαμος, η μήκων, το στραμόνιον, η στρύχνος, η ασκληπιάς, τα αντιφάρμακα ταύτα της επιληψίας, της υστερίας, του άσθματος, των σπασμών και των άλλων νευρικών νοσημάτων, άτινα επεκράτουν επιδημιακώς κατά τον μεσαιώνα, εκαλούντο μαγοβότανα, διότι μόνη αύτη εγνώριζε την χρήσιν των ευεργετικών τούτων δηλητηρίων, από των οποίων απεστρέφετο σταυροκοπούμενος ο διαβάτης. Ανερευνώντες τα συγγράμματα των καθ’ ημάς ιατρών, την ‘Θεραπευτικήν’ του Τρουσσώ ή του Bouchardat την Φαρμακολογίαν, πειθόμεθα μετ’ απορίας ότι ουδέ κατά κεραίαν διαφέρουσιν αι συνταγαί αυτών από των της Μαγίσσης. Τα υπ’ αυτής δρεπόμενα παυσίπονα φυτά, η άτροπος, η μήκων και ο υοσκύαμος είναι και σήμερον τα μόνα κατά των νευρικών νόσων αντίδοτα• ουδέ βήμα περαιτέρω προϋχώρησεν η επιστήμη. Οι οπαδοΙ της ‘Ομοιοπαθείας’ νομίζουσιν ίσως εαυτούς πρωτοτύπους ανακράζοντες το «Όμοια ομοίοις ιάσιμα». Αλλά πολλούς αιώνας προς του Αννεμάνου και του Σπερίνου εθεράπευεν Μάγισσα την μανίαν δια της μανικής στρύχνου και τους ριγούντας δια ψυχρολουσίας. Εσπέραν τινά τρεις μάγισσαι, θέλουσαι να γνωρίσωσι πού του σώματος ενεφώλευεν η μαστίζουσα το χωρίον επιδημία, υπερέβησαν νύκτωρ τα τείχη νεκροταφείου, και εκθάψασαι ανέτεμον πτώμα. Αι αισχραί τυμβωρύχοι ετάφησαν ζώσαι, αλλ’ αφού εφεύρον την ανατομίαν.

-


H Εκκλησία, βλέπουσα την επιρροήν αυτής καθ’ εκάστην ελαττουμένην, εδιπλασίαζε την αυστηρότητα των απαγορεύσεων. Μη αρκουμένη πλέον εις την καταδίκην της ηδονής και παρ’ αυτοίς τοις συζύγοις, επεχείρησεν, ίνα έτι μάλλον ταπεινώση την σάρκα, να προγράψη και αυτήν την καθαριότητα, διότι η γυμνότης του λουτρού εμπνέει πολλάκις λογισμούς ασυμβιβάστους προς την αγνότητα. Ούτω ουδέ να πλύνηται εσυγχωρείτο πλέον εις τον ευσεβή χριστιανόν. Τα συναξάρια, προ πάντων τα βυζαντινά, βρίθουσιν αγίων, οίτινες ουδέποτε ήλλασσον υποκάμισον, ουδ’ ένιπτον το πρόσωπον ή τας χείρας και έτι ολιγώτερον το λοιπόν σώμα. H διπλή αύτη προγραφή της απολαύσεως και της καθαριότητος, φλογίζουσα το αίμα και φράσσουσα του σώματος τους πόρους, προσέθηκεν εις τα των νεύρων και του δέρματος τα βδελυρά νοσήματα. H τυραννουμένη σαρξ εξεδήλωνε δι’ εκρήξεων παντοίων τας οδύνας της. Τα έλκη, οι λειχίνες, ο έρπης και η λέπρα επεκράτουν επιδημικώς. Επί δύο ολοκλήρους αιώνας οι πρόγονοι ημών εξέοντο αδιακόπως• πολλοί δε αυτών, κατεχόμενοι συγχρόνως υπό λέπρας και επιληψίας, ελάμβανον αλλήλους εκ της χειρός, εσχημάτιζον πολύκρικον ανθοωπίνην άλυσον, και οίστρηλατούμενοι υπό της απελπισίας εστρέφοντο, εστρέφοντο μέχρις ου κατέπιπτον ημιθανείς. Το φάρμακον, όπερ εφεύρον οι ιερείς κατά της νέας ταύτης πληγής, ήτο απλούστατον. Συνελάμβανον αθρόους τους λεπρούς, ανήρτων εις τον λαιμόν των κρόταλα ηχηρά, ίνα απομακρύνωνται απ’ αυτών οι διαβάται, και ούτω μεταμορφώσαντες τους δυστυχείς εις όφεις κροταλίας, αντικείμενον τρόμου και βδελυγμίας, απήλαυνον αυτούς δια μαστιγώσεων εκ των πόλεων και χωρίων, απαγορεύοντες επί ποινή θανάτου να πλησιάσωσιν εις τόπον κατοικημένον. Μόνη η Μάγισσα, άστεγος κακείνη και προγεγραμμένη, ετόλμα να τείνη την χείρα εις τους αθλίους• και καθώς είχεν ανεύρει την άτροπον και τον υοσκύαμον υπέρ των νευραλγούντων, ούτω συνέλεξε και υπέρ των ηλκωμένων την σμίλακα, το γλυκύπικρον dulcamara και την ακαλήφην, άτινα κατεπράυναν τους φρικώδεις κνισμούς του μεσαιώνος. Αλλά προς τι ηθέλομεν πολυπλασιάσει τας μαρτυρίας, αφού ο μέγιστος ή μάλλον ο μόνος τότε ιατρός, αυτός ο Παράκελσος, ομολογεϊ ότι καύσας και των Εβραίων και των Αράβων τα βιβλία έδιδάχθη την ιατρικήν υπό των ‘καλών γυναικών’, ως ήρχιζεν ήδη να ονομάζη τας μαγίσσας ο λαός ευγνωμονών;

-

Εν τη κοιλάδι ταύτη των δακρύων, ως ωνόμασαν οι θεολόγοι τον κόσμον, ουδέ βήμα δύναται η ανθρωπότης να βαδίση επί τα πρόσω, χωρίς να σχίση τας σάρκας της εις τας ακάνθας της εισέτι απατήτου οδοΰ. O μεσαιών υπήρξεν εποχή στασιμότητος και ανανδρίας, ην ο άνθρωπος διήλθε λησμονών το παρελθόν, υπομένων το παρόν και ουδέ βήμα τολμών να προχωρήση εις προϋπάντησιν μέλλοντος αισιωτέρου. Μόνη η μάγισσα ούτε την παρελθοΰσαν δόξαν ηδύνατο να λησμονήση, ούτε ακίνητος να περιμένη, αλλά προϋχώρει πάντοτε, στρέφουσα εκ διαλειμμάτων προς τα όπισθεν το βλέμμα, ίνα εκ των αναμνήσεών της αντλήση θάρρος προς εξακολούθησιν της ολισθηράς πορείας. Η Εκκλησία είχεν εγγράψει επί της σημαίας της την λέξιν ‘Ακινησία’ η δε Μάγισσα ύψωσεν αντάρτιδα σημαίαν, εφ’ ης ανεγινώσκετο η λέξις ‘Εμπρός’. Επί πολλούς αιώνας ο κλήρος ενίκα, και, κατά την συνήθειαν των αγρίων της Αμερικής, έκαιε τους αιχμαλώτους. Αλλά μετά πάσαν νίκην ησθάνετο τας δυνάμεις αυτού ελαττουμένας• βαθμηδδν δε τοσούτον ηραίωσαν τας τάξεις του αι λιποταξίαι των αηδιαζόντων την οσμήν των ανθρωπίνων ολοκαυτωμάτων, ώστε ηναγκάσθη να προσέλθη ως άλλος Αννίβας εις το εχθρικόν στρατόπεδον, ζητών την ειρήνην επί αισχραίς συνθήκαις. Οι απόγονοι των ιεροδικαστών ηναγκάσθησαν να τείνωσι την χείρα εις τους επιστήμονας και φιλοσόφους, τα κατηραμένα της μαγίσσης τέκνα. Έκτοτε η Εκκλησία μόνον κατ’ όνομα υπάρχει. Οι υπ’ αυτής προγραφέντες θεοί των εθνών, οι θεοί του φωτός, της φύσεως και της ζωής, ους η μάγισσα είχε ξενίσει και περιθάλψει εν ταις ημέραις του διωγμού, βασιλεύουσι και πάλιν επί της οικουμένης. O Ποσειδών ναυπηγεί πλοία, συνδέων τα απέχοντα έθνη εις στενήν αδελφότητα, ο Ήφαιστος πάλλει την βαρείαν σφύραν του, η Αφροδίτη έχει θυσιαστήρια, ο Ερμής διανέμει θησαυρούς, ο Βάκχος πατεί ευθύμως τους ωρίμους βότρυας και η Δήμητρα ακονίζει άδουσα το δρέπανόν της. Οι χαρμόσυνοι ούτοι ήχοι αγγέλλουσιν ότι ο άνθρωπος, ιαθείς τέλος πάντων της φοβεράς νόσου του μεσαιώνος, της υπερφυσικής μονομανίας, έπαυσε θεωρών την φύσιν ως σατανικήν, εαυτόν ως διεστραμμένον, την απόλαυσιν αμαρτίαν και τας ορέξεις του ως δαίμονας ακαθάρτους, αλλ’ απ’ εναντίας πάντα ταύτα θεοποιεί και πάλιν. O σήμερον άνθρωπος κατ’ ουδέν, πλην του ονόματος, διαφέρει του πάλαι ειδωλολάτρου. Καθώς εκείνος, στρέφει ερωτευμένον προς την φύσιν βλέμμα, περιέργως τους νόμους αυτής ανερευνών και εκ της μελέτης ταύτης αρυόμενος τέχνας και επιστήμας προς αύξησιν της ευζωίας του. Αν φιλόσοφός τις αρχαίος, ο Επίκουρος ή ο Αριστοτέλης, ανίστατο σήμερον εκ νεκρών, ήθελεν ευρεθή εν μέσω κύκλου συμπαθούς, θλίβοντος τας χείρας του και συμμεριζομένου τα αισθήματα και τας ιδέας του· αλλ’ αν επανήρχετο επί της γης γνήσιός τις αντιπρόσωπος του μεσαιώνος, Ιωάννης ο Νηστευτής ή Συμεών ο Στυλίτης, κηρύττων τον κατά της σαρκός και της φύσεως πόλεμον, καταδικάζων την απόλαυσιν και την επιστήμην και κράζων αδιακόπως «Μακάριοι οι πεινώντες, μακάριοι οι κλαίοντες, μακάριοι οι μισούμενοι υπό των ανθρώπων», ο τοιούτος ούτε επί των κορυφών του Αγ. Όρους ούτε εις τας ερήμους της Θηβαίδος ή τα σπήλαια της σκήτης ήθελεν εύρει οπαδούς. O σήμερον αιών, αντί να μακαρίζη τους κλαίοντας και πεινώντας, ζητεί απ’ εναντίας να εξαλείψη από του προσώπου της γης ως κακά πράγματα τα δάκρυα και την πείναν.

-

Πάντες οι ευεργέται της ανθρωπότητος αντημείφθησαν ζώντες δι’ αχαριστίας. Τα σπλάγχνα του Προμηθέως παρεδόθησαν εις τους γύπας, ο Σωκράτης εγεύθη το κώνειον και ο Γαλιλαίος τον πικρόν άρτον της ειρκτής. Αλλ’ εις τούτους ανήγειρεν η ιστορία αθάνατα μαυσωλεία, προ των οποίων η ανθρωπότης γονυπετεί καθ’ εκάστην ευγνωμονοΰσα. Μόνην την μάγισσαν καταδιώκει και θανοΰσαν η αχαριστία. Αντί αγάλματος οι σήμερον σοφοί, οι εκ τέφρας αυτής γεννηθέντες και αντί γάλακτος το αίμα της θηλάσαντες, έστησαν επί του τάφου της αισχράν γελοιογραφίαν. Κατά της αδικίας ταύτης διαμαρτυρόμενοι, ερρίψαμεν ημείς εν άνθος επί του ακλαύστου μνήματος της σωτείρας του πολιτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: