20 Σεπτεμβρίου 2017

[Στην Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης 16.09.2017]

Ασίνην τε.

Ο αρχαιολογικός χώρο της Ακρόπολης της Αρχαίας Ασίνης και της παρακείμενης Κάτω Πόλης (όπως ονομάστηκε από τους Σουηδούς αρχαιολόγους, οι οποίοι ερευνήσανε το χώρο πριν έναν περίπου αιώνα), βρίσκεται σε ένα λόφο – χερσόνησο, ένα περίπου χιλιόμετρο ανατολικά του παραθαλάσσιου οικισμού της Αργολίδας Τολό. Οι περισσότεροι εκτιμώ ότι τον πληροφορηθήκαμε εξ αφορμής του κορυφαίου ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη: ο Βασιλιάς της Ασίνης. Ενός πεσιμιστικού ποιήματος – αναλογισμού του Σεφέρη πάνω στο εφήμερο της ανθρώπινης ζωής και το φόβο (ή τη διαπίστωση ίσως) πως, μετά την επέλευση του θανάτου, δεν απομένει τίποτα από τις πράξεις, τα έργα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ανθρώπου, το οποίο έγραψε επηρεασμένος από την επίσκεψή του στο χώρο, όπως ήταν τότε, το καλοκαίρι του 1938.
Ο αρχαιολογικός χώρος, τον οποίο επισκεφτήκαμε το πρωινό της 16ης Σεπτέμβρη 2017, είναι εξαιρετικά προσεγμένος και ανταμείβει τον επισκέπτη του. Διαφέρει σίγουρα από το χώρο που περπάτησε ο Γιώργος Σεφέρης αφού τότε
αφενός δεν υπήρχανε ούτε τα, διακριτικά ως προς την παρουσία τους αλλά με εξαιρετικό υλικό, κτίρια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ούτε ο πεζόδρομος, που περνάει από τα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος προσβάσιμα σημεία και επίσης διατρέχει περιμετρικά το λόφο ανταμείβοντας σε και με την υπέροχη θέα προς τον αργολικό κόλπο
αφετέρου δεν είχε αφήσει το στίγμα του ο φασίστας κατακτητής, ο οποίος, την περίοδο 41-44, για να κατασκευάσει πολυβολεία και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πάνω στο λόφο, κατέστρεψε ανεπανόρθωτα μέρος των αρχαιοτήτων (σ.σ. κάτι που αποτελεί σταθερή πρακτική των κάθε είδους φασιστών). Αρχαιοτήτων που, στα λίγες δεκάδες στρέμματά του λόφου, καλύπτουν μια περίοδο 5.500 χρόνων ιστορίας.
Οι φωτογραφίες, από το εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου, που ακολουθούνε, τραβηχτήκανε από το μονοπάτι για τους επισκέπτες κατά μήκος της προτεινόμενης πορείας και είναι ένα πολύ μικρό δείγμα των εικόνων που θα αποκομίσει ο επισκέπτης. Οι όποιες από το εξωτερικό μέρος αφορούν την οχύρωση και, πλην της πρώτης και της τρίτης, που προέρχονται από το βόρειο και βορειοδυτικό μέρος του λόφου, προστεθήκανε με αυτές, από το εσωτερικό του αρχαιολογικού χώρου, από το αντίστοιχο σημείο των σωζόμενων μερών της οχύρωσης, το οποίο βρίσκεται στο ανατολικό και βορειοανατολικό μέρος του λόφου. Τα κείμενα που ακολουθούν, από τις κατατοπιστικές πινακίδες.

Σημειώσεις;
1. στην Ιλιάδα υπάρχει μία και μόνη αναφορά του Ομήρου στην Ασίνη, στον 560ο στίχο της Β’ Ραψωδίας της Ιλιάδας, η οποία (Β’ Ραψωδία) περιλαμβάνει κατάλογο των πλοίων τα οποία προσφέρανε οι φιλικές στις Μυκήνες πόλεις για την εκστρατεία στην Τροία. Κατάλογος η γνησιότητα του οποίου, ως προς τον συγγραφέα, αμφισβητείται. 
2. συντομογραφίες: (δεξ): δεξαμενή - (πολ): πολυβολείο - (πιεστ): - (πιεστήριο): - (πηγ): πηγάδι.



















Η αρχαία Ασίνη

Η αρχαία Ασίνη ήταν κτισμένη στην κορυφή και τις πλαγιές βραχώδους χερσονήσου, μήκους 330 μ., πλάτους 150 μ. και ύψους 52 μ, Ο λόφος, γνωστός στους ντόπιους ως Καστράκι ή Παλιόκαστρο, βρίσκεται στα νότια του σύγχρονου χωριού με το όνομα Ασίνη και απέχει 10 χλμ. Νοτιοανατολικά της πόλης του Ναυπλίου και 1 χλμ. ανατολικά του παραθεριστικού οικισμού του Τολού. Τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της θέσης, σε συνδυασμό με την παρουσία φυσικού, απάνεμου λιμένα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή της ανά τους αιώνες. Η πόλη μνημονεύεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο στον «κατάλογο νηών», τον κατάλογο των πόλεων που συμμετείχαν με πλοία στην τρωική εκστρατεία, ως μέρος της αργολικής αποστολής υπό την αρχηγία του αργείου βασιλιά Διομήδη.

Τη δεκαετία του 1920, Σουηδοί αρχαιολόγοι πραγματοποίησαν τέσσερεις αποστολές στην αρχαία Ασίνη, κατά τις οποίες έγιναν εκτεταμένες ανασκαφές στην κορυφή της χερσονήσου (ακρόπολη), τη βορειοδυτική πλαγιά της (Κάτω Πόλη) και στον απέναντι προς τα βορειοδυτικά λόφο (Μπαρμπούνα). Ευρήματα από τις παλιές και νεώτερες ανασκαφές εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου.

Τα ανασκαφικά δεδομένα τοποθετούν την εμφάνιση των πρώτων κατοίκων στο Καστράκι κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο, την 3η χιλιετία π.Χ. Στη Μεσοελλαδική περίοδο ο οικισμός που αναπτύσσεται στην Κάτω Πόλη είναι πυκνός, καταλαμβάνοντας στο τέλος της περιόδου και τμήμα του απέναντι λόφου. Τα ευρήματα από τον οικισμό και το νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων της Μυκηναϊκής περιόδου παρουσιάζουν μια ακμαία εγκατάσταση, η άνθηση της οποίας οφείλεται στην ενασχόληση των κατοίκων με το διαμετακομιστικό εμπόριο μεταξύ των ανακτόρων της Αργολίδας και των κέντρων πέρα από το Αιγαίο. Η κατοίκηση στην περιοχή συνεχίστηκε σχεδόν αδιάλειπτα έως και το 700 π.Χ., όταν σύμφωνα με τον Παυσανία, ο οικισμός καταστράφηκε από το γειτονικό Άργος και οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν στη Μεσσηνία. Από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., η Ασίνη ακμάζει ξανά και ενισχύεται με ισχυρά τείχη, τα οποία χτίστηκαν πιθανότατα από τους Μακεδόνες του Δημητρίου του Πολιορκητή. Ο οικισμός της Κάτω Πόλης της ύστερης αρχαιότητας, στο τέλος του 4ου - αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., περιελάμβανε το μικρό λουτρό που διατηρείται σήμερα στα δυτικά της εκκλησίας της. 

Στους Βυζαντινούς χρόνους, επισκευάζεται το ελληνιστικό τείχος ενώ στα τέλη του 17ου αιώνα μ.Χ., την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας, η χερσόνησος μετατρέπεται σε ενετικό φρούριο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η περιοχή καταλήφθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία χρησιμοποίησαν οικοδομικό υλικό από τα αρχαία χτίσματα που είχαν αποκαλυφθεί μερικά χρόνια πριν, προκειμένου να οργανώσουν την οχύρωση της ακρόπολης. Αποτέλεσμα της δράσης τους ήταν η καταστροφή μεγάλου μέρους των αρχαιοτήτων, κυρίως στην περιοχή της Κάτω
Πόλης.

Κατά τη διάρκεια του προγράμματος «Ασίνη, Ακρόπολη Αρχαίας Ασίνης: Αναμόρφωση Αρχαιολογικού Χώρου Καστράκι» με προϋπολογισμό 933.000,00 € (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Δυτική Ελλάδα - Πελοπόννησος - Ιόνιοι Νήσοι 2007-2013»), στον αρχαιολογικό χώρο πραγματοποιήθηκαν επεμβάσεις, οι οποίες αφορούσαν τη διαμόρφωση νέας εισόδου και τη χάραξη πορείας περιήγησης στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη, την κατασκευή και οργάνωση χώρων ενημέρωσης και έκθεσης, τη λειτουργία νέου εκδοτηρίου, τη δημιουργία χώρων στάσης και θέασης, τη σύνταξη και τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων κ.ά.

(πολ)

(πολ)














Η Κάτω Πόλη

Η σχετικά ομαλή βορειοδυτική πλαγιά του λόφου της Ασίνης, η οποία ονομάστηκε από τους Σουηδούς ανασκαφείς Κάτω Πόλη, αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη οικισμών και τη χωροθέτηση νεκροταφείων κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, καλύπτοντας μια περίοδο σχεδόν 3.000 χρόνων. 

Μετά την απομάκρυνση μερικών χιλιάδων κυβικών μέτρων χώματος και κάτω από διαδοχικά κατάλοιπα κατοίκησης, ήρθαν στο φως ταφές και θεμέλια αψιδωτών οικιών της Πρωτοελλαδικής περιόδου. Ο επόμενος οικισμός των Μεσοελλαδικών χρόνων είναι ιδιαίτερα εκτεταμένος και καταλαμβάνει τμήμα του απέναντι λόφου, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες ενός πληθυσμού 380-500 ατόμων. Οι οικίες, αρχικά απλής κάτοψης και αργότερα, από το 1700 π.Χ., σύνθετης διαρρύθμισης με μικρές αυλές, χωρίζονταν από στενούς διαδρόμους. Από την ίδια περίοδο, διατηρούνται ταφές σε κιβωτιόσχημους τάφους, λάκκους και αγγεία. Ο μυκηναϊκός οικισμός της Κάτω Πόλης ακμάζει κυρίως το 12ο αιώνα π.Χ., στο τέλος δηλαδή της περιόδου. Ανάμεσα στα απλής μορφής σπίτια, ξεχωρίζει η «οικία G», στον τύπο της μεγαροειδούς κατασκευής με κεντρική υπόστυλη αίθουσα και προθάλαμο, λοιπούς βοηθητικούς χώρους και δωμάτια. Στη βορειοανατολική γωνία της αίθουσας υπήρχε ένα λίθινο θρανίο με τελετουργικά αντικείμενα πάνω και γύρω από αυτό, μεταξύ των οποίων και η πήλινη κεφαλή ειδωλίου, γνωστή ως ο «Άρχοντας της Ασίνης», που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. 

Στους Γεωμετρικούς χρόνους η Κάτω Πόλη χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως νεκροταφείο καθώς για τον οικισμό επιλέχθηκαν οι περιοχές στα ανατολικά της ακρόπολης και στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου της Μπαρμπούνας. Μετά την ερήμωση της Ασίνης από τους Αργείους, γύρω στο 700 π.Χ., η περιοχή της Κάτω Πόλης φαίνεται πως εγκαταλείπεται και χρησιμοποιείται ξανά για κατοίκηση από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. και εξής. Τότε χρονολογούνται συγκροτήματα κατοικιών με ενσωματωμένες εργαστηριακές εγκαταστάσεις αγροτικού χαρακτήρα και μια μεγάλη δεξαμενή συλλογής νερού. Γύρω στο 400 μ.Χ., ο οικισμός απέκτησε ένα μικρό λουτρό. 

Η Κάτω Πόλη ανασκάφηκε τη δεκαετία του 1920 από τις σουηδικές αποστολές. Το μεγαλύτερο μέρος των καταλοίπων καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

(δεξ)















Η ύδρευση στην Ασίνη.

Η εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας νερού για την κάλυψη των αναγκών μιας αρχαίας πόλης αποτελούσε πάντοτε βασικό μέλημα των κατοίκων. Στις περιπτώσεις που μια περιοχή δε βρισκόταν κοντά σε φυσικές πηγές, όπως η Ασίνη, η διάνοιξη πηγαδιών και η κατασκευή δεξαμενών συλλογής και αποθήκευσης νερού ήταν συνήθεις τρόποι αντιμετώπισης του προβλήματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, όταν η πόλη προστατευόταν με ισχυρό τείχος, κατασκευάστηκαν μεγάλες υδατοδεξαμενές, οι οποίες προμήθευαν τους κατοίκους με νερό για μακρό χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας ή σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας. Οι ίδιες δεξαμενές δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν για την άρδευση καλλιεργειών εσωτερικά των τειχών.

Ιδιαίτερης μορφής και επιμελημένης κατασκευής είναι η μερικώς λαξευμένη στο βράχο ρωμαϊκή δεξαμενή, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κάτω Πόλης, χωρητικότητας περ. 23 κ.μ. Η δεξαμενή, συνολικού μήκους 9.40 μ. και μέγιστου πλάτους 1.70 μ., αποτελείται από τρεις χώρους. Ο κεντρικός ορθογώνιος θάλαμος, βάθους 5.00 μ., διέθετε στόμιο για τη συλλογή του νερού στην οροφή και λεκάνη καθίζησης για τη συγκέντρωση της ιλύος στο βοτσαλωτό δάπεδο. Η χωρητικότητά του αυξήθηκε με την προσθήκη δύο μικρότερων θαλάμων στις στενές πλευρές, βάθους 1.70 μ. Ένα παχύ στρώμα υδραυλικού κονιάματος εξασφάλιζε τη στεγανότητα των τοιχωμάτων της δεξαμενής. Στην επιφάνεια και σε επαφή με το στόμιο είχε κτιστεί ορθογώνια λεκάνη.

Κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής, πολλές δεξαμενές χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση στρατιωτικού υλικού. Στη δεξαμενή της Κάτω Πόλης ανοίχτηκε δίοδος προς το γειτονικό χαράκωμα, η οποία κατέστρεψε το δυτικό πλευρικό θάλαμο.



(πολ)
(πολ)

















Οι αρχαιότητες στην Αργολίδα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Απόκρυψη αντικειμένων από το Μουσείο Ναυπλίου

Λίγες ημέρες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 11 Νοεμβρίου 1940, η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, διαπιστώνοντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι αρχαιότητες ανά την επικράτεια, απέστειλε εγκύκλιο στις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων με τίτλο «Γενικοί τεχνικοί οδηγίαι δια την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων Μουσείων από τους εναέριους κινδύνους».

Στο Ναύπλιο συγκροτήθηκε Επιτροπή Εγκιβωτισμού, η οποία από τις 21 Δεκεμβρίου ανέλαβε τον εγκιβωτισμό των αντικειμένων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου σε ξύλινα κιβώτιο και τη μεταφορά τους στο σπήλαιο που βρίσκεται δίπλα από την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη. Τα αντικείμενα από χαλκό και ημιπολύτιμους λίθους μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ενώ τα χρυσά αντικείμενο από το Μυκηναϊκό νεκροταφείο της Ασίνης αρχικά φυλάχτηκαν στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας Ναυπλίου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο κεντρικό κατάστημα τηs Τράπεζας της Ελλάδος στην Αθήνα. Το 1947 οι αρχαιότητες αποκαλύφθηκαν ξανά και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου επαναλειτούργησε.

Καταστροφές αρχαιοτήτων στην Αργολίδα

Το 1946, το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας συνέταξε την έκθεση με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», όπου περιλαμβάνονταν οι μέχρι τότε καταγεγραμμένες περιπτώσεις ζημιών, καταστροφών, κλοπών, παράνομων ανασκαφών και διαρπαγών αρχαιοτήτων από τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Η έκθεση, παρότι ελλιπής, καθώς όπως αναφέρεται στον πρόλογό της «καθ' εκάστην φθάνουν εις το Υπουργείον ειδήσεις περί ζπμιών, πλείσται δε επαρχίαι ακόμη δεν εξητάσθησαν», είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης των αρχαιοτήτων την περίοδο 1940-1944.

Στο Άργος αναφέρεται ότι διενεργήθηκαν εκσκαφικές εργασίες στρατιωτικής φύσης από τους Γερμανούς, κατά τις οποίες βρέθηκαν αρχαιότητες, τμήμα μόνο των οποίων επεστράφη μετά τον πόλεμο. Κλοπή αρχαίων αντικειμένων από τις παλαιότερες ανασκαφές του Volgraff καταγράφηκε στο Μουσείο Άργους από τους Ιταλούς. Στο Ναύπλιο, οι Ιταλοί απομάκρυναν ενετικά κανόνια από τον προμαχώνα «5 αδέλφια» με τη δικαιολογία ότι επρόκειτο για παλιοσίδερα. 

Καταστροφές αρχαίων αναφέρονται από τους Γερμανούς στις Μυκήνες ενώ σοβαρότερη φαίνεται πως ήταν η επέμβασή τους στον αρχαιολογικό χώρο της Τίρυνθας, όπου διάνοιξαν καταφύγια και εγκατέστησαν θέσεις για τηλεβόλο και πυροβόλα χρησιμοποιώντας δυναμίτιδα. Από την Τίρυνθα καταγράφεται ακόμα πως οι Ιταλοί συγκέντρωσαν δύο φορτηγά με λίθους για έργα οδοποιίας. Στη Λάρισα του Αργούς καταστράφηκαν από τους Ιταλούς τμήματα των ανασκαφών του Volgraff καθώς και μέρος των ενετικών τειχών.

Καταστροφή αρχαίων στην Ασίνη

Η μετατροπή του αρχαιολογικού χώρου της Ασίνης σε ιταλικό οχυρό είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή μεγάλου μέρους των αρχαιοτήτων είτε κατά την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής των στρατιωτικών εγκαταστάσεων (διάνοιξη τάφρων, κατασκευή αποθηκών, πολυβολείων κ.λπ.) είτε μέσω του προσπορισμού οικοδομικού υλικού από τα αρχαία κατάλοιπα, που είχαν έρθει στο φως μερικά χρόνια νωρίτερα.
Εν μέσω της κατοχής, στις 20 Μαρτίου 1942, ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου Ν. Μπικάκης ενημέρωσε την αρχαιολογική υπηρεσία για τις καταστροφές στο χώρο ενώ ο εφορεύων Χρ. Πέτρου απέστειλε ανάλογο έγγραφο στο Υπουργείο. Σ’ αυτό αναφέρεται και η απάντηση του Διοικητή της Ιταλικής Μεραρχίας, σύμφωνα με την οποία «η κατάστασις είναι τοιούτη ώστε να προέχει η ασφάλεια του στρατού έναντι της οποίας δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν τα αρχαία». Το Υπουργείο με τη σειρά του κοινοποίησε το έγγραφο στον επικεφαλής του Ερυθρού Σταυρού στην Τρίπολη Axel Persson, αρχαιολόγο με ανασκαφική δραστηριότητα στην Ασίνη το προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να προβεί σε διαβήματα στις στρατιωτικές αρχές κατοχής.

Η καταγραφή της κατάστασης μετά το τέλος του πολέμου στην έκθεση «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» είναι χαρακτηριστική: «Τελεία, ριζική και ολοκληρωτική υπήρξεν η καταστροφή της αρχαίας Ασίνης υπό των Ιταλών». Η καταστροφή εξετελέσθηκε από ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς, εκ των οποίων κατονομάζεται ως ιδιαιτέρως υπεύθυνος ο λοχαγός Μπανιολέζι εκ Πίζας.








(πιεστ)






(πηγ)
(πολ)













Η οχύρωση.

Η πίεση της απειλητικής πολιτικής του Άργους, στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., φαίνεται πως οδήγησε για πρώτη φορά τους κατοίκους της Ασίνης στην οχύρωση της περιοχής. Την περίοδο εκείνη τειχίστηκε βιαστικά ο λόφος της Μπαρμπούνας ενώ κατά μερικούς ερευνητές με πρόχειρο τείχος προστατεύτηκε και η ακρόπολη στην ανατολική πλευρά της, ενέργειες που τελικά δεν ήταν αρκετές για να αποτρέψουν την εισβολή των Αργείων.

Γύρω στο 300 π.Χ., το Καστράκι περιβλήθηκε με ισχυρά τείχη, τα οποία περιελάμβαναν την ακρόπολη και τον οικισμό της Κάτω Πόλης. Ο συνολικός σχεδιασμός τους απηχεί ένα σαφή στρατηγικό προσανατολισμό, με πρωτεύοντες στόχους την ενίσχυση της φυσικής προστασίας που παρείχε η βραχώδης χερσόνησος και τη διαφύλαξη της ζωτικής σημασίας πρόσβασης στη θάλασσα. Η κατασκευή των τειχών έχει συνδεθεί με την παρουσία του Δημήτριου Πολιορκητή, εφευρετικού και φιλόδοξου διεκδικητή του Αιγαίου. Έχουν κτιστεί από τοπικό γκρίζο ασβεστόλιθο κατά το πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας. Στα σημεία που η πρόσβαση ήταν εύκολη, η οχύρωση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Αντίθετα, στα δύσβατα νότια και δυτικά τμήματα της χερσονήσου, τα τείχη ήταν χαμηλά ή απλώς έκλειναν κενά μεταξύ των βράχων. 

Η κεντρική είσοδος στην πόλη βρισκόταν στα βορειοανατολικά, όπου το τείχος συναντούσε το φυσικό βράχο. Μια δεύτερη πύλη προς την ακρόπολη, προσβάσιμη μέσω λίθινης κλίμακας, υπήρχε στα ανατολικά. Η οχύρωση ήταν ενισχυμένη με πύργους στις γωνίες του τείχους και στις πύλες ενώ ένας ακόμα είχε κτιστεί στην πλευρά της θάλασσας, προσφέροντας στην πόλη τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Κατά κανόνα είναι συμπαγείς, τετράγωνοι ή ορθογώνιοι στην κάτοψη, με χαμηλό παραπέτο στην κορυφή. Επιβλητικός παραμένει μέχρι σήμερα ο ύψους 9 μ. ανατολικός πύργος. Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Ενετοί και Ιταλοί επισκεύασαν και ενίσχυσαν τα τείχη της Ασίνης, επιβεβαιώνοντας το στρατηγικό χαρακτήρα της θέσης σε κάθε εποχή.









(δεξ)


(δεξ)













Εγκαταστάσεις πιεστηρίων στην Ασίνη.

Η ενασχόληση των κατοίκων της Ασίνης με αγροτικές εργασίες κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη εντός των τειχών της πόλης, κατά τη διάρκεια των παλαιών αλλά και των πρόσφατων ανασκαφών, εγκαταστάσεων μικρών πιεστηρίων. Επτά τέτοιες εγκαταστάσεις, αυτόνομες ή ενσωματωμένες σε οικίες, έχουν εντοπιστεί σε πλατώματα της ακρόπολης, στην Κάτω Πόλη και πιο πρόσφατα στα ανατολικά της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου. Τα τέσσερα συγκροτήματα στην Κάτω Πόλη αποτυπώνονται αμυδρά στα γενικά σχέδια και τις περιγραφές των Σουηδών ανασκαφέων καθιστώντας επισφαλή οποιαδήποτε περαιτέρω ερμηνεία, καθώς τα υλικά κατάλοιπά τους έχουν πλέον καταστραφεί.

Παρά τις διαφοροποιήσεις, οι σωζόμενες σήμερα εγκαταστάσεις παρουσιάζουν επί μέρους ομοιότητες ως προς τη διάταξη και τον εξοπλισμό τους: απαρτίζονταν από μικρά τετράπλευρα δωμάτια, στο δάπεδο των οποίων υπήρχαν τετράπλευρες ή κυκλικές δεξαμενές για τη συλλογή του παραγόμενου υγρού, που έρρεε προς αυτές μέσω του επικλινούς δαπέδου. Σε δύο διατηρείται η υπερυψωμένη επιφάνεια για την τοποθέτηση του καρπού και η λίθινη βάση με οπές για τη στερέωση του ξύλινου πιεστηρίου. 

Η παραγωγή του υγρού που κατέληγε στις δεξαμενές επιτυγχανόταν με την άσκηση πίεσης στο συλλεγμένο καρπό. Οι εργαστηριακές εγκαταστάσεις της Ασίνης, λόγω της επικάλυψης του επικλινούς δαπέδου με κονίαμα και της απουσίας αυλάκων που θα οδηγούσαν το υγρό προς τις δεξαμενές, προσιδιάζουν με πιεστήρια για την παραγωγή κρασιού. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση φορητού εξοπλισμού, συνήθως ξύλινου, θα ήταν απαραίτητη. Σε καλάθια - ληνούς θα γινόταν το πάτημα των σταφυλιών ενώ πρέσες με κοχλία (γαλεάγρες) ή πιεστήρια με μακρύ μοχλό και λίθινα βάρη στην άκρη θα χρησίμευαν για την περαιτέρω σύνθλιψη του καρπού. Η πιθανότητα χρήσης μέρους του εξοπλισμού των πιεστηρίων της Ασίνης για ποικίλες άλλες οικιακές δραστηριότητες δε θα πρέπει να αποκλειστεί.
 (πηγ)


Πρωτοελλαδική οικία
(πολ)

(δεξ)
(δεξ)




















Η χλωρίδα στο λόφο της Ασίνης.

Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και η συνύπαρξη διαφορετικών χλωριδικών περιοχών αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ευδοκίμηση περισσοτέρων των 6.000 ειδών και υποειδών φυτών. καθιστώντας την ελληνική χλωρίδα μεταξύ των πλουσιότερων της Ευρώπης, αναλογικά με την έκτασή της. Παράλληλα, εξαιτίας του ορεινού χαρακτήρα της χώρας και του μεγάλου αριθμού των νησιών δημιουργούνται συνθήκες απομόνωσης, με αποτέλεσμα σημαντικό ποσοστό των φυτών αυτών να είναι ενδημικά. 
Ο συνδυασμός χλωρίδας, πανίδας και εδαφοκλιματικών συνθηκών διαμορφώνουν τα επιμέρους οικοσυστήματα κάθε περιοχής. 0 αρχαιολογικός χώρος της Ασίνnς συγκαταλέγεται στα μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα, με χαρακτηριστική μεσογειακή χλωρίδα και πανίδα. Στη χερσόνησο έχει παρατηρηθεί πλήθος μικρών ζώων, όπως φίδια, σαύρες, βάτραχοι, χελώνες, αλεπούδες, τρωκτικά ενώ στα απόκρημνα βράχια και στις σχισμές τους βρίσκει καταφύγιο μεγάλος αριθμός πουλιών.
Οι φωτογραφίες που ακολουθούν παρουσιάζουν αντιπροσωπευτικό παραδείγματα της χλωρίδας που ευδοκιμεί στον αρχαιολογικό χώρο της Ασίνης.
















Καρότο άγριο, δουκί, παστινάκα, χαβούζι, σταφυλινάκι.
Φλωρίς η θαμνώδης,  ασφάκα
Καμπανούλα, κολλιτσίδα, γαλομάνα, γαλατόχορτο
Πεντάνευρο
Αγριόβικος
Ασφόδελος ο καλοκαιρινός, ασφόντυλος, σφέρδουκλας, άρβηκας, καραβούκι, σπερδούλι, ακαρώνι, σουρτούλα κ.λπ.
Κάππαρη η ακανθώδης
Σινάπη,, σινιάβρη, βρούβα, γλυκόβρουβα
Κουφολάχανο
Βαλσαμόχορτο
Μοσχολάχανο, καυκαλίδα, αγριοκουτσουνάδα
Cirillo, κρόμμυο το ναπολιτάνικο, σκορδάκι
Αιγίλωπας, αγριόσταρο, αγριοστάχυ, μακριγένι σιδερόσταρο
Βερμπάσκο το κακρόουρο, μελισσαντρό
Κίρσιο, παλαμίδα, ασπράγκαθο, λιγκαβέτσι
Σπαρτό το βουρλόμορφο
Ευφόρβιο το δενδροειδές, καρναρέζα, φλόμος
Δρακοντία, φιδόχορτο
Νιγέλλα η δαμασκηνή, κουτσουλόχορτο, μουροκούκι, άγριο κύμινο, μαυροσούσαμο
Χαρουπιά, ξυλοκερατιά, κερατσιά, τερατσιά, κουντουρουδιά
Κιστάρι το κρητικό, αλαδανιά, αλίσαρος, κουνουκλιά, ξιστάρι
Εφέδρα
Οξαλίδα
Κέντρανθος, γένι του Δία, κόκκινη βαλεριάνα, ανάλατος, μάης
Αλουμινάκι, βαλλωτή η οξυβαφώδης
Έχιο το αρνογλωσσοειδές
Οροβάγχη η χαρίης, λύκος, μπλε λουλούδι, ρούβαλο
Αναγαλλίς η αρουραία, περικούλια
Ζοχός, τσόχος, σφόγκος
Παπαρούνα κοινή
Ανθέριδα
Ίριδα της Κρήτης
Κονβόλβολος των αγρών, περικοκλάδα























Ο Βασιλιάς της Ασίνης [Γιώργος Σεφέρης] 

Ασίνην τε…
Ιλιάδα

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος τού ίσκιου εκεί πού η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μάς δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες τού βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα τού νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος τού ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς τής Ασίνης που τον γυρεύαμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς τής Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε…Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα τής ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό πού ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη τού πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη τη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η γυναίκα πού έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο πού παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέταγμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη
ζωή μας
αυτών πού απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη τού πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία τού βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια τής φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια τής απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής πού μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκ-
ρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκου-
τάρι.

«Ασίνην τε   Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι `38-Αθήνα, Γεν. `40

Δεν υπάρχουν σχόλια: